Xριστοδουλίδου Κρυστάλλω ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 626

(1999) 3 ΑΑΔ 626

[*626]15 Σεπτεμβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΡΥΣΤΑΛΛΩ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2374)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συμβάσεις Προϊσταμένου — Ίση αξία των υποψηφίων με βάση τις εμπιστευτικές εκθέσεις — Ανεπίτρεπτη η διαμόρφωση εκ των υστέρων της εικόνας των υποψηφίων, όπως φαίνεται μέσα από έγκυρες εμπιστευτικές εκθέσεις — Ανεπίτρεπτη και παράνομη η σύσταση η οποία αναπλάθει την εικόνα των αξιολογήσεων δίδοντας προβάδισμα σε ήδη αξιολογημένα κριτήρια.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Εμπιστευτικές εκθέσεις — Απουσία εμπιστευτικής έκθεσης για ένα έτος — Ανεπίτρεπτη η αναφορά του διευθυντή σε διαδικασία προαγωγών, ότι για το έτος εκείνο, η αξία των υποψηφίων ήταν η ίδια με τις αξιολογήσεις του προηγούμενου έτους — Παράβαση των Κανονισμών.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αξία — Άσκηση αναβαθμισμένων καθηκόντων — Ανεπίτρεπτη η πρόσδοση βαρύτητας στα καθήκοντα που ανατίθενται στους υπαλλήλους για σκοπούς υπεροχής τους — Η απλή αναφορά στο γεγονός αυτό στη σύσταση του Διευθυντή, χωρίς πρόθεση πρόσδοσης βαρύτητας, δεν καθιστά τη σύσταση παράνομη.

Η εφεσείουσα προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία η προσφυγή της κατά της προαγωγής της ενδιαφερόμενης στη θέση Βοηθού Τελώνη (Τακτικός Προϋπολογισμός) Τμήμα Τελωνείων, απορρίφθηκε.

[*627]Ο κυριότερος λόγος έφεσης, στρεφόταν κατά της σύστασης του Διευθυντή, ο οποίος ενόψει της ίδιας εικόνας που παρουσίαζαν οι υποψήφιοι στις βαθμολογίες τους στις εμπιστευτικές εκθέσεις, συνέλεξε πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους, τους αξιολογούντες λειτουργούς και με βάση και την προσωπική του γνώση, διαμόρφωσε «σαφή γνώση» για τον κάθε ένα. Η σύστασή του ήταν υπέρ της ενδιαφερόμενης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Πάντως, δεν μπορεί το όποιο περιθώριο παρέχεται κατά περίπτωση, ως προς την εκτίμηση της βαρύτητας των διαφόρων που αναδεικνύουν οι εκθέσεις να αναβαθμιστεί και σε δυνατότητα ανάπλασης της εικόνας για αναγνώριση υπέρ υποψηφίου κατά τρόπο θετικό, δηλαδή με τη μορφή διαπίστωσης, πως υπερέχει στην πραγματικότητα, εκεί όπου οι ετήσιες αξιολογήσεις δεν τον εμφανίζουν να υπερέχει. Και ακριβώς έχουμε εν προκειμένω τέτοια κρίση, εκ των υστέρων και βέβαια πάλιν υποκειμενική, στηριγμένη σε πληροφορίες και σε προσωπική διαχρονική γνώση, αναφορικά με την ποιότητα των υποψηφίων. Το βασικό πρόβλημα δεν εντοπίζεται στην επάρκεια της αιτιολογίας από την άποψη της αποκάλυψης ονομάτων και των στοιχείων που οδήγησαν στις διαπιστώσεις. Αυτό αφορά στις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση κρίσεων για ιδιότητες ως προς τις οποίες οι υποψήφιοι αξιολογούνταν ετησίως. Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δυσμενείς έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.

2.  Στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρχαν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις για το 1994 και ο διευθυντής δήλωσε πως με βάση τις πληροφορίες που πήρε από τους προϊσταμένους, η προσφορά των υποψηφίων κατά τη διάρκειά του “βρίσκεται περίπου στο ίδιο επίπεδο με το 1993”. Το επί μέρους ζήτημα της έκθεσης για το 1994 για την οποία, όπως και για τις άλλες, η Ε.Δ.Υ. σημείωσε πως έλαβε υπόψη “και τις σχετικές δηλώσεις του διευθυντή”, δεν απασχόλησε στην πρωτόδικη διαδικασία. Θα υπάρξει επανεξέταση και αναμένεται πως η Ε.Δ.Υ. θα δει και αυτό το θέμα κάτω από το πρίσμα της νομολογίας.

3.  Άλλος λόγος έφεσης, αφορά τον ισχυρισμός πως θυματοποιήθηκε η εφεσείουσα, αφού προσδόθηκε από το Διευθυντή σημασία στο είδος [*628]των καθηκόντων που ανατέθηκαν στην ενδιαφερόμενη. Η αρχή είναι σαφής και πρέπει να είναι πάντα ζωντανό στη σκέψη της διοίκησης, πως τέτοιος παράγοντας είναι ανεπίτρεπτος. Ο διευθυντής αναφέρθηκε πράγματι στα καθήκοντα που ανατέθηκαν στην ενδιαφερόμενη, αλλά αυτή η αναφορά, στο πλαίσιο του συνόλου της σύστασης, δεν είχε την ενστάσιμη έννοια, δηλαδή πως θεωρούσε ο διευθυντής ότι η ενδιαφερόμενη υπερτερούσε για τέτοιο λόγο.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παπαδόπουλος v. Ε.Δ.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 902,

Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070,

Χριστοδουλίδου v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 89/95, ημερ. 28.11.95,

Republic v. Koufettas (1985) 3 C.L.R. 1950,

Γεωργιάδης v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1996) 3 Α.Α.Δ. 249,

Ονουφρίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Νικολάου, Δ.) που δόθηκε στις 25 Οκτωβρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 625/95) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας εναντίον της απόφασης της εφεσίβλητης με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθηκε στη θέση Βοηθού Τελώνη, Τμήμα Τελωνείων.

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Ρ. Παπαέτη-Χατζηκώστα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα ήταν ίση προς την ενδιαφερόμενη Γιόλα Λυσιώτου ως προς την αξία με βάση τις [*629]υπηρεσιακές / εμπιστευτικές εκθέσεις, δεν υστερούσε έναντί της ως προς τα προσόντα και υπερείχε κατά 11 μήνες σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) έκρινε ως καταλληλότερη για προαγωγή στη μόνιμη θέση Βοηθού Τελώνη (Τακτικός Προϋπολογισμός) Τμήμα Τελωνείων την ενδιαφερόμενη, όπως προκύπτει, ενόψει της υπέρ της σύστασης του διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων.

Οι λόγοι ακυρότητας που προτάθηκαν είχαν ως αντικείμενο τη σύσταση. Η θεμελιακή ένσταση της εφεσείουσας αφορούσε στο υπόβαθρο της εκτίμησης του διευθυντή για υπεροχή της ενδιαφερόμενης σε σημαντικές ιδιότητες που προσδιορίστηκαν.  ΄Οπως αυτή συνοψίζεται στην πρωτόδικη απόφαση, ο διευθυντής, με αφορμή το γεγονός ότι οι αξιολογήσεις των υποψηφίων στις εκθέσεις είχαν γίνει από διαφορετικές ομάδες, τις παραγνώρισε “και προχώρησε ο ίδιος σε νέο απαράδεκτο διορθωτικό εγχείρημα αξιολόγησης προς αντικατάσταση της υφισταμένης εικόνας”. Παράλληλα, συζητήθηκε η επάρκεια της αιτιολογίας της, την οποία απαιτεί ρητά το άρθρο 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90) ενόψει της αναφοράς του διευθυντή σε προσωπική του γνώση και σε συζήτηση του με τους προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς των 61 υποψηφίων. Ο προβληματισμός, όπως τον καταγράφει η πρωτόδικη απόφαση, επικεντρωνόταν στο κατά πόσο “η αιτιολόγηση της σύστασης προϋποθέτει την καταγραφή των επι μέρους στοιχείων ή περιστάσεων που υποδηλώνουν ή συνθέτουν τα όσα αποδίδονται για τη σύσταση ως ιδιαίτερες ικανότητες και ιδιότητες του συστηνομένου”. Υποστηρίκτηκε τελικά πως, κατά τη διαμόρφωση της σύστασης, ανεπιτρέπτως προσδόθηκε σημασία στο είδος των καθηκόντων που είχαν ανατεθεί στην ενδιαφερόμενη.

Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση έκρινε αβάσιμους τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν και απέρριψε την προσφυγή. Αντίθετα προς τις εισηγήσεις της εφεσείουσας, έκρινε ότι

(α)       η αναφορά του διευθυντή στο γεγονός ότι οι αξιολογήσεις γίνονταν από διαφορετικές ομάδες δεν βρισκόταν σε “άμεση συνειρμική λειτουργία με τη δυσκολία που προέκυπτε στην επιλογή εξ αιτίας της εμφανιζόμενης, ως ισοδυναμίας των υποψηφίων”. Εκείνο που εννοούσε ο Διευθυντής ήταν πως, “παρόλον που όλοι εμφανίζονταν ως ισοδύναμοι, εν τούτοις το ότι οι αξιολογήσεις προέρχονταν από διαφορετικές ομάδες δεν σήμαινε πως αυτό ήταν έτσι κατ’ ανάγκη”. Δεν μπορούσε να αποκλειστεί “η [*630]επίδραση της υποκειμενικότητας ορισμένων αντιλήψεων και κατ’ επέκταση της κρίσης”. Παρατέθηκε συναφώς το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Νικήτα, Δ. στην Ανδρέας Παπαδόπουλος ν. ΕΔΥ (1989) 3 Α.Α.Δ. 902, με την οποία ακολουθήθηκε η απόφαση του Πική Δ. (όπως ήταν τότε) στην Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070.

“Oι εκθέσεις που καταρτίζουν διαφορετικοί λειτουργοί δεν έχουν την ίδια βαρύτητα με εκείνες που ετοιμάζονται πάντοτε από τους ίδιους λειτουργούς, εν τούτοις παραμένουν ένας αξιόπιστος δείκτης της υπηρεσιακής ικανότητας των υποψηφίων”.

Καταλήγει επί του σημείου η πρωτόδικη απόφαση, ως εξής:

“Η αναφορά του διευθυντή στην υπό συζήτηση πτυχή απέβλεπε, καθώς μου φαίνεται, να προσδιορίσει το συσχετισμό της δικής του σύστασης με τις αξιολογήσεις στους φακέλους, εξηγώντας έτσι την όποια μεταξύ τους διάσταση, χωρίς να αντιστρατεύεται τις αξιολογήσεις ή να παραγνωρίζει τη σημασία τους. Απλώς επεσήμανε μια πτυχή που επιδρούσε στα δικά του περιθώρια. Και δεν βλέπω να ξέφυγε από αυτά. Καθώς λέχθηκε στην Ολυμπία Στυλιανού v. Κωνσταντίνου Χατζηκωνσταντίνου & Δημοκρατίας, Α.Ε. 1833, ημερ. 22 Ιουλίου, 1994:

“... η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν αποτελεί παράλληλη προς εκείνη της ΕΔΥ κρίση ως προς το ποιος υπερέχει κατά αξία με βάση το περιεχόμενο των φακέλων και με αυτή την έννοια δεν αποσκοπεί στην αποτίμηση της σταδιοδρομίας τους. Σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας .........................

Ο προϊστάμενος του οικείου τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασης του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψηφίους είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης.”

(β)       Η σύνδεση των ιδιοτήτων και των ικανοτήτων της ενδιαφερόμενης με την τοποθέτηση και εξειδίκευση της σε τομείς, δεν [*631]έγινε για να υποστηρίξει ότι αυτή υπερτερούσε εξ αιτίας τοποθέτησης ή εξειδίκευσης αλλά “για να φωτίσει και για να εξηγήσει τις αποδοθείσες ιδιότητες και ικανότητες”.

(γ)        Υπήρξε από το Διευθυντή αποκάλυψη και περιγραφή των πηγών του. Αυτές ήταν η προσωπική του γνώση και τα όσα του μετέδωσαν οι προϊστάμενοι και αξιολογούντες λειτουργοί των υποψηφίων. Ήταν επιτρεπτές πηγές και δεν ήταν αναγκαίο να παρατεθούν είτε ονόματα είτε επί μέρους στοιχεία και περιστάσεις που οδήγησαν στη σύσταση. Όπως και στην υπόθεση Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 89/95 ημερομηνίας 28.11.95, στη σύσταση εξειδικεύονται “οι ιδιότητες και οι ικανότητες που την εξηγούν ανακλαστικά με αναφορά στα όσα πρόδηλα αποδίδονται στις πηγές”. Εξηγήθηκαν συναφώς τα πιο κάτω:

“Ωστόσο, στη διάρθρωση ενός συστήματος, η επιδίωξη για τελειότητα, αναγνωρίζοντας περιορισμούς τους οποίους επιβάλλουν λειτουργικές ανάγκες, δεν είναι δυνατό να εξικνείται πέρα από ό,τι εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ως πρακτικά εφικτό. Με αυτό το ισοζύγιο τίθεται και το μέτρο. Βέβαια, η έννοια της αιτιολογίας, ως συνειρμικής λειτουργίας, δεν συναρτάται προς οποιοδήποτε εξωτερικό μέτρο. Εντούτοις, η όποια απαιτούμενη έκταση της, προσδιορίζεται μόνο με αναφορά προς το μέτρο. Έτσι, ενώ η ύπαρξη αιτιολογίας είναι ανεξάρτητη από μέτρο, ο απαιτούμενος βαθμός της προσδιορίζεται μόνο μετά τη διάγνωση μέτρου. Με αυτά υπόψη είναι που τελικά απέκλινα προς την άποψη ότι στην προκείμενη περίπτωση η σύσταση του διευθυντή είναι αιτιολογημένη. Στον απαιτούμενο βαθμό.”

Οι πλείστοι από τους υποψηφίους και πάντως η εφεσείουσα και η ενδιαφερόμενη, όπως διαπίστωσε ο διευθυντής, διαχρονικά αξιολογούνταν ως εξαίρετοι, με μικρές διαφοροποιήσεις σε επι μέρους στοιχεία. Πληροφόρησε, επομένως, ο διευθυντής για τη δυσκολία που αντιμετώπισε στο να ξεχωρίσει μεταξύ τους με βάση τις ετήσιες αξιολογήσεις τους. Ιδιαίτερα έχοντας υπόψη πως, όπως σημειώνει, οι αξιολογήσεις ετοιμάζονταν από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης. Έκαμε λοιπόν, τη δική του έρευνα. Συζήτησε το θέμα με τους προϊσταμένους και τους αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων. Γνώριζε τους υποψηφίους και προσωπικά και διαμόρφωσε “σαφή γνώμη για τον καθένα από αυτούς”. Κατέληξε πως η ενδιαφερόμενη ξεχώριζε και πως ήταν γι’ αυτό καταλληλότερη ως προς την υπευθυνότητα, την πρωτοβουλία, την ευθυκρισία και την ικανό[*632]τητα να ενθαρρύνει, καθοδηγεί και ελέγχει προσωπικό.

Οι υποψήφιοι βαθμολογούνταν και σε σχέση με αυτές τις ιδιότητες και το έχουμε πως η ενδιαφερόμενη δεν ξεχώριζε, με βάση τις ετήσιες αξιολογήσεις ως προς αυτές, έναντι της εφεσείουσας. Είχε συνείδηση αυτής της πραγματικότητας ο Διευθυντής και το εξήγησε πως διαμόρφωσε κρίση από τις γνώσεις και την εμπειρία του, “ανεξάρτητα από το αν αυτό δεν αντικατοπτρίζεται πλήρως στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις.”

Στις υποθέσεις Papadopoulos και Παπαδόπουλος (ανωτέρω) ενώ έγινε αναφορά σε μεγαλύτερη βαρύτητα εκθέσεων που ετοιμάζονται από τους ίδιους λειτουργούς, εισηγήσεις πως εκθέσεις που ετοιμάστηκαν από διαφορετικούς αξιολογούντες λειτουργούς δεν ήταν ασφαλές κριτήριο, απορρίφθηκαν.

Πάντως, δεν μπορεί το όποιο περιθώριο παρέχεται  κατά περίπτωση, ενόψει των πιο πάνω, ως προς την εκτίμηση της βαρύτητας των διαφορών που αναδεικνύουν οι εκθέσεις, να αναβαθμιστεί και σε δυνατότητα ανάπλασης της εικόνας για αναγνώριση υπέρ υποψηφίου κατά τρόπο θετικό, δηλαδή με τη μορφή διαπίστωσης, πως υπερέχει στην πραγματικότητα εκεί όπου οι ετήσιες αξιολογήσεις δεν τον εμφανίζουν να υπερέχει. Και ακριβώς έχουμε εν προκειμένω τέτοια κρίση, εκ των υστέρων και βέβαια πάλιν υποκειμενική, στηριγμένη σε πληροφορίες και σε προσωπική διαχρονική γνώση, αναφορικά με την ποιότητα των υποψηφίων. Το βασικό πρόβλημα δεν εντοπίζεται στην επάρκεια της αιτιολογίας από την άποψη της αποκάλυψης ονομάτων και των στοιχείων που οδήγησαν στις διαπιστώσεις. Αυτό αφορά στις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση κρίσεων για ιδιότητες ως προς τις οποίες οι υποψήφιοι αξιολογούνταν ετησίως. Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.

Στην υπόθεση Στυλιανού (ανωτέρω), (1994) 3 Α.Α.Δ. 387 αναφέρθηκαν συναφώς και τα ακόλουθα:

“Έπεται ότι η σύστασή του δεν αναμένεται να είναι το αποτέλεσμα της αναδρομής στις προσωπικές του εμπειρίες με στόχο τη διατύπωση άποψης ως προς την αξία τους με γνώμονα το σύνολο της σταδιοδρομίας τους”.

[*633]Σημειώνουμε πως στην πιο πάνω υπόθεση η ΕΔΥ δεν ακολούθησε τη σύσταση του Διευθυντή και υπό συζήτηση ήταν η επάρκεια των λόγων που έδωσε γι΄αυτή την επιλογή της. Η Ολομέλεια επικύρωσε την απόφασή της και επισήμανε τη διάσταση μεταξύ της γνώμης που ο διευθυντής διατύπωσε για ορισμένη ιδιότητα μετά από “έρευνα”, προς την εξαίρετη αξιολόγηση του ενδιαφερομένου προσώπου γι’ αυτή, στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Σε τελική ανάλυση η σύσταση του Διευθυντή συγκρούεται προς τα στοιχεία του φακέλου. (Βλ. συναφώς Republic v. Koufettas (1985) 3 C.L.R. 1950, Τάκης Κ. Γεωργιάδης v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1996) 3 Α.Α.Δ. 249 και Κίκης Ονουφρίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833.)

Η εφεσείουσα θέτει και άλλα επί μέρους ερωτήματα, ιδίως σε σχέση με τη δυνατότητα διαμόρφωσης συγκριτικής κρίσης από ατομικές, για τον κάθε υποψήφιο, απόψεις προϊσταμένων και αξιολογούντων λειτουργών. Επίσης, σε σχέση με το αξιόπιστο της προσωπικής γνώσης που επικαλείται ο διευθυντής, όταν αναφερόμαστε σε τόσο μεγάλο αριθμό λειτουργών που υπηρετούσαν σε διαφορετικούς χώρους. Για τους λόγους που εξηγήσαμε πάσχει στη ρίζα της η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε άλλα.

Στην υπόθεση Στέλλα - Μαρία Ιωαννίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 171, δεν είχαν διαβιβαστεί στην ΕΔΥ οι υπηρεσιακές εκθέσεις δυο ετών και ο Γενικός Εισαγγελέας, ως ο προϊστάμενος και αξιολογών λειτουργός των υποψηφίων, δήλωσε πως η απόδοσή τους κατά τη διάρκειά τους ήταν η ίδια με εκείνη των προηγούμενων ετών. Η Ολομέλεια διαπίστωσε παράβαση των άρθρων 35(4) σε συνδυασμό προς το άρθρο 50 του περι Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) αφού δεν τέθηκε ζήτημα αντικειμενικής αδυναμίας καταρτισμού των εκθέσεων. Αποδοκίμασε όμως και τη δήλωση ως προς την απόδοση των υποψηφίων για τα δυο έτη. Παρεμβάλουμε πως και στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρχαν ενώπιον της ΕΔΥ οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις για το 1994 και ο διευθυντής δήλωσε πως, με βάση τις πληροφορίες που πήρε από τους προϊσταμένους, η προσφορά των υποψηφίων κατά τη διάρκειά του, “βρίσκεται περίπου στο ίδιο επίπεδο με το 1993”.  Η απόφαση της Ολομέλειας έχει προεκτάσεις που άπτονται και της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για τη διαμόρφωση από το διευθυντή της σύστασης του στην παρούσα υπόθεση. Το επί μέρους ζήτημα της έκθεσης για το 1994 για την οποία, όπως και για τις άλλες, η ΕΔΥ σημείωσε πως έλαβε υπόψη “και τις σχετικές δηλώσεις του διευθυντή”, από ό,τι μπορέσαμε να διαπιστώσουμε δεν απασχόλησε στην [*634]πρωτόδικη διαδικασία. Θα υπάρξει επανεξέταση και αναμένεται πως η ΕΔΥ θα δει και αυτό το θέμα κάτω από το πρίσμα της νομολογίας. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Αρτεμίδης, Δ.:

“Ενιστάμεθα επίσης και στην αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα ενώπιον της Επιτροπής, ότι γνώριζε πως η απόδοση των υποψηφίων για τα έτη 1992 και 1993, για τα οποία δεν είχαν διαβιβαστεί οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις, ήταν η ίδια με τα προηγούμενα έτη. Εάν τέτοια τακτική γινόταν αποδεκτή, τότε θα καταστρατηγούνται οι ρητές πρόνοιες του Νόμου για τον καταρτισμό των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, και θα υποκαθίστανται με δηλώσεις του προϊσταμένου του τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων. Οφείλουμε επίσης να υποδείξουμε πως σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 10 της Κ.Δ.Π. 110/93, οι υπηρεσιακές εκθέσεις διαβιβάζονται στο δημόσιο λειτουργό που τον αφορούν, για να προβεί, αν επιθυμεί σε παραστάσεις, ενώ η παράγρ. 6 του άρθρου 50 προβλέπει πως μετά από κάθε προαγωγή ο δικηγόρος κάθε υπαλλήλου, που έχει έννομο συμφέρον να την προσβάλει, μπορεί να τις επιθεωρήσει”.

Μένει ένα τελευταίο θέμα. Αφορά στον ισχυρισμό πως θυματοποιήθηκε η εφεσείουσα αφού προσδόθηκε από το Διευθυντή σημασία στο είδος των καθηκόντων που ανατέθηκαν στην ενδιαφερόμενη. Η αρχή είναι σαφής και πρέπει να είναι πάντα ζωντανό στη σκέψη της διοίκησης πως τέτοιος παράγοντας είναι ανεπίτρεπτος. Ο διευθυντής αναφέρθηκε πράγματι στα καθήκοντα που ανατέθηκαν στην ενδιαφερόμενη αλλά, σε συμφωνία με το συνάδελφό μας που εκδίκασε την υπόθεση πρωτοδίκως, δεν είμαστε έτοιμοι να δεκτούμε πως αυτή η αναφορά, στο πλαίσιο του συνόλου της σύστασης, είχε την ενστάσιμη έννοια, δηλαδή πως θεωρούσε ο διευθυντής ότι η ενδιαφερόμενη υπερτερούσε για τέτοιο λόγο.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη απόφαση της ΕΔΥ ακυρώνεται.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο