(1999) 3 ΑΑΔ 665
[*665]28 Σεπτεμβρίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΠΕΤΡΟΣ ΣΙΑΜΜΑΣΙΑΝ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΚΑΙ/ Η
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2352)
Διοικητική Πράξη — Εκτελεστή — Πράξη εκδοθείσα από αναρμόδιο όργανο — Καθίσταται εκτελεστή εφόσον απέκτησε οντότητα μέσα στον διοικητικό χώρο — Περιστάσεις εκτελεστότητας της πράξης που εξετάστηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητική πράξη — Εκτελεστή — Σε αντιδιαστολή με πληροφοριακή πράξη — Η έκδοση εκτελεστής απόφασης επί ενός θέματος δεν εμποδίζει την έκδοση και δεύτερης απόφασης επίσης εκτελεστής - Αυτό δεν συνέβη στην κριθείσα περίπτωση, όπου η επιγενόμενη πράξη ήταν πληροφοριακού περιεχομένου περιέχουσα αποκλειστικώς αριθμητικούς υπολογισμούς στην βάση της προηγηθείσας εκτελεστής απόφασης.
Δημόσιοι υπάλληλοι — Συντάξεις — το προϊσχύσαν δικαίωμα επιλογής υπαλλήλου ως προς τον χρόνο αφυπηρέτησής του μεταξύ του πεντικοστού πέμπτου και του εξηκοστού έτους της ηλικίας του — Η συναφής ρύθμιση ως προς τις συνέπειες της επιλογής και της ανάκλησής της επί της συμμετοχής του υπαλλήλου στο Ταμείο Συντάξεων Χήρων και Ορφανών -— Το ζήτημα που εγέρθηκε στην κριθείσα περίπτωση ως προς τη δυνατότητα απαίτησης τόκου επί των σχετικών εισφορών — Δεν αποφασίστηκε λόγω του απαραδέκτου της προσφυγής.
Ο εφεσείων επεδίωξε την ακύρωση απόφασης με την οποία επεβλήθη τόκος επί των οφειλόμενων εισφορών του στο Ταμείο Συντά[*666]ξεων Χήρων και Ορφανών. Η προσφυγή του κατά της απόφασης είχε πρωτοδίκως απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Το ποιος είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί του αιτήματος του εφεσείοντος και να το αποφασίσει, δεν χρειάζεται να διερευνηθεί. Διότι ακόμα και αν ληφθεί ως δεδομένο πως ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού δεν ήταν ο αρμόδιος, είναι εντούτοις προφανές ενόψει της σχέσης της θέσης που κατείχε με τα υπηρεσιακά προβλήματα υπαλλήλων και της φύσης γενικά του θέματος ότι η απόφασή του απέκτησε “οντότητα μέσα στο διοικητικό χώρο”. Γι’ αυτό η απόφασή του ήταν ούτως ή άλλως εκτελεστή. Παρεχόταν λοιπόν δικαιοδοτικά η δυνατότητα ελέγχου του ζητήματος της αρμοδιότητας όπως και οποιουδήποτε άλλου ζητήματος. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση η απόφαση του Διευθυντή δεν προσεβλήθη. Είναι προφανές ότι η εν λόγω απόφαση παρήγαγε έννομα αποτελέσματα με τον καθορισμό δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αυτό προκύπτει από γενικά την υφή του ζητήματος και υπογραμμίζεται από το ότι ο εφεσείων απευθύνθηκε προς το Διευθυντή ζητώντας σχετική άδεια και ο Διευθυντής στην απάντησή του ρητώς αναφέρθηκε στο αίτημα από ακριβώς αυτή την άποψη.
2. Το ότι βέβαια λήφθηκε μια εκτελεστή απόφαση επί του θέματος δεν σημαίνει πως δεν θα μπορούσε να ληφθεί και άλλη. Θα μπορούσε δε η άλλη να λαμβανόταν από το Γενικό Λογιστή. Και να ήταν πάλι εκτελεστή. Ωστόσο, η επιστολή του Γενικού Λογιστή ημερομηνίας 21 Μαΐου 1993 δεν περιείχε ο,τιδήποτε το νεότερο. Η επιστολή δεν εξέθετε παρά μόνο την απλή αριθμητική της περίπτωσης στη βάση της μη προσβληθείσας απόφασης του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Η αριθμητική της περίπτωσης δεν χρειαζόταν για τον κατ’ αρχήν προσδιορισμό δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στον οποίο είχε προβεί προηγουμένως ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Το αποτέλεσμα προέκυπτε με απλή αριθμητική πράξη. Το ίδιο με απλή αριθμητική πράξη προέκυπτε και το ποσό του τόκου. Δεν μπορούσαν παρά να ήταν και τα δύο μόνο πληροφοριακού περιεχομένου.
3. Σχετικά όμως με το θέμα του τόκου, ανεξάρτητα από το απρόσβλητο πλέον της απόφασης για την πληρωμή του τόκου, θα ήταν αναμενόμενο πως η Διοίκηση θα έσπευδε να την ανακαλέ[*667]σει ως προς αυτή την πτυχή ενόψει τελικά της υπόδειξης από μέρους της Νομικής Υπηρεσίας ότι δεν υπήρχε νομικό έρεισμα που να θεμελίωνε την απαίτηση για τόκο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Μελέτη (1991) 3 Α.Α.Δ. 433,
Σάββα v. Πανεπιστημίου Κύπρου (1999) 3 A.A.Δ. 154.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Κρονίδης, Δ.) που δόθηκε στις 13.9.96 (Προσφυγή Αρ. 586/93) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων με την οποία ζητούσαν να καταβάλει ποσό £3.831,48 πλέον 1.561,27 τόκους από 22.6.87-17.3.93 για την εξαγορά 197 μηνών υπηρεσίας σαν συνεισφορά στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών.
Κ. Βελάρης, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Παπαδοπούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο περί Συντάξεων Νόμος, Κεφ. 311, αρχικά καθόριζε ως όριο αφυπηρέτησης των δημόσιων υπαλλήλων το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους. Με τον τροποποιητικό Ν. 9/67 το όριο επεκτάθηκε στο εξηκοστό έτος. Ακολούθησαν όμως και άλλες τροποποιήσεις με τις οποίες παρασχέθηκε σε υπηρετούντες υπαλλήλους η δυνατότητα επιλογής. Πρώτα, ο Ν. 18/67 επέτρεψε την επιλογή για αφυπηρέτηση στο πεντηκοστό πέμπτο έτος, έπειτα ο Ν. 38/79 επέτρεψε την εντός τριών μηνών ανάκληση εκείνης της επιλογής και, τέλος, ο Ν. 25/84 επεξέτεινε τη δυνατότητα τέτοιας ανάκλησης χωρίς χρονικό περιορισμό.
Ο εφεσείων, που βρισκόταν στη δημόσια υπηρεσία από τον καιρό που ίσχυε το παλαιό καθεστώς, επέλεξε να αφυπηρετήσει στο [*668]πεντηκοστό πέμπτο έτος. Αυτό σήμαινε πως δεν θα διατηρούσε δικαίωμα συμμετοχής στο Ταμείο Συντάξεων Χηρών και Ορφανών: βλ. άρθρο 5(1) του Ν. 18/67. Όταν πλησίασε η ημερομηνία της αναμενόμενης αφυπηρέτησης του - 1 Νοεμβρίου 1987 - ο εφεσείων με επιστολή ημερ. 22 Ιουνίου 1987 ανακάλεσε, βάσει του Ν. 25/84, την επιλογή του για αφυπηρέτηση στο πεντηκοστό πέμπτο έτος. Έτσι παρέμεινε στην υπηρεσία μέχρι το εξηκοστό. Αυτή η μεταβολή συνεπαγόνταν την ένταξη του από 22 Ιουνίου 1987 στο Ταμείο Συντάξεων Χηρών και Ορφανών: βλ. το άρθρο 2(2) του Ν. 25/84. Επιπλέον, παρεχόταν στον υπάλληλο δικαίωμα να καταβάλει στο Ταμείο Συντάξεων Χηρών και Ορφανών καθορισθείσες εισφορές για προηγούμενη υπηρεσία: βλ. άρθρο 2(3) του Ν. 25/84.
Λίγο πριν από την αφυπηρέτηση του την 1 Νοεμβρίου 1992, ο εφεσείων απηύθυνε προς το Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού την ακόλουθη επιστολή ημερ. 8 Οκτωβρίου 1992 για την εξαγορά, σε σχέση με το εν λόγω Ταμείο, συντάξιμης υπηρεσίας:
“Έχω πρόσφατα πληροφορηθεί, για πρώτη φορά, από τον Υπεύθυνο του Κλάδου Προσωπικών Απολαβών του Γενικού Λογιστηρίου, ότι με την αποδοχή της αίτησής μου για τροποποίηση της ηλικίας αφυπηρέτησής μου από 55 σε 60, την οποία υπέβαλα στις 22 Ιουνίου 1987, θα μπορούσα να εξαγοράσω συντάξιμη υπηρεσία χήρων και ορφανών. Τούτο δεν μου γνωστοποιήθηκε κατά την αποδοχή της αίτησής μου.
Ως εκ τούτου, παρακαλώ όπως μου επιτραπεί να εξαγοράσω συντάξιμη υπηρεσία 120 μηνών περίπου που θα καθοριστεί από το Γενικό Λογιστή.”
Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του έδωσε, με επιστολή ημερ. 29 Οκτωβρίου 1992, την ακόλουθη απάντηση με κοινοποίηση στο Γενικό Λογιστή:
“Έχω οδηγίες ν’ αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερ. 8.10.1992, με την οποία ζητάτε να σας επιτραπεί να εξαγοράσετε προϋπηρεσία για σκοπούς μεταβίβασης της σύνταξης στη σύζυγο και τα παιδιά και να σας πληροφορήσω ότι μπορείτε να εξαγοράσετε προϋπηρεσία που αφορά περίοδο πριν από τον Ιούνιο 1987, ημερομηνία δηλαδή που ανακαλέσατε προηγούμενη εκλογή σας σχετικά με την ηλικία αφυπηρέτησής σας (από 55 στα 60). Οι εισφορές θα υπολογισθούν πάνω στις συντάξιμες απολαβές σας του Ιουνίου 1987 και θα προ[*669]στεθεί ο σχετικός τόκος.
2. Παρακαλείσθε να επικοινωνήσετε με τον Κλάδο Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου για να διευθετήσετε την καταβολή των εισφορών.”
Ο εφεσείων με επιστολή του ημερ. 25 Νοεμβρίου 1992 αμφισβήτησε ότι βάσει του Νόμου είχε υποχρέωση να πληρώσει τόκο. Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του απέστειλε επιστολή ημερ. 10 Δεκεμβρίου 1992 - με κοινοποίηση στο Γενικό Ελεγκτή και Γενικό Λογιστή - με την οποία προέβη σε εκτενή ανασκόπηση των νομοθετικών διατάξεων για να εξηγήσει το πώς προέκυπτε η απαίτηση για τόκο. Έλεγε στην ουσία ότι, ενόψει της καθυστέρησης στις εισφορές, ήταν δίκαιο να πληρωθεί τόκος παρόλον που δεν υπήρχε πρόνοια στο σχετικό νόμο. Κατέληξε ως εξής:
“4. Υπό το φως των πιο πάνω λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι δεν μπορούμε να αναθεωρήσουμε την απόφασή μας για επιβολή τόκου στην περίπτωσή σας.”
Ακολούθως ο εφεσείων απέστειλε στο Γενικό Λογιστή επιστολή ημερ. 17 Μαρτίου 1993 που συνοδευόταν από αντίγραφα της αλληλογραφίας με το Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, με την οποία, πρώτο, τον πληροφορούσε ότι επιθυμούσε να εξαγοράσει σύνταξη για υπηρεσία προ της 1ης Σεπτεμβρίου 1980, αλλά ότι θα πλήρωνε τον τόκο με επιφύλαξη δικαιωμάτων( και, δεύτερο, ζητούσε να πληροφορηθεί (α) το ποσό για την εξαγορά( (β) το συνολικό αριθμό μηνών που θα αφορούσε η εξαγορά( και (γ) τους μήνες για τους οποίους είχε ήδη καταβάλει εισφορές όπως και τις σχετικές ημερομηνίες τους. Ο Γενικός Λογιστής του απάντησε με επιστολή ημερ. 21 Μαΐου 1993 στην οποία εξέθετε τα ζητηθέντα στοιχεία, ήτοι, ημερομηνίες, αριθμούς, ποσά, όπως και τις αριθμητικές πράξεις με τις οποίες κατέληγε σ’ αυτά. Ό,τι ενδιαφέρει είναι πως η εξαγορά θα κάλυπτε 197 μήνες, οι εισφορές ανέρχονταν σε £3.831,48 και ο τόκος για αυτές θα ανερχόταν σε £1.561,27. Που σήμαινε συνολικό ποσό ύψους £5.392,75.
Ο εφεσείων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο για να προσβάλει ό,τι θεωρούσε ως “την πράξη και/ή απόφαση” η οποία του κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 21 Μαΐου 1993 και με την οποία, καθώς αναφέρεται στο αιτητικό, “ζητείται ..... να καταβάλει ποσό £3.831,48 πλέον 1.561,27 τόκους από 22.6.87-[*670]17.3.93 για την εξαγορά 197 μηνών υπηρεσίας σαν συνεισφορά στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών για σκοπούς της περί Συντάξεων Νομοθεσίας .....”.
Με τα νομικά σημεία στα οποία βασίστηκε η προσφυγή προβλήθηκε, σχετικά με τον υπολογισμό των εισφορών, (α) ότι υπήρξε παρερμηνεία των νομοθετικών διατάξεων όπως και της επί του θέματος Εγκυκλίου Αρ. 704 ημερ. 30 Απριλίου 1984( (β) ότι υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος του εφεσείοντος διότι στην περίπτωση του δεν εφαρμόστηκε η Εγκύκλιος με τον τρόπο που είχε εφαρμοστεί για άλλους( και (γ) ότι υπήρξε υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας. Για τον τόκο, διατυπώθηκε η θέση πως η απαίτηση για πληρωμή του ήταν παράνομη και αυθαίρετη διότι ο νόμος δεν προέβλεπε για τόκο και ούτε παρείχε εξουσία για την επιβολή του.
Η προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Θεωρήθηκε πρωτόδικα ότι εκτελεστή ήταν η απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού που κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με την επιστολή ημερ. 29 Οκτωβρίου 1992 ενώ ό,τι προσβαλλόταν δεν ήταν. Παραθέτουμε το καταληκτικό μέρος:
“Το περιεχόμενο της επίδικης επιστολής, κατά της οποίας στρέφεται η παρούσα προσφυγή, συνιστά απλά μαθηματικό υπολογισμό των οφειλομένων εισφορών και τόκων από το Γενικό Λογιστή ο οποίος ενεργούσε απλώς ως εκτελεστικό όργανο σε εκτέλεση της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού που κοινοποιήθηκε στην αιτητή με την επιστολή, ημερομηνίας 29/10/1992. Κατά συνέπεια η προσφυγή αυτή δεν στρέφεται κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης ....”
Με την έφεση αμφισβητείται αυτή η κατάληξη. Αναπτύχθηκαν εκ μέρους του εφεσείοντος οι εξής θέσεις:
α) ότι εκτελεστή απόφαση επί του θέματος είναι η προσβαλλόμενη και την πήρε ο Γενικός Λογιστής γιατί αυτός είναι ο αρμόδιος αφού ο Νόμος προβλέπει ότι προς εκείνον είναι που πρέπει να απευθύνεται ο υπάλληλος για την άσκηση δικαιώματος επιλογής ανάκλησης και αφού, όπως τίθεται στο περίγραμμα, “Εν πάση περιπτώσει μεταξύ των 2 οργάνων το ανώτερο κι αρμοδιότερο είναι ο Γενικός Λογιστής που είναι μάλιστα θέση που είναι και συνταγματικά καθορισμένη”·
β) ότι τα όσα κοινοποίησε στον εφεσείοντα ο Διευθυντής Υπη[*671]ρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού δεν ήταν παρά μόνο πληροφοριακού ή συμβουλευτικού χαρακτήρα·
γ) ότι εν πάση περιπτώσει τελική εκτελεστή πράξη εκδόθηκε από το Γενικό Λογιστή αφού μόνο τότε ήταν που “καθορίστηκαν οι τελικές υποχρεώσεις του Αιτητή ως όροι έγκρισης” ενώ προηγουμένως δεν είχαν καθοριστεί τα ποσά που “αποτελούσαν ουσιώδη στοιχεία της σχετικής διοικητικής πράξης” χωρίς τα οποία πράξη δεν θα μπορούσε να συντελεστεί·
δ) ότι “το θέμα υπολογισμού της συνεισφοράς του Αιτητή έστω και με βάση τις απολαβές του Ιουνίου 1987 δεν αποτελεί απλή μαθηματική πράξη ή υπολογισμό” αφού “εξαρτάται απόλυτα από την ερμηνεία που θα δώσει κάποιος σε σωρεία Νομοθετημάτων εν πολλοίς δυσνόητων εγκυκλίων και κανονισμών.” Εξειδικεύτηκε πως “η διαφορά έγκειται στο συντελεστή 1.75% με τον οποίο πολλαπλασιάζονται οι απολαβές του Αιτητή τον Ιούνιο 1987 (δηλαδή Λ.Κ. 1.111,38) και τον αριθμό των σχετικών μηνών (δηλαδή 197) αφού σύμφωνα με την ερμηνεία που ο Αιτητής δίδει κι έδιδε πάντα στη σχετική νομοθεσία, ο συντελεστής αυτός δεν θάπρεπε να ήταν 1.75% αλλά μόνο 0.75%.”
Το ύψος των πληρωτέων εισφορών καθορίζεται βάσει της ακόλουθης πρόνοιας στο άρθρο 29(3) του Νόμου:
“Αι διά προηγουμένην υπηρεσίαν εισφοραί είναι προς έν και τρία τέταρτα τοις εκατόν των κατά τον χρόνο της καταβολής ετησίων συνταξίμων απολαβών του εισφορέως δι’ έκαστον συμπεπληρωμένον έτος προηγουμένης υπηρεσίας και κατ’ αναλογίαν δι’ έκαστον συμπεπληρωμένον μήνα προηγουμένης υπηρεσίας διά τους οποίους ούτος επιθυμεί να καταβάλη εισφοράς. Διά τους σκοπούς τελικών εισφορών αι “ετήσιοι συντάξιμοι απολαβαί” είναι ως καθορίζονται εν τω Κανονισμώ 19 του πίνακος.”
Πρωτόδικα, ο αιτητής εισηγήθηκε πως με δεδομένο ότι “ο υπολογισμός των εισφορών γίνεται σύμφωνα με το λεκτικό του άρθρου 29(3) του περί Συντάξεων Νόμου”, το οποίο χαρακτήρισε ως το “θεσμικό πλαίσιο”, υπήρξε σε ό,τι αφορούσε τον υπολογισμό των εισφορών εσφαλμένη ερμηνεία στο εξής σημείο: λήφθηκε ως “σταθερή βάση” ο μισθός του Ιουνίου 1987 ενώ, καθώς πρότεινε, θα έπρεπε να γινόταν μια πορεία προς τα πίσω και να λαμβανόταν ως βάση ο αντίστοιχος μισθός για τον κάθε προηγούμενο μήνα. Οπότε, σύμφωνα με τους δικούς του υπολογι[*672]σμούς, για τους 197 μήνες και με συντελεστή 1.75% - αυτοί οι αριθμοί δεν αμφισβητήθηκαν - οι πληρωτέες εισφορές θα ανέρχονταν όχι σε £3.831,48 που του ζητήθηκε αλλά σε μόνο “£1.683,64 περίπου”. Επικαλέστηκε σχετικά το μέρος της πρόνοιας στο άρθρο 29(3) το οποίο αναφέρεται στην “αναλογίαν δι’ έκαστον συμπεπληρωμένον μήνα” προηγούμενης υπηρεσίας.
Κάποια συζήτηση για το συντελεστή έγινε στην απαντητική αγόρευση στο πλαίσιο αναζήτησης αναλογίας μεταξύ της εν λόγω πρόνοιας και του άρθρου 14 του Ν. 61/90 αναφορικά με γυναίκες υπαλλήλους. Αλλά και εκεί η επιχειρηματολογία απέληγε στη θέση ότι η συνεισφορά θα έπρεπε να βασιζόταν “στις απολαβές των αντιστοίχων μηνών κατ’ αναλογία και όχι σε εκείνες του μήνα κατά τον οποίο είχε ασκηθεί το δικαίωμα”. Δεν τέθηκε ζήτημα χρησιμοποίησης συντελεστή 0.75% αντί 1.75%. Είναι για πρώτη φορά με την έφεση που προβάλλεται η θέση ότι θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί συντελεστής 0.75%, για να καταλήξει ο αιτητής ότι το πληρωτέο ποσό εισφορών θα έπρεπε να ήταν ακόμα μικρότερο, ήτοι, όχι £3.831,48 ούτε “£1.683,64 περίπου” που ο ίδιος είχε παλαιότερα προτείνει, αλλά μόνο £1.030,53. Δεν είναι δυνατό να ενταχθεί η νέα θέση για εξέταση στο πλαίσιο της έφεσης. Επομένως δεν θα μας απασχολήσει.
Προχωρούμε στο ζήτημα της διοικητικής αρμοδιότητας. Το ποιός είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί του αιτήματος του εφεσείοντος και να το αποφασίσει, δεν χρειάζεται να το διερευνήσουμε. Διότι, ακόμα και αν το πάρουμε ως δεδομένο πως ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού δεν ήταν ο αρμόδιος, είναι εντούτοις προφανές ενόψει της σχέσης της θέσης που κατείχε με τα υπηρεσιακά προβλήματα υπαλλήλων και της φύσης γενικά του θέματος ότι η απόφαση του απέκτησε “οντότητα μέσα στο διοικητικό χώρο”: βλ. Δημοκρατία v. Μελέτη (1991) 3 Α.Α.Δ. 433 (σελ. 440) και την πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Σάββα ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 154. Γι’ αυτό η απόφαση του ήταν ούτως ή άλλως εκτελεστή. Παρεχόταν λοιπόν δικαιοδοτικά η δυνατότητα ελέγχου του ζητήματος της αρμοδιότητας όπως και οποιουδήποτε άλλου ζητήματος. Αλλά στην προκείμενη περίπτωση η απόφαση του Διευθυντή δεν προσεβλήθη.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη θέση του εφεσείοντος ότι η επιστολή του Διευθυντή ημερ. 29 Οκτωβρίου 1992 ήταν απλώς πληροφοριακού ή συμβουλευτικού περιεχομένου. Είναι, κατά την άποψη μας, προφανές ότι η επιστολή παρήγαγε έννομα [*673]αποτελέσματα με τον καθορισμό δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αυτό προκύπτει από γενικά την υφή του ζητήματος και υπογραμμίζεται εν προκειμένω από το ότι ο εφεσείων απευθύνθηκε προς το Διευθυντή ζητώντας σχετική άδεια και ο Διευθυντής στην απάντηση του ρητώς αναφέρθηκε στο αίτημα από ακριβώς αυτή την άποψη. Η μετέπειτα επιστολή του Διευθυντή, ημερ. 10 Δεκεμβρίου 1992, βρίσκεται στην ίδια γραμμή: υπενθυμίζουμε την κατάληξη του ότι δεν μπορούσε να αναθεωρηθεί η “απόφαση”. Είναι άλλωστε προφανές από την αλληλογραφία ότι έτσι το αντιλαμβανόταν και ο εφεσείων.
Το ότι βέβαια λήφθηκε μια εκτελεστή απόφαση επί του θέματος δεν σημαίνει πως δεν θα μπορούσε να ληφθεί και άλλη. Θα μπορούσε δε η άλλη να λαμβανόταν από το Γενικό Λογιστή. Και να ήταν πάλι εκτελεστή. Ωστόσο, η επιστολή του Γενικού Λογιστή ημερ. 21 Μαΐου 1993 δεν περιείχε εν προκειμένω ο,τιδήποτε το νεότερο. Συμφωνούμε με την πρωτόδικη άποψη ότι εκείνη η επιστολή δεν εξέθετε παρά μόνο την απλή αριθμητική της περίπτωσης στη βάση της μη προσβληθείσας απόφασης του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Η αριθμητική της περίπτωσης δεν χρειαζόταν για τον κατ’ αρχήν προσδιορισμό δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στον οποίο είχε προβεί προηγουμένως ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Η εν λόγω αριθμητική περιείχε, για τις εισφορές, δύο στοιχεία: το ένα ήταν οι 197 μήνες και το άλλο ο μισθός για τον Ιούνιο 1987. Στον υπολογισμό του συνολικού ποσού ο Γενικός Λογιστής χρησιμοποίησε αυτά τα δύο στοιχεία και ακόμα ένα: το συντελεστή 1.75%, τον μόνο προβλεπόμενο στο άρθρο 29(3) το οποίο, όπως ήταν δεκτό, ρύθμιζε την περίπτωση. Επομένως το αποτέλεσμα προέκυπτε με απλή αριθμητική πράξη. Το ίδιο με απλή αριθμητική πράξη προέκυπτε και το ποσό του τόκου. Δεν μπορούσαν παρά να ήταν και τα δύο μόνο πληροφοριακού περιεχομένου.
Σχετικά όμως με το θέμα του τόκου προσθέτουμε ως σχόλιο ότι θα αναμέναμε, ανεξάρτητα από το απρόσβλητο πλέον της απόφασης για την πληρωμή τόκου, πως η Διοίκηση θα έσπευδε να την ανακαλέσει ως προς αυτή την πτυχή ενόψει τελικά της υπόδειξης από μέρους της Νομικής Υπηρεσίας ότι δεν υπήρχε νομικό έρεισμα που να θεμελίωνε την απαίτηση για τόκο.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται μέ έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο