Γεωργίου Βασίλειος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 674

(1999) 3 ΑΑΔ 674

[*674]30 Σεπτεμβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση 2405)

 

Oργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις Διευθυντή — Αυτοτελές στοιχείο κρίσεως — Απόκλιση από αυτές απαιτεί ειδική, πειστική και επαρκή αιτιολογία — Οι λόγοι απόκλισης που δόθηκαν, σε πλήρη αντίθεση με το περιεχόμενο των φακέλων.

Αναθεωρητική Έφεση — Λόγοι έφεσης — Απαράδεκτη η προβολή λόγου έφεσης κατά την ακρόαση ο οποίος δεν προσβάλλεται ούτε στους λόγους έφεσης, ούτε στους λόγους ακυρώσεως, ούτε στις γραπτές αγορεύσεις στην πρωτόδικη διαδικασία.

Ο εφεσείων, ο οποίος είχε συστηθεί για προαγωγή τόσο από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, όσο και από το Διευθυντή, προσέβαλε με την έφεσή του την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, είχε απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν ξεχωριστό, πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως. Οι συστάσεις του Διευθυντή έχουν μεγάλη σημασία γιατί στόχο έχουν να διασφαλίσουν ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής το διορίζον όργανο λάμβανε καθοδήγηση από λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζο[*675]νται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. Ο Διευθυντής βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει το διορίζον όργανο επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του. Η σημασία αυτή των συστάσεων του Διευθυντή επιβάλλει την ειδική αιτιολόγηση από το διορίζον όργανο όταν αποκλίνει από αυτές με καθαρή, ειδική, πειστική και επαρκή αιτιολογία η οποία να καταγράφεται στα πρακτικά.

     Το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης Αρχής, ως λόγους παρέκλισης από την σύσταση του Διευθυντή προβάλλει τρεις λόγους (α) την αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, (β) την υπεροχή του σε ικανότητα και πείρα λόγω των ευρύτερων γνώσεών του σε θέματα νομικά και (γ) τις προσωπικές γνώσεις των μελών του.

     Οι λόγοι απόκλισης από τη σύσταση του Διευθυντή όχι μόνο δεν είναι επαρκείς και πειστικοί, όπως απαιτείται από τη νομολογία, αλλά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το περιεχόμενο των φακέλων.

2.  Ο δικηγόρος του εφεσείοντα κατά την ακρόαση της έφεσης υποστήριξε ως λόγο έφεσης που οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης την επίκληση από το Συμβούλιο της εφεσίβλητης Αρχής των προσωπικών γνώσεων των μελών του, ως ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως, χωρίς αυτή η γνώση να εξειδικεύεται ή να αιτιολογείται καθόλου.

     Η δικηγόρος της εφεσίβλητης Αρχής υπεστήριξε ότι τέτοιος λόγος έφεσης δεν έχει εγερθεί με την ειδοποίηση έφεσης, αλλά ούτε είχε εγερθεί με το δικόγραφο της προσφυγής, ούτε έχει αναπτυχθεί από το δικηγόρο του εφεσείοντα στις γραπτές αγορεύσεις στην πρωτόδικη διαδικασία. Έτσι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το εγειρόμενο σήμερα θέμα.

     Το Δικαστήριο έχει διεξέλθει το φάκελο της υπόθεσης και έχει διαπιστώσει ότι η εισήγηση της δικηγόρου της εφεσίβλητης είναι ορθή. Δεν προβάλλεται ως λόγος έφεσης το εγειρόμενο θέμα, δεν αναφέρεται ως λόγος ακύρωσης στην προσφυγή, αλλά, ούτε και αναπτύσσεται στις γραπτές αγορεύσεις του δικηγόρου του αιτητή στην πρωτόδικη διαδικασία. Κατά συνέπεια το δικαστήριο δε ασχολείται με το θέμα αυτό ως μη εγειρόμενο στην ειδοποίηση έφεσης.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

[*676]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Makrides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 622,

Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267,

Κέντα ν. Δημοκρατία (1996) 3 Α.Α.Δ. 485,

Δημοκρατία v. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422,

Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624,

Theodossiou v. Republic, 2 R.S.C.C. 44,

Hadjiconstantinou and Others v. Republic (1973) 3 C.L.R. 65,

Republic v. Kastellanos (1988) 3 C.L.R. 2249,

Δήμος Λευκωσίας ν. Κοσμά, (1996) 3 Α.Α.Δ. 244.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Παπαδόπουλος, Δ.) που δόθηκε στις 20 Δεκεμβρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 161/94) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α΄, στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου.

Αρ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Στιβαρού για Γ. Κακογιάννη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 14.10.93 η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (η εφεσίβλητη) κυκλοφόρησε την Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων αρ. 13/93 για την πλήρωση μιας θέσης Διοικητικού Λειτουργού Α΄. Για τη θέση αυτή, μεταξύ άλλων, αποτάθηκαν τόσο ο εφεσείοντας όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος.

[*677]Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές Επιστημονικού Προσωπικού κατά τη συνεδρία της στις 30.11.93 επιλήφθηκε των αιτήσεων των υπαλλήλων για προαγωγή στην επίδικη θέση και επέλεξε τρεις από τους αιτητές μεταξύ των οποίων τον εφεσείοντα και το ενδιαφερόμενο μέρος. Η εισήγηση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής υποβλήθηκε στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής η οποία κατά τη συνεδρίαση της στις 13.12.93 επιλήφθηκε του θέματος και υπέβαλε τις συστάσεις της στην εφεσίβλητη Αρχή. Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή εισηγήθηκε την προαγωγή του εφεσείοντα αφού μελέτησε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της και ειδικότερα την αξία, προσόντα, αρχαιότητα, πείρα και ικανότητα καθ’ ενός εκ των τριών υποψηφίων και αφού άκουσε τη σύσταση του Διευθυντή, ευνοϊκή για τον εφεσείοντα.

Το Συμβούλιο της Αρχής σε συνεδρία της στις 21.12.93 αποφάσισε κατά πλειοψηφία να προσφέρει προαγωγή στο ενδιαφερόμενο μέρος, αποκλίνοντας από την εισήγηση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και από τη σύσταση του Διευθυντή. Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας της εφεσίβλητης Αρχής στο οποίο περιέχεται και η αιτιολογία έχει ως εξής:-

“Αποφάσισε με τέσσερις ψήφους υπέρ, τρεις εναντίον και δύο αποχές και παρά την αντίθετη σύσταση του Διευθυντή την προαγωγή του 8400 Κλεάνθους Κλεοβούλου, στη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α΄, Γραμματεία/Νομικές Υπηρεσίες, Κ.Γ., από 1.1.1994, λόγω αρχαιότητας και λόγω του ότι υπερτερεί καταφανώς σε ικανότητα και πείρα λόγω των ευρύτερων γνώσεων και εμπειριών του σε θέματα νομικά και λόγω των γνώσεων του στην εξέταση νομικών υποθέσεων και τη σύνταξη υπομνημάτων ιδιαίτερα όταν αυτά είναι στην Αγγλική γλώσσα (όπως τούτο απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας), όπως όλα τα πιο πάνω φαίνονται από τη μελέτη όλων των στοιχείων και προσωπικών γνώσεων των Μελών.”

Ο εφεσείων προσέφυγε με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης. Αδελφός Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την προσφυγή με το εξής αιτιολογικό:-

“Όλοι οι αιτητές είχαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, είχαν την πείρα και τη γνώση. Υπήρχαν οι συστάσεις, αλλά υπήρχε και η αιτιολογία της απόκλισης της σύστασης του Διευθυντή.  Κατά τη γνώμη μου η καθ’ ης η αί[*678]τηση θα μπορούσε να επιλέξει οιονδήποτε των τριών υποψηφίων. Τέτοια απόφαση και νόμιμη θα ήταν και δίκαιη θα ήταν. Επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος που κατά την κρίση της ήταν το καταλληλότερο και προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Η απόφαση είναι και εύλογη και νόμιμη.”.

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση προβάλλοντας τρεις λόγους. Οι τρεις λόγοι έφεσης είναι μακροσκελείς. Συνοπτικά με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η εφεσίβλητη ενήργησε κατά πλάνη και καθ’ υπέρβαση εξουσίας “υπερτονίζοντας τις δήθεν καλύτερες νομικές γνώσεις του ενδιαφερόμενου μέρους” κατ’ αντίθεση προς τα Σχέδια Υπηρεσίας. Με το δεύτερο λόγο προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην απόφαση της εφεσίβλητης Αρχής υπάρχει ειδική αιτιολογία για την απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή.  Και με τον τρίτο λόγο ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι έκδηλα υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους.

Θα ασχοληθούμε κατ’ αρχή με το δεύτερο λόγο έφεσης. Ήδη έχουμε παραθέσει το απόσπασμα από την απόφαση της εφεσίβλητης κατά την επιλογή του καλύτερου υποψηφίου για προαγωγή.

Οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν ξεχωριστό, πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως. Οι συστάσεις του Διευθυντή έχουν μεγάλη σημασία γιατί στόχο έχουν να διασφαλίσουν ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής το διορίζον όργανο λάμβανε καθοδήγηση από λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. Ο Διευθυντής βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει το διορίζον όργανο επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του. (Βλέπε: Μakrides ν. Republic (1983) 3 C.L.R. 622, Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267, Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485, Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422 και Κώστας Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624.)

Η σημασία αυτή των συστάσεων του Διευθυντή επιβάλλει την ειδική αιτιολόγηση από το διορίζον όργανο όταν αποκλίνει από αυτές με καθαρή, ειδική, πειστική και επαρκή αιτιολογία η οποία να καταγράφεται στα πρακτικά. Η αρχή αυτή έχει καθιερωθεί εξαρχής από τη νομολογία σε σειρά αποφάσεων (Βλέπε: Theodossiou v. Republic, 2 R.S.C.C. 44, HjiConstantinou and Others v. Republic (1973) 3 C.L.R. 65, Republic v. Kastellanos (1988) 3 C.L.R. 2249, Δήμος Λευκωσίας ν. Κοσμά (1996) 3 [*679]A.A.Δ. 244 και Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624).

Η επίδικη θέση ήταν η θέση Διοικητικού Λειτουργού Α΄ στην κλίμακα Α11. Ο Διευθυντής συστήνοντας τον εφεσείοντα κατέγραψε τις ικανότητες του και ειδικότερα την πείρα και την ιδιαίτερη ικανότητά του σε διοικητικά καθήκοντα, συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Ο Διευθυντής ανάφερε επίσης το γεγονός ότι ο εφεσείων υστερεί σε αρχαιότητα, υπερτερεί καταφανώς σε αξία, ικανότητα, επίδοση και απόδοση στην υπηρεσία.  Εξήρε δε και την ισχυρή του προσωπικότητα.

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις στη σύσταση του Διευθυντή ελέγχονται ως ορθές αφού συμφωνούν με τα στοιχεία των φακέλων. Ο εφεσείων υπερτερεί σε αξία όπως μπορεί να εξαχθεί τέτοιο συμπέρασμα από τις εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων τεσσάρων χρόνων.

Αλλά και η διαπίστωση του Διευθυντή ότι ο εφεσείων απέκτησε πείρα κατά τη μακρόχρονη υπηρεσία του στην Αρχή ελέγχεται ως ορθή από την εξέταση των φακέλων. Ο εφεσείων είναι υπάλληλος της Αρχής από το 1971. Το 1988 ο εφεσείων προήχθηκε στη θέση του Διοικητικού Λειτουργού και την 1.8.91 στη θέση Λειτουργού Προσωπικού.

Το ενδιαφερόμενο μέρος προσλήφθηκε στην Αρχή την 1.10.85 στη θέση Ασφαλιστικού και Διοικητικού Λειτουργού.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης Αρχής ως λόγους παρέκλισης από τη σύσταση του Διευθυντή προβάλλει τρεις λόγους (α) την αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, (β) την υπεροχή του σε ικανότητα και πείρα λόγω των ευρύτερων γνώσεων του σε θέματα νομικά και (γ) τις προσωπικές γνώσεις των μελών του.

Η αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους είναι δεδομένη και δεν αμφισβητήθηκε από το Διευθυντή. Στη σύσταση του προβαίνει σε ρητή μνεία της αλλά αυτή υποχωρεί, κατά το Διευθυντή, λόγω της υπέρτερης αξίας, ικανότητας και πείρας του εφεσείοντα.

Οι δύο άλλοι λόγοι που προβάλλει το Συμβούλιο της εφεσίβλητης Αρχής κρίνονται ως ανεδαφικοί. Η ικανότητα του υποψηφίου κρίνεται από την αντικειμενική αξία που εξάγεται από τις βαθμολογίες των Εμπιστευτικών Εκθέσεων. Και το συμπέρασμα απ’ αυτές είναι ότι ο εφεσείων υπερείχε εμφανώς του ενδια[*680]φερομένου μέρους. Η πείρα καθώς έχει νομολογηθεί είναι η πρακτική γνώση που αποκτά κάποιος με την απόδοση του σε συγκεκριμένο είδος εργασίας. Η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας.

Στα πρακτικά της Συνεδρίας της “Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτοπής Επιλογής διά Προαγωγάς Επιστημονικού Προσωπικού” αναφέρεται ότι “η πείρα του (του ενδιαφερόμενου μέρους) είναι κυρίως σε θέματα ασφαλιστικών καλύψεων”. Ενώ για τον εφεσείοντα αναφέρεται ότι “έχει πολύ καλή γνώση των εργασιών όλων των τμημάτων της Υπηρεσίας Προσωπικού και η συμβολή του στη διεξαγωγή σοβαρών εργασιών της Υπηρεσίας που χρειάζονται νομικές γνώσεις είναι ουσιαστική.”.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα κατά την ακρόαση της έφεσης υπεστήριξε ενώπιόν μας ως λόγο έφεσης που οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης την επίκληση από το Συμβούλιο της εφεσίβλητης Αρχής των προσωπικών γνώσεων των μελών του, ως ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως, χωρίς αυτή η γνώση να εξειδικεύεται ή να αιτιολογείται καθόλου.

Η δικηγόρος της εφεσίβλητης Αρχής υπεστήριξε ότι τέτοιος λόγος έφεσης δεν έχει εγερθεί με την ειδοποίηση έφεσης αλλά ούτε είχε εγερθεί με το δικόγραφο της προσφυγής, ούτε έχει αναπτυχθεί από το δικηγόρο του εφεσείοντα στις γραπτές αγορεύσεις στην πρωτόδικη διαδικασία. Έτσι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το εγειρόμενο σήμερα θέμα.

Έχουμε διεξέλθει το φάκελο της υπόθεσης και έχουμε διαπιστώσει ότι η εισήγηση της δικηγόρου της εφεσίβλητης είναι ορθή. Δεν προβάλλεται ως λόγος έφεσης το εγειρόμενο θέμα, δεν αναφέρεται ως λόγος ακύρωσης στην προσφυγή, αλλά, ούτε και αναπτύσσεται στις γραπτές αγορεύσεις του δικηγόρου του αιτητή στην πρωτόδικη διαδικασία. 

Κατά συνέπεια δεν θα ασχοληθούμε με το θέμα αυτό ως μη εγειρόμενο στην ειδοποίηση έφεσης.

Έχουμε καταλήξει στην άποψη ότι οι λόγοι απόκλισης από τη σύσταση του Διευθυντή όχι μόνο δεν είναι επαρκείς και πειστικοί, όπως απαιτείται από τη νομολογία, αλλά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το περιεχόμενο των φακέλων.

Με τις διαπιστώσεις αυτές ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και τόσον η πρωτόδικη απόφαση όσο και η επίδικη από[*681]φαση της εφεσίβλητης οδηγείται σε ακύρωση.

Δεν θεωρούμε σκόπιμο να επιληφθούμε περαιτέρω τους άλλους λόγους έφεσης γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν αχρείαστο.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο