Βασιλείου Σοφούλλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517

(1999) 3 ΑΑΔ 517

[*517]21 Ιουλίου, 1999

[NIKHTAΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΣΟΦΟΥΛΛΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2261)

 

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου — Δεδικασμένο — Κοινά χαρακτηριστικά με το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο — Κρίση επί της ουσίας της διαφοράς — Λειτουργικά σε σχέση με τα παρεμφερή ευρήματα — Ακύρωση λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου, επιτρέπει την έκδοση ίδιας πράξης, εφόσον υπάρχει συμμόρφωση ως προς τον τύπο.

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου — Επανεξέταση — Διορισμοί Δημοσίων υπαλλήλων — Η ύπαρξη πλημμέλειας στην διαδικασία της Συμβουλευτικής Επιτροπής επιβάλλει επανεξέταση από το στάδιο αυτό — Σε διαφορετική περίπτωση η επανεξέταση αρχίζει από το σημείο της πλημμέλειας στη διαδικασία.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προσωπική γνώση αρμοδίου οργάνου — Ως αυτοτελές στοιχείο κρίσεως, πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά στα συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία αποκτήθηκε — Απουσία εξειδίκευσης καθιστά την απόφαση αναιτιολόγητη — Μη απαραίτητη τέτοια εξειδίκευση εφόσον η προσωπική γνώση λαμβάνεται ως ενισχυτικό στοιχείο κρίσεως.

Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας — Σχέδιο Υπηρεσίας — Ερμηνεία και εφαρμογή — Καθήκον και υποχρέωση της Ε.Δ.Υ. — Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν η ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Η εφεσείουσα προσέβαλε με την προσφυγή της, την απόφαση [*518]της Ε.Δ.Υ., που εκδόθηκε κατά την επανεξέταση, μετά από ακυρωτική απόφαση στην πρώτη της προσφυγή, με την οποία διορίστηκαν στην επίδικη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού 1ης Τάξης τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η ίδια κρίθηκε από την Ε.Δ.Υ. ως μη προσοντούχος και η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Ακολούθησε η παρούσα έφεση.

Προβλήθηκαν λόγοι έφεσης που αφορούσαν:

(α)          στην ύπαρξη δεδικασμένου από την πρώτη ακυρωτική απόφαση, ότι η εφεσείουσα κατείχε το απαραίτητο ακαδημαϊκό προσόν,

(β)          στην παράνομη απόφαση της Ε.Δ.Υ. να εξετάσει το ζήτημα κατά την επανεξέταση η ίδια και να μην παραπέμψει το θέμα εκ νέου στη Συμβουλευτική Επιτροπή,

(γ)          στην παράνομη λήψη υπόψη των προσωπικών γνώσεων και εμπειρίας των μελών της Ε.Δ.Υ., στην απόφασή τους ότι η εφεσείουσα δεν κατείχε το απαραίτητο προσόν,

(δ)          στην εσφαλμένη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ορθά κρίθηκε μη προσοντούχος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις αρχές του δεδικασμένου που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη. Η βασική αρχή που διέπει το δεδικασμένο έχει συνοψισθεί ως εξής στη Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 515/93, ημερ. 19.1.98 (απόφαση Πική, Π.):

     “Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος …………………………………...........................……….

     Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings) είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουρ[*519]γικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση υπέχει όμως υποχρέωση και σ’ εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση.»

     Στη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, 360, υποδεικνύεται ότι το δεδικασμένο προϋποθέτει κατ’ αρχήν τη δικαστική απόφαση επί της ουσίας εγειρόμενης διαφοράς και όχι επί καταλήξεων όταν αυτές είναι αποτέλεσμα της έλλειψης των προϋποθέσεων για την εξέταση της ουσίας.

     Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της ακυρωτικής απόφασης ότι η πράξη δεν είχε ακυρωθεί για λόγους ουσίας, αλλά για τυπικούς λόγους, δηλαδή για “παράβαση ουσιώδους τύπου”.

     Αυτό που είχε οδηγήσει στην ακύρωση της πρώτης πράξης ήταν η αντιφατική στάση της διοίκησης. Σε τέτοια περίπτωση πρόκειται σαφώς για παράβαση ουσιώδους τύπου λόγω πλημμελούς αιτιολογίας.

     Εφόσον η πράξη είχε ακυρωθεί για τυπικούς λόγους, η διοίκηση μπορούσε να “θεσπίσει διατάξεις με το αυτό περιεχόμενο” νοουμένου ότι έχει συμμορφωθεί “προς τα κριθέντα υπό του ακυρωτικού δικαστού ζητήματα” (Βλ. Δήμητρα Κοντογιώργα – Θεοχαροπούλου “Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως Έναντι της Διοικήσεως”, σελ. 50, 51). Εξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτει πλήρη συμμόρφωση προς τη δικαστική απόφαση. Ακολουθεί πως δεν μπορεί να διαπιστωθεί παράβαση του δεδικασμένου.

2.  Μετά από ακυρωτική απόφαση, η Διοίκηση οφείλει από τη μια να προβεί στην έκδοση νέας πράξης σε αντικατάσταση της ακυρωθείσας με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς της ακυρωθείσας και από την άλλη να συμμορφωθεί “προς τα κριθέντα υπό της ακυρωτικής αποφάσεως μη επαναλαμβάνουσα την νομικήν πλημμέλειαν της ακυρωθείσας” (Βλ. Θεοχαροπούλου σελ. 81-82).

     Σύμφωνα με την ευπαίδευτη συγγραφέα – σελ. 83 – η υποχρέωση της διοίκησης να “επιχειρήση οπωσδήποτε πράξιν εις αντικατάστασιν της ακυρωθείσης, είτε ταυτόσημος είτε μη, είναι απλή λογική συνέπεια”, ανάμεσα σ’ άλλα και του αξιώματος ότι το “ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνον τα κριθέντα σημεία δικαίου υπό του δικαστού. Ήτοι, τον λόγον διά τον οποίον ηκυρώθη η πράξιν και τον οποίον δεν ημπορεί να επαναλάβει η Δι[*520]οίκησης κατά την ενέργειαν της δευτέρας πράξεως”.

     Θεωρείται ότι η απουσία οποιασδήποτε νομικής πλημμέλειας σε ό,τι αφορά την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε συνάρτηση με το λόγο για τον οποίο είχε ακυρωθεί η πρώτη απόφαση της Ε.Δ.Υ. διακρίνουν την παρούσα υπόθεση από την Τζιακουρή – Σιακαλλή. Κρίνεται λοιπόν, πως δεν επιβαλλόταν η παραπομπή του ζητήματος στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

3.  Σύμφωνα με τη νομολογία, όπου το στοιχείο της προσωπικής γνώσης λαμβάνεται υπόψη ως αυτοτελές στοιχείο κρίσεως και όχι ως ενισχυτικό στοιχείο κρίσεως πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά στα συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία έχει συναχθεί η προσωπική αντίληψη. Η απουσία τέτοιας εξειδίκευσης καθιστά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης ανεπαρκή και το δικαστικό έλεγχο ανέφικτο.

     Στην κρινόμενη περίπτωση είναι πρόδηλο ότι η προσωπική γνώση των μελών της Ε.Δ.Υ. δε λήφθηκε υπόψη ως αυτοτελές στοιχείο κρίσεως, αλλά μόνο ως ενισχυτικό. Ακολουθεί πως δεν ήταν απαραίτητη η εξειδίκευση της προσωπικής γνώσης.

     Περαιτέρω: Aυτό που λήφθηκε υπόψη ήταν η ταξινόμηση σπουδών στο International Standard Classification of Education της UNESCO για “Psychiatric Nursing Programmes” (Volume 1, θέματα 25012και 55012), καθώς και το “Programmes in Social Work” (Volume 1, θέμα 58932). Οι πιο πάνω τόμοι αποτελούν υπαρκτά έγγραφα και κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Η αναφορά στον τόμο και τον αριθμό των θεμάτων όχι μόνο αποκαλύπτει ότι η Ε.Δ.Υ. έχει η ίδια προβεί σε πλήρη και ενδελεχή έρευνα σε σχέση με τα προσόντα της αιτήτριας, αλλά και παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της σχετικής απόφασης. Ακολουθεί πως η εισήγηση για απουσία έρευνας δεν ευσταθεί.

4.  Το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό σε μια θέση είναι θέμα πραγματικό εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ.. Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας.

     Λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας σε [*521]συνάρτηση με τα ακαδημαϊκά προσόντα της εφεσείουσας και τη φύση της υπηρεσίας της στο Τμήμα, η κατάληξη της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογα επιτρεπτή και ορθά επικυρώθηκε από την εκκαλούμενη απόφαση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. 362/93, ημερ. 14.7.94,

Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,

Παπαδοπούλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,

Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 515/93, ημερ. 19.1.98,

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,

Τζιακουρή – Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223,

Κουρσάρου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 345,

Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728,

Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60,

Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61,

Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 543,

Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Χατζητσαγγάρης, Δ.) που δόθηκε στις 1 Φεβρουαρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 67/95) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας εναντίον του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών, μετά από επανεξέταση στη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

[*522]Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της προσφυγής στην οποία εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση (“η εκκαλούμενη απόφαση”) ήταν η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (“η Ε.Δ.Υ.”) με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη (“τα Ε.Μ.”) διορίσθηκαν στη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (“η επίδικη θέση”).

Η Ε.Δ.Υ. προχώρησε στην πλήρωση της επίδικης θέσης μετά από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 14.7.94 στην προσφυγή 362/93 (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας) (“η ακυρωτική απόφαση”). Με την ακυρωτική απόφαση είχαν ακυρωθεί οι διορισμοί των Ε.Μ. στην επίδικη θέση.

Για να γίνουν κατανοητά τα επίδικα θέματα της έφεσης παρίσταται ανάγκη να αναφερθούμε στα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με την ακυρωτική απόφαση και την εκκαλούμενη απόφαση. Τα μεταφέρουμε όπως είχαν παρατεθεί στις δύο αποφάσεις.

Τα γεγονότα που σχετίζονται με την ακυρωτική απόφαση:

Η εφεσείουσα ήταν υποψήφια για τη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού, Πρώτης Τάξης (Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας) (“η επίδικη θέση”). Κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ότι κατείχε τα προσόντα για διορισμό στην επίδικη θέση και περιλήφθηκε στον κατάλογο των 8 συστηθέντων για την πλήρωση της. Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμπεριέλαβε την εφεσείουσα στον κατάλογο των υποψηφίων που κατείχαν το ακαδημαϊκό προσόν που προβέπεται από την παράγραφο 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Ήταν κάτοχος διπλώματος Νοσηλευτικής για Ψυχικά Ασθενείς από Σχολή του Ηνωμένου Βασιλείου. Το προσόν αυτό κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ισότιμο και συναφές προς το προβλεπόμενο από την παράγραφο 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας Δίπλωμα Ανώτερης Σχολής Κοινωνικής Εργασίας/Ευημερίας.

Η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε το πιο πάνω εύρημα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και περιόρισε τις επιλογές της μεταξύ των υποψηφίων που είχαν συστηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Έτσι η εφεσείουσα κλήθηκε μαζί με άλλες πέντε, επίσης συστηθείσες υποψήφιες, σε ομαδική προφορική εξέταση. Πριν υποβάλει τις συστάσεις του ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (“ο Διευθυντής”) γνωστοποίησε στην Ε.Δ.Υ. τις επιφυλάξεις του για την εγκυρότητα της υποψηφιότητας της εφεσείουσας. Πληροφόρησε την Ε.Δ.Υ. ότι διατηρούσε αμφιβολίες κατά πόσο αυτή πληρούσε τα προσόντα που προβλέπονται στη σημείωση* του σχεδίου υπηρεσίας. Μετά από διερεύνηση του θέματος η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι οι επιφυλάξεις του Διευθυντή ευσταθούσαν και απέκλεισε την εφεσείουσα. Ωστόσο ούτε το Διευθυντή αλλ’ ούτε και την Ε.Δ.Υ. απασχόλησε το γεγονός ότι η υποψηφιότητα της εφεσείουσας έγινε δεκτή, τόσο από την Συμβουλευτική Επιτροπή της οποίας προήδρευε ο Διευθυντής, όσο και από την ίδια την Ε.Δ.Υ., κάτω από την παράγραφο 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Το σχετικό μέρος της ακυρωτικής απόφασης έχει ως εξής:

“Το εύρημα ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τα προσόντα που απαιτούνται από τη Σημείωση, άφησε αμετάβλητη την προγενέστερη απόφασή της την οποία προφανώς παρείδε. Η Ε.Δ.Υ. δεν ανακάλεσε ούτε τροποποίησε ούτε επανεξέτασε σ’ οποιοδήποτε στάδιο την προηγούμενη απόφασή της για αποδοχή της υποψηφιότητας της αιτήτριας. Επομένως, ό,τι επακολούθησε, δεν μπορεί  παρά να χαρακτηρισθεί ως αντινομικό προς το προηγούμενο εύρημα του σώματος ότι η αιτήτρια ικανοποιούσε τις πρόνοιες της παραγράφου 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η αξιολόγηση του διπλώματος της αιτήτριας δεν επαφίεται στο Δικαστήριο. Το εύρημα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. στο θέμα, παραμένει απαρασάλευτο. Αν δεν αποκλειόταν η υποψηφιότητα της αιτήτριας για τον εσφαλμένο λόγο που έχουμε αναφέρει, η πιθανότητα διορισμού της σε μια από τις επίμαχες θέσεις δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηρισθεί εξ αντικειμένου ως μεγάλη λόγω της ψηλής βαθμολογίας την οποία επέτυχε στο γραπτό διαγωνισμό και, του γεγονότος ότι κατείχε, όπως είχε διαπιστωθεί, το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα της πείρας.”

Τα γεγονότα που σχετίζονται με την εκκαλούμενη απόφαση:

Μετά την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση η Ε.Δ.Υ. ειδοποίησε τα δύο Ε.Μ. ότι επανέρχονται στην κατάσταση που ίσχυε πριν τον διορισμό τους. Στη συνέχεια προχώρησε στην πλήρωση της επίδικης θέσης με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Κατά την επανεξέταση των προσόντων της εφεσείουσας η Ε.Δ.Υ. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν κατέχει τα προνοούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης απαραίτητα προσόντα. Έκρινε ότι το δίπλωμα της Ψυχιατρικής Νοσοκόμου (Psychiatric Nursing) που κατέχει δεν έχει σχέση με τα προσόντα που προνοούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως συναφούς κατάρτισης.

Πέραν της προσωπικής γνώσης και εμπειρίας που μερικά μέλη της Ε.Δ.Υ. κατείχαν η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη και την ταξινόμηση σπουδών που αναφέρεται στο “International Standard Classification of Education” της UNESCO του 1976, για “Psychiatric Nursing Programmes” (Volume I, θέματα 25012 και 55012) και “Programmes in Social Work” (Volume I, θέμα 58932). Σύμφωνα με το περιεχόμενο των πιο πάνω σπουδών δεν τεκμηριώνεται οποιαδήποτε σχέση του κύκλου σπουδών ή της επαγγελματικής κατάρτισης της εφεσείουσας με τον κύκλο σπουδών ή την επαγγελματική κατάρτιση στο θέμα της Κοινωνικής Εργασίας/Ευημερίας.

Εν όψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω, η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε ότι η εφεσείουσα δεν καλύπτεται από την παράγραφο (1) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας και ανακάλεσε το μέρος της απόφασής της με ημερομηνία 29.9.92, σύμφωνα με την οποία έκρινε ότι η εφεσείουσα είναι προσοντούχος και διαθέτει και το πλεονέκτημα που προβλέπεται από τα Σχέδια Υπηρεσίας της θέσης.

Η Ε.Δ.Υ. μελέτησε επίσης κατά πόσο η εφεσείουσα καλύπτεται από την πιο πάνω Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης και αφού έλαβε υπόψη τη δήλωση του Διευθυντή, που έγινε στη συνεδρίαση της Επιτροπής με ημερομηνία 3.12.92*, έκρινε ότι [*525]δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εφεσείουσα εκτελούσε καθήκοντα της πιο πάνω θέσης κατά την ημερομηνία έγκρισης του σχεδίου υπηρεσίας, όπως προνοεί η σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας, και επομένως δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί προσοντούχος με βάση την πρόνοια αυτή.

Η πιο πάνω κατάληξη της Ε.Δ.Υ. είχε σαν αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της εφεσείουσας από τον κατάλογο των υποψηφίων και το διορισμό των Ε.Μ. στην επίδικη θέση.

Η νομιμότητα των διορισμών εκείνων ήταν το αντικείμενο δεύτερης προσφυγής της εφεσείουσας στην οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου η εφεσείουσα πρόβαλε τις πιο κάτω θέσεις:

(1)       Ότι το θέμα των προσόντων της έπρεπε κατά την επανεξέταση να παραπεμφθεί στη Συμβουλευτική Επιτροπή για εξέταση.

(2)       Ότι με την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή 362/93 είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο αναφορικά με την κατοχή των προσόντων της παραγράφου 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας από την εφεσείουσα.

(3)       Ότι η ανάμειξη της προσωπικής γνώσης των μελών της Ε.Δ.Υ. ήταν παράνομη και ότι χωρεί μόνο η γνώση που δεν αντιστρατεύεται τα στοιχεία των φακέλων.

Με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκαν όλες οι πιο πάνω εισηγήσεις της εφεσείουσας. Κρίθηκε ότι: Η Ε.Δ.Υ. ήταν ελεύθερη και είχε εξουσία να επανεξετάσει η ίδια την απόφαση της χωρίς να είναι απαραίτητο να επαναπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Με τη ακυρωτική απόφαση δεν είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο αναφορικά με την κατοχή των πιο πάνω προσόντων από την εφεσείουσα γιατί το δικαστήριο δεν αποφάσισε κατά πόσο η εφεσείουσα κατείχε ή όχι τα προσόντα αυτά. Η προσωπική γνώση μελών της Ε.Δ.Υ. σχετιζόταν με την αξιολόγηση των προσόντων της εφεσείουσας και συσχετισμό τους με τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Πέραν τούτου χρησιμοποιήθηκε μόνο ως ενισχυτικό άλλων στοιχείων που είχε ενώπιον της η Ε.Δ.Υ. και συγκεκριμένα της ταξινόμησης σπουδών της UNESCO με το περιεχόμενο της οποίας συνάδει.

Με την εκκαλούμενη απόφαση επικυρώθηκε και το συμπέρασμα της Ε.Δ.Υ. ότι η εφεσείουσα δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί προσοντούχος με βάση την παραγ. 3(1) ή την σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας.

Σε σχέση με την παράγραφο 3(1)* κρίθηκε ότι εν όψει του περιεχομένου της ταξινόμησης σπουδών της UNESCO το συμπέρασμα της Ε.Δ.Υ. ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε σχέση του κύκλου σπουδών ή της επαγγελματικής κατάρτισης της εφεσείουσας με τον κύκλο σπουδών ή την επαγγελματική κατάρτιση στο θέμα της Κοινωνικής Εργασίας/Ευημερίας που απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας ήταν εύλογα επιτρεπτό στην Ε.Δ.Υ..

Σε σχέση με τη σημείωση  του Σχεδίου Υπηρεσίας κρίθηκε ότι εν όψει των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. “ότι δηλαδή η εφεσείουσα ασκούσε τα καθήκοντα της θέσης μόνο κατά την απουσία της Διευθύντριας και το μέρος αυτό της απόφασης της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογα επιτρεπτό σ’ αυτήν”.

Η έφεση.

Με την έφεση υποστηρίζεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση ήταν εσφαλμένη. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης προσβάλλεται η κρίση για την μη ύπαρξη δεδικασμένου.

Οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις αρχές του δεδικασμένου που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη (Βλ. Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Παπαδοπούλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608. Η βασική αρχή που διέπει το δεδικασμένο έχει συνοψισθεί ως εξής στην Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 515/93/19.1.98 (απόφαση Πική, Π.):

“Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος .......................................................................... Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η [*527]απόφασή του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση· υπέχει όμως υποχρέωση και σ’ εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση.”

Η υπόθεση Ραφτόπουλος έχει αναφερθεί με επιδοκιμασία στην Παπαδοπούλου (πιο πάνω). Στην Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, 360 υποδεικνύεται ότι το δεδικασμένο προϋποθέτει κατ’ αρχήν τη δικαστική απόφαση επί της ουσίας εγειρόμενης διαφοράς και όχι επί καταλήξεων όταν αυτές είναι αποτέλεσμα της έλλειψης των προϋποθέσεων για την εξέταση της ουσίας (Βλ. και Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286).

Στο “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο” του Π.Δ. Δαγτόγλου, 2η έκδοση, επιχειρείται διάκριση μεταξύ τύπου και ουσίας. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συγγραφέα (παραγ. 583, 584, 587):

“Γενικά στον ‘τύπο’ καταλογίζονται η διαδικασία και η (‘εξωτερική’) μορφή της πράξεως, ενώ ως ‘ουσία’ θεωρείται το περιεχόμενο της .... στην ουσία αναφέρονται όλες οι διατάξεις του νόμου που καθορίζουν τις πραγματικές και νομικές προϋποθέσεις της σύννομης διοικητικής πράξεως (π.χ. τις κατά νόμο προϋποθέσεις για την αναγνώριση συνοικισμού ως κοινότητας) καθώς και την ίδια την απόφαση υπό την στενή έννοια του όρου (διατακτικό) ενώ όλες οι νομοθετικές διατάξεις που καθορίζουν την μέθοδο λήψεως αποφάσεως, την διατύπωση (σε αντίθετη προς το αντικείμενο) της αποφάσεως και την γνωστοποίηση της, αφορούν τον τύπο ... Σημαντικό στην πράξη μάλιστα ‘ουσιώδη τύπο’ αποτελεί η αιτιολογία της διοικητικής πράξεως, όταν επιβάλλεται ρητώς από τον νόμο ή κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου από την φύση στης πράξεως.”

Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της ακυρωτικής απόφασης ότι η πράξη δεν είχε ακυρωθεί για λόγους ουσίας αλλά για τυπικούς λόγους, δηλαδή για “παράβαση ουσιώδους τύπου”.

Αυτό που είχε οδηγήσει στην ακύρωση της πρώτης πράξης [*528]ήταν η αντιφατική στάση της διοίκησης. Σε τέτοια περίπτωση πρόκειται σαφώς για παράβαση ουσιώδους τύπου λόγω πλημμελούς αιτιολογίας (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 186-187: “Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία περιλαμβάνουσα αντιφατικάς προτάσεις αναιρούσας αλλήλας: 257/52”).

Εφόσον η πράξη είχε ακυρωθεί για τυπικούς λόγους η διοίκηση μπορούσε να “θεσπίσει διατάξεις με το αυτό περιεχόμενο” νοουμένου ότι έχει συμμορφωθεί “προς τα κριθέντα υπό του ακυρωτικού δικαστού ζητήματα” (Βλ. Δήμητρας Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου “Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως Έναντι της Διοικήσεως”, σελ. 50, 51).  Eξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτει πλήρη συμμόρφωση προς τη δικαστική απόφαση. Ακολουθεί πως δεν μπορεί να διαπιστωθεί παράβαση του δεδικασμένου. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται (Βλ. και Δαγτόγλου, “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο” (πιο πάνω), παραγ. 820: “Η απαγόρευση επανεκδόσεως της πράξεως που ακυρώθηκε υποχωρεί μόνον όταν η ακύρωση έγινε για παράβαση ουσιώδους τύπου που τώρα πλέον τηρείται, π.χ. παράλειψη γνωμοδοτήσεως που τώρα πλέον ζητείται από το αρμόδιο όργανο ή παράλειψη αιτιολογίας που τώρα πλέον υπάρχει και μάλιστα αναφέρεται και στην εμμονή της διοικήσεως. Αν όμως η διοικητική πράξη ακυρώθηκε για παράνομη ή ανεπαρκή αιτιολογία, έκδοση νέας ταυτόσημης πράξεως επιτρέπεται μόνον, εφόσον στηρίζεται σε νέα, νόμιμη και επαρκή αιτιολογία.”).

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η πρωτόδικη κρίση για την εξουσία της Ε.Δ.Υ. να επανεξετάσει η ίδια την απόφαση της χωρίς να ήταν απαραίτητο να επαναπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας έκαμε αναφορά στη Τζιακουρή-Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223 (απόφαση διευρυμένης Ολομέλειας) και τόνισε ότι τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε ότι η πιο πάνω απόφαση δεν τυγχάνει εφαρμογής λόγω των γεγονότων της. Υπέδειξε ότι στην παρούσα υπόθεση το σφάλμα έγκειται στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. και όχι στην απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

[*529]Οι θέσεις που έχουν προβάλει τα μέρη σε σχέση με την υπόθεση Τζιακουρή-Σιακαλλή (πιο πάνω) καθιστούν επιβεβλημένη την παράθεση των σχετικών με αυτή γεγονότων.

Στην υπόθεση εκείνη η προσβαλλόμενη απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν αποτέλεσμα επανεξέτασης, αφού η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην ίδια θέση, που είχε γίνει στις 19.12.94, ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 21.11.96. Στη συνεδρία της ημερ. 7.1.97 η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε λόγω έλλειψης της απαιτούμενης από το νόμο αιτιολογίας και έτσι αποφασίστηκε ότι αυτή δεν μπορούσε να ληφθεί υπ’ όψιν.

Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε ότι δεν ενδείκνυται η παραπομπή του θέματος στη Συμβουλευτική Επιτροπή, μια και η σύνθεση της είχε στο μεταξύ αλλάξει και συνεπώς δεν θα ήταν σε θέση να αιτιολογήσει την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση. Η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι ο ρόλος μια νέας Συμβουλευτικής Επιτροπής θα περιοριζόταν στην ετοιμασία του καταλόγου των υποψηφίων που θα σύστηνε για επιλογή με βάση τα στοιχεία των φακέλων και τα προσόντα των υποψηφίων, για τα οποία προσόντα όμως αρμόδιο όργανο να αποφασίσει τελικά ήταν η ίδια η Ε.Δ.Υ.. Έτσι αποφάσισε να προχωρήσει στην επανεξέταση, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, χωρίς την παραπομπή του θέματος στη Συμβουλευτική Επιτροπή και λαμβάνοντας υπ’ όψιν κατά την τελική κρίση όλους τους προσοντούχους υποψηφίους.

Στην απόφαση της Ολομέλειας υποδεικνύεται ότι σε περίπτωση ακύρωσης σύνθετης διοικητικής ενέργειας δεν ακυρώνεται ολόκληρη η σύνθετη ενέργεια και ότι η ακύρωση επέρχεται μόνο από την ενδιάμεση πλημμελή πράξη. Κρίθηκε ότι η διαδικασία της Συμβουλευτικής Επιτροπής προβλέπεται ρητά από το Νόμο. Κρίθηκε, επίσης, ότι η Ε.Δ.Υ. “είχε καθήκον να παραπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή γιατί ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος, 1990 (Ν. 1/90) καθιστά τούτο υποχρεωτικό.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορούσε να επανασυσταθεί, με διαφορετική σύνθεση, με σκοπό τη διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων και την ετοιμασία του καταλόγου που προβλέπεται από το άρθρο 34(6), χωρίς βέβαια να λάβει υπ’ όψιν τα αποτελέσματα της συνέντευξης των υποψηφίων. Η διαδικασία αυτή δεν μπορούσε να παρακαμφθεί”.

[*530]Στην κρινόμενη περίπτωση, αντίθετα με ότι είχε λάβει χώραν στην Τζιακουρή-Σιακαλλή (πιο πάνω):

(α) Κατά την επανεξέταση υπήρχε ενώπιον της Ε.Δ.Υ. η προβλεπόμενη από το Νόμο έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία ήταν καθόλα έγκυρη.

(β) Με την ακυρωτική απόφαση είχε αποδοθεί σφάλμα στην Ε.Δ.Υ., σε σχέση με το μέρος της απόφασης της που αναφερόταν στα προσόντα της εφεσείουσας. Δεν είχε αποδοθεί οποιοδήποτε σφάλμα στην Συμβουλευτική Επιτροπή.

Μετά από ακυρωτική απόφαση η Διοίκηση οφείλει από τη μια να προβεί στην έκδοση νέας πράξης σε αντικατάσταση της ακυρωθείσας με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς της ακυρωθείσας και από την άλλη να συμμορφωθεί “προς τα κριθέντα υπό της ακυρωτικής αποφάσεως μη επαναλαμβάνουσα την νομικήν πλημμέλειαν της ακυρωθείσας” (Βλ. Θεοχαροπούλου, πιο πάνω, σελ. 81-82).

Σύμφωνα με την ευπαίδευτη συγγραφέα - σελ. 83 - η υποχρέωση της διοίκησης να “επιχειρήση οπωσδήποτε πράξιν εις αντικατάστασιν της ακυρωθείσης, είτε ταυτόσημον είτε μη, είναι απλή λογική συνέπεια”, ανάμεσα σ’ άλλα, και του αξιώματος ότι το “ακυρωτικόν δεδικασμένον καλύπτει μόνον τα κριθέντα σημεία δικαίου υπό του δικαστού: Ήτοι, τον λόγον δια τον οποίον ηκυρώθη η πράξις και τον οποίον δεν ημπορεί να επαναλάβει η Διοίκησις κατά την ενέργειαν της δευτέρας πράξεως”.

Θεωρούμε ότι η απουσία οποιασδήποτε νομικής πλημμέλειας σε ότι αφορά την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε συνάρτηση με το λόγο για τον οποίο είχε ακυρωθεί η πρώτη απόφαση της Ε.Δ.Υ. διακρίνουν την παρούσα υπόθεση από την Τζιακουρή-Σιακαλλή (πιο πάνω). Κρίνουμε λοιπόν πως δεν επιβαλλόταν η παραπομπή του ζητήματος στην Συμβουλευτική Επιτροπή.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης η εφεσείουσα υποστήριξε ότι “εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να στηριχθεί στην προσωπική γνώση και εμπειρία των μελών της περί τη σημασία ή αξία των προσόντων της αιτήτριας και να κρίνει την εφεσείουσα μη προσοντούχο είναι νόμιμη”. Τα μέλη της Ε.Δ.Υ. - συνεχίζει η εισήγηση - “δεν είναι ούτε ειδικοί, ούτε εμπειρογνώμονες, ούτε έχουν γνώσεις για να κρίνουν ότι η αιτή[*531]τρια δεν είναι προσοντούχος. Οφείλουν έρευνα αρμοδίως και από όργανα που μπορούν να δώσουν υπεύθυνη και βαρύνουσα γνώμη”. Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στην Κουρσάρου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 345.

Σύμφωνα με τη νομολογία, όπου το στοιχείο της προσωπικής γνώσης λαμβάνεται υπόψη ως αυτοτελές στοιχείο κρίσεως και όχι ως ενισχυτικό στοιχείο κρίσεως  πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά στα συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία έχει συναχθεί η προσωπική αντίληψη.  Η απουσία τέτοιας εξειδίκευσης καθιστά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης ανεπαρκή και τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο (Βλ. Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728 και Κουρσάρου (πιο πάνω)).

Στην κρινόμενη περίπτωση είναι πρόδηλο ότι η προσωπική γνώση των μελών της Ε.Δ.Υ. δεν λήφθηκε υπόψη ως αυτοτελές στοιχείο κρίσεως αλλά μόνο ως ενισχυτικό. Ακολουθεί πως δεν ήταν απαραίτητη η εξειδίκευση της προσωπικής γνώσης. 

Περαιτέρω: Αυτό που λήφθηκε υπόψη ήταν η ταξινόμηση σπουδών στο International Standard Classification of Education της UNESCO για “Psychiatric Nursing Programmes” (Volume I, θέματα 25012 και 55012), καθώς και το “Programmes in Social Work” (Volume I, θέμα 58932). Οι πιο πάνω τόμοι αποτελούν υπαρκτά έγγραφα και κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Η αναφορά στον τόμο και τον αριθμό των θεμάτων όχι μόνο αποκαλύπτει ότι η Ε.Δ.Υ. έχει η ίδια προβεί σε πλήρη και ενδελεχή έρευνα σε σχέση με τα προσόντα της αιτήτριας, αλλά και παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της σχετικής απόφασης. Ακολουθεί πως η εισήγηση για απουσία έρευνας δεν ευσταθεί.

Τελικά η εφεσείουσα υποστήριξε ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ., που έκρινε την εφεσείουσα μη προσοντούχο, ήταν νόμιμη και ορθή.

Το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό σε μια θέση είναι θέμα πραγματικό εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. (Βλ. Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60). Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας (Βλ. Papapetrou v. Republic, 2 [*532]R.S.C.C. 61, Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286).

Λαμβάνουμε υπόψη τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας σε συνάρτηση με τα ακαδημαϊκά προσόντα της εφεσείουσας και τη φύση της υπηρεσίας της στο Τμήμα. Έχουμε την άποψη πως η κατάληξη της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογα επιτρεπτή και ορθά επικυρώθηκε από την εκκαλούμενη απόφαση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο