Χριστοφίδης Βάσος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλης (1999) 3 ΑΑΔ 766

(1999) 3 ΑΑΔ 766

[*766]29 Νοεμβρίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

1. ΒΑΣΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ,

2. ΚΙΜΩΝΑΣ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ,

3. ΣΑΒΒΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,

4. ΦΑΙΔΩΝΑΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,

5. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ,

6. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

7. ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ/ Η ΑΡΧΗΣ ΑΔΕΙΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2401).

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο — Προσβολή δύο πράξεων στο ίδιο δικόγραφο — Επιτρεπτή μόνο όταν αυτές είναι συναφείς — Έννοια της συνάφειας — Απαράδεκτη η προσφυγή αναφορικά με τη δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, όταν ελλείπει η σχέση της συνάφειας — Παραδεκτώς ασκείται η προσφυγή μόνο ως προς τη πρώτη στο δικόγραφο.

Στα πλαίσια της έφεσης, κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προσφυγή απορρίφθηκε ως προς την δεύτερη θεραπεία, το Δικαστήριο έθεσε αυτεπαγγέλτως θέμα παραδεκτού της προσφυγής ως προς την δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Οι δύο πράξεις δεν είναι συναφείς. Η μία δεν αποτελεί προϋπόθεση της άλλης. Η πράξη ημερ. 8.4.92, αντικείμενο της θεραπείας 2, αποτελεί αυτοτελή διοικητική ενέργεια. Επομένως για την έκδοσή της δεν ήταν απαραίτητο να είχε προηγηθεί η πράξη, αντικείμενο της θεραπείας 1. Περαιτέρω οι δύο πράξεις δεν περιέχουν την αυτή αιτιολογία και η μία από αυτές δεν εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της άλ[*767]λης ούτε η μία πράξη “συμπληροί” την άλλη. Οι δύο πράξεις αποτελούν ανεξάρτητες και αυτοτελείς πράξεις.

Εφόσον δεν συντρέχει η προϋπόθεση της συνάφειας η προσφυγή θα πρέπει να θεωρηθεί “ως παραδεκτώς ασκηθείσα” ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων. Το δικόγραφο παραμένει ισχυρό ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων. Η προσφυγή ήταν επομένως απαράδεκτη ως προς τη θεραπεία 2 σε σχέση με την οποία έχει εκδοθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Η κατάληξη αυτή θέτει τέρμα στην διαδικασία της έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αποφάσεις Συμβουλίου της Επικρατείας 1888/65, 314/61, 1433/62, 302/63, 1869/62, 2065/63, 199/69, 1339/61, 2081/61, 1083/62, 1205/62, 1444/64, 2158/66, 3036/66, 2315/66, 3094/68, 292/70, 2255/70, 411/67,

Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,

Μισιρλής v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 379,

Καραγιώργη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 325/95 και 479/95, ημερ. 5/3/98.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Χατζητσαγγάρης, Δ.) που δόθηκε στις 4 Δεκεμβρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 398/92) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των αιτητών-εφεσειόντων κατά της απόφασης των εφεσιβλήτων να περιορίσουν τα δικαιώματά τους σε σχέση με την μεταφορά μαθητών με λεωφορεία τους και τον καταμερισμό τους και προς άλλη εταιρεία.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θa δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά πρωτόδικης απόφασης με την οποία έχει απορριφθεί η προσφυγή των εφεσειόντων.  Με το δικόγραφο της προσφυγής τους οι εφεσείοντες ζητούσαν τις πιο κάτω θεραπείες:

“1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση με λανθασμένη ημερομ. 17.1.92 που παραλήφθηκε αρχές Μαρτίου 1992 με την οποία αποφάσισε να αναστείλει προγενέστερη πράξη του και δή της 13.1.92 (655 Η) είναι άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα όπως και η συνεπεία αυτής έμμεση ανάκληση.

2. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση ημερομ. 13.4.92* με την οποία περιόρισε τα δικαιώματα των αιτητών σε σχέση με τη μεταφορά μαθητών που διενεργούσαν από χρόνια και τον καταμερισμό τους και προς την εταιρεία ΠΕΑΛ “ΝΕΑ ΑΜΟΡΟΖΑ” ΛΤΔ είναι άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι ο δικηγόρος των εφεσειόντων στη γραπτή του αγόρευση ουσιαστικά περιόρισε την προσφυγή στην απόφαση της 8.4.92 - αντικείμενο της θεραπείας 2 - αφού η θέση του είναι ότι η αρχική απόφαση της 8.1.92 - αντικείμενο της θεραπείας 1 - ήταν παράνομη και ορθά ανακλήθηκε με την απόφαση ημερ. 30.1.92. Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε μόνο τα επιχειρήματα των εφεσειόντων τα οποία σχετίζονται με την νομιμότητα της απόφασης ημερ. 8.4.92, απέρριψε την προσφυγή. Είναι πρόδηλο από το ενώπιον μας υλικό ότι η πρωτόδικη απόφαση ασχολείται με την νομιμότητα της απόφασης ημερ. 8.4.92 η οποία είναι το αντικείμενο της θεραπεία αρ. 2. Είναι, επίσης, πρόδηλο ότι αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ορθότητα ή μη της πρωτόδικης απόφασης η οποία έχει εκδοθεί σε σχέση με τη θεραπεία αρ. 2.

Εν όψει των πιο πάνω δεδομένων στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης έχουμε εγείρει αυτεπάγγελτα το πιο κάτω θέμα: 

“Κατά πόσο οι εφεσείοντες μπορούσαν να προσβάλουν δύο πράξεις με το αυτό δικόγραφο δεδομένου ότι εκ πρώτης όψεως οι δυο πράξεις δεν φαίνονται να είναι συναφείς”.

[*769]Εκ μέρους των εφεσειόντων ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε ότι στο αίτημα θεραπείας υπήρχαν δύο αιτήματα, το ένα αφορούσε την αναστολή και το δεύτερο την τελική απόφαση. Η τελική απόφαση λήφθηκε μετά την αναστολή και ως εκ τούτου οι δύο πράξεις είναι οριστικά συναφείς διότι η μια αποτελούσε προϋπόθεση της άλλης. Στη δεύτερη απόφαση έχει απορριφθεί η πρώτη.

Από την άλλη ο κ. Μαππουρίδης, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, υπέβαλε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έχει εγκαταληφθεί η πρώτη θεραπεία αντικατοπτρίζει την κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά τα επιχειρήματα των γραπτών αγορεύσεων. Τα όσα υπέβαλε ο κ. Αγγελίδης δεν προβλήθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή. Σε εκείνο το στάδιο είχαν αντιμετωπιστεί οι δύο πράξεις ως δύο διαφορετικές πράξεις οι οποίες προσβλήθηκαν ταυτόχρονα. Ήταν η εισήγηση του ότι η τελική πράξη “είναι αυτοτελώς, που λήφθηκε, μετά από νέα έρευνα η οποία έγινε με ακρόαση στις 7 Φεβρουαρίου 1993 (βλ. σελ. 40 των πρακτικών) στη διάρκεια της οποίας κλήθηκαν και εξέθεσαν ξανά τις απόψεις τους όλοι οι ενδιαφερόμενοι και η Αρχή Αδειών εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αντικείμενο της θεραπείας 2”.

Οι θέσεις που έχουν προβάλει οι δύο πλευρές καθιστούν αναγκαία την αναφορά στα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν τις δύο αποφάσεις αντικείμενο της προσφυγής.

Την 8.1.92 η Αρχή Αδειών αποφάσισε την εκ περιτροπής μεταφορά των μαθητών των χωριών της περιοχής Πόλεως Χρυσοχούς από την Περιφερειακή Εταιρεία “ΝΕΑ ΑΜΟΡΟΖΑ” και τους μεμωνομένους  λεωφορειούχους οι οποίοι μέχρι τότε εκτελούσαν την μεταφορά των μαθητών. Η απόφαση της Αρχής Αδειών κοινοποιήθηκε στους ενδιαφερόμενους στις 13.1.92 και ετίθετο σε εφαρμογή από τις 20 του ιδίου μηνός. Τελικά η απόφαση αυτή της Αρχής Αδειών δεν εφαρμόστηκε λόγω κυρίως των πολλών παραστάσεων οι οποίες υποβλήθηκαν. Σε μεταγενέστερη συνεδρία της και συγκεκριμένα στις 30.1.92 η Αρχή Αδειών αποφάσισε να αναστείλει την εφαρμογή της πιο πάνω απόφασης της και να επανεξετάσει την υπόθεση αυτή. Η απόφαση για την αναστολή αποτελεί το αντικείμενο της θεραπείας αρ. 1.

Στις 27.2.92 η Αρχή Αδειών κάλεσε όλους τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παραστάσεις τους. Την 8.4.92 η Αρχή Αδειών αποφάσισε να αναθέσει τη μεταφορά των μαθητών και πάλι εκ περιτροπής μεταξύ των ιδίων λεωφορειούχων. Η από[*770]φαση εκείνη αποτελεί το αντικείμενο της θεραπείας 2.

Η νομολογία του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 274) έχει διαμορφώσει τους πιο κάτω κανόνες:

“Συγχωρείται η διά του αυτού δικογράφου προσβολή επί ακυρώσει πλειόνων της μιας πράξεων, οσάκις άπασαι αι προσβαλλόμεναι πράξεις είναι συναφείς διότι λ.χ. η μια πράξις αποτελεί προϋπόθεσιν της άλλης: 1821 (53), ή οσάκις δια του αυτού δικογράφου προσβάλλονται πλείονες πράξεις αίτινες αφορώσιν άπασαι τον αιτούντα, ερείδονται εις τας αυτάς διατάξεις του νόμου, φέρουσι ταυτόσημον αιτιολογίαν και εξεδόθησαν παρά του αυτού οργάνου και κατά την ίδιαν διοικητικήν διαδικασίαν: 1419 (53) (βλ. έλλειψιν συνάφειας εν 1817 (56), 497, 2097 (56)).

Οσάκις δεν συντρέχουσιν αι προϋποθέσεις της συνάφειας η αίτησις ακυρώσεως θεωρείται ως παραδεκτώς ασκουμένη μόνον ως προς την πρώτην των προσβαλλομένων πράξεων: 1654 (56), 858 (54), χωρεί όμως πάντοτε χωρισμός δικογράφου, οπότε το εμπρόθεσμον των ύστερον κατατεθεισών αιτήσεων κρίνεται εκ της αρχικής: 1629 (53).”

Σύμφωνα με τον Τσάτσο, “Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας”, Έκδοση Τρίτη, σελ. 357-58:

“175.- Νομίμως σωρεύεται εν τη αυτή αιτήσει η προσβολή πράξεων δύο διαφόρων αρχών ή προσώπων ασκούντων διοίκησιν, εκπροσωπουμένων διά του αυτού Υπουργού, εφ’ όσον είναι συναφείς, ως επί παραδείγματι εάν η μία τυγχάνη προϋπόθεσις της άλλης.

Προσβολή εξ άλλου δι’ ενός δικογράφου δύο αυτοτελών διοικητικών πράξεων μη εχουσών την ως ανωτέρω σχέσιν μηδέ συναποτελουσών σύνθετον διοικητικήν ενέργειαν είναι απαράδεκτος, αλλά δεν επάγεται ολοσχερή του δικογράφου της αιτήσεως ακυρότητα. Τούτο παραμένει μόνον ως προς την πρώτην των προσβαλλομένων πράξεων ισχυρόν. Εάν δε η δευτέρα πράξις προσβληθή μεταγενεστέρως δι’ ιδίου δικογράφου προ της εκδόσεως αποφάσεως επί της αρχικής αιτήσεως, το εμπρόθεσμον λογίζεται από της υποβολής της αρχικής αιτήσεως.”

[*771]Αναφορικά με το θέμα της συνάφειας η Ελληνική Νομολογία είναι πάρα πολύ διαφωτιστική. Έχει νομολογηθεί ότι υπάρχει έλλειψη συνάφειας μεταξύ δύο πράξεων “εφ’ όσον εκατέρα τούτων αφορά εις διάφορον θέμα και ερείδεται επί ιδίας και αυτοτελούς βάσεως, 1888/1965 ή πράξεων εκδοθεισών παρά διαφόρων οργάνων και εχουσών ίδιον και αυτοτελές αντικείμενον εκάστη, 314/61, 1433/62, 302/63 ή πράξεων ερειδομένων εις διάφορα πραγματικά περιστατικά και επί διαφόρου νομικής βάσεως, 1869/62, 2065/63”.

Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι δεν υφίσταται συνάφεια επί προσβολής “πράξεως εκδοθείσας κατά διαδικασίαν άσχετον προς την διαδικασίαν καθ’ ην εξεδόθησαν αι λοιπαί συμπροβαλλόμεναι πράξεις, 199/69”. Πράξεις “είναι συναφείς εφόσον περιέχουν την αυτήν αιτιολογίαν, 1339/61, 2081/61, 1083/62, 1205/62 και 1444/64 ή εφ’ όσον η μια ερείδεται επί της ετέρας, 2158/66, 3036/66” ή “εξ’ ων η μια εξεδόθη κατ’ εφαρμογήν της άλλης, 2315/66, ή ων η μιά αποτελεί προϋπόθεσιν της ετέρας, 3094/68, 292/70, 2255/70 ην και συμπληροί, 411/67”. 

Η Νομολογία μας έχει τροχιοδρομηθεί πάνω στις γραμμές της Ελληνικής Νομολογίας (Βλ. Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, στην οποία γίνεται αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Βλ. επίσης Μισιρλής v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 379 και Καραγιώργη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υποθ. 325/95 και 479/95/5.3.98).

Έχουμε την άποψη πως οι δύο πράξεις δεν είναι συναφείς. Η μιά δεν αποτελεί προϋπόθεση της άλλης. Η πράξη ημερ. 8.4.92, αντικείμενο της θεραπείας 2, αποτελεί αυτοτελή διοικητική ενέργεια (Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, “Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων (1982), σελ. 387). Επομένως για την έκδοση της δεν ήταν απαραίτητο να είχε προηγηθεί η πράξη, αντικείμενο της θεραπείας 1.  Περαιτέρω οι δύο πράξεις δεν περιέχουν την αυτή αιτιολογία και η μιά από αυτές δεν εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της άλλης ούτε η μια πράξη “συμπληροί” την άλλη. Οι δύο πράξεις αποτελούν ανεξάρτητες και αυτοτελείς πράξεις.

Εφόσον δεν συντρέχει η προϋπόθεση της συνάφειας η προσφυγή θα πρέπει να θεωρηθεί “ως παραδεκτώς ασκηθείσα” ως προς την πρώτη των προσβαλλόμενων πράξεων. Το δικόγραφο παραμένει ισχυρό ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 274, Τσά[*772]τσου, πιο πάνω, σελ. 357-58 και Δαγτόγλου, “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο”, 2α έκδοση, παραγ. 487).

Η προσφυγή ήταν επομένως απαράδεκτη ως προς τη θεραπεία 2 σε σχέση με την οποία έχει εκδοθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Η κατάληξη αυτή θέτει τέρμα στη διαδικασία της έφεσης.  

Η έφεση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα. 

H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο