Δημοτικό Συμβούλιο Έγκωμης και Άλλοι ν. Ι. Ιωακείμ και Α. Λοϊζιά - Ιωακείμ Λοϊζιά, Αρχιτεκτόνων Μηχανικών και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 596

(1999) 3 ΑΑΔ 596

[*596]2 Σεπτεμβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

Χ”ΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

(Προσφυγή Αρ. 1084/95)

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΓΚΩΜΗΣ,

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση,

v.

I. ΙΩΑΚΕΙΜ ΚΑΙ Α. ΛΟΪΖΙΑ - ΙΩΑΚΕΙΜ ΛΟΪΖΙΑ

AΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

 

(Προσφυγή Αρ. 1087/95)

ΔΗΜΟΣ ΕΓΚΩΜΗΣ,

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση,

v.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΚΡΗΤΙΩΤΗ,

Εφεσίβλητης-Αιτητρίας.

 

(Προσφυγή Αρ. 1102/95)

ΔΗΜΟΣ ΕΓΚΩΜΗΣ,

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση,

v.

ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2499)

 

[*597]Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο — Αίτηση για διαγραφή τροποποίηση που έγινε στους λόγους έφεσης επειδή αυτή δε συνήδε με το διάταγμα τροποποίησης — Η Δ.25, θ.2 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμου έχει εφαρμογή, τηρουμένων των αναλογιών — Παρεκτροπή για την οποία το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία ακύρωσης.

Με αίτησή τους, οι εφεσίβλητοι στην προσφυγή 1084/95, ζήτησαν διαγραφή της τροποποίησης των λόγων εφέσεως αρ. 1 και 4 για το λόγο ότι η τροποποίηση δε συνήδε με το Διάταγμα Τροποποίησης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας τις τροποποιήσεις στους λόγους εφέσεως αρ. 1(α) και 4(α), αποφάσισε ότι:

1.  Ο περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός αποτελεί τον εφεδρικό κώδικα δικανικών αρχών που εφαρμόζεται “τηρουμένων των αναλογιών και εφόσον οι περιστάσεις επιτρέπουν τούτου” κατά την ενάσκηση της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, (βλ. Καν. 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, όπως τροποποιήθηκε). Η Δ.25, θ.2 θέτει ως προϋπόθεση της έγκυρης τροποποίησης τη συμμόρφωσή της με ό,τι επιτράπηκε να τροποποιηθεί. Διαφορετικά “if a party who has obtained an order for leave to amend does not amend accordingly” και εντός της τασσόμενης προθεσμίας, το διάταγμα τροποποίησης αυτοδικαίως καθίσταται άκυρο.

     Η τροποποίηση που βγαίνει έξω από τα όρια της εξουσιοδότησης διατάγματος παρέχει αντέρεισμα διαγραφής της. Η ανοχή αυτού του είδους παρεκτροπής θα αποτελούσε σοβαρό ανασχετικό παράγοντα στην απονομή της δικαιοσύνης. Το δικαστήριο έχει, σε μια τέτοια περίπτωση, σύμφυτη εξουσία ακύρωσης. Διαπιστώνεται πως στην προκείμενη περίπτωση σημειώθηκε με τις παραλείψεις που έχουν επισημανθεί σοβαρή και ανεπίτρεπτη απόκλιση από τους όρους του διατάγματος τροποποίησης.

2.  Εκδίδεται διάταγμα διαγραφής της αιτιολογίας υπό στοιχεία (1)(α) και 4(α). Οτιδήποτε σχετικό περιέχεται στο περιεχόμενο αγόρευσης δε θα επιτραπεί να αναπτυχθεί και θα αγνοηθεί. Η παράγραφος (β) των ίδιων λόγων δεν επηρεάζεται από την απόφαση αυτή.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αίτηση.

Αίτηση με την οποία οι εφεσίβλητοι στην Προσφυγή Αρ. 1084/95 ζητούν διαγραφή των λόγων 1 και 4 του τροποποιημέ[*598]νου δικογράφου της έφεσης ημερ. 7/4/99 γιατί δεν συνάδουν με το διάταγμα ημερ. 2/4/99.

Χ. Αρτέμης για Θ. Κονναρή, για τους Αιτητές-Εφεσιβλήτους στην Υπόθεση Αρ. 1084/95.

Καμία εμφάνιση για τον Καθ’ ου η αίτηση - Εφεσείοντα.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσιβλήτους στις Υποθέσεις Αρ. 1087/95 και 1102/95.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Αντικείμενο της κρινόμενης αίτησης είναι δικονομικής υφής ζήτημα, το οποίο έχει προκύψει ως εξής:  ο εφεσείων Δήμος Έγκωμης (στο εξής ο εφεσείων) υπέβαλε αίτηση, κατά την προδικασία, για τροποποίηση των λόγων της έφεσης.  Τελικά το δικαστήριο έδωσε, στις 2/4/99, την έγκριση του στην προτεινόμενη τροποποίηση των λόγων 1, 2 και 4, σύμφωνα με υπόμνημα που ετοίμασαν οι δικηγόροι του εφεσείοντα και παρέδωσαν στους αντιδίκους τους, οι οποίοι και συγκατατέθηκαν στην έκδοση του σχετικού διατάγματος.

Δε θα μείνουμε στις λεπτομέρειες της διαδικασίας αυτής.  Ούτε της προηγηθείσας αίτησης για τον ίδιο σκοπό, η οποία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε. Δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για το ζήτημα που καλούμαστε να επιλύσουμε. Εκτός του ότι συντέλεσαν στην καθυστέρηση της ακρόασης της έφεσης. Ας σημειωθεί ότι ο τρίτος λόγος έφεσης εγκαταλείφθηκε με αποτέλεσμα την απόρριψη του.

Βρίσκεται τώρα ενώπιόν μας αίτηση με την οποία οι εφεσίβλητοι στην προσφ. αρ. 1084/95 (οι εφεσίβλητοι) ζητούν διαγραφή των λόγων 1 και 4 του τροποποιημένου δικογράφου της έφεσης ημερ. 7/4/99. Ο προβαλλόμενος λόγος είναι ότι δε συνάδουν με το διάταγμα ημερ. 2/4/99. Διαζευκτικά αξιώνουν διαγραφή των λόγων αυτών στους οποίους εκτίθεται μέρος τη αιτιολογίας, που τους στοιχειοθετεί.

Θα απλουστευθεί άμεσα και θα γίνει το πρόβλημα πιο κατανοητό αν παραθέσουμε αυτούσιο το κείμενο των τροποποιήσεων, τις οποίες εξουσιοδότησε το παραπάνω διάταγμα:

[*599]“Λόγος έφεσης αρ. 1

1. Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε ότι το Δημοτικό Συμβούλιο δεν είχε εξουσία και/ή αρμοδιότητα ακύρωσης του διαγωνισμού:

(α) διότι το Δημοτικό Συμβούλιο είχε τέτοια εξουσία ακυρώσεως που πηγάζει από τη νομική αρχή ότι, διοικητικό όργανο που εκδίδει διοικητικάς αποφάσεις (δυνάμει των αρμοδιοτήτων και εξουσιών που του παρέχονται από τα άρθρα 85(1)(α) και 85(2)(α), έχει και δικαίωμα ανακλήσεώς των, όταν κατά την κρίση του αυτές πάσχουν νομικά και σύμφωνα με τη σωστή ερμηνεία που πρέπει να αποδοθεί στις εξουσίες του Δημοτικού Συμβουλίου και λαμβανομένων υπόψην των προνοιών του Περί Ερμηνείας Νόμου (Κεφ. 1).

...............................................................................................................................................................................................................

Λόγος έφεσης αρ. 4

4. Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει εξουσία ακυρώσεως διαγωνισμού είναι εσφαλμένη:

(α) διότι και εις τις περιπτώσεις διαγωνισμών ισχύει ο βασικός κανόνας ότι η αρμόδια διοικητική nαρχή έχει το δικαίωμα ανακλήσως ή ακυρώσεως διοικητικής πράξης όταν διαπιστώσει ότι η σχετική πράξη πάσχει νομικά και επιπλέον αυτό συμβαδίζει με τις αρμοδιότητες των Δήμων όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 83 - 86 του περί Δήμων Νόμου Ν. 111/85 και ειδικώτερα με το άρθρο 84 (η) και (κ).”

Είναι ορθό, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων, πως οι τροποποιήσεις, που έγιναν με την τροποποιημένη ειδοποίηση έφεσης ημερ. 7/4/99, δεν συνάδουν με τις εγκριθείσες από το διάταγμα της 2/4/99. Ό,τι έχουμε υπογραμμίσει στο κείμενο παραλείφθηκε ολότελα από αυτήν.

Ο συνήγορος υπέβαλε ουσιαστικά ότι η παρέκκλιση αλλοιώνει το χαρακτήρα της αιτιολογίας, η οποία καθίσταται γενική και αόριστη. Και ότι υπό τις συνθήκες αυτές το δικαστήριο έχει εξουσία να διαγράψει τις τροποποιήσεις εφόσον δεν υπήρξε συμμόρφωση με το δικαστικό διάταγμα.  Η εξουσία αυτή του δικαστηρίου, συμπλήρωσε ο κ. Αρτέμης, πέρα από το ότι εδράζεται στο θ. 2 της Δ. [*600]25 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού αποτελεί και μια πτυχή της σύμφυτης εξουσίας που διαθέτει το δικαστήριο για την αποτελεσματική ρύθμιση των διαδικασιών του. Με τις θέσεις αυτές συμφώνησε ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων στις προσφ. 1087/95 και 1102/95.  Δεν υπήρξε αντίλογος. Οι δικηγόροι του Δήμου δεν εμφανίστηκαν, παρόλο που είχαν κάθε ευκαιρία να το πράξουν.

Ο περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός αποτελεί τον εφεδρικό κώδικα δικανικών αρχών που εφαρμόζεται “τηρουμένων των αναλογιών και εφόσον οι περιστάσεις επιτρέπουν τούτο” κατά την ενάσκηση της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του δικαστηρίου: βλ. Καν. 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, όπως τροποποιήθηκε). Η Δ.25, θ. 2 θέτει ως προϋπόθεση της έγκυρης τροποποίησης τη συμμόρφωση της με ό,τι επιτράπηκε να τροποποιηθεί. Διαφορετικά “if a party who has obtained an order for leave to amend does not amend accordingly” και εντός της τασσόμενης προθεσμίας, το διάταγμα τροποποίησης αυτοδικαίως καθίσταται άκυρο. Εκτός στην περίπτωση που το χρονοδιάγραμμα, που προσδιορίζει ο θεσμός, παρατείνεται από το δικαστήριο.

Η τροποποίηση που βγαίνει έξω από τα όρια της εξουσιοδότησης διατάγματος παρέχει αντέρεισμα διαγραφής της. Η ανοχή αυτού του είδους παρεκτροπής θα αποτελούσε σοβαρό ανασχετικό παράγοντα στην απονομή της δικαιοσύνης. Το παρακάτω σχόλιο από την Annual Practice (1958) τόμος 1, σελ. 632, βεβαιώνει ότι το δικαστήριο έχει, σε μια τέτοια περίπτωση, σύμφυτη εξουσία ακύρωσης:

“Does not Amend Accordingly”

If the party who has obtained an order to amend makes amendments which are not authorised by the order, the proper course is for his opponent to apply to have the amendment disallowed with costs. It is true that r. 4, on which Kay, J., relied in Bourne v. Coulter, 50 L.T. 321, applies only to amendments made without leave under rr. 2 and 3 of this Order.  But there is, it is sumbmitted, an inherent power in the Court to set aside, at the cost of the offending party, any alteration or amendment of any proceeding in an action which is made by either party without authority, or in excess of any authority which has been given. Indeed, in an extreme case such as Blackmore v. Edwards [1879] W.N. 175 (explained supra, p. 627), a still [*601]more stringent order as to costs may be made.”

Διαπιστώνεται πως στην προκείμενη περίπτωση σημειώθηκε, με τις παραλείψεις που έχουμε επισημάνει, σοβαρή και ανεπίτρεπτη απόκλιση από τους όρους του διατάγματος τροποποίησης. Γιαυτό εκδίδεται διάταγμα διαγραφής της αιτιολογίας υπό στοιχεία (1)(α) και 4(α). Ο,τιδήποτε σχετικό περιέχεται στο περιεχόμενο αγόρευσης δε θα επιτραπεί να αναπτυχθεί και θα αγνοηθεί. Η παράγραφος (β) των ίδιων λόγων δεν επηρεάζεται από την απόφασή μας αυτή. Τα έξοδα της αίτησης θα επιβαρύνουν τον εφεσείοντα/καθού η αίτηση.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο