Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1999) 3 ΑΑΔ 735

(1999) 3 ΑΑΔ 735

[*735]11 Νοεμβρίου, 1999

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 140 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Αιτητής,

v.

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (ΑΡ. 1),

Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναφορά 1/99)

 

Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα Νόμου — Άρθρο 26(1) του Συντάγματος — Ελευθερία του Συμβάλλεσθαι — Ο περί Προσφορών σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και σε Εταιρείες του Δημοσίου Νόμος του 1999 — Παραβιάζει το Άρθρο 26(1) του Συντάγματος — Οι μόνοι περιορισμοί στο δικαίωμα, μπορούν να αφορούν μόνο στους περιορισμούς που επιτρέπονται από το δίκαιο των συμβάσεων.

Συνταγματικό Δίκαιο — Ατομικά Δικαιώματα και Ελευθερίες — Εταιρεία η οποία συστήνεται βάσει του Κεφ. 113, είναι αυθύπαρκτη οντότητα, αυτόνομη στο πεδίο της λειτουργίας της και απολαμβάνει των ιδίων ελευθεριών όπως φυσικά υποκείμενα του δικαίου.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζήτησε με την Αναφορά γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς την συνταγματικότητα των προνοιών του περί Προσφορών σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και σε Εταιρείες του Δημοσίου Νόμου του 1999, κυρίως σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος.

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίνοντας ότι ο υπό αναφορά νόμος είναι αντισυνταγματικός, γνωμάτευσε ότι:

1. Τόσο ο Νόμος που κρίθηκε στην Αναφορά 2/96, όσο και ο υπό κρίση νόμος έχουν κοινό παρονομαστή, την επιβολή περιορισμών στον [*736]τρόπο συναλλαγής ιδιωτικών εταιρειών στις οποίες μετέχει το κράτος, με τον προβλεπόμενο τρόπο και καθοριζόμενη έκταση. Η συμμετοχή του κράτους, όπως εξηγείται στην Αναφορά 2/96 σε ιδιωτική επιχείρηση ανάγεται στην διαχειριστική εξουσία του κράτους, παραδεκτή μεν αλλά υποκείμενη στους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.

    Ο νόμος στην Αναφορά 2/96, απέβλεπε στον περιορισμό προσλήψεων προσωπικού ενώ ο νόμος στην προκείμενη Αναφορά αποβλέπει στον περιορισμό της αγοράς και πωλήσεως αγαθών και υπηρεσιών από εταιρεία η οποία συστήνεται και λειτουργεί βάσει του Κεφ. 113. Περιορίζεται και στις δύο περιπτώσεις η ελευθερία του συμβάλλεσθαι η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 26.1 του Συντάγματος, ελευθερία η οποία περιλαμβάνει το σύνολο των συναλλαγών. Οι μόνοι περιορισμοί ή δεσμεύσεις που μπορεί να επιβληθούν στην άσκηση του δικαιώματος, όπως ρητά ορίζεται στο ίδιο το Άρθρο του Συντάγματος 26.1, είναι εκείνοι οι οποίοι τίθενται από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων.

2. Εταιρεία η οποία συστήνεται βάσει του Κεφ. 113 είναι αυθύπαρκτη οντότητα, αυτόνομη στο πεδίο της λειτουργίας της «και απολαμβάνει των ίδιων ελευθεριών όπως φυσικά υποκείμενα δικαίου», όπως βεβαιώνεται στην αναφορά 2/96.

3. Ο υπό αναφορά Νόμος, στο βαθμό και έκταση που αφορά τη λειτουργία «κυβερνητικής εταιρείας», προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 26.1, παραβιάζει τις πρόνοιές του και για το λόγο αυτό, είναι αντισυνταγματικός.

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36,

Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419,

Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1992) 1 Α.Α.Δ. 882,

Hellenic Bank v. Republic (1986) 3 C.L.R. 481.

Αναφορά.

Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας προς το Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση κατά πόσο ο περί Προσφορών σε [*737]Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και σε Εταιρείες του Δημοσίου Νόμος του 1999, στο βαθμό και στην έκταση η οποία αναφέρεται στη λειτουργία εταιρείας η οποία προσδιορίζεται ως “Κυβερνητική Εταιρεία”, αντίκειται προς τις διατάξεις των Άρθρων 26 και 179 του Συντάγματος.

Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Τ. Πολυχρονίδου, Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας και Ι. Καρεκλά, για τον Αιτητή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Με την Αναφορά του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζητά από το Ανώτατο Δικαστήριο να γνωματεύσει κατά πόσο ο περί Προσφορών σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και σε Εταιρείες του Δημοσίου Νόμος του 1999, (ο νόμος), στο βαθμό και έκταση που αναφέρεται στη λειτουργία εταιρείας η οποία προσδιορίζεται ως «Κυβερνητική εταιρεία», αντίκειται προς το Άρθρο 26 που κατοχυρώνει την ελευθερία του συμβάλλεσθαι και συναφώς προς το Άρθρο 179 του Συντάγματος το οποίο καθιστά το Σύνταγμα τον υπέρτατο νόμο. Η Αναφορά έγινε μέσα στην προβλεπόμενη από το Άρθρο 52 του Συντάγματος δεκαπενθήμερη περίοδο από την ημερομηνία κοινοποίησης του επιψηφισθέντος από τη Βουλή νόμου, προς έκδοση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

«Κυβερνητική εταιρεία» ορίζεται ως ακολούθως στο διερευνούμενο νόμο:

«‘κυβερνητική εταιρεία’ για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου σημαίνει δημόσια ή ιδιωτική εταιρεία, το μετοχικό κεφάλαιο της οποίας ανήκει κατά ποσοστό όχι μικρότερο του πενήντα τοις εκατόν συν μία μετοχή στη Δημοκρατία ή τα κεφάλαια της οποίας κατά ποσοστό όχι μικρότερο του πενήντα τοις εκατόν συν μία μετοχή παρέχονται ή είναι εγγυημένα από την κυβέρνηση ή στην οποία η κυβέρνηση, με ή χωρίς έγκριση της Βουλής, παρέχει εγγυήσεις για ποσό πέραν του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ή, σε περίπτωση που η επιχείρηση της εταιρείας ασκείται χωρίς τη συμμετοχή της Δημοκρατίας στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρεί[*738]ας ή χωρίς εγγυήσεις ή εγγυήσεις πέραν του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, η διοίκηση της οποίας τελεί υπό τον έλεγχο ή την εποπτεία της Δημοκρατίας, ή στην οποία, ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η Δημοκρατία έχει δικαίωμα διορισμού ή διορίζει τα μισά συν ένα από τα μέλη του εκάστοτε διοικητικού της συμβουλίου.»

Η «δημόσια» ή «ιδιωτική εταιρεία» στην οποία αναφέρεται, είναι εταιρεία η οποία συστήνεται και λειτουργεί βάσει του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Ο νόμος περιορίζει την ελευθερία κυβερνητικής εταιρείας να αγοράζει και να πωλεί αγαθά και υπηρεσίες με τον προκαθορισμό της λειτουργίας και τρόπου συναλλαγής σ’ αυτούς τους τομείς δραστηριότητας. Η «σύμβαση προσφοράς», όπως καθορίζεται και προσδιορίζεται στο ερμηνευτικό μέρος του νόμου (άρθρο 2) για τη σύναψη της οποίας τίθενται οι περιορισμοί και επιβάλλονται οι ρυθμίσεις τις οποίες προβλέπει ο νόμος περιλαμβάνει την:

«(α) αγορά, ενοικιαγορά ή μίσθωση αγαθών ή προϊόντων,

(β) πώληση, εκμίσθωση ή άλλη διάθεση αγαθών ή προϊόντων,

(γ) μίσθωση ή άλλη εξασφάλιση υπηρεσιών,

(δ) ανάθεση εκτέλεσης δημόσιου έργου,

(ε) παραχώρηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης.»

Η εξέταση και αξιολόγηση προσφορών γίνεται από τα συμβούλια προσφορών τα οποία επίσης καθορίζονται στο ερμηνευτικό μέρος του νόμου.

Οι “υπηρεσίες” η αγορά και πώληση των οποίων διέπεται από το νόμο περιλαμβάνει σύμφωνα με τον ορισμό του όρου (άρθρο 2) όλες τις υπηρεσίες, εκτός:

«(α) συμβάσεων απασχόλησης ή εργασίας,

(β) συμβάσεων υπηρεσιών διαιτησίας και συμβιβασμού,

(γ) συμβάσεων παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών νομικών, δικηγόρων ή ιατροδικαστών αναγνωρισμένου κύρους και ικανότητας στον τομέα τους,

(δ) συμβάσεων παροχής υπηρεσιών για τη συνομολόγηση των οποίων καθορίζεται ειδική διαδικασία, δυνάμει οποιουδήποτε εκάστοτε ισχύοντος νόμου.»

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του νόμου για τη σύναψη σύμβασης προσφοράς απαιτείται η προκήρυξη δημόσιου διαγωνισμού προσφορών η κατακύρωση των οποίων διέπεται από κανονισμούς εκ[*739]διδόμενους βάσει των προνοιών του νόμου, και μέχρι τη θέσπισή τους από τα άρθρα 6 και 7 των περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμων. Τίθεται επίσης σειρά άλλων περιορισμών που αφορούν, την υποβολή προσφορών από μέλη του διοικητικού συμβουλίου κυβερνητικής εταιρείας ή από συγγενικά τους πρόσωπα. (Βλ. άρθρο 6.)

Ο Γενικός Εισαγγελέας υποστήριξε ότι το θέμα της συνταγματικότητας το οποίο εγείρεται και εξετάζεται στην παρούσα Αναφορά είναι λελυμένο από την απόφαση της Ολομέλειας στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36. Προκύπτει όντως από την απόφαση της Ολομέλειας, (ανωτέρω) ότι, εταιρεία η οποία συστήνεται βάσει του Κεφ. 113 λειτουργεί στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, και ότι «Έχει όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις και απολαμβάνει των ιδίων ελευθεριών, όπως φυσικά υποκείμενα του δικαίου». Διευκρινίζεται δε ότι μία από τις ελευθερίες τις οποίες απολαμβάνει  εταιρεία, είναι και εκείνη η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 26.1 του Συντάγματος, η ελευθερία του συμβάλλεσθαι.

Η ελευθερία του συμβάλλεσθαι περιλαμβάνει, (α) την επιλογή του αντισυμβαλλομένου (β) την προσχώρηση ή μή σε σύμβαση, (γ) τη διαμόρφωση του περιεχομένου της συμφωνίας, καθώς και (δ) την καταγγελία της σύμβασης.

Η απόφαση της Ολομέλειας στη Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419 την οποία επίσης επικαλείται ο Γενικός Εισαγγελέας χαρακτηρίζει το εύρος του δικαιώματος το οποίο διαλαμβάνει το Άρθρο 26.1 και την εμβέλεια του εκτεινόμενη μέχρι τη δέσμευση του ιδίου του νομοθέτη να μή νομοθετεί κατ’ αντίθεση προς συμβατικές επιλογές που παρέχονται στο άτομο από τη νομοθεσία. Εισηγήθηκε, ο Γενικός Εισαγγελέας, ότι ο υπό εξέταση νόμος όπως και ο νόμος που αποτέλεσε το αντικείμενο της γνωμάτευσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 2/96, παραβιάζει όλες τις πτυχές της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι. 

Ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε ότι, (α) η απόφαση στην Αναφορά 2/96 «... θεματικά αλλά και σε έκταση συνταγματικών προβλέψεων διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση.». (β) Το αντικείμενο του νόμου η συνταγματικότητα του οποίου διερευνήθηκε στην Αναφορά 2/96, ήταν διάφορο από εκείνο του υπό εξέταση νόμου. Ο νόμος σ’ εκείνη την Αναφορά, υπέβαλε ο κ. Αγγελίδης, απέβλεπε στον περιορισμό της ελευθερίας εταιρείας η οποία συστήνεται βάσει του Κεφ. 113 να προσλαμβάνει προσωπικό, ενώ στην προκείμενη περίπτωση, «Απλά ρυθμίζει/περιορίζει άλλο δικαίωμα το της ‘εργασίας’ (Άρθρο 25 του Συντάγματος) κατά τρόπο σύμφωνο προς τους συνάλληλους σκοπούς του Συντάγματος και την αρχή της Αναλογικότητας.» Υποστήριξε μάλιστα ότι οι περιορισμοί οι οποίοι τίθενται με τον υπό διερεύνηση νόμο ευρίσκουν έρεισμα στο Άρθρο 25 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα εργασίας και ειδικά στην παράγραφο 2, η οποία επιτρέπει τον περιορισμό του δικαιώματος για συγκεκριμένους λόγους και υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Προσδιοριστικό του δημοσίου συμφέροντος κατ’ επίκληση του οποίου μπορεί να γίνουν δεκτοί περιορισμοί του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25, ανέφερε ο κ. Αγγελίδης, είναι το Άρθρο 28 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει την ισονομία. Αναφέρθηκε σε αριθμό Ελληνικών συγγραμμάτων* τα οποία διαφωτίζουν ως προς τη λειτουργία δημοσίων επιχειρήσεων στον Ελλαδικό χώρο και περιορισμούς που μπορεί να επιβληθούν στον τρόπο συναλλαγής τους χάριν του δημοσίου συμφέροντος.

Δυσκολευόμαστε πράγματι να κατανοήσουμε το συσχετισμό μεταξύ των περιορισμών οι οποίοι τίθενται με το νόμο και του δικαιώματος εργασίας το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 25 του Συντάγματος. Τόσο ο νόμος που κρίθηκε στην Αναφορά 2/96, όσο και ο υπό κρίση νόμος έχουν κοινό παρονομαστή, την επιβολή περιορισμών στον τρόπο συναλλαγής ιδιωτικών εταιρειών στις οποίες μετέχει το κράτος με τον προβλεπόμενο τρόπο και καθοριζόμενη έκταση. Η συμμετοχή του κράτους, όπως εξηγείται στην Αναφορά 2/96 σε ιδιωτική επιχείρηση ανάγεται στη διαχειριστική εξουσία του κράτους, παραδεκτή μεν αλλά υποκείμενη στους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.  (Βλ. Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων (1992) 1 Α.Α.Δ. 882.)

[*741]Ο νόμος στην Αναφορά 2/96, απέβλεπε στον περιορισμό προσλήψεων προσωπικού ενώ ο νόμος στην προκείμενη Αναφορά αποβλέπει  στον περιορισμό της αγοράς και πωλήσεως αγαθών και υπηρεσιών από εταιρεία η οποία συστήνεται και λειτουργεί βάσει του Κεφ. 113. Περιορίζεται και στις δύο περιπτώσεις η ελευθερία του συμβάλλεσθαι η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 26.1 του Συντάγματος ελευθερία η οποία περιλαμβάνει το σύνολο των συναλλαγών. Οι μόνοι όροι, περιορισμοί ή δεσμεύσεις που μπορεί να επιβληθούν στην άσκηση του δικαιώματος, όπως ρητά ορίζεται στο ίδιο Άρθρο του Συντάγματος 26.1, είναι εκείνοι οι οποίοι τίθενται από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων. 

Σε ερώτηση του Δικαστηρίου προς τον κ. Αγγελίδη κατά την ακρόαση της Αναφοράς κατά πόσο η επιβολή ανάλογων περιορισμών και ειδικά η επιβολή όρου για τη συναλλαγή μέσω προσφορών σε ιδιώτη θα προσέκρουε στην ελευθερία που κατοχωρύνει το Άρθρο 26, απάντησε, «πιθανότατα ναι». Εξήγησε όμως ότι ο νόμος δεν μπορεί να διαχωριστεί από τους ιδιαίτερους σκοπούς του και τη ρύθμιση των συναλλαγών που άπτονται της διαχείρισης του δημοσίου χρήματος. Τέτοια διάκριση δεν είναι νοητό να ισχύσει δοθείσας της φύσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της καθολικότητάς τους και της ταυτότητας εταιρείας ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που συστήνεται βάσει του Κεφ. 113 ως φορέα των δικαιωμάτων αυτών.

Εταιρεία η οποία συστήνεται βάσει του Κεφ. 113  είναι αυθύπαρκτη oντότητα, αυτόνομη στο πεδίο της λειτουργίας της «και  απολαμβάνει των ιδίων ελευθεριών όπως φυσικά υποκείμενα του δικαίου», όπως βεβαιώνεται στην Αναφορά 2/96. (Βλ. Hellenic Bank v. Republic (1986) 3 C.L.R. 481.) 

Καταλήγουμε ότι ο νόμος, στο βαθμό και έκταση που αφορά τη λειτουργία «κυβερνητικής εταιρείας», προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 26.1, παραβιάζει τις πρόνοιες του και για το λόγο αυτό γνωματεύουμε ότι είναι αντισυνταγματικός. Η απόφασή μας θα κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. 

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο