Θεοδοσίου Πέτρος Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 689

(1999) 3 ΑΑΔ 689

[*689]30 Σεπτεμβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΕΤΡΟΣ Α. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2413)

 

Διοικητική πράξη — Βεβαιωτική — Σε αντιδιαστολή με εκτελεστή — Η βεβαίωση προηγούμενης απόφασης είναι εκτελεστή σε περίπτωση που έχει διεξαχθεί νέα έρευνα ουσιωδών στοιχείων — Η αναζήτηση γνωμάτευσης από νομικό σύμβουλο δε συνιστά νέα έρευνα.

Ο εφεσείων επεδίωξε να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία η προσφυγή του είχε απορριφθεί επειδή προσέβαλλε βεβαιωτική πράξη.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την απόφαση, η οποία αποτέλεσε το επίδικο θέμα της προσφυγής, βεβαιωτική της προηγούμενης απόφασης των εφεσιβλήτων, της 30ης Σεπτεμβρίου, 1994, και απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη. Ως προς τα χαρακτηριστικά βεβαιωτικής, σε αντιδιαστολή προς εκείνα εκτελεστής απόφασης, το δικαστήριο παρέπεμψε στην Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και στη Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191. Όπως εξηγείται στην Pieris, βεβαιωτική είναι απόφαση με όμοιο περιεχόμενο και νομικό αποτέλεσμα με προηγούμενη απόφαση της ίδιας αρχής η οργάνου απευθυνόμενης στο ίδιο άτομο. Απόφαση ταυτόσημη με προηγούμενη απόφαση διοικητικής αρχής ή οργάνου μπορεί να προσλάβει εκτελεστό χαρακτήρα μόνο εφόσον είναι το απαύγασμα νέας έρευνας. Νέα έρευνα επιβάλλεται μόνο εφόσον δικαιολογείται από νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία.

[*690]Στην προκείμενη περίπτωση κανένα στοιχείο δεν υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα το οποίο θα μπορούσε εξ αντικειμένου να δικαιολογήσει τη διεξαγωγή νέας έρευνας. Ούτε η απόφαση που προσβλήθηκε υπήρξε το προϊόν νέας έρευνας. Η απόφαση αντανακλούσε την εμμονή της Διοίκησης στην προηγούμενη θέση της.

Η αναζήτηση της γνώμης των νομικών συμβούλων του κράτους για την ορθότητα ληφθείσας απόφασης, δε συνιστά αφ’ εαυτής νέα έρευνα. Άλλωστε η γνωμάτευση που δόθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, βεβαίωσε την ορθότητα της προσέγγισης των εφεσιβλήτων.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,

Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Χατζητσαγγάρης, Δ.) που δόθηκε στις 8 Ιανουαρίου, 1997 (Προσφυγή Αρ. 992/95) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων, ημερομηνίας 26.9.95, αναφορικά με τον τρόπο ένταξής του στην κλίμακα Α13.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικός) (Αρ. 6) Νόμος του 1993 (N.63(II)/93) έκαμε την ακόλουθη πρόνοια:

«Τρεις νέες θέσεις.  Οι Επιθεωρητές που βρίσκονταν στην υπηρεσία την 1η Ιανουαρίου 1988 δύνανται να προχωρήσουν μέχρι το ανώτατο σημείο της Κλίμακας Α13. Όσοι ευρίσκονται στην υπηρεσία κατά την ημερομηνία ψήφισης του παρόντος [*691]Νόμου τοποθετούνται στην Κλίμακα Α13 νοουμένου ότι κατέχουν τα απαιτούμενα από το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας πανεπιστημιακά προσόντα. Οι νεοεισερχόμενοι τοποθετούνται στην Κλίμακα Α13 νοουμένου ότι κατέχουν τα απαιτούμενα από το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας πανεπιστημιακά προσόντα.»

(Ανάλογη πρόνοια έγινε και στον προϋπολογισμό του 1994.)

Ο εφεσείων κατείχε τη θέση του Επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης κατά το χρόνο επιψήφισης του νόμου και εδικαιούτο να τύχει των ευεργετημάτων των προνοιών του εφόσον θα πληρούσε τις προϋποθέσεις που έθεσε για ανέλιξη στην κλίμακα Α13. Απέκτησε τα σχετικά προσόντα στις 4.4.1994, με την ανακήρυξή του από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου ως πτυχιούχου των Επιστημών της Αγωγής με Ειδικότητα στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Την ίδια ημέρα κατέθεσε το πτυχίο του στις εκπαιδευτικές αρχές και από την ημέρα εκείνη τοποθετήθηκε στην κλίμακα Α13.

Στις 19.9.1994 μέσω του δικηγόρου του απηύθυνε την ακόλουθη επιστολή στις εκπαιδευτικές αρχές. Η επιστολή στάληκε εκ μέρους του και τρίτου προσώπου:

«Έχω εντολή από τους πελάτες μου Πέτρο Θεοδοσίου και Γιάγκο Κυριάκου Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης που ευρίσκονται στην κορυφή της κλίμακας Α12 να αναφερτώ στην υποχρέωση για τοποθέτηση/ένταξή τους στην Α13 με βάση το Ν.63(ΙΙ) 1993 αφού απέκτησαν και κατέθεσαν τα πτυχία κατά το 1994.

Έχω τη γνώμη ότι ο ειδικός και νεότερος αυτός Νόμος ρυθμίζει τα της ‘προαγωγής’ και ‘τοποθέτησης’ κατά τον ίδιο τρόπο για κάθε ένα που συγκεντρώνει και/ή πληρεί τις προϋποθέσεις ανέλιξης.

Προφανώς περιλαμβάνει και τους πελάτες μου που κατέχουν ήδη θέση Επιθεωρητή (αλλά στην κλίμακα Α12).

Βοηθητικός είναι και ο ορισμός ‘προαγωγή’ του Ν. 10/69.

Είναι φανερό ότι οι πελάτες μου με την απόκτηση πτυχίου υπερπληρούν την πρόνοια του 2(α) (ΙΙ) (β) του Ν.63(ΙΙ)/93 και καλώ την ΕΕΥ να άρει την σε βάρος τους αδικία-παρανομία.

Επιφυλάσσω τα δικαιώματα τους.»

[*692]Το παράδοξο είναι ότι κατά το χρόνο αποστολής της επιστολής ο εφεσείων ήταν ήδη τοποθετημένος στην κλίμακα Α13. Το γεγονός σημειώνεται στην απαντητική επιστολή των εφεσιβλήτων (30/9/94), όπου επεξηγείται ότι η μεταπήδηση του εφεσείοντος στην ανώτερη κλίμακα συνετελέσθη σύμφωνα με το νόμο. Διευκρινίζεται ότι η μετάταξη σε ανώτερη κλίμακα λόγω ανύψωσης της θέσης διαφέρει ως προς τις μισθοδοτικές της συνέπειες από την προαγωγή από χαμηλότερη σε ανώτερη κλίμακα.  Αυτούσιο το κείμενο της επιστολής της 30ής Σεπτεμβρίου, 1994, έχει ως ακολούθως:-

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με αρ. Πρ. 1819/94 ημερ. 19.9.1994 που απευθύνεται στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και η οποία μας έχει διαβιβαστεί και στην οποία αναφέρεσθε στη μισθοδοσία των πελατών σας κ.κ. Πέτρου Θεοδοσίου και Γιάγκου Κυριάκου, Επιθεωρητών Δημοτικής Εκπαίδευσης. Επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι οι πελάτες σας έχουν από της ημερομηνίας αποκτήσεως Πανεπιστημιακών Προσόντων δηλ. 4.4.1994 ενταχθεί στην Κλ. Α13 σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 63(ΙΙ)/93. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι πιο πάνω Επιθεωρητές δεν έχουν προαχθεί αλλά με την απόκτηση Πανεπιστημιακών Προσόντων έχουν μεταφερθεί από την Κλ. Α12 στο αντίστοιχο σημείο της Κλ. Α13 με βάση την καθιερωμένη διαδικασία.»

Με την επιστολή γνωστοποιείται αφενός ότι είχε συντελεστεί προπολλού η τοποθέτηση του εφεσείοντος στην κλίμακα Α13 και αφετέρου επεξηγείται η θέση του Υπουργείου αναφορικά με τα επακόλουθα της θέσπισης του Ν.63(ΙΙ)/93 και το πλαίσιο εφαρμογής του. Εκεί έμειναν τα πράγματα μέχρι τη 13.9.1995, όταν ο εφεσείων απηύθυνε αυτοπροσώπως νέα επιστολή προς τις εκπαιδευτικές αρχές την οποία παραθέτουμε:

«Με την κατάθεση του πτυχίου μου τον Απρίλη του 1994, ανέμενα ότι θα με τοποθετούσατε στην Α13 με άμεσο οικονομικό όφελος, δηλαδή την μεταπήδησή μου από την κορυφή της Α12 στην επόμενη βαθμίδα της Α13, αφού δεν ισχύει για τους επιθεωρητές το Παράρτημα (άρθρο 4) του Ν.22/81, αλλά ο Ν.63(ΙΙ) του 1993.

Παρακαλώ όπως μου εκθέσετε γραπτώς τους λόγους για τους οποίους καθυστερείτε να ενεργήσετε με βάση το Ν.63/(ΙΙ) του 1993.»

Το περιεχόμενο της επιστολής όντως δημιουργεί ερωτηματι[*693]κά εφόσον η θέση των αρχών επί του προκειμένου είχε γνωστοποιηθεί στον εφεσείοντα ένα περίπου χρόνο νωρίτερα και η ένταξή του στην κλίμακα Α13 μετά την απόκτηση του πανεπιστημιακού πτυχίου, είχε γίνει ακόμη νωρίτερα.  Στον εφεσείοντα δόθηκε η ακόλουθη απάντηση στις 26 Σεπτεμβρίου, 1995:-

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας της 13.9.1995 σχετικά με την ένταξη σας στην Κλ. Α13 λόγω της απόκτησης πτυχίου τον Απρίλιο του 1994 και υπενθυμίσω ότι η ένταξή σας στην Κλ. Α13 στις 4 Απριλίου 1994 έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αρ. 63(ΙΙ)/93.

Ο τρόπος της ένταξης σας υλοποιήθηκε σύμφωνα με την υπ’ αρ. 22.766/4.2.83 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου όπως αυτή διαγράφεται στην Εγκύκλιο της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με αρ. 855 της 26.4.1998.

Ο τρόπος ένταξής σας στην Α13 εξετάστηκε και από τη Νομική Υπηρεσία και βρέθηκε καθόλα νομότυπος.”

Ο εφεσείων προσέφυγε στο Δικαστήριο με διπλό αίτημα το οποίο εμπεριέχει στοιχείο αντινομίας.  Αφενός ζήτησε την ακύρωση της παράλειψης των αιτητών να εφαρμόσουν στην περίπτωσή του τις διατάξεις του Ν.63(ΙΙ)/93 και αφετέρου την ακύρωση της απόφασης, όπως χαρακτηρίζεται, η οποία του γνωστοποιήθηκε στις 26.9.95, ως άκυρης και στερούμενης παντός αποτελέσματος. Η αντινομία έγκειται στο ότι προσβάλλεται συγχρόνως διοικητική παράλειψη με αίτημα διαταγή για την εξαφάνισή της και η διοικητική απόφαση η οποία επέφερε την έκλειψή της. Άλλη πιθανή εξήγηση του παράλληλου αιτήματος είναι ότι επιδιώκεται με αυτό όχι μόνο η ακύρωση της απόφασης αλλά και η έκδοση οδηγιών στην αρχή, ως προς το τι δέον γενέσθαι κατά την επανεξέταση, αίτημα ανέφικτο στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας που οριοθετεί το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την απόφαση, η οποία αποτέλεσε το επίδικο θέμα της προσφυγής, βεβαιωτική της προηγούμενης απόφασης των εφεσιβλήτων, της 30ής Σεπτεμβρίου, 1994, και απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.  Ως προς τα χαρακτηριστικά βεβαιωτικής, σε αντιδιαστολή προς εκείνα εκτελεστής απόφασης, το δικαστήριο παρέπεμψε στην Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και στη Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191. Όπως εξηγείται στην Pieris βεβαιωτική είναι απόφαση με όμοιο περιεχόμενο και νομικό αποτέλε[*694]σμα με προηγούμενη απόφαση της ίδιας αρχής ή οργάνου απευθυνόμενης στο ίδιο άτομο. Απόφαση ταυτόσημη με προηγούμενη απόφαση διοικητικής αρχής ή οργάνου μπορεί να προσλάβει εκτελεστό χαρακτήρα μόνο εφόσον είναι το απαύγασμα νέας έρευνας. Νέα έρευνα επιβάλλεται μόνο εφόσον δικαιολογείται από νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία.

Στην προκείμενη περίπτωση κανένα στοιχείο δεν υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα το οποίο θα μπορούσε εξ αντικειμένου να δικαιολογήσει τη διεξαγωγή νέας έρευνας. Ούτε η απόφαση που προσβλήθηκε υπήρξε το προϊόν νέας έρευνας.  Η απόφαση αντανακλούσε την εμμονή της Διοίκησης στην προηγούμενη θέση της.

Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι, το γεγονός ότι πριν τη δεύτερη επιστολή του εφεσείοντος και την απάντηση των αρχών σ’ αυτή, είχε ζητηθεί από το Γενικό Εισαγγελέα γνωμάτευση από το Υπουργείο ως προς την ορθότητα της προσέγγισης των αρχών στην εφαρμογή του επίμαχου νόμου, σηματοδοτεί τη διεξαγωγή νέας έρευνας προς την οποία πρέπει να συσχετισθεί και η απάντηση που δόθηκε στον εφεσείοντα, γεγονός που της προσέδωσε εκτελεστό χαρακτήρα. Η θέση αυτή είναι ανεδαφική. Κανένα νέο νομικό ή πραγματικό στοιχείο δεν τέθηκε το οποίο θα μπορούσε εξ αντικειμένου να δικαιολογήσει τη διεξαγωγή νέας έρευνας. 

Η αναζήτηση της γνώμης των νομικών συμβούλων του κράτους για την ορθότητα ληφθείσας απόφασης, δεν συνιστά αφ’ εαυτής νέα έρευνα. Άλλωστε, η γνωμάτευση, που δόθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, βεβαίωσε την ορθότητα της προσέγγισης των εφεσιβλήτων.

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνουμε ότι η προσφυγή του εφεσείοντος στρέφεται κατά βεβαιωτικής απόφασης και, ως εκ τούτου είναι απαράδεκτη.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο