(1999) 3 ΑΑΔ 648
[*648]28 Σεπτεμβρίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠHΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ’ης η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2507)
Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα — Άρθρο 30(3)(δ) του Συντάγματος — Δικαίωματα διαδίκου να έχει συνήγορο — Το ίδιο ισχύει και σε πειθαρχικές διαδικασίες ενώπιον της Ε.Δ.Υ. (Άρθρο 83(α) του Ν. 1/90) — Αποχώρηση συνηγόρου πειθαρχικά διωκόμενου υπαλλήλου και μη διορισμός νέου — Δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα — Καμία υποχρέωση του Προέδρου να επεξηγήσει το δικαίωμα διορισμού δικηγόρου στον υπάλληλο.
Διοικητική πράξη — Αιτιολογία — Χαρακτηριστικά νόμιμης αιτιολογίας — Η επάρκεια κρίνεται κάθε φορά από τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Έξοδα — Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου — Κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.
Ο εφεσείων, ο οποίος είχε καταδικαστεί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας σε πειθαρχική ποινή, μετά την περάτωση πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του, επεδίωξε με την προσφυγή του την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστική απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του. Ισχυρίστηκε ότι του στερήθηκε το συνταγματικό δικαίωμα να διορίσει δικηγόρο, ότι η απόφαση ήταν αναιτιολόγητη και ότι εσφαλμένα καταδικάστηκε σε έξοδα στην πρωτόδικη διαδικασία.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
[*649]1. Το Άρθρο 30(3)(δ) του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα ενός εκάστου πολίτη να έχει συνήγορο της δικής του επιλογής. Επιπρόσθετα το Άρθρο 83(α) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90 προνοεί ότι σε κάθε διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής κατά την οποία διώκεται πειθαρχικά ένας δημόσιος υπάλληλος, αυτός μπορεί να αντιπροσωπευθεί με δικηγόρο της δικής του επιλογής.
Η εισήγηση του εφεσείοντος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αρχικά και σε ένα μεγάλο στάδιο της διαδικασίας είχε τις υπηρεσίες δικηγόρου. Μετά την απόσυρση της δικηγόρου του, ο εφεσείων έδειξε ότι ήταν γνώστης της διαδικασίας που θα ακολουθούσε και αποφάσισε να προχωρήσει χωρίς δικηγόρο. Ο εφεσείων θα μπορούσε, αν ήθελε δικηγόρο, να ζητήσει αναβολή για να διορίσει άλλο δικηγόρο της εκλογής του, πράγμα που δεν έπραξε. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε συνταγματική ή νομοθετική υποχρέωση που επιβάλλει σε ένα Πρόεδρο μιας Πειθαρχικής Επιτροπής να επεξηγήσει σε πρόσωπο που αντιμετωπίζει κατηγορία διάπραξης πειθαρχικού αδικήματος το δικαίωμά του να διορίσει δικηγόρο. Ο αιτητής δεν στερήθηκε ούτε και εμποδίστηκε από του να διορίσει άλλο δικηγόρο. Η συνέχιση της διαδικασίας χωρίς δικηγόρο ήταν αποκλειστικά θέμα της δικής του επιλογής.
2. Μια διοικητική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη σε βαθμό που να παρέχει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να ελέγχει τη νομιμότητά της. Η αοριστία και η ασάφεια που καθιστά αδύνατο τον έλεγχο μιας διοικητικής απόφασης δυνατό να έχει ως φυσικό επακόλουθο την ακύρωση της πράξης. Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική και επαρκής. Όμως μπορεί να πάρει μια λακωνική μορφή νοουμένου ότι το συμπέρασμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα που περιέχονται στο σχετικό φάκελο. Η επάρκειά της κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης.
Η σχετική απόφαση της Επιτροπής που περιέχεται μέσα σε 10 σελίδες περιλαμβάνει την παράθεση της μαρτυρίας που είχε δοθεί από τις δύο πλευρές, την αξιολόγησή της και τα ευρήματα της Επιτροπής. Η σφαιρική εικόνα που παρουσιάζεται είναι ότι η Επιτροπή εξέτασε προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας που είχε παρουσιασθεί και κατέληξε στα δικά της συμπεράσματα που συνάδουν με την πιο πάνω μαρτυρία. Η αιτιολογία είναι πασιφανής και επαρκής.
Εξίσου επαρκής είναι και η αιτιολογία για την επιβολή της ποινής. Από τα σχετικά πρακτικά φαίνεται ότι είχε δοθεί στον εφεσείοντα η ευχέρεια να θέσει ενώπιον της Επιτροπής όλα εκείνα τα γεγονότα που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στο μετριασμό της ποινής και η ποινή που επιβλήθηκε, χωρίς να υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής [*650]ευχέρειας της Επιτροπής, είναι πλήρως αιτολογημένη.
3. Η επιδίκαση εξόδων είναι θέμα το οποίο ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Τα έξοδα κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης. Το θέμα εξόδων σε αιτήσεις που καταχωρούνται με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος εξετάστηκε σε αριθμό υποθέσεων. Στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23, μετά από μια λεπτομερή εξέταση της νομολογίας, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου τονίζοντας ότι το αποτέλεσμα της δίκης είναι ο κυριαρχικός παράγων στο θέμα εξόδων, παρατήρησε ότι,
“Ο κανόνας παραμένει ότι τα έξοδα της αναθεωρητικής δίκης αφίενται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Όπως προκύπτει, στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, το αποτέλεσμα ασκεί σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν μεγαλύτερη επίδραση και, στις πλείστες των περιπτώσεων, αποφασιστική.”
Στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο δεν έχει πεισθεί ότι συντρέχουν λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71,
Κασάπης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43,
Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85,
Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Νικολαΐδης, Δ.) που δόθηκε στις 29 Ιουλίου, 1997 (Προσφυγή Αρ. 636/95) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα, εναντίον της απόφασης της εφεσίβλητης να τον κρίνει ένοχο πειθαρχικού αδικήματος και να του επιβάλει την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Δ. Χριστοδούλου, για τον Εφεσείοντα.
[*651]Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού απέστειλε προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας την έκθεση Ερευνώντος Λειτουργού μαζί με συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία αναφορικά με πειθαρχικές κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί εναντίον του εφεσείοντος για τη λήψη πειθαρχικών μέτρων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90. Η Επιτροπή όρισε την υπόθεση στις 13/9/94 και όταν ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε ενοχή, η υπόθεση αναβλήθηκε για ακρόαση για την 1/11/94. Μετά τη συμπλήρωση της παρουσίασης της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, η Επιτροπή κατέληξε σε συμπέρασμα ότι είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσείοντος και τον κάλεσε να απολογηθεί, αναβάλλοντας τη συνέχιση της ακρόασης στις 12/4/95. Το τι διαδραματίστηκε στις 12/4/95 φαίνεται από τα πρακτικά της Επιτροπής:
“Η δικηγόρος υπεράσπισης του καθ’ου η δίωξη κα Λία Γεωργιάδου ζητά άδεια από την Επιτροπή να αποσυρθεί και η Επιτροπή αποδέχεται την εισήγηση αυτή.
Πρόεδρος: Αντιλαμβάνομαι ότι τώρα δεν έχετε δικηγόρο και θα υπερασπίσετε μόνος τον εαυτό σας και θα σας εξηγήσω τα δικαιώματά σας. Μπορείτε να δώσετε κατάθεση από τη θέση που βρίσκεστε, οπόταν δεν υπόκειστε σε αντεξέταση από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής ή μπορείτε να δώσετε μαρτυρία από τη θέση που εξετάζονται οι μάρτυρες, οπόταν υπόκειστε και σε αντεξέταση ή μπορείτε να μην πείτε τίποτε.
Α. Θα δώσω μαρτυρία από τη θέση των μαρτύρων και θα δώσω την καθιερωμένη υπόσχεση και να υποστώ αντεξέταση.”
Ο εφεσείων επέλεξε να καταθέσει και να υποβληθεί σε αντεξέταση. Η Επιτροπή αφού τον βρήκε ένοχο του επέβαλε την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης από τις 22/6/95. Ο εφεσείων προσέβαλε την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης αλλά η προσφυγή του απορρίφθηκε.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η πρωτόδι[*652]κη απόφαση είναι εσφαλμένη. Ειδικότερα ο εφεσείων ισχυρίζεται,
(1) Ότι του στερήθηκε η ευκαιρία να διορίσει νέο δικηγόρο,
(2) Ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν αναιτιολόγητη και
(3) Ότι λανθασμένα καταδικάστηκε πρωτόδικα σε έξοδα.
(α) Στέρηση δικαιώματος διορισμού δικηγόρου
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραβίαση του συνταγματικού του δικαιώματος να διορίσει δικηγόρο της εκλογής του. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι όταν απεσύρθη η δικηγόρος του, ο Πρόεδρος της Επιτροπής παρέλειψε να του εξηγήσει ότι θα μπορούσε να διορίσει άλλο δικηγόρο. Αντίθετα από το ερώτημα που του υποβλήθηκε βρέθηκε προ τετελεσμένου γεγονότος και αναγκάστηκε να παρουσιάσει ο ίδιος προσωπικά την υπόθεσή του.
Το άρθρο 30(3)(δ) του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα ενός εκάστου πολίτη να έχει συνήγορο της δικής του επιλογής. Ειδικότερα το άρθρο 30(3)(δ) του Συντάγματος προνοεί ότι,
“Έκαστος έχει το δικαίωμα να έχει συνήγορον της ιδίας αυτού εκλογής και να έχη δωρεάν νομικήν αρωγήν, οσάκις το συμφέρον της δικαιοσύνης απαιτή και τούτο όπως ο νόμος ορίζει.”
Επιπρόσθετα το άρθρο 83(α) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90 προνοεί ότι σε κάθε διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής κατά την οποία διώκεται πειθαρχικά ένας δημόσιος υπάλληλος, αυτός μπορεί να αντιπροσωπευθεί με δικηγόρο της δικής του επιλογής.
Η εισήγηση του εφεσείοντος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αρχικά και σε ένα μεγάλο στάδιο της διαδικασίας είχε τις υπηρεσίες δικηγόρου. Μετά την απόσυρση της δικηγόρου του ο Πρόεδρος χρησιμοποιώντας τις λέξεις, “αντιλαμβάνομαι ότι τώρα δεν έχετε δικηγόρο και θα υπερασπίσετε μόνος τον εαυτό σας” προχώρησε να του επεξηγήσει τα δικαιώματα του αναφορικά με τη διαδικασία που θα ακολουθούσε. Από τη σχετική του απάντηση στην παρατήρηση του Προέδρου (“θα δώσω μαρτυρία από τη θέση των μαρτύρων και θα δώσω την καθιερωμένη υπόσχεση και να υποστώ αντεξέταση”) ο εφεσείων έδειξε ότι ήταν γνώστης της διαδικασίας που θα ακολουθούσε και αποφάσισε να προχωρήσει χωρίς δικηγόρο. Ο εφεσείων θα μπορούσε, αν ήθελε δικηγόρο, να ζητήσει αναβολή για να διορίσει άλλο δικηγόρο της εκλογής του, πράγμα που δεν έπραξε. Φαίνεται περαιτέρω από την παραπάνω φράση του Προέδρου ότι ο εφε[*653]σείων επέλεξε να προχωρήσει μόνος του χωρίς συνήγορο. Εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει οποιαδήποτε συνταγματική ή νομοθετική υποχρέωση που επιβάλλει σε ένα Πρόεδρο μιας Πειθαρχικής Επιτροπής να επεξηγήσει σε πρόσωπο που αντιμετωπίζει κατηγορία διάπραξης πειθαρχικού αδικήματος το δικαίωμα του να διορίσει δικηγόρο. Ο αιτητής δεν στερήθηκε ούτε και εμποδίστηκε από του να διορίσει άλλο δικηγόρο. Η συνέχιση της διαδικασίας χωρίς δικηγόρο ήταν αποκλειστικά θέμα της δικής του επιλογής.
Επιπρόσθετα θα πρέπει να τονιστεί ότι η απόσυρση της δικηγόρου του εφεσείοντος έλαβε χώρα στις 12/4/95. Μετά την απόσυρση της ο εφεσείων επέλεξε να χειριστεί ο ίδιος προσωπικά την υπόθεση του καταθέτοντας και αντεξεταζόμενος. Ακολούθως η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 14/4/95. Ο εφεσείων θα μπορούσε, αν επιθυμούσε, να διορίσει κατά τη νέα δικάσιμο δικηγόρο, ο οποίος θα ανελάμβανε το χειρισμό της υπόθεσής του. Αντί αυτού επέλεξε να συνεχίσει μόνος του.
(β) Ποινή
Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν αναιτιολόγητη, όπως επίσης και ότι η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν το αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας αιτιολογίας.
Μια διοικητική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη σε βαθμό που να παρέχει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να ελέγχει τη νομιμότητα της. Η αοριστία και η ασάφεια που καθιστά αδύνατο τον έλεγχο μιας διοικητικής απόφασης δυνατό να έχει ως φυσικό επακόλουθο την ακύρωση της πράξης. (Ίδε Δαγτόγλου “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο”, 3η έκδοση, 1992, παράγραφοι 636, 646 και 647). Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική και επαρκής. Ομως μπορεί να πάρει μια λακωνική μορφή νοουμένου ότι το συμπέρασμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα που περιέχονται στο σχετικό φάκελο. (Ίδε Σπηλιωτόπουλου “Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου”, 6η έκδοση, σ. 67 και Ι. Σαρμά “Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας”, σ. 130). Η επάρκεια της κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. (Ίδε Δημοκρατία v. Σταύρου [1993] 3 Α.Α.Δ. 71).
Η σχετική απόφαση της Επιτροπής που περιέχεται μέσα σε 10 σελίδες περιλαμβάνει την παράθεση της μαρτυρίας που είχε δοθεί από τις δύο πλευρές, την αξιολόγησή της και τα ευρήματα της Επιτροπής. Η σφαιρική εικόνα που παρουσιάζεται είναι ότι η Επιτροπή εξέτασε προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας που είχε παρουσια[*654]σθεί και κατέληξε στα δικά της συμπεράσματα που συνάδουν με την πιο πάνω μαρτυρία. Η αιτιολογία είναι πασιφανής και επαρκής.
Εξίσου επαρκής είναι και η αιτιολογία για την επιβολή της ποινής. Από τα σχετικά πρακτικά φαίνεται ότι είχε δοθεί στον εφεσείοντα η ευχέρεια να θέσει ενώπιον της Επιτροπής όλα εκείνα τα γεγονότα που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στο μετριασμό της ποινής και η ποινή που επιβλήθηκε, χωρίς να υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, είναι πλήρως αιτιολογημένη.
(γ) Έξοδα
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα καταδικάστηκε σε έξοδα γιατί είχε πολύ ισχυρά επιχειρήματα που δεν δικαιολογούσαν την επιδίκαση εξόδων σε βάρος του, αφού το Δικαστήριο, σύμφωνα με την εισήγησή του, τέμνει το δίκαιο στο χώρο του δημόσιου δικαίου.
Η επιδίκαση εξόδων είναι θέμα το οποίο ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Τα έξοδα κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης. Το θέμα εξόδων σε αιτήσεις που καταχωρούνται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 146 του Συντάγματος εξετάστηκε σε αριθμό υποθέσεων. (Ίδε Κασάπης και άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43, Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85 και Χ’’Γεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23. Στην υπόθεση Χ’’Γεωργίου (πιο πάνω) μετά από μια λεπτομερή εξέταση της νομολογίας, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου τονίζοντας ότι το αποτέλεσμα της δίκης είναι ο κυριαρχικός παράγων στο θέμα εξόδων, παρετήρησε ότι,
“Ο κανόνας παραμένει ότι τα έξοδα της αναθεωρητικής δίκης αφίενται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Όπως προκύπτει, στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, το αποτέλεσμα ασκεί σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν (για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει), μεγαλύτερη επίδραση και, στις πλείστες των περιπτώσεων, αποφασιστική.”
Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουμε πεισθεί ότι συντρέχουν λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο