(1999) 3 ΑΑΔ 778
[*778]30 Νοεμβρίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΣΑΛΩΜΗ ΚΡΗΤΙΩΤΗ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ’ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2328)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Πειθαρχική Δίκη — Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το πειθαρχικό όργανο — Ούτε να ελέγξει την αυστηρότητα της ποινής δύναται.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Πειθαρχική Δίκη — Δέουσα έρευνα και κατά γράμμα τήρηση των κανονισμών — Δεν αποτελεί προϋπόθεση για πειθαρχική δίκη η αυστηρή προσήλωση στους κανόνες του δικαίου της απόδειξης.
Η εφεσείουσα, η οποία είχε καταδικαστεί και για τα τρία πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία παραπέμφθηκε σε πειθαρχική δίκη, στην ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση για λόγους έφεσης που αφορούσαν στην άρνηση του πρωτόδικου δικαστή να υπεισέλθει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο βασικός λόγος της απόρριψης της προσφυγής ήταν ότι το ακυρωτικό δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το πειθαρχικό όργανο. Η θέση της νομολογίας στο συζητούμενο θέμα έχει επαναβεβαιωθεί πρόσφατα από την Ολομέλεια στην Ανδρέας Αζίνας v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508. Εκδίδοντας την απόφαση ο Π. Αρτέμης Δ. αναφέρει:
“Έχει ………… νομολογηθεί πως το Διοικητικό Δικαστήριο [*779]δεν έχει εξουσία με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος να ελέγχει, μεταξύ άλλων, την αυστηρότητα πειθαρχικής ποινής”.
Στην απόφαση με αρ. 25/88 του Σ.τ.Ε. θεωρήθηκε αρκετό ότι έγινε αναφορά στο παραπεμπτήριο έγγραφο στο οποίο είχαν εκτεθεί τα πραγματικά περιστατικά. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει περισσότερο υλικό, ευρύτερης μορφής, με το οποίο στοιχειοθετείται η υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων.
2. Η μομφή για ελλιπή έρευνα δεν τεκμηριώθηκε. Τηρήθηκαν κατά γράμμα οι διαδικασίες που προβλέπει ο περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμος. Η πρωτόδικη απόφαση επισημαίνει προς αυτή την κατεύθυνση ότι εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του Άρθρου 70(β), αφού διορίστηκε ερευνών λειτουργός που προέβη σε νόμιμη και ενδελεχή έρευνα ότι ακολούθησε η πειθαρχική δίκη με βάση κατηγορητήριο που συντάχθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα και ‘τι εκτός από την έκθεση του ερευνώντα λειτουργού, κατέθεσαν μάρτυρες, τους οποίους η εφεσείουσα αντεξέτασε προτού εκδοθεί η απόφαση. Βγαίνει πράγματι αβίαστα το συμπέρασμα ότι η διερευνητική διαδικασία υπήρξε διεξοδική. Και από κάθε πλευρά άμεμπτη.
Η αυστηρή προσήλωση στους κανόνες του δικαίου της απόδειξης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την διεξαγωγή της πειθαρχικής δίκης. Το πειθαρχικό όργανο μπορεί να δεχθεί ευρύ φάσμα μαρτυρίας που κανονικά δεν έχει τη θέση του στις καθαρά δικαστικές διαδικασίες.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Parpas v. Republic (1986) 3 C.L.R. 508,
Lordos Hotels (Holdihgs) Ltd v. Republic (1994) 3 A.A. Δ. 339,
Δημητριάδη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 85,
Δενάζη v. Κ.Ο.Α., Υπ. Αρ. 794/91, ημερ. 30/4/93,
Kyprianou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 206,
Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409,
Αζίνας v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508,
Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210,
[*780]Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας Αρ. 25/88,
Mytidou v. CY.TA (1982) 3 C.L.R. 555,
Παναγή v. Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 1017/94 ημερ. 29/12/95.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Νικολαΐδης, Δ.) που δόθηκε στις 19 Ιουλίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 116/95) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της αιτήτριας κατά της πειθαρχικής καταδίκης και της ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης η οποία της επιβλήθηκε από την καθ’ ης η αίτηση Επιτροπή.
Αντ. Πασχαλίδης με Μ. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι καθηγήτρια της Φυσικής. Υπηρετούσε στη δημόσια εκπαίδευση. Συγκεκριμένα στην Α΄ Τεχνική Σχολή Λευκωσίας. Το Σεπτέμβριο του 1994 διώχθηκε πειθαρχικά. Η δίκη της έγινε από την εφεσίβλητη Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (θα αποκαλείται στο εξής Ε.Ε.Υ. ή Επιτροπή). Για την ολοκλήρωση της η Επιτροπή συνεδρίασε σε 10 χωριστές περιπτώσεις. Τα πρακτικά της πειθαρχικής δίκης είναι ενώπιον μας. Τα ζητήσαμε - και προσκομίστηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση - για να διευκολύνουμε την παρουσίαση της έφεσης και από τις δύο πλευρές.
Προκύπτει από αυτά ότι κλήθηκαν και κατέθεσαν μάρτυρες εκατέρωθεν. Η ίδια η εφεσείουσα προέβη σε γραπτή κατάθεση στο λειτουργό που ορίστηκε για διερεύνηση της υπόθεσης. Παρενθετικά, αυτό είναι μια μορφή του δικαιώματος ακρόασης που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, και θεωρούμε θεμελιακό για τη διάγνωση της πειθαρχικής ευθύνης. Στην πειθαρχική δίκη, στην οποία εξασφαλίστηκαν όλα τα εχέγγυα για τη δικαιοκρατική διεξαγωγή της, την εφεσείουσα εκπροσώπησε δικηγόρος της εκλογής της.
Το παράπονο όμως, από το οποίο εμπνέονται - και στο οποίο [*781]βασίζονται - οι περισσότεροι από τους 4 λόγους της έφεσης δεν αφορά τα διαδικαστικά εχέγγυα της διαδικασίας. Εντοπίζεται στην άρνηση του πρωτόδικου δικαστή να υπεισέλθει στην αξιολόγηση των μαρτυριών που άκουσε και στη συνέχεια προέβη η Επιτροπή και που βασικά οδήγησαν στην καταδίκη της εφεσείουσας σε δύο από τα τρία πειθαρχικά παραπτώματα που αντιμετώπιζε. Και την τιμωρία της στη συνέχεια με την επιβολή της ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Η ουσία των κατηγοριών για τις οποίες τιμωρήθηκε η εφεσείουσα ήταν (α) η παράλειψη εκτέλεσης ανελλιπώς των καθηκόντων της για περίοδο 3 περίπου μηνών, που προσδιορίστηκε στο κατηγορητήριο, παρά τις προτροπές των ανωτέρων της: βλ. άρθρ. 48(1)(β) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, όπως τροποποιήθηκε. Συγκεκριμένα κατηγορήθηκε (α) ότι αντί να διδάσκει στις περιόδους διδασκαλίας το μάθημα της φυσικής, σύμφωνα με το καθορισμένο πρόγραμμα, σπαταλούσε το χρόνο αυτό σε θέματα άσχετα (σεξουαλικά θέματα). και (β) για απρεπή συμπεριφορά ή συμπεριφορά ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του εκπαιδευτικού λειτουργού: άρθρ. 48(1)(ε) του ίδιου νόμου. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες, κατά τη διδασκαλία του ίδιου μαθήματος, η αιτήτρια αναφερόταν σε σεξουαλικά θέματα χρησιμοποιώντας απρεπείς φράσεις ή λέξεις, που, πάλιν, αναφέρει το κατηγορητήριο.
Οι παρατηρήσεις που προηγήθηκαν αφήνουν να νοηθεί ότι οι επικρίσεις κατά της πειθαρχικής απόφασης στοχεύουν στην αξιολόγηση στην οποία η Ε.Ε.Υ. προέβη, η οποία αφορά τον κύριο όγκο της μαρτυρίας. Και επεκτείνεται στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστή, ο οποίος απέρριψε την προσφυγή, αφού κατέληξε, ύστερα από ανάλυση των νομικών και δικονομικών δεδομένων της υπόθεσης, πως δεν υπήρχε πεδίο για επέμβαση. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η συνακόλουθη αποδοχή της μιας από τις δύο αντίθετες εκδοχές που άκουσε η Επιτροπή (η οποία στήριζε τις κατηγορίες) είναι στο προσκήνιο ή υποβόσκει σε κάθε λόγο έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο προσάπτεται η μομφή πως δεν διενεργήθηκε δέουσα έρευνα από την Επιτροπή, σημαντική πτυχή της υπόθεσης που ο πρωτόδικος δικαστής απέτυχε να διαπιστώσει. Ο τελευταίος παραγνώρισε ακόμη ότι το πειθαρχικό όργανο δεν έλαβε υπόψη τις μαρτυρίες των “καλών” μαθητών (ήταν δύο) που δεν στήριζαν τις κατηγορίες, ενώ έγινε δεκτή η μαρτυρία των τεσσάρων “κακών” μαθητών που, εξαιτίας των χαμηλών βαθμών που πήραν από την εφεσείουσα, είχαν κάθε λόγο να καταθέσουν εναντίον της. Ο δικαστής δεν προσέδωσε βαρύτητα [*782]στη μακρόχρονη ευδόκιμη υπηρεσία της. Ομοίως υιοθέτησε τη μαρτυρία του Βοηθού Διευθυντή του Σχολείου κ. Α. Χρυσάνθου και το πόρισμα της έρευν άς του χωρίς η ίδια η Επιτροπή, ασκώντας την αρμοδιότητά της, να την αξιολογήσει.
Στα πλαίσια του ίδιου λόγου προβλήθηκε το επιχείρημα ότι δεν έγινε αξιολόγηση και για το λόγο ότι παρεισέφρησε στην κρίση του οργάνου εξωγενές στοιχείο. Το παράπονο αφορά την παρατήρηση της Επιτροπής “παρόμοια και/ή χειρότερη κατάσταση παρατηρήθηκε και σε άλλα τμήματα στα οποία δίδασκε η αιτήτρια”. Ενισχυτική επίκληση έγινε και στις υποθέσεις Parpas v. Republic (1986) 3 C.L.R. 508, Lordos Hotels (Ηοldings) Ltd. v. Republic (1994) 3 Α.Α.Δ. 339, 343 και Ανθή Δημητριάδη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 85.
Ο δεύτερος λόγος είναι επάλληλος του πρώτου σε τούτο. Αναφέρεται στο ελατήριο της μαρτυρίας των κακών μαθητών και αποδίδει σφάλμα στον πρωτόδικο δικαστή γιατί δεν προέβη στην εκτίμηση της μαρτυρίας που δόθηκε για την εφεσείουσα που, αντινομικά, χαρακτηρίζει αναντίλεκτη. Λανθασμένη ήταν και η κρίση του δικαστή ότι η επίδοση των μαθητών δεν αποτελεί το κριτήριο της αξιοπιστίας τους.
Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τον τρίτο λόγο. Κατά το συνήγορο της εφεσείουσας, ο πρωτόδικος δικαστής πλανήθηκε σε σχέση με τα γεγονότα που αφορούσαν τις ώρες διδασκαλίας ότι, δηλαδή, σπαταλούσε άσκοπα το χρόνο. Πάλιν το υπόστρωμα αποτελεί η μαρτυρία και η προέλευσή της (από καλούς ή κακούς μαθητές).
Με τον τελευταίο λόγο αμφισβητείται ότι οι λέξεις και φράσεις γενετήσιου περιεχομένου, που χρησιμοποιούσε η εφεσείουσα, συνιστούσαν απρεπή συμπεριφορά, αφού η αναφορά σ’ αυτές ήταν επακόλουθο των ερωτήσεων και αποριών των μαθητών. Έτσι η κρίση του πρωτόδικου δικαστή ότι “η λύση αποριών έπρεπε να γίνεται με διακριτικότητα και επιστημονική εγκυρότητα” ήταν ανεδαφική γιατί αυτή ήταν στην πραγματικότητα η προσέγγιση της ίδιας της εφεσείουσας.
Ο δικηγόρος της εφεσείουσας υπέβαλε ότι η Επιτροπή δεν έδωσε λόγους για την επιλογή της μαρτυρίας, που αποτέλεσε το υπόβαθρο της απόφασης. Ήταν όμως υποχρέωση της να παράσχει αιτιολογία για να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία. Κυρίως στην προσφ. αρ. 794/91 Ειρήνη Παγδατή Δενάζη v. Κ.Ο.Α., ημερ. 30/4/93, από την οποία [*783]παρέθεσε και απόσπασμα. Δεν βλέπουμε όμως πώς σχετίζεται με την κρινόμενη υπόθεση, αφού στην υπόθεση εκείνη δεν έγινε καν αξιολόγηση των συνεντεύξεων των υποψηφίων για διορισμό υπαλλήλων. Ούτε υπήρχε άλλο στοιχείο, είτε στο πρακτικό της απόφασης είτε στο φάκελο, που να αποκαλύπτει τα ερείσματα της απόφασης, που τελικά ακύρωσε το δικαστήριο.
Ο βασικός λόγος απόρριψης της προσφυγής ήταν ότι το ακυρωτικό δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το πειθαρχικό όργανο. Συνεχίζοντας ο πρωτόδικος δικαστής είπε:
“Δεν φαίνεται, και δεν προβάλλεται καν οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί αντικανονικής διαδικασίας, ενώ ισχυρισμός ότι η Επιτροπή έλαβε υπ’ όψη “τη μαρτυρία κακών μαθητών και αγνόησε τη μαρτυρία άριστων μαθητών”, ούτε φαίνεται να δικαιολογείται από τα ενώπιόν μου στοιχεία, αλλά ούτε και να ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα. Εξ άλλου δεν νομίζω ότι η αξιοπιστία μαρτύρων μπορεί να κριθεί από τη σχολική τους επίδοση.”
Αναφορικά με τη θεωρητική στήριξη της απόφασης του το δικαστήριο αναφέρθηκε στις υποθέσεις Kypros Kyprianou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 206, 222 και Ioanna Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409. O κ. Πασχαλίδης δε διαφώνησε με τα θέματα αρχής που ενστερνίστηκαν οι αποφάσεις αυτές. Πρόβαλε όμως την άποψη ότι η παρούσα είναι περίπτωση όπου το πειθαρχικό όργανο κατέληξε σε παράλογη απόφαση για την οποία χωρεί παρέμβαση.
Η θέση της νομολογίας στο συζητούμενο θέμα έχει επαναβεβαιωθεί πρόσφατα από την Ολομέλεια στην Ανδρέας Αζίνας v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508. Εκδίδοντας την απόφαση ο Π. Αρτέμης Δ. αναφέρει:
“Έχει ..................... νομολογηθεί πως το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος να ελέγχει, μεταξύ άλλων, την αυστηρότητα πειθαρχικής ποινής.”
Η απόφαση παραπέμπει στην υπόθεση Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210.
Και συνεχίζει ως εξής:
“Περαιτέρω, στην Enotiadou v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 409 αποφασίστηκε ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί [*784]να επέμβει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία προβαίνει το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο και στη Solomou v. Republic (1984) 3 (A) C.L.R. 533 λέχθηκε ότι η επιλογή της ποινής για πειθαρχικά αδικήματα βρίσκεται στην αποκλειστική κρίση του διοικητικού οργάνου και δεν εμπίπτει στις εξουσίες του δικαστηρίου η εκτίμηση της ποινής.
Οι πιο πάνω αρχές επιβεβαιώθηκαν και στις υποθέσεις Republic v. L. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, Θεοδωρίδης v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Α.Ε. 801, ημερομηνίας 16.6.1989 και Παπαφώτης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 411, ημερομηνίας 30.5.1989.”
Είναι χρήσιμο να παραπέμψουμε και στα Πορίσματα Νομολογίας του Σ.τ.Ε. 1929-1959, σελ. 414, όπου προδιαγράφεται ο ίδιος ακριβώς ρόλος του ακυρωτικού δικαστηρίου στο πειθαρχικό δίκαιο:
“Περαιτέρω γίνεται δεκτόν, ότι εις την πειθαρχικήν διαδικασίαν, η εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών των συνιστώντων το πειθαρχικόν παράπτωμα και η στάθμισις της βαρύτητος αυτών προς επιβολήν της αρμοζούσης εκάστοτε ποινής ανήκουσιν εις την διακριτικήν εξουσίαν της Διοικήσεως και διαφεύγουσι τον έλεγχον του Συμβουλίου Επικρατείας δικάζοντος επί ακυρώσει, πλην εάν συντρέχη κατάχρησις ή κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα ......................................
Ο υπό του αρμοδίου όμως οργάνου χαρακτηρισμός ωρισμένων πραγματικών περιστατικών ως συνιστώντων ή μη πειθαρχικόν παράπτωμα, δεν αποτελεί ουσιαστικήν κρίσιν διαφεύγουσαν τον ακυρωτικόν έλεγχον του Σ.τ.Ε., αλλά νομικόν χαρακτηρισμόν των πραγματικών αυτών περιστατικών και υπαγωγήν των εις συγκεκριμένον κανόνα δικαίου ............ ήτοι ενέργειαν ελεγχομένην ακυρωτικώς.”
Τις παραμέτρους του δικαστικού ελέγχου συμπληρώνει η παρακάτω περικοπή στη σελ. 415:
“Εγένετο περαιτέρω δεκτόν ότι είναι γενικώς απαράδεκτοι λόγοι ακυρώσεως πλήττοντες την ουσιαστικήν κρίσιν και εκτίμησιν του ανακριτικού συμβουλίου ............ ως π.χ. εκείνοι, δι’ ών προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμησις των αποδεικτικών στοιχείων ..... ή εσφαλμένη κρίσις ως προς την υποκειμενικήν υπαιτιότητα του πειθαρχικώς διωκομένου αξιωματικού ......... ή προς [*785]την επιμέτρησιν της ποινής ............ Πλάνη όμως περί τα πράγματα, λόγω αντικειμενικής ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών, άτινα ήσκησαν ουσιώδη επιρροήν εις την διαμόρφωσιν της κρίσεως του ανακριτικού συμβουλίου, επάγεται ακυρότητα της γνωμοδοτήσεως αυτού: .......................................”
Για την πληρότητα της πειθαρχικής απόφασης και την αιτιολογία της μας διαφωτίζει το εξής απόσπασμα στη σελ. 369:
“Εν τω πειθαρχικώ δικαίω κρατεί ο κανών της αιτιολογίας των πειθαρχικών αποφάσεων λόγω της φύσεως αυτών: ........................................................................................................
Η πειθαρχική απόφασις δύναται να συμπληρούται ως προς ωρισμένας ελλείψεις της εκ των στοιχείων του φακέλου. .....”
Έχουμε διεξέλθει τα πρακτικά της πειθαρχικής δίκης και διαβάσαμε με προσοχή την απόφαση της Επιτροπής. Είναι σαφής η πραγματική βάση στην οποία η τελευταία στηρίχθηκε για την πειθαρχική ευθύνη της εφεσείουσας και την επιμέτρηση της ποινής. Υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στις μαρτυρίες, προφορικές και γραπτές, και σε τεκμήρια, τα οποία η Επιτροπή δέχθηκε, που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση των παραπτωμάτων. Όπως υπέδειξε κατά τη συζήτηση η δικηγόρος της εφεσίβλητης - και διαπιστώσαμε - η επιβαρυντική μαρτυρία προέρχεται μερικώς και από τους “καλούς μαθητές”. Η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η μαρτυρία των τεσσάρων μαθητών μπορούσε να αποδοθεί στο ότι ήταν “κακοί”. Αφού, όπως παρατηρεί η απόφαση της “τις εν λόγω μαρτυρίες επιβεβαιώνουν και τα γραπτά κείμενα που είναι ενώπιόν της”.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση ότι κατά την κρίσιμη περίοδο που καλύπτει το κατηγορητήριο διδάχθηκαν μόνο δύο κεφάλαια φυσικής αντί επτά. Η ίδια η εφεσείουσα παραδέχεται στην κατάθεση της προς τον ερευνώντα λειτουργό ότι διδάχθηκαν τέσσερα. Ως προς τον ισχυρισμό για γενική αναφορά στο πόρισμα του κ. Χρυσάνθου, που συγκαταλέγεται στις αιτιάσεις για έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης, στην τελευταία αναφέρεται ότι υπάρχουν, εκτός από την προφορική του κατάθεση ενώπιον της Επιτροπής και διάφορα έγγραφα που προσκομίστηκαν ως τεκμήρια. Στην απόφαση με αρ. 25/88 του Σ.τ.Ε. θεωρήθηκε αρκετό ότι έγινε αναφορά στο παραπεμπτήριο έγγραφο στο οποίο είχαν εκτεθεί τα πραγματικά περιστατικά. Στην περίπτωσή μας υπάρχει περισσότερο υλικό, ευρύτερης μορφής, με το οποίο στοιχειοθετείται η υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων.
[*786]Η άριστη σχολική επίδοση δεν μπορεί να συναρτάται πάντοτε με τη φιλαλήθεια και κατ’ επέκταση την αξιοπιστία μαρτύρων. Η θέση ενός τέτοιου κριτηρίου για την εκτίμηση μαρτυρίας θα ήταν εξωπραγματική και επικίνδυνη. Επομένως, η παραπάνω παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστή δεν κρίνεται λανθασμένη.
Παρά την αντίθετη θέση της εφεσείουσας, προκύπτει από απλή ανάγνωση ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη - και το επισημαίνει η πειθαρχική απόφαση - κατά την επιβολή ποινής και τη μακρόχρονη υπηρεσία της εφεσείουσας καθώς και την επίδοσή της. Συνεκτιμήθηκε όμως και το γεγονός ότι η εφεσείουσα είχε πειθαρχικό μητρώο για παρομοίας φύσεως αδικήματα τα οποία παραδέχθηκε και για τα οποία τιμωρήθηκε.
Πρέπει να έγινε αντιληπτό από τα προεκτεθέντα ότι η μομφή για ελλειπή έρευνα δεν τεκμηριώθηκε. Τηρήθηκαν κατά γράμμα οι διαδικασίες που προβλέπει ο περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμος. Η πρωτόδικη απόφαση επισημαίνει προς αυτή την κατεύθυνση ότι εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του άρθρ. 70(β), αφού διορίστηκε ερευνών λειτουργός που προέβη σε νόμιμη και ενδελεχή έρευνα. ότι ακολούθησε η πειθαρχική δίκη με βάση κατηγορητήριο που συντάχθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα. και ότι εκτός από την έκθεση του ερευνώντα λειτουργού κατέθεσαν μάρτυρες, τους οποίους η εφεσείουσα αντεξέτασε προτού εκδοθεί η απόφαση. Βγαίνει πράγματι αβίαστα το συμπέρασμα ότι η διερευνητική διαδικασία υπήρξε διεξοδική. Και από κάθε πλευρά άμεμπτη.
Η αυστηρή προσήλωση στους κανόνες του δικαίου της απόδειξης δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της πειθαρχικής δίκης. Το πειθαρχικό όργανο μπορεί να δεχθεί ευρύ φάσμα μαρτυρίας που κανονικά δεν έχει τη θέση του στις καθαρά δικαστικές διαδικασίες: Mytidou v. CY.TA (1982) 3 C.L.R. 555 στη σελ. 605 (απόφαση Σαββίδη Δ). Βλέπε επίσης υπόθεση αρ. 1017/94, Ματθαίος Παναγή v. Δημοκρατίας, ημερ. 29/12/95 (Χρυσοστομής Δ.). Τέλος, η παρατήρηση που αφορούσε τα όσα τεκταίνονταν σε άλλα τμήματα μπορούσε ίσως να αποφευχθεί. Δεν επηρεάζεται όμως το κύρος της πειθαρχικής απόφασης, αφού σ’ αυτήν προσδιορίζονται με ακρίβεια τα συνιστώντα τα αδικήματα γεγονότα. Και η μαρτυρία που τα στηρίζει.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο