(1999) 3 ΑΑΔ 742
[*742]11 Νοεμβρίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Π. ΚΟΥΑΛΗΣ,
2. ΡΕΑ ΑΛΕΥΡΑ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2402)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Εκπροσώπηση από δικηγόρο — Δεν είναι επιθυμητό δικηγόρος να αναλαμβάνει υπόθεση εκ μέρους πελατών των οποίων έστω και δυνητικά τα συμφέροντα συγκρούονται.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — «Μεταπτυχιακές Σπουδές» — Ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. — Εύλογη η απόφασή της να μην αποδεχθεί ότι τα τρίμηνα μαθήματα δεν πληρούσαν το προσόν.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Σύσταση Προϊσταμένου — Αποδεκτά στην διαμόρφωσή της, η προσωπική γνώση του καθώς και η συλλογή πληροφοριών από άμεσα προϊσταμένους — Δεν επιτρέπεται η ανατροπή των δεδομένων των αξιολογήσεων και η αντίθεση με το περιεχόμενο των φακέλων.
Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία η προσφυγή τους κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων απορρίφθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Και για τους δύο εφεσείοντες εμφανίστηκε ο ίδιος δικηγόρος τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέκρινε [*743]την εμφάνιση αυτή, γιατί οι λόγοι που προβάλλονταν για να πληγεί η απόφαση ήταν διαφορετικοί σε κάθε προσφυγή. Υπέβαλε ενώπιόν μας ο συνήγορος των εφεσειόντων ότι τούτο δεν οδηγούσε σε οτιδήποτε το αντιδεοντολογικό και κακώς επεκρίθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επισημαίνουμε πως όχι μόνο ήταν διαφορετικοί οι λόγοι στην κάθε προσφυγή, αλλά και οι ίδιοι οι λόγοι και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν σχετικά με τους διαφορετικούς αυτούς λόγους ήταν ασυμβίβαστα και αλληλοσυγκρουόμενα. Κρίνεται από το Δικαστήριο ότι δεν είναι επιθυμητό δικηγόρος να αναλαμβάνει υπόθεση εκ μέρους δύο πελατών, των οποίων δυνητικά τουλάχιστον τα συμφέροντα συγκρούονται.
2. Επισημαίνεται ότι η μεταπτυχιακή εκπαίδευση της εφεσείουσας συνίσταται στην παρακολούθηση τριών σειρών μαθημάτων διάρκειας περίπου ενός μηνός του καθενός. Είναι νομολογημένη αρχή ότι η κρίση και εκτίμηση των προσόντων που απαιτούνται στο σχέδιο υπηρεσίας, είναι θέμα που βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ. Έχοντας υπόψη τη μεταπτυχιακή εκπαίδευση που προβάλλει ως συνιστούσα το επιπρόσθετο προσόν η εφεσείουσα, κρίνουμε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για την ΕΔΥ να μη θεωρήσει τα μαθήματα που παρακολουθούσε ως μεταπτυχιακές σπουδές.
3. Μέσα από μία σειρά αποφάσεων φαίνεται ότι η προσωπική γνώση του Διευθυντή, καθώς και η συλλογή πληροφοριών από τους προϊσταμένους των υποψηφίων είναι αποδεκτά στη διαμόρφωση της σύστασής του. Δεν είναι όμως επιτρεπτό, όπως προκύπτει από άλλη νομολογία, να αναγνωρίζονται θετικά υπέρ συγκεκριμένου υποψηφίου ιδιότητες για θέματα για τα οποία είναι ήδη αξιολογημένα με κατάληξη να αναδεικνύεται υποψήφιος ως καταλληλότερος και καλύτερος άλλων που έχουν αξιολογηθεί ισάξιοι, ανατρέποντας έτσι τα δεδομένα, γιατί η σύσταση έτσι καταλήγει να είναι αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων. Όπως προκύπτει από τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων τόσο των αιτητών όσο και των ενδιαφερομένων προσώπων, όλοι είναι περίπου ισάξιοι. Κρίνεται ότι το αποτέλεσμα της σύστασης του Διευθυντή καταλήγει σε ανατροπή των αξιολογήσεων αυτών, αφού για θέματα που έχουν ήδη αξιολογηθεί παρόμοια όλοι, διαχωρίζονται ορισμένοι, οι οποίοι συστήνονται με γενικές παρατηρήσεις, που στην ουσία ανατρέπουν την αξιολόγηση αυτή.
Κρίνεται ότι η σύσταση πάσχει όχι αναφορικά με την επάρκεια της αιτιολογίας σε συνάρτηση με την αποκάλυψη των πηγών των πληροφοριών για τη διαμόρφωση της κρίσης αλλά γιατί ο Διευθυντής δεν θα μπορούσε έξω από το πλαίσιο των ετήσιων αξιολογήσεων να [*744]διαμορφώνει εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την ίδια αξιολογούμενη ποιότητα των υποψηφίων. Καθήκον του Διευθυντή είναι με βάση τις γνώσεις που έχει για το τι απαιτεί η θέση, να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψηφίου, στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις υπερέχει και να συστήσει με βάση την υπεροχή αυτών των καταλληλότερο υποψήφιο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Αργυρίδης v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376,
Θεοκλήτου v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 647/93, ημερ. 15/10/96,
Χατζηπαναγή v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 275/95 και 371/95, ημερ. 8/11/96,
Κυριακίδης και Άλλοι v. Δημοκρατίας, Υπ.Αρ. 212/95, 259/95, ημερ. 28/2/97,
Χριστοδουλίδου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 16 Δεκεμβρίου, 1996 (Προσφυγές Αρ. 789/94, 829/94) με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές των εφεσειόντων - αιτητών κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Γεωργικού Λειτουργού Α΄.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Δ. Θεοδώρου για Ε. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Αρτέμης.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-αιτητές με τις προσφυγές τους προσέβαλαν την απόφαση της ΕΔΥ, με την οποία προάχθηκαν τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση του Γεωργικού [*745]Λειτουργού Α΄. Οι προσφυγές τους απορρίφθηκαν πρωτόδικα και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης επικεντρώνεται (α) στη σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας και (β) στην κατάληξη της ΕΔΥ ότι η εφεσείουσα-αιτήτρια στην Προσφυγή 829/94 δεν διέθετε το πλεονέκτημα του πρόσθετου προσόντος, όπως οι υπόλοιποι.
Η εφεσείουσα-αιτήτρια, όπως και τρία από τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν συστηθεί από το Διευθυντή ενώ ο εφεσείων-αιτητής στην Προσφυγή 789/94 και ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη, ο Ηροδότου, δεν είχαν τη σύσταση του Διευθυντή.
Είναι η θέση του εφεσείοντα-αιτητή ότι η σύσταση του Διευθυντή έπασχε και ήταν αναιτιολόγητη, ενώ η θέση της εφεσείουσας-αιτήτριας είναι ότι η απόκλιση της ΕΔΥ από τη σύσταση που την απέκλεισε από προαγωγή, ήταν λανθασμένη και χωρίς ειδική αιτιολογία.
Παραπονείται επίσης η εφεσείουσα ότι είναι λανθασμένη και τρωτή η κρίση της ΕΔΥ ότι αυτή δεν διέθετε το πλεονέκτημα του πρόσθετου προσόντος, όπως αυτή έκρινε, με το δικαιολογητικό ότι δεν παρακολούθησε μετεκπαιδευτικές σπουδές μετά που απέκτησε το πρώτο πτυχίο της από το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Και για τους δύο εφεσείοντες εμφανίστηκε ο ίδιος δικηγόρος, τόσο πρωτόδικα, όσο και στην έφεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέκρινε την εμφάνιση αυτή, γιατί οι λόγοι που προβάλλονταν για να πληγεί η απόφαση ήταν διαφορετικοί σε κάθε προσφυγή. Υπέβαλε ενώπιον μας ο συνήγορος των εφεσειόντων ότι τούτο δεν οδηγούσε σε οτιδήποτε το αντιδεοντολογικό και κακώς επεκρίθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επισημαίνουμε πως όχι μόνο ήταν διαφορετικοί οι λόγοι στην κάθε προσφυγή, αλλά και οι ίδιοι οι λόγοι και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν σχετικά με τους διαφορετικούς αυτούς λόγους ήταν ασυμβίβαστα και αλληλοσυγκρουόμενα. Κρίνουμε ότι δεν είναι επιθυμητό δικηγόρος να αναλαμβάνει υπόθεση εκ μέρους δύο πελατών των οποίων, δυνητικά τουλάχιστο, τα συμφέροντα συγκρούονται.
Θα επιληφθούμε κατά πρώτο του ζητήματος του μεταπτυχιακού προσόντος. Υπέβαλε ο συνήγορος της εφεσείουσας ότι αφού το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτεί μεταπτυχιακές σπουδές ως πρόσθετο προσόν και όχι μεταπτυχιακό δίπλωμα, η μεταπτυχιακή εκπαίδευση της εφεσείουσας ικανοποιούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας και η απόφαση της ΕΔΥ να τη θεωρήσει ως μη κατέχουσα το επι[*746]πρόσθετο προσόν ήταν λανθασμένη και αυθαίρετη.
Επισημαίνεται ότι η μεταπτυχιακή εκπαίδευση της εφεσείουσας συνίσταται στην παρακολούθηση τριών σειρών μαθημάτων διάρκειας περίπου ενός μηνός του καθενός. Είναι νομολογημένη αρχή ότι η κρίση και εκτίμηση των προσόντων που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας είναι θέμα που βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ. Έχοντας υπόψη τη μεταπτυχιακή εκπαίδευση που προβάλλει ως συνιστούσα το επιπρόσθετο προσόν η εφεσείουσα, κρίνουμε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για την ΕΔΥ να μη θεωρήσει τα μαθήματα που παρακολούθησε ως μεταπτυχιακές σπουδές.
Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε την εγκυρότητα της σύστασης του Διευθυντή. Προβάλλεται το επιχείρημα εκ μέρους του εφεσείοντα ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν αιτιολογημένη όπως απαιτεί ο Νόμος, βασικά γιατί αυτή θεμελιώθηκε σε προσωπική του γνώση και πληροφορίες που έλαβε από άλλους και είναι γενικά αόριστη, αναφέρεται σε γενικότητες και έτσι το Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει την ορθότητά της.
Μέσα από μία σειρά αποφάσεων φαίνεται ότι η προσωπική γνώση του Διευθυντή, καθώς και η συλλογή πληροφοριών από τους προϊσταμένους των υποψηφίων είναι αποδεκτά στη διαμόρφωση της σύστασης του (δέστε μεταξύ άλλων Αργυρίδης v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, Θεοκλήτου v Δημοκρατίας, Αρ.Υπ. 647/93, ημερομηνίας 15.10.96, Χ” Παναγή v. Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 275/95 και 371/95, ημερομηνίας 8.11.96 και Κυριακίδης και Άλλοι v. Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 212/95, 259/95, ημερομηνίας 28.2.97). Δεν είναι όμως επιτρεπτό, όπως προκύπτει από άλλη νομολογία, να αναγνωρίζονται θετικά υπέρ συγκεκριμένου υποψήφιου ιδιότητες για θέματα τα οποία είναι ήδη αξιολογημένα με κατάληξη να αναδεικνύεται υποψήφιος ως καταλληλότερος και καλύτερος άλλων που έχουν αξιολογηθεί ισάξιοι, ανατρέποντας έτσι τα δεδομένα, γιατί η σύσταση έτσι καταλήγει να είναι αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων.
Στην υπόθεση Χριστοδουλίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, ο Κωνσταντινίδης Δ., εκδίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας αναφέρει τα ακόλουθα στη σελ.7 της απόφασης:
“Πάντως, δεν μπορεί το όποιο περιθώριο παρέχεται κατά περίπτωση, ενόψει των πιο πάνω, ως προς την εκτίμηση της βαρύτητας των διαφορών που αναδεικνύουν οι εκθέσεις, να αναβαθμιστεί και σε δυνατότητα ανάπλασης της εικόνας για [*747]αναγνώριση υπέρ υποψηφίου κατά τρόπο θετικό, δηλαδή με τη μορφή διαπίστωσης, πως υπερέχει στην πραγματικότητα εκεί όπου οι ετήσιες αξιολογήσεις δεν τον εμφανίζουν να υπερέχει. Και ακριβώς έχουμε εν προκειμένω τέτοια κρίση, εκ των υστέρων και βέβαια πάλιν υποκειμενική, στηριγμένη σε πληροφορίες και σε προσωπική διαχρονική γνώση, αναφορικά με την ποιότητα των υποψηφίων. Το βασικό πρόβλημα δεν εντοπίζεται στην επάρκεια της αιτιολογίας από την απόψη της αποκάλυψης ονομάτων και των στοιχείων που οδήγησαν στις διαπιστώσεις. Αυτό αφορά στις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση κρίσεων για ιδιότητες ως προς τις οποίες οι υποψήφιοι αξιολογούνταν ετησίως. Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.”
Η σύσταση του Διευθυντή αναφέρει τα ακόλουθα:
“Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους και έχω άμεση αντίληψη της προσφοράς και των ικανοτήτων τους, έχω όμως διαβουλευθεί και με τους προϊστάμενους των διαφόρων κλάδων του Τμήματος και τους Επαρχιακούς γεωργικούς λειτουργούς, κάτω από τους οποίους υπηρετούν. Αναφορικά με την προσφορά τους κατά το 1993, μπορώ να βεβαιώσω ότι ήταν περίπου στα ίδια επίπεδα με τον προηγούμενο χρόνο.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
“Με βάση τα πιο πάνω και αφού έλαβα υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - και τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης καθώς και την καταλληλότητα των υποψηφίων, συστήνω για προαγωγή τους Πάτσαλο Κυριάκο, Χατζημιχαήλ Σωτήριο, Φωτίου Χριστόδουλο και Αλευρά-Παπαδημητρίου Ρέα.
Ο Πάτσαλος υπερέχει όλων των άλλων υποψηφίων σε προσφορά, επιστημονικό ενδιαφέρον και κατάρτιση, λόγω του ζήλου, της αφοσίωσης, της συνέπειας και των επιστημονικών του αναζητήσεων, και αποτελεί, χωρίς υπερβολή, την ελπίδα του Τμήματος στον τομεά της λαχανοκομίας. Ο βαθμός επιτυχίας του υπαλλήλου αυτού σε ό,τι αναλάβει και η πρωτόγνωρη συνέπεια με την οποία προωθεί τους στόχους του, τον καθιέρωσαν ως τον περισσότερο υποσχόμενο υπάλ[*748]ληλο στην υπηρεσία. Θα ήθελα συγκεκριμένα να αναφέρω ότι ο τομέας της λαχανοκομίας, τον οποίο παρέλαβε με πολλά προβλήματα, λόγω της συστηματικής και με πρόγραμμα προώθησης των στόχων του, πλησιάζει σήμερα τις προδιαγραφές του ευρωπαϊκού κεκτημένου στον τομέα αυτό.
Προβαίνοντας στη σύστασή μου για τον Πάτσαλο, δεν παρέλειψα να λάβω υπόψη ότι μερικοί από τους υποψηφίους υπερέχουν αυτού σε αρχαιότητα, πιστεύω όμως ότι κανένας από αυτούς δεν υπερέχει έναντι του Πάτσαλου σε προσφορά και σε υπηρεσιακή κατάρτιση. Επιπλέον αυτός διαθέτει και το πρόσθετο προσόν.
Ο Χατζημιχαήλ υπερέχει σε αξία όλων των υποψηφίων που προηγούνται αυτού σε αρχαιότητα. Η όλη προσφορά του συγκρινόμενη με εκείνη των ανθυποψηφίων του κρίνεται πολύ καλύτερη. Υπερέχει των άλλων σε φιλομάθεια και ενδιαφέρον για επιμόρφωση, με αποτέλεσμα η εργασία του να είναι πάντοτε άρτια και χωρίς ψεγάδι. Επιπλέον διαθέτει και το πρόσθετο προσόν.
Ο Φωτίου, αν και υστερεί οριακά έναντι άλλων υποψηφίων σε αρχαιότητα, υπερέχει ή τουλάχιστον είναι ίσος σε αξία με άλλους υποψηφίους και επιπλέον υπερέχει σε συνέπεια, μεθοδικότητα, συστηματικότητα και αποτελεσματικότητα. Θέλω ιδιαίτερα να τονίσω ότι αυτό που αναλαμβάνει το προωθεί με ζέση σαν να πρόκειται για δική του προσωπική υπόθεση. Δεν αρκείται στο να σχεδιάζει και να συμβουλεύει μόνο, αλλά εκτελεί ο ίδιος διάφορες εργασίες, έστω και αν πολλές φορές είναι ανάγκη να εργαστεί εκτός ωρών γραφείου ή ακόμα και Σαββατοκυρίακα μέσα στους αγρούς. Υπογραμμίζω επίσης τη σημαντική έφεση του υποψηφίου αυτού για συνεχή ενημέρωση, πράγμα το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα να ενημερωθεί πρώτος και να προσφέρει τα μέγιστα σε ένα εντελώς νέο τομέα για την υπηρεσία, την επεξεργασία και τη χρήση λυμάτων για γεωργικούς σκοπούς. Επιπλέον ο Φωτίου διαθέτει και το πρόσθετο προσόν.
Η Αλευρά-Παπαδημητρίου Ρέα, αν και υστερεί έναντι μερικών υποψηφίων σε αρχαιότητα, έχει αξιόλογη προσφορά σε θέματα που έχουν σχέση με την αγροτική οικονομική, τομέα για τον οποίο έχει εργαστεί πολύ ευσυνείδητα για πολλά χρόνια· επίσης έχει ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τους συναδέλφους της και το κοινό, στοιχείο που βοηθά πάρα πολύ το τμή[*749]μα στην προώθηση των σκοπών και των επιδιώξεών του.”
Σε ερώτηση της Επιτροπής σχετικά με τους υποψηφίους που υπερέχουν σε αρχαιότητα και είναι περίπου ίσοι σε αξία με αυτούς που συστήθηκαν, παράλληλα δε διαθέτουν και το πρόσθετο προσόν, ο Διευθυντής παρατήρησε ότι είναι και αυτοί αξιόλογοι υπάλληλοι, διαθέτουν και το πρόσθετο προσόν, όμως παρουσιάζουν κάποιες αδυναμίες στη συνέπεια, στις σχέσεις με τους συνεργάτες τους και σε γενικότερη προσφορά, συγκριτικά πάντοτε με αυτούς που συστήθηκαν και εναξάρτητα από τις οποιεσδήποτε αξιολογήσεις στις Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις.’”
Όπως προκύπτει από τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων τόσο των αιτητών όσο και των ενδιαφερομένων προσώπων όλοι είναι περίπου ισάξιοι. Κρίνουμε ότι το αποτέλεσμα της σύστασης του Διευθυντή καταλήγει σε ανατροπή των αξιολογήσεων αυτών, αφού για θέματα που έχουν ήδη αξιολογηθεί παρόμοια όλοι, διαχωρίζονται ορισμένοι οι οποίοι συστήνονται με γενικές παρατηρήσεις που στην ουσία ανατρέπουν την αξιολόγηση αυτή. Ως παράδειγμα αναφέρουμε ότι ο Διευθυντής για το ενδιαφερόμενο μέρος Πάτσαλο, που ενώ άλλοι υπερέχουν αυτού σε αρχαιότητα, αιτιολογεί τη σύσταση του, μεταξύ άλλων, για το λόγο ότι κανένας από τους υπόλοιπους δεν υπερέχει έναντι του. Η μη υπεροχή άλλων ισάξιων δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει τη βάση προτίμησης του ενδιαφερομένου μέρους. Η επισήμανση που γίνεται στη σύσταση για το Φωτίου, ότι είναι ίσος σε αξία με άλλους υποψηφίους αλλά υπερέχει σε συνέπεια, μεθοδικότητα, συστηματικότητα και αποτελεσματικότητα, ανατρέπει και πάλιν τα ήδη βαθμολογημένα στοιχεία. Επίσης το επιχείρημα του Διευθυντή ότι ο λόγος που δεν συστήθηκαν υποψήφιοι που υπερέχουν σε αρχαιότητα και είναι περίπου ίσοι σε αξία με αυτούς που συστήθηκαν και διαθέτουν και το πρόσθετο προσόν είναι γιατί παρουσιάζουν αδυναμίες στη συνέπεια της σχέσης με τους συνεργάτες τους και σε γενικότερη προσφορά, είναι και πάλι αντίθετος με το περιεχόμενο των φακέλων αναφορικά με τη βαθμολογία στην αξιολόγηση των υποψηφίων.
Έτσι, όπως και στη Χριστοδουλίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, (ανωτέρω) κρίνουμε ότι η σύσταση πάσχει όχι αναφορικα με την επάρκεια της αιτιολογίας σε συνάρτηση με την αποκάλυψη των πηγών των πληροφοριών για τη διαμόρφωση της κρίσης αλλά γιατί ο Διευθυντής δεν θα μπορούσε έξω από το πλαίσιο των ετήσιων αξιολογήσεων να διαμορφώνει εκ των υστέρων νέα [*750]κατάσταση αναφορικά με την ίδια αξιολογούμενη ποιότητα των υποψηφίων. Καθήκον του Διευθυντή είναι με βάση τις γνώσεις που έχει για το τι απαιτεί η θέση να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψήφιου, στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις υπερέχει, και να συστήνει με βάση την υπεροχή αυτών τον καταλληλότερο υποψήφιο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο