Σελεάρης Ανδρέας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 602

(1999) 3 ΑΑΔ 602

[*602]14 Σεπτεμβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΕΛΕΑΡΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2537)

 

Aναθεωρητική Δικαιοδοσία — Αντικείμενο — Λόγοι Έφεσης — Δεν επιτρέπεται η προσθήκη νέου λόγου ακυρώσεως, διά των λόγων εφέσεως, που δεν προβλήθηκε αλλά ούτε απασχόλησε το Δικαστήριο πρωτόδικα.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Έκδηλη Υπεροχή — Διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο συνυπολογίζοντας όλα τα στοιχεία τους και αιτιολογώντας την απόφασή της.

Πρωτόδικα η προσφυγή απορρίφθηκε. Είχαν προβληθεί λόγοι ακυρώσεως που αφορούσαν στην εκ των υστέρων μεταβολή της βάσης επιτυχίας στη γραπτή εξέταση στα αγγλικά, στο μη εύλογο της απόφασης της Ε.Δ.Υ. να επιλέξει τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αντί του αιτητή και στο αναιτιολόγητο της απόφασης.

Στην έφεση επιχειρήθηκε, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η προσθήκη νέου λόγου ακυρώσεως που αφορούσε στην πλάνη της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με την κατοχή του πλεονεκτήματος από ένα από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιτρέποντας μερικώς την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Με την έφεση προσβάλλεται το βάθρο της πρωτόδικης απόφασης και στα τρία σημεία στα οποία θεμελιώνεται. Εγείρεται και νέος λόγος ακύρωσης, με το λόγο έφεσης 4 - ότι εσφαλμένα το πρωτό[*603]δικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Χριστίνα Τριανταφυλλίδου κατείχε το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα της πείρας. Τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν τέθηκε στην προσφυγή, ούτε προβλήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εσφαλμένος είναι, επίσης, ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο προέβη σε οποιαδήποτε διαπίστωση επί του θέματος. Ο λόγος 4 της έφεσης δε θα απασχολήσει το Δικαστήριο.

2. Αντιπαραβολή των στοιχείων, χαρακτηριστικών της αξίας των υποψηφίων, τα οποία είχε ενώπιόν της η Ε.Δ.Υ., περιλαμβανομένης της βαθμολογίας τους στη γραπτή εξέταση στις γενικές γνώσεις και στην προφορική εξέταση (τα οποία αναπαράγονται στην πρωτόδικη απόφαση), εξ αντικειμένου παρείχε στην Ε.Δ.Υ. τη δυνατότητα επιλογής των ενδιαφερομένων προσώπων. Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντος για ορατή, έστω, υπεροχή του έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων παρέμειναν ατεκμηρίωτοι.

    Στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. εξειδικεύονται οι λόγοι στους οποίους βασίζεται η επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων και με αυτά ολοκληρώνεται ο κύκλος αιτιολόγησης της επίδικης διοικητικής απόφασης.

    Η διαπίστωση της κατοχής των προβλεπομένων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας διοικητικής αρχής. Σ’ αυτή την εξουσία εντάσσεται η διενέργεια γραπτών εξετάσεων, ως μέσο διαπίστωσης των γλωσσικών γνώσεων των υποψηφίων. Ο καθορισμός του μέτρου για τη διαπίστωση κατοχής από τους υποψηφίους γνώσης της ξένης γλώσσας στο καθορισμένο επίπεδο αντανακλά τη θέση του αρμοδίου οργάνου επί του θέματος. Αφού καθορίσει το μέτρο, δεσμεύεται να το ακολουθήσει ως θέμα χρηστής διοίκησης. Δοθέντος δε ότι οι παράμετροι διαπίστωσης γλωσσικής επάρκειας είναι σταθεροί, δύσκολα μπορεί να εντοπίσει ένας αντικειμενικούς λόγους, που θα ήταν δυνατό να δικαιολογήσουν τροποποίηση του μέτρου.

    Η υιοθέτηση σταθερών κριτηρίων για την άσκηση διοικητικής εξουσίας, αποτελεί σύννομη και παραδεκτή πρακτική, νοουμένου ότι δεν υπεισέρχεται εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό τους. Αφού καθορισθούν τα κριτήρια, η διοίκηση δεσμεύεται να τα τηρήσει. Απόκλιση χωρεί μόνο όπου αποχρώντες λόγοι δικαιολογούν τέτοια ενέργεια και δεδομένου ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας.

    Στην προκείμενη περίπτωση συνάγεται από την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι η βάση της βαθμολογίας άλλαξε μετά τη [*604]γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων. Ό,τι έλειπε ήταν η αποκάλυψη της ατομικής επίδοσης των υποψηφίων. Κανένας ουσιαστικά λόγος δεν παρέχεται για τη μεταβολή της αρχικής απόφασης, βάσει της οποίας διεξήχθηκε η γραπτή εξέταση στα αγγλικά. Πρόκειται για αυθαίρετη απόφαση η οποία αφήνει να αιωρείται η υπόνοια για κακή πίστη της διοίκησης στη διεκπεραίωση του διοικητικού έργου η οποία δεν μπορεί να έχει άλλες συνέπειες από την ακύρωση της απόφασης για τη μεταβολή της βαθμολογίας. Η απόφαση αυτή επενήργησε ουσιωδώς στη συμπερίληψη ενός των ενδιαφερομένων προσώπων στον κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων, της Χριστίνας Τριανταφυλλίδου - Σάββα.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2384,

Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220,

Droushiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546,

Tamassos Suppliers ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60,

Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25,

Republic v. Argyrides (1987) 3 C.L.R. 1092,

Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136,

Παπαϊωάννου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Καλλής, Δ.) που δόθηκε στις 10 Οκτωβρίου, 1997 (Προσφυγή Αρ. 574/96) με την οπία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων να διορίσουν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Γεωργικού Λειτουργού.

M. Aσπρή για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα.

Α. Παπασάββας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

[*605]Ι. Τυπογράφος, για τα Ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Με ξεχωριστές προσφυγές, ο Ανδρέας Σελεάρης και η Ευτυχία Χαραλάμπους προσέβαλαν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, με την οποία διορίστηκαν τα τέσσερα ενδιαφερόμενα πρόσωπα σε αντίστοιχο αριθμό κενών θέσεων Γεωργικού Λειτουργού. Με έφεση, που άσκησαν από κοινού, αμφισβήτησαν την πρωτόδικη δικαστική απόφαση και αξίωσαν τον παραμερισμό της. Η Ευτυχία Χαραλάμπους απέσυρε την έφεσή της, η οποία και απορρίπτεται χωρίς έξοδα.  Παραμένει η έφεση του Ανδρέα Σελεάρη, την οποία θα εξετάσουμε.

Η προσφυγή του εφεσείοντος κατά της επίδικης απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας απορρίφθηκε. Το Δικαστήριο έκρινε ότι κανένας από τους τρεις λόγους, που προβλήθηκαν προς ακύρωσή της, δεν ευσταθούσε. Οι λόγοι για τους οποίους ζητήθηκε η ακύρωσή της εξειδικεύονται στην απόφαση του Δικαστηρίου. Ήταν οι ακόλουθοι τρεις:

(α)  Παρέκκλιση από τα θέσμια της χρηστής διοίκησης, η οποία σημειώθηκε με την εκ των υστέρων μεταβολή της βάσης επιτυχίας της γραπτής εξέτασης στα Αγγλικά από 50 σε 40 εκατοστιαίες μονάδες.

(β)  Υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, η οποία εκδηλώθηκε με την επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων, τα οποία υστερούσαν του εφεσείοντος στα κρίσιμα στοιχεία επιλογής, και

(γ)  Έλλειψη αιτιολογίας.

Μεταξύ των προσόντων για διορισμό στη θέση ήταν και η καλή γνώση της αγγλικής και η πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Για τη διαπίστωση του γνωσιολογικού επιπέδου των υποψηφίων στις δύο γλώσσες αποφασίστηκε η υποβολή τους σε γραπτή δοκιμασία. Η βάση επιτυχίας και στις δύο εξετάσεις καθορίστηκε στις 50 εκατοστιαίες μονάδες, με την επεξήγηση ότι  επιτυχία στις εξετάσεις θα αποτελούσε τεκμήριο κατοχής του απαραίτητου προσόντος, χωρίς το αποτέλεσμα να έχει άλλη επίδραση στην επιλογή των υποψηφίων. Τέτοια επίδραση, ανάλογη [*606]με το βαθμό επιτυχίας των υποψηφίων, θα είχε η τρίτη γραπτή εξέταση στην οποία θα υποβάλλονταν οι υποψήφιοι, εκείνη των γενικών γνώσεων, τα αποτελέσματα της οποίας, μαζί με τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, θα αποτελούσαν τα «βασικά κριτήρια για την επιλογή των υποψηφίων».

Μετά τη διόρθωση των γραπτών αλλά πριν την αποκάλυψη της ατομικής επίδοσης του κάθε υποψήφιου, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε όπως μειώσει τη βάση επιτυχίας στη γραπτή εξέταση στα αγγλικά από 50 σε 40 εκατοστιαίες μονάδες. Η απόφαση αιτιολογείται ως εξής:

«Αργότερα και αφού προβληματίστηκε περαιτέρω σε σχέση με την έννοια “καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας” και προτού αποκαλυφθούν τα καλυμμένα ονόματα των υποψηφίων στα διορθωμένα γραπτά, η Επιτροπή αποφάσισε να μειώσει το βαθμό επιτυχίας στη γραπτή εξέταση της αγγλικής γλώσσας από 50% σε 40%.»

Το Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση ότι, μειώνοντας τη βάση της βαθμολογίας κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, η Συμβουλευτική Επιτροπή απέκλινε από τις αρχές της καλής πίστης. Αφήνεται να νοηθεί ότι η μη αποκάλυψη της βαθμολογίας του κάθε υποψήφιου έτεινε να απομακρύνει κάθε υπόνοια εύνοιας. Έρεισμα για το παραδεκτό της εκ των υστέρων μεταβολής της βάσης της βαθμολογίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεύρε σε δικαστικές παρατηρήσεις στην πρωτόδικη απόφαση στην Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2384, σύμφωνα με τις οποίες η διαδικασία αυτή (η εκ των υστέρων μεταβολή βάσης επιτυχίας) αποτελεί καθιερωμένη κυβερνητική πρακτική και συνάμα διεθνή πρακτική.

Τα στοιχεία, τα οποία καταδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιας πρακτικής σε διεθνές επίπεδο και την έκτασή της, δεν καθορίζονται. Διατηρούμε επιφυλάξεις για την ύπαρξή της, σε βαθμό που να θεωρείται ως καθιερωμένη. Ακόμα πιο έντονες είναι οι επιφυλάξεις μας για το παραδεκτό πρακτικής, η οποία ως καθολική έννοια αντιστρατεύεται, όπως μας φαίνεται, τις αρχές της χρηστής διοίκησης.

Το Δικαστήριο απέρριψε, επίσης, τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας παρεξέκλινε από το καθήκον επιλογής των καταλληλοτέρων υποψηφίων.  Ορθά  υποδεικνύεται ότι, μόνο όπου τεκμηριώνεται έκδηλη υπεροχή, στοιχειοθετείται άνευ ετέρου παρέκκλιση από το καθήκον επιλογής των καταλληλοτέρων. Η απόδοση των ενδιαφερομένων μερών στις γραπτές εξετάσεις, σε συνδυασμό με τα προσόντα τους, συγκρινόμενα με τις επιδόσεις [*607]και αντίστοιχα προσόντα του εφεσείοντος, άφηναν ανοιχτό το πεδίο για τις επιλογές στις οποίες προέβη η Ε.Δ.Υ., επιλογές οι οποίες αιτιολογούνται με αναφορά στα ενώπιόν της στοιχεία.

Με την έφεση, προσβάλλεται το βάθρο της πρωτόδικης απόφασης και στα τρία σημεία στα οποία θεμελιώνεται. Εγείρεται και νέος λόγος ακύρωσης, με το λόγο έφεσης 4 - ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Χριστίνα Τριανταφυλλίδου κατείχε το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα της πείρας. Τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν τέθηκε στην προσφυγή, ούτε προβλήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εσφαλμένος είναι, επίσης, ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο προέβη  σε οποιαδήποτε διαπίστωση επί του θέματος. Ο λόγος 4, της έφεσης δεν θα μας απασχολήσει.

Οι λόγοι 5 και 6 της έφεσης συμπλέκονται και έχουν ως αντικείμενο την προσβολή της διαπίστωσης του Δικαστηρίου ότι, υπό το φως των ενώπιόν της Ε.Δ.Υ. δεδομένων, η επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων ήταν ανοικτή στο διορίζον σώμα.  Αντιπαραβολή των στοιχείων, χαρακτηριστικών της αξίας των υποψηφίων, τα οποία είχε ενώπιόν της η Ε.Δ.Υ., περιλαμβανομένης της βαθμολογίας τους στη γραπτή εξέταση στις γενικές γνώσεις και στην προφορική εξέταση, (τα οποία αναπαράγονται στην πρωτόδικη απόφαση), εξ αντικειμένου παρείχε στην Ε.Δ.Υ. τη δυνατότητα επιλογής των ενδιαφερομένων προσώπων.  Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντος για ορατή, έστω, υπεροχή του έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων παρέμειναν ατεκμηρίωτοι.

Στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. εξειδικεύονται οι λόγοι στους οποίους βασίζεται η επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων και με αυτά ολοκληρώνεται ο κύκλος αιτιολόγησης της επίδικης διοικητικής απόφασης. Αν τα πράγματα έφταναν ως εδώ, αναπόφευκτη θα ήταν η απόρριψη της έφεσης. Όμως επεκτείνονται και στο λόγο που αφορά τη μείωση της βάσης της βαθμολογίας στα αγγλικά, πράξη η οποία προσβάλλεται ως αντινομική προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης, ιδιαίτερα της καλής πίστης προς το διοικούμενο από την οποία πρέπει να διαπνέεται το διοικητικό έργο. Αυτός ο λόγος έφεσης ενέχει ιδιαίτερη σημασία για το μέρος της απόφασης της Ε.Δ.Υ. που αφορά την επιλογή της Χριστίνας Τριανταφυλλίδου-Σάββα, η οποία, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης στα Αγγλικά, είχε συγκεντρώσει βαθμολογία χαμηλότερη της αρχικά ορισθείσας βάσης των 50 εκατοστιαίων μονάδων. Η βαθμολογία της ήταν 9,125 εικοστά, που εξισούται με 45,5 περίπου εκατοστιαίες μονάδες. Τα άλλα τρία ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν εξασφαλίσει [*608]βαθμολογία στα αγγλικά υψηλότερη του 50%.

Η διαπίστωση της κατοχής των προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας διοικητικής αρχής. Σ’ αυτή την εξουσία εντάσσεται η διενέργεια γραπτών εξετάσεων, ως μέσο διαπίστωσης των γλωσσικών γνώσεων των υποψηφίων. Ο καθορισμός του μέτρου, για τη διαπίστωση κατοχής από τους υποψηφίους γνώσης της ξένης γλώσσας στο καθορισμένο επίπεδο, αντανακλά τη θέση του αρμοδίου οργάνου επί του θέματος. Αφού καθορίσει το μέτρο, δεσμεύεται να το ακολουθήσει ως θέμα χρηστής διοίκησης. Δοθέντος δε ότι οι παράμετροι διαπίστωσης γλωσσικής επάρκειας είναι σταθεροί, δύσκολα μπορεί να εντοπίσει ένας αντικειμενικούς λόγους, που θα ήταν δυνατό να δικαιολογήσουν τροποποίηση του μέτρου.  

Η υιοθέτηση σταθερών κριτηρίων για την άσκηση διοικητικής εξουσίας αποτελεί σύννομη και παραδεκτή πρακτική, νοουμένου ότι δεν υπεισέρχονται εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό τους. Αφού καθορισθούν τα κριτήρια, η διοίκηση δεσμεύεται να τα τηρήσει. Απόκλιση χωρεί μόνο όπου αποχρώντες λόγοι δικαιολογούν τέτοια ενέργεια και δεδομένου ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας.

Όπως υποδείξαμε στη Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, o καθορισμός της διοικητικής πολιτικής εξασφαλίζει το πλεονέκτημα της ομοιόμορφης διοικητικής λειτουργίας και της ίσης μεταχείρισης. Στην απουσία καλού λόγου, η διακηρυχθείσα θέση διοικητικής αρχής πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα, όπως επισημάναμε στη Drousiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546. Στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, στη σ. 75, υποδείξαμε:

«Στο διοικητικό δίκαιο ισχύει η αρχή της καλής πίστης που αποβλέπει στη διασφάλιση σύμμετρης λειτουργίας των διοικητικών οργάνων και τον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας.»

Στην πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας, Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25, (η απόφαση εκδόθηκε από τον Καλλή, Δ.), εξετάσαμε  την εφαρμογή των αρχών της καλής πίστης, σε σχέση με τη μεταβολή της βάσης επιτυχίας σε γραπτή εξέταση. Σ’ εκείνη την υπόθεση, μεταβλήθηκε η βάση της βαθμολογίας στο θέμα των γενικών γνώσεων μετά τη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων. Και στην προκείμενη περίπτωση, συνάγεται, από την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι η βάση της βαθμολογίας άλλαξε μετά τη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων. Ό,τι έλειπε ήταν η αποκάλυψη [*609]της ατομικής επίδοσης των υποψηφίων. Το Δικαστήριο, στην Καμένος, έκρινε ότι η απόφαση αφίστατο από τις αρχές της καλής πίστης ή της προστατευομένης εμπιστοσύνης, όπως χαρακτηρίζεται από ορισμένα Ελληνικά συγγράμματα. Οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην Αριστοδήμου, σε σχέση με την πρακτική για την εκ των υστέρων μεταβολή της βάσης της βαθμολογίας, δεν ευρίσκουν κανένα έρεισμα στην Καμένος. Αντίθετα, προκύπτει ότι είναι ασυμβίβαστες με τις αρχές της χρηστής διοίκησης.

Στην προκείμενη περίπτωση, κανένας ουσιαστικά λόγος δεν παρέχεται για τη μεταβολή της αρχικής απόφασης, βάσει της οποίας διεξάχθηκε η γραπτή εξέταση στα αγγλικά. Πρόκειται για αυθαίρετη απόφαση, η οποία αφήνει να αιωρείται η υπόνοια για κακή πίστη της διοίκησης στη διεκπεραίωση του διοικητικού έργου, η οποία δεν μπορεί να έχει άλλες συνέπειες από την ακύρωση της απόφασης για τη μεταβολή της βαθμολογίας. Η απόφαση αυτή επενήργησε ουσιωδώς στη συμπερίληψη ενός των ενδιαφερομένων προσώπων στον κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων, της Χριστίνας Τριανταφυλλίδου-Σάββα. Δεν είχε, όμως, οποιεσδήποτε επιπτώσεις στις διεκδικήσεις και αξιολόγηση του εφεσείοντος για διορισμό έναντι των άλλων τριών ενδιαφερομένων προσώπων, στην επιλογή των οποίων δεν επέδρασε η παράνομη απόφαση.

Μόνο εφόσον το σφάλμα το οποίο διαπιστώνεται επενεργεί ουσιωδώς στη ληφθείσα απόφαση παρέχεται πεδίο για επέμβαση, όπως αναγνωρίζει η νομολογία. (Βλ. μεταξύ άλλων Republic v. Argyrides (1987) 3 C.L.R. 1092. Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136. Παπαϊωάννου & Άλλοι (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713.) 

Η έφεση απορρίπτεται στην έκταση που αφορά τα τρία από τα τέσσερα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

Η έφεση επιτυγχάνει στο βαθμό που αφορά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Χριστίνα Τριανταφυλλίδου-Σάββα. Η πρωτόδικη απόφαση, επί του προκειμένου, παραμερίζεται και η απόφαση για το διορισμό της ακυρώνεται.

Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

H έφεση επιτυγχάνει μερικώς χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο