Βασιλείου Χριστάκης ν. Δήμου Παραλιμνίου (1999) 3 ΑΑΔ 695

(1999) 3 ΑΑΔ 695

[*695]22 Oκτωβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤAΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΔΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2386)

 

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου — Δεδικασμένο — Επεκτείνεται στους λόγους για τους οποίους ακυρώνεται η διοικητική απόφαση — Ορθά αποφασίζεται επανεξέταση από το σημείο το οποίο πλήττεται από την ακύρωση.

Ο περί Ερμηνείας Νόμος, Κεφ. 1 — Άρθρο 19 — Όπου προβλέπεται σε νόμο εξουσία διορισμών, ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει εξουσία για τερματισμό διορισμού καθώς και διαθεσιμότητα — Ερμηνεία του όρου “suspension” (διαθεσιμότητα) από νομολογία.

Διοικητικό Δίκαιο — Γενικές Αρχές — Αρχή του δημοσίου συμφέροντος — Διαθεσιμότητα υπαλλήλου — Το δημόσιο συμφέρον ο μόνος λόγος για τον οποίο επιτρέπεται στα πλαίσια διερεύνησης πειθαρχικού παραπτώματος— Ορθά αιτιολογήθηκε και εξειδικεύτηκε το δημόσιο συμφέρον στην υπόθεση.

Με την έφεση προσβλήθηκε η απόφαση των πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή κατά της απόφασης να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο εφεσείων. Ο εφεσείων ετίθετο για δεύτερη φορά σε διαθεσιμότητα, στα πλαίσια επανεξέτασης, μετά από ακύρωση της πειθαρχικής καταδίκης του από τους εφεσίβλητους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*696]1. Αναφορικά με το λόγο εφέσεως ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο με τη χρησιμοποίηση του υλικού της πειθαρχικής διαδικασίας, το παράπονο του εφεσείοντα δεν ευσταθεί. Επί του προκειμένου, ο Νικήτας Δ., στη σελ. 3 της πρωτόδικης απόφασης αναφέρει τα ακόλουθα:

“Aπό την προσεκτική ανάγνωση της απόφασης και ιδιαίτερα των σελίδων 9 και 10 προκύπτει ότι στο δεδικασμένο δεν περιλαμβάνεται και το ζήτημα που έθιξε ο δικηγόρος του αιτητή, το οποίο δεν αποτέλεσε αντικείμενο δικαστικής έρευνας. Η ακύρωση χώρησε μόνο για τους δύο προαναφερθέντες λόγους. Συνεπώς η καταγγελία, ο διορισμός ερευνητικής επιτροπής ή άλλες ενέργειες πριν την έναρξη της πειθαρχικής δίκης δεν επηρεάζονται από το δεδικασμένο στην προσφ. 1061/94. Το Δημοτικό Συμβούλιο ορθά αποφάσισε επανεξέταση αρχίζοντας με τον αποκλεισμό από τη σύνθεση του του Δημάρχου και τη διαπίστωση της ανάγκης για συγκεκριμενοποίηση των κατηγοριών.»

     Με το πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο είναι απόλυτα σύμφωνο. Η διαδικασία επανήρχισε εκ νέου και η μη συμμετοχή του Δημάρχου στη συνεδία κατά την οποία τέθηκε σε διαθεισμότητα ο εφεσείων δεν επανέλαβε το σφάλμα της πρώτης διαδικασίας και όλες οι άλλες ενέργειες που αφορούσαν την καταγγελία και το διορισμό της Ερευνητικής Επιτροπής πριν την έναρξη της προηγηθείσας πειθαρχικής δίωξης δεν είχαν καμία επίδραση στο τι επακολούθησε. Συμφωνούμε ότι το δεδικασμένο δεν κάλυπτε τις προηγηθείσες της πειθαρχικής διαδικασίας ενέργειες.

2.  Κάτω από το λόγο εφέσεως που αφορά στο παράνομο της αποκοπής του ½ από το μισθό του εφεσείοντος, εγείρονται δύο θεμελιώδη θέματα: Το πρώτο είναι κατά πόσο μπορεί υπάλληλος να τεθεί σε διαθεσιμότητα χωρίς την ύπαρξη νομοθεσίας επί του προκειμένου και το δεύτερον αν μπορεί να αποκοπεί μέρος του μισθού μετά από τη θέση του υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα.

     Των πιο πάνω θεμάτων επιλήφθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο πρωτόδικα στην υπόθεση Γιάλλουρου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λευκωσίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3532. Το Δικαστήριο στην υπόθεση εκείνη έκρινε ότι, όπου σε νόμο προβλέπεται πρόνοια για «διορισμό», με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 19 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, υπάρχει εξουσία για λήψη απόφασης όπως η προσβαλλόμενη.

[*697]         Το Άρθρο 19 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, προνοεί τα ακόλουθα:

“Όταν Νόμος παρέχει σε πρόσωπο ή δημόσια αρχή εξουσία να προβαίνει σε διορισμούς σε αξίωμα ή θέση, η εξουσία θα ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει εξουσία για τερματισμό τέτοιου διορισμού και εξουσία να θέτει σε διαθεσιμότητα πρόσωπο που διορίστηκε και ….”

     Ερμηνεύοντας τον όρο “to suspend” (“να θέτει διαθεσιμότητα») στο πιο πάνω άρθρο, ο Στυλιανίδης Δ. (όπως ήταν τότε) στην απόφασή του στη Γιάλλουρου (ανωτέρω) αναφέρει τα ακόλουθα:

“Tο ‘suspend’ είναι γενικός όρος, που σημαίνει προσωρινή διακοπή για καθορισμένη περίοδο από την άσκηση της εκτέλεσης των καθηκόντων της θέσης με, ή χωρίς όρους, αναφορικά με τη στέρηση των ωφελημάτων της θέσης. Η διαθεσιμότητα, που προβλέπεται στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο ή και σε άλλους Νόμους ή Κανονισμούς, είναι είδος του γένους ‘suspension’.

H αναστολή εκτέλεσης των καθηκόντων υπαλλήλου για σύντομη περίοδο, που δικαιολογείται με το δημόσιο συμφέρον, αποτελεί είδος του ‘suspension’ και είναι επιτρεπτή. Η νομιμότητά της και το προβαλλόμενο δημόσιο συμφέρον, που είναι όρος γενικός και αόριστος, υπόκεινται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.»

     Επικυρώνεται η πιο πάνω θέση, όπως εκφράζεται στο απόσπασμα που παρατέθηκε και κρίνεται ότι ο μισθός μπορεί να αποκοπεί υπό λογικούς όρους, στην παρούσα δε περίπτωση θεωρείται ότι ήταν λογική η αποκοπή ½ του μισθού του εφεσείοντα.

3.  Αναφορικά με την αιτιολογία της απόφασης, όπως λέχθηκε στην Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1992) 4 Α.Α.Δ. 832: «Το δημόσιο συμφέρον είναι ο μόνος λόγος για τον οποίον ένας υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε διαθεσιμότητα κατά τη διερεύνηση πειθαρχικών αδικημάτων εναντίον του προς αποφυγήν του ενδεχόμενου επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας». Το Δικαστήριο συμφωνεί με την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία κρίθηκε πως «το ενδεχόμενο προστριβών και επηρεασμού μαρτύρων ήταν υπό τις συνθήκες ρεαλιστική πρόβλεψη και συνάμα ικανοποιητική αιτιολόγηση για ητν προσφυγή στο [*698]μέτρο, αφού κατάδηλα έγινε προς το δημόσιο συμφέρον». Κατά συνέπεια η αιτιολογία που δόθηκε από το Συμβούλιο κρίνεται επαρκής, αφού το δημόσιο συμφέρον ορθά εξειδικεύτηκε.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γιάλλουρος ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λευκωσίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3532,

Αzinas v. Republic (1980) 3 C.L.R. 510,

Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1992) 4 Α.Α.Δ. 832.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Νικήτας, Δ.) που δόθηκε στις 8 Νοεμβρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 478/96) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα κατά της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση να τον θέσει για δεύτερη φορά σε διαθεσιμότητα.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Παντελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, Δημοτικός Μηχανικός του Δήμου Παραλιμνίου, τέθηκε για πρώτη φορά σε διαθεσιμότητα στις 25.2.92. Τη θέση του σε διαθεσιμότητα ακολούθησε πειθαρχική δίωξη, στην οποία βρέθηκε ένοχος σε 10 από τις 18 κατηγορίες που αντιμετώπιζε αναφορικά με αμελή εκτέλεση των καθηκόντων του και σε 3 από τις κατηγορίες αυτές του επιβλήθηκε η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης. Με την προσφυγή του Βασιλείου v. Δήμος Παραλιμνίου, 1061/94, απόφαση ημερομηνίας 28.5.96, προσέβαλε την απόφαση και ο Πικής, Π., την ακύρωσε προφανώς για (1)  συμμετοχή του Δημάρχου στο πειθαρχικό όργανο που εκδίκασε την υπόθεση  ενώ είχε ενεργήσει και ως κατήγορος και (2) την ασάφεια και αοριστία του κατηγορητηρίου.

[*699]Το Δημοτικό Συμβούλιο Παραλιμνίου, στο πλαίσιο επανεξέτασης της υπόθεσης μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις 4.6.96 έθεσε τον εφεσείοντα και πάλιν για δεύτερη φορά σε διαθεσιμότητα για 3 μήνες από 5.6.96 μέχρι 4.9.96 και του στέρησε το 1/2 του μισθού του κατά την περίοδο αυτή.  Με νέα προσφυγή του, που τελεί υπό την παρούσα έφεση, προσέβαλε την πιο πάνω απόφαση του Συμβουλίου ανεπιτυχώς.

Οι βασικοί λόγοι της έφεσης και τα σχετικά επιχειρήματα, όπως προβλήθηκαν ενώπιόν μας, είναι ότι (α) η διαδικασία ήταν άκυρη, παρόλον ότι δεν συμμετείχε ο Δήμαρχος στην απόφαση με την οποία τέθηκε σε διαθεσιμότητα, για το λόγο ότι η διαδικασία βασίστηκε σε υλικό που αποτέλεσε αντικείμενο δεδικασμένου στην Προσφυγή 1061/94 και κρίθηκε ως παράνομο, (β) γιατί εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι υπήρχε η δυνατότητα ταυτόχρονης αποκοπής χρηματικού ποσού από το μισθό του όταν τέθηκε σε διαθεσιμότητα και γ) ότι η τελική απόφαση δεν συνοδεύετο από την αναγκαία αιτιολογία.

Αναφορικά με το λόγο κάτω από το (α) πιο πάνω, κρίνουμε ότι το παράπονο του εφεσείοντα δεν ευσταθεί. Επί του προκειμένου ο Νικήτας Δ., στη σελ. 3 της πρωτόδικης απόφασης αναφέρει τα ακόλουθα:

“Από την προσεκτική ανάγνωση της απόφασης και ιδιαίτερα των σελίδων 9 και 10 προκύπτει ότι στο δεδικασμένο δεν περιλαμβάνεται και το ζήτημα που έθιξε ο δικηγόρος του αιτητή, το οποίο δεν απετέλεσε αντικείμενο δικαστικής έρευνας. Η ακύρωση χώρησε μόνο για τους δύο προαναφερθέντες λόγους.  Συνεπώς η καταγγελία, ο διορισμός ερευνητικής επιτροπής ή άλλες ενέργειες πριν την έναρξη της πειθαρχικής δίκης δεν επηρεάζονται από το δεδικασμένο στην προσφ. αρ. 1061/94. Το Δημοτικό Συμβούλιο ορθά αποφάσισε επανεξέταση αρχίζοντας με τον αποκλεισμό από τη σύνθεση του του Δημάρχου και τη διαπίστωση της ανάγκης για συγκεκριμενοποίηση των κατηγοριών.”

Με το πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση είμαστε απόλυτα σύμφωνοι. Η διαδικασία επανήρχισε εκ νέου και η μη συμμετοχή του Δημάρχου στη συνεδρία κατά την οποία τέθηκε σε διαθεσιμότητα ο εφεσείων δεν επανέλαβε το σφάλμα της πρώτης διαδικασίας και όλες οι άλλες ενέργειες που αφορούσαν την καταγγελία και το διορισμό της Ερευνητικής Επιτροπής πριν την έναρξη της προηγηθείσας πειθαρχικής δίωξης δεν είχαν [*700]καμία επίδραση στο τι επακολούθησε. Συμφωνούμε ότι το δεδικασμένο δεν κάλυπτε τις προηγηθείσες της πειθαρχικής διαδικασίας ενέργειες. Εν πάση περιπτώσει, η προηγούμενη διαδικασία αφορούσε πειθαρχική δίωξη, ενώ η παρούσα τη θέση σε διαθεσιμότητα του εφεσείοντα.

Κάτω από το (β) ανωτέρω εγείρονται δύο θεμελιώδη θέματα:  Το πρώτο είναι κατά πόσο μπορεί υπάλληλος να τεθεί σε διαθεσιμότητα χωρίς την ύπαρξη νομοθεσίας επί του προκειμένου και το δεύτερον αν μπορεί να αποκοπεί μέρος του μισθού μετά από τη θέση του υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα.

Των πιο πάνω θεμάτων επιλήφθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο πρωτόδικα στην υπόθεση Γιάλλουρου v. Συμβούλιο Αποχετεύσεως Λευκωσίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3532. Το Δικαστήριο στην υπόθεση εκείνη έκρινε ότι, όπου σε νόμο προβλέπεται πρόνοια για “διορισμό”, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1, υπάρχει εξουσία για λήψη απόφασης όπως η προσβαλλόμενη.

Το άρθρο 19 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1, προνοεί τα ακόλουθα:

“Όταν Νόμος παρέχει σε πρόσωπο ή δημόσια αρχή εξουσία να προβαίνει σε διορισμούς σε αξίωμα ή θέση η εξουσία θα ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει εξουσία για τερματισμό τέτοιου διορισμού και εξουσία να θέτει σε διαθεσιμότητα πρόσωπο που διορίστηκε και . . . . . .”

Ερμηνεύοντας τον όρο “to suspend” (“να θέτει σε διαθεσιμότητα”) στο πιο πάνω άρθρο ο Στυλιανίδης Δ. (όπως ήταν τότε) στην απόφασή του στη Γιάλλουρου (ανωτέρω) αναφέρει τα ακόλουθα:

“To ‘suspend’ είναι γενικός όρος, που σημαίνει προσωρινή διακοπή για καθορισμένη περίοδο από την άσκηση της εκτέλεσης των καθηκόντων της θέσης με, ή χωρίς όρους, αναφορικά με τη στέρηση των ωφελημάτων της θέσης. Η διαθεσιμότητα, που προβλέπεται στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο ή και σε άλλους Νόμους ή Κανονισμούς, είναι είδος του γένους ‘suspension’.

Η αναστολή εκτέλεσης των καθηκόντων υπαλλήλου για σύντομη περίοδο, που δικαιολογείται με το δημόσιο συμφέρο, αποτελεί είδος του “suspension” και είναι επιτρεπτή. Η [*701]νομιμότητα της και το προβαλλόμενο δημόσιο συμφέρο, που είναι όρος γενικός και αόριστος, υπόκεινται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.”

(Βλ. και Azinas v. Republic (1980) 3 C.L.R. 510).

Eπικυρώνουμε την πιο πάνω θέση όπως εκφράζεται στο απόσπασμα που παραθέσαμε και κρίνουμε ότι ο μισθός μπορεί να αποκοπεί υπό λογικούς όρους στην παρούσα δε περίπτωση θεωρούμε ότι ήταν λογική η αποκοπή 1/2 του μισθού του εφεσείοντα.

Αναφορικά με την αιτιολογία της απόφασης, όπως λέχθηκε στην Περικλέους ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1992) 4 Α.Α.Δ. 832: “Το δημόσιο συμφέρον είναι ο μόνος λόγος για τον οποίον ένας υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε διαθεσιμότητα κατά τη διερεύνηση πειθαρχικών αδικημάτων εναντίον του προς αποφυγή του ενδεχομένου επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας”. Συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία κρίθηκε πως “το ενδεχόμενο προστριβών και επηρεασμού μαρτύρων ήταν υπό τις συνθήκες ρεαλιστική πρόβλεψη και συνάμα ικανοποιητική αιτιολόγηση για την προσφυγή στο μέτρο, αφού κατάδηλα έγινε προς το δημόσιο συμφέρον.” Κατά συνέπεια η αιτιολογία που δόθηκε από το Συμβούλιο κρίνεται επαρκής, αφού το δημόσιο συμφέρον ορθά εξειδικεύτηκε.

Ως συνέπεια των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Τόσο η πρωτόδικη απόφαση όσο και η διοικητική απόφαση επικυρώνονται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο