Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 756

(1999) 3 ΑΑΔ 756

[*756]26 Νοεμβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2536)

KΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα,

v.

ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2542)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση στην προσφυγή.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2536 και 2542)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συνεντεύξεις — Αιτιολογία εντυπώσεων κατά την επανεξέταση — Ορθή και νόμιμη, εφόσον χρησιμοποιούνται οι προσωπικές σημειώσεις των μελών της ΕΔΥ — Το περιεχόμενο τους δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο.

Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας — Σχέδια Υπηρεσίας — Η ερμηνεία τους ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ — Διακεκομένη μεταπτυχιακή εκπαίδευση συνολικής διάρκειας ενός έτους — Μέσα [*757]στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ να αποφασίσει ότι πληρούσε την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για “μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός ακαδημαϊκού έτους”.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Έκδηλη Υπεροχή — Δεν μπόρεσε ο αιτητής να αποδείξει — Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε στην σύσταση Προϊσταμένου και στις προφορικές συνεντεύξεις και στην αξία ήταν ίσιοι — Σαφώς υπερείχε το ενδιαφερόμενο μέρος παρόλο που ο αιτητής υπερείχε σε 10 χρόνια αρχαιότητα.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αρχαιότητα — Δεν είναι αφ’ εαυτής αποφασιστική — Υπερισχύει όταν οι υποψήφιοι στα λοιπά κριτήρια είναι ίσοι.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις — Νόμιμες εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με το περιεχόμενο των φακέλων.

Με τις δύο εφέσεις τους, η ΕΔΥ και το ενδιαφερόμενο μέρος, προσέβαλαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η επίδικη διοικητική απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, ακυρώθηκε, λόγω ανεπίτρεπτης εκ των υστέρων αιτιολόγησης των εντυπώσεων από τις προφορικές συνεντεύξεις, καθώς και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας αναφορικά με την κατοχή του προσόντος της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ενός έτους.

Ο εφεσίβλητος αιτητής καταχώρησε αντέφεση, με την οποία ζητούσε όπως εξεταστούν όλοι οι λόγοι ακυρώσεως.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αλλά απορρίπτοντας την αντέφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Σύμφωνα με την νομολογία, νόμιμα χρησιμοποιούνται οι προσωπικές σημειώσεις των μελών της Επιτροπής στην καταγραφή της αιτιολογίας των εντυπώσεών τους από την προφορική εξέταση των υποψηφίων. Το περιεχόμενο των προσωπικών σημειώσεων δεν ελέγχεται δικαστικά γιατί τούτο μεταφέρει την νοητική λειτουργία αυτού που τις κατέγραψε, ώστε να εκφέρει την κρίση του κατά την συζήτηση του θέματος. Η λειτουργία αυτή δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο. Οι σημειώσεις νόμιμα χρησιμοποιήθηκαν για να βοηθηθεί η μνήμη των μελών της Επιτροπής στην καταγραφή της αιτιολογίας των εντυπώσεών τους από την προφορική εξέταση των υποψηφίων.

2.  Η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας επαφίεται στην διακριτική [*758]ευχέρεια της Επιτροπής, η οποία, ύστερα από σχετική έρευνα, κατέληξε ότι ο κύκλος μαθημάτων αφορούσε θέμα ή θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος. Ακόμα και αν η πρόσθετη περίοδος εκπαίδευσης δεν μπορούσε να θεωρηθεί αναπόσπαστο μέρος του ιδίου κύκλου σπουδών, το ενδιαφερόμενο μέρος πράγματι έτυχε μεταπτυχιακής εκπαίδευσης για τόσο χρονικό διάστημα που να μπορεί να θεωρηθεί ένα ακαδημαϊκό έτος. Σημειώνεται ότι στο σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτείται καν τίτλος σπουδών, αλλά μόνο εκπαίδευση για ένα ακαδημαϊκό έτος.

3.  Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι έχει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Εξετάστηκαν όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, έχοντας σαν βάση τα τρία νομολογημένα κριτήρια. Δεν διαπιστώνεται έκδηλη υπεροχή του εφεσίβλητου. Τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος όσο και ο εφεσίβλητος διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας. Βάσει της νομολογίας η όποια υπεροχή του εφεσίβλητου σε προσόντα που δεν προβλέπονται, μειωμένη βαρύτητα μπορεί να έχει. Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με τη θέση του εφεσίβλητου ότι υπερτερεί σε αξία του ενδιαφερόμενου μέρους. Υπ’ όψιν λαμβάνεται η γενική αξιολόγηση και όχι η επί μέρους βαθμολογία. Περαιτέρω , το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του τη σύσταση του προϊσταμένου και τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης. Είναι γνωστό το βάρος που η νομολογία δίδει στη σύσταση του προϊσταμένου, ενώ όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, μεγάλη σημασία δίδεται επίσης και στην προφορική εξέταση. Συνεπώς το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί σε αξία.

4.  Ο αιτητής είναι κατά δέκα χρόνια αρχαιότερος. Η αρχαιότητα αποτελεί ένα από τα  τρία κριτήρια, αλλά δεν είναι αφ’ εαυτής αποφασιστική. Η αρχαιότητα προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία, μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσιοι, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση.

5.  Τέθηκε ισχυρισμός ότι η η γενική εντύπωση της ΕΔΥ όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων ήταν παντελώς αναιτιολόγητη.  Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Τα μέλη της Επιτροπής αιτιολόγησαν το κάθε ένα χωριστά, την εντύπωση που έκανε ο κάθε υποψήφιος και οι σημειώσεις της κατατέθηκαν στο φάκελο της υπόθεσης. 

6.  Ούτε ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι αντίθετη με τα στοιχεία του φακέλου ευσταθεί. Στην σύσταση αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί έναντι των άλλων υποψηφίων σε διοικητική και οργανωτική ικανότητα και [*759]σε πρωτοβουλία, έχει δε ευρύτερη γνώση σε θάματα που σχετίζονται με την αγροτική κτημοσύνη στην Κύπρο. Ο εφεσίβλητος αμφισβήτησε το τελευταίο με αναφορά στις δικές του γνώσεις, ιδιότητες και πείρα και παρέλειψε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του με αναφορά στις ιδιότητες του ενδιαφερόμενου μέρους.

7.  Απορρίπτεται και ο ισχυρισμός περί αντιφατικής συμπεριφοράς λόγω της λήψη υπόψη της αναιτιολόγητης προφορικής εξέτασης. Στην επανεξέταση μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι σημειώσεις των μελών της Επιτροπής για αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ούτως ώστε να δυνηθεί η Επιτροπή να καταλήξει στην αιτιολογία της απόφασής της. Η αιτιολόγηση της αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ούτε αντιφατική συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί, ούτε και παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να μη λάβει υπόψη και να αγνοήσει εντελώς τη γενική εντύπωση που τα μέλη της είχαν σχηματίσει κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων.

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν και η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Σωτηρίου και Άλλοι ν. Κολοκοτρώνη και Άλλων (1998) 3 Α.Α.Δ. 452.

Εφέσεις.

Εφέσεις και αντέφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Χρυσοστομής, Δ.) που δόθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1997 (Προσφυγή Αρ. 177/96) με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή του Τμήματος Αναδασμού, αναδρομικά από 1/1/94.

Γ. Φράγκου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες στην Α.Ε. 2536 και Καθ’ ων η αίτηση στην προσφυγή στην Α.Ε. 2542.

A. Ταλιαδώρος για Κ. Χρυσοστομίδη, για τον Εφεσίβλητο στις Α.Ε. 2536 και Α.Ε. 2542.

Ι. Τυπογράφος, για το Ενδιαφερόμενο μέρος στην Α.Ε. 2536  και για τον Εφεσείοντα στην Α.Ε. 2542.

Cur. adv. vult.

[*760]ΠΙΚΗΣ, Π.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 25.1.1996 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής “η Επιτροπή”) προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Διευθυντή του Τμήματος Αναδασμού, αναδρομικά από 1.1.1994. 

Η επιλογή ήταν αποτέλεσμα επανεξέτασης, ύστερα από ακύρωση προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ο λόγος της ακύρωσης ήταν η έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με την κατοχή του προσόντος της μεταπτυχιακής ή ειδικής εκπαίδευσης ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέματα ειδικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος.

Ένας από τους λόγους ακύρωσης που προβάλλεται στην παρούσα διαδικασία ήταν ότι η αιτιολόγηση της αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής έγινε είκοσι πέντε μήνες αργότερα, ενέργεια που συνιστά απόπειρα εκ των υστέρων αιτιολόγησης. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η πρόσθεση της ελλείπουσας αιτιολογίας με βάση τις προσωπικές σημειώσεις των μελών της Επιτροπής που δεν αποτελούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο μέρος των πρακτικών της, δεν ήταν επιτρεπτή και προχώρησε σε ακύρωση της επίδικης απόφασης.

Εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου δικαστήριου ασκήθηκαν δύο εφέσεις, από τους καθ’ ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά και αντέφεση από τον αιτητή.  Και στις δύο εφέσεις προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη.

Με το θέμα ασχολήθηκε το Δικαστήριο στην υπόθεση Σωτηρίου v. Κολοκοτρώνη (1998) 3 Α.Α.Δ. 452. Αποφασίστηκε ότι νόμιμα χρησιμοποιούνται οι προσωπικές σημειώσεις των μελών της Επιτροπής στην καταγραφή της αιτιολογίας των εντυπώσεών τους από την προφορική εξέταση των υποψηφίων.

Ο εφεσείων αντέτεινε ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται. Κατ’ αρχή δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι από την απόφαση Σωτηρίου v. Κολοκοτρώνη προκύπτει ότι οι σημειώσεις, αντίθετα με ό,τι έγινε εδώ, κατατέθηκαν εξ αρχής στο φάκελο της υπόθεσης. Εν πάση περιπτώσει και έτσι αν έγινε, το σκεπτικό της Σωτηρίου v. Κολοκοτρώνη δεν συναρτάται προς [*761]αυτή τη λεπτομέρεια. Γι’ αυτό δεν νομίζουμε ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται.

Στην υπόθεση Σωτηρίου v. Κολοκοτρώνη, το Δικαστήριο δέκτηκε ότι το περιεχόμενο των προσωπικών σημειώσεων δεν ελέγχεται δικαστικά γιατί τούτο μεταφέρει τη νοητική λειτουργία αυτού που τις κατέγραψε, ώστε να εκφέρει την κρίση του κατά τη συζήτηση του θέματος. Η λειτουργία αυτή δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο. Οι σημειώσεις νόμιμα χρησιμοποιήθηκαν για να βοηθηθεί η μνήμη των μελών της Επιτροπής στην καταγραφή της αιτιολογίας των εντυπώσεών τους από την προφορική εξέταση των υποψηφίων.

Δεν έχουμε κληθεί να αποστούμε από την πιο πάνω απόφαση.  Όπως δε είδαμε προηγουμένως η παρούσα υπόθεση δεν διαφοροποιείται. Έτσι είναι φανερό ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστήριου θα πρέπει να ακυρωθεί. 

Στην αντέφεση που καταχώρησε ο αιτητής, προβάλλεται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν προχώρησε να εξετάσει και τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης. Πράγματι το Δικαστήριο, μετά την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, δεν εξέτασε περαιτέρω τους ισχυρισμούς που εγείρονται. Έτσι ανεξάρτητα από την καταχώρηση της αντέφεσης θα πρέπει ούτως ή άλλως να προχωρήσουμε και να τους εξετάσουμε.

Ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει το απαιτούμενο προσόν της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης. Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, εκτός από πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο σε συγκεκριμένα θέματα απαιτείται και μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα ή θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του τμήματος. 

Το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει τίτλο σπουδών που απέκτησε ύστερα από φοίτηση στο Development Study Center του Ισραήλ. Η αρχική διάρκεια του κύκλου σπουδών ήταν από 18.8.1992 μέχρι 12.3.1993. Ύστερα από αίτησή του το εκπαιδευτικό ίδρυμα συμφώνησε να του επιτρέψει να συνεχίσει τις σπουδές του ύστερα από τη συμπλήρωση της σειράς μαθημάτων. Το ενδιαφερόμενο μέρος ζήτησε την επιπλέον εκπαίδευση γιατί όπως φαίνεται γνώριζε ότι η αρχική περίοδος του κύκλου σπουδών δεν του εξασφάλιζε το δικαίωμα να ισχυριστεί ότι κατείχε μεταπτυχιακό τίτλο ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.

[*762]Στην επιστολή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, Τμήμα Αναδασμού, προς το Γενικό Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού ημερ. 29.7.1992, αναφέρεται ότι θα γίνει εισήγηση όπως το ενδιαφερόμενο μέρος εκπαιδευτεί σε θέματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και εργαστεί με την επιστημονική ομάδα του Development Study Center για την ετοιμασία της τελικής έκθεσης της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης που παρακολούθησε η ομάδα των φοιτητών που συμμετέσχαν στο πρόγραμμα.  Σε πιστοποιητικό του Development Study Center ημερ. 22.11.1995 αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος μετέσχε στο μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών του Intergrated Rural Regional Development Planning μεταξύ του Αυγούστου του 1992 και Μαΐου του 1993.  Σύμφωνα με το πιστοποιητικό η επιπλέον περίοδος συνιστούσε αναπόσπαστο μέρος του κύκλου σπουδών.

Η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής, η οποία, ύστερα από σχετική έρευνα, κατέληξε ότι ο κύκλος μαθημάτων αφορούσε θέμα ή θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του τμήματος. Ακόμα και αν η πρόσθετη περίοδος εκπαίδευσης δεν μπορούσε να θεωρηθεί αναπόσπαστο μέρος του ιδίου κύκλου σπουδών, το ενδιαφερόμενο μέρος πράγματι έτυχε μεταπτυχιακής εκπαίδευσης για τόσο χρονικό διάστημα που να μπορεί να θεωρηθεί ένα ακαδημαϊκό έτος.  Σημειώνεται ότι στο σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτείται καν τίτλος σπουδών, αλλά μόνο εκπαίδευση για ένα ακαδημαϊκό έτος.  Όσο κι αν η συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου μέρους δημιουργεί κάποιο σκεπτικισμό, από τη στιγμή που το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι η Επιτροπή επανεξετάζοντας το θέμα, ύστερα από έρευνα, κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το προβλεπόμενο προσόν, δεν μπορούμε να υπεισέλθουμε στην άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας και να αμφισβητήσουμε την τελική της απόφαση επί του θέματος. Επομένως είμαστε υποχρεωμένοι να θεωρήσουμε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα απαραίτητα προσόντα, παρά τα κάποια ερωτηματικά που δημιουργούνται.

Ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έκρινε ότι οι καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να επιλέξουν τον ίδιο ως τον πλέον κατάλληλο υποψήφιο. Εκλαμβάνουμε ότι εννοεί ότι ο εφεσίβλητος έχει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Κάτι τέτοιο εξ άλλου υπονοείται στο περίγραμμα αγόρευσης. Αν δεν είναι έτσι τα πράγματα, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εξετάσει τον παρόντα λόγο έφεσης, γιατί αν κατέληγε στη διαπίστωση ότι ο εφεσίβλητος ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος για διορισμό, ουσιαστικά το Δικαστήριο θα υποκα[*763]θιστούσε την Επιτροπή στο έργο της.

Εξετάσαμε όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία έχοντας σαν βάση τα τρία νομολογημένα κριτήρια. Δεν διαπιστώνουμε έκδηλη υπεροχή του εφεσίβλητου. Τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος όσο και ο εφεσίβλητος διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας. Βάσει της νομολογίας η όποια υπεροχή του εφεσίβλητου σε προσόντα που δεν προβλέπονται, μειωμένη βαρύτητα μπορεί να έχει.

Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση του εφεσίβλητου ότι υπερτερεί σε αξία του ενδιαφερόμενου μέρους. Εξέταση των προσωπικών τους φακέλων δείχνει ότι η βαθμολογία τους είναι περίπου η ίδια για τα χρόνια 1980-1992. Υπ’ όψιν λαμβάνεται η γενική αξιολόγηση και όχι η επί μέρους βαθμολογία. Περαιτέρω, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του τη σύσταση του προϊσταμένου και τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης. Είναι γνωστό το βάρος που η νομολογία δίδει στη σύσταση του προϊσταμένου, ενώ όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, μεγάλη σημασία δίδεται επίσης και στην προφορική εξέταση. Συνεπώς το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί σε αξία.

Είναι αλήθεια ότι ο αιτητής είναι κατά δέκα χρόνια αρχαιότερος. Η αρχαιότητα αποτελεί ένα από τα τρία κριτήρια, αλλά δεν είναι αφ’ εαυτής αποφασιστική. Η αρχαιότητα προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία, μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση.

Προβάλλεται το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο δεν αποδέκτηκε τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι η γενική εντύπωση της Επιτροπής όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων ήταν παντελώς αναιτιολόγητη.  Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί.  Τα μέλη της Επιτροπής αιτιολόγησαν το κάθε ένα χωριστά, την εντύπωση που έκανε ο κάθε υποψήφιος και οι σημειώσεις της κατατέθηκαν στο φάκελο της υπόθεσης. 

Στη συνεδρία ημερ. 25.1.1996 η Επιτροπή μελέτησε το θέμα της αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων και τα μέλη κατάθεσαν τις πρόχειρες προσωπικές τους σημειώσεις.  Με βάση τις σημειώσεις αυτές η Επιτροπή προέβη σε αιτιολόγηση της αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης για κάθε ένα από τους υποψήφιους, μάλιστα με πολλή λεπτομέρεια. Για να αποδείξει την έλλειψη αιτιολογίας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου μας παράπεμψε, προφανώς εκ λάθους, στις σελ. 100-104 των [*764]πρακτικών. Όμως οι σελίδες αυτές περιέχουν το πρακτικό της Επιτροπής ημερ. 10.12.1993, δηλαδή της διαδικασίας που ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο προηγουμένως.

Ο εφεσίβλητος προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι αντίθετη με τα στοιχεία του φακέλου. Ούτε αυτή η θέση ευσταθεί. Στη σύσταση αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί έναντι των άλλων υποψηφίων σε διοικητική και οργανωτική ικανότητα και σε πρωτοβουλία, έχει δε ευρύτερη γνώση σε θέματα που σχετίζονται με την αγροτική κτημoσύνη στην Κύπρο.

Σημειώνουμε ότι από τους φακέλους προκύπτει ότι ως προς την οργανωτική ικανότητα το ενδιαφερόμενο μέρος στις ετήσιες εκθέσεις αξιολογείται συνεχώς ως “εξαίρετος”, ενώ ο αιτητής ως “λίαν καλός”. Στην πρωτοβουλία κρίνονται και οι δύο “εξαίρετοι”, άνκαι το ενδιαφερόμενο μέρος παρουσιάζεται ελαφρά καλύτερο. 

Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε αντίθεση προς τα στοιχεία των φακέλων, με ιδιαίτερη αναφορά στην εκτίμηση για ευρύτερη γνώση του ενδιαφερόμενου προσώπου σε θέματα αγροτικής κτημοσύνης.  Για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του αυτό πρόβαλε το επιχείρημα ότι ήταν ο μόνος που ασχολείτο με την ετοιμασία χαρτών κατηγοριών γης, για την οποία είχε τύχει ειδικής εκπαίδευσης. Επικαλείται το γεγονός ότι προΐστατο του Κλάδου Χρήσης Γης και ότι διετέλεσε για πέντε χρόνια μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Αναδασμού και διευθυντής διαφόρων έργων για θέματα αναδασμού και αγροτικής κτημοσύνης. Περιορίστηκε όμως στην αναφορά στις δικές του γνώσεις, ιδιότητες και πείρα, παρέλειψε δε να τεκμηριώσει, με αναφορά στις ιδιότητες του ενδιαφερόμενου μέρους, τη θέση του ότι η σύγκριση στην οποία προέβη ο Διευθυντής που καταλήγει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έχει ευρύτερη γνώση σε θέματα που σχετίζονται με την αγροτική κτημοσύνη, πάσχει. Χαρακτηριστικά μπορεί να αναφερθεί ότι και το ενδιαφερόμενο μέρος, ως υπεύθυνος του τομέα τεχνικών εργασιών και χαρτογράφησης, δεν πρέπει να είναι άσχετος με την ετοιμασία χαρτών.

Mε τον πέμπτο λόγο έφεσης ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέκτηκε τον ισχυρισμό ότι η ενέργεια των καθ’ ων η αίτηση να λάβουν υπ’ όψιν τους κατά την επανεξέταση την αναιτιολόγητη προφορική εξέταση συνιστά αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης και έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, καθώς και της εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τις σχέσεις διοίκησης και διοικουμένου.

[*765]Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Σωτηρίου v. Κολοκοτρώνη, ανωτέρω, στην επανεξέταση μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι σημειώσεις των μελών της Επιτροπής για αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ούτως ώστε να δυνηθεί η Επιτροπή να καταλήξει στην αιτιολογία της απόφασής της.  Η αιτιολόγηση της αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ούτε αντιφατική συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί, ούτε και παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να μη λάβει υπ’ όψιν και να αγνοήσει εντελώς τη γενική εντύπωση που τα μέλη της είχαν σχηματίσει κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτρέπεται και η αντέφεση απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται. Τα έξοδα τόσο της πρωτόδικης, όσο και της παρούσας διαδικασίας θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο.

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν και η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο