Κυριάκου Νέδη Ν. και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 807

(1999) 3 ΑΑΔ 807

[*807]30 Νοεμβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. ΝΕΔΗ Ν. ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

2. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΝΕΣΤΩΡΑ Ε. ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2346)

 

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο Συμφέρον — Θάνατος του αιτητή στην προσφυγή — Μπορεί η προσφυγή να προωθηθεί από τους κληρονόμους, μόνο αν η διαφορά έχει περιουσιακό χαρακτήρα — Ο θάνατος καταργεί την δίκη εφόσον η διαφορά έχει προσωποπαγή χαρακτήρα — Το απλό ενδιαφέρον εκδίκασης της προσφυγής για σκοπούς διεκδίκησης αποζημιώσεων βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος δεν παρέχει έννομο συμφέρον.

Οι διαχειριστές της περιουσίας του αιτητή στην προσφυγή, στους οποίους είχε επιτραπεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από αίτησή τους να συνεχίσουν την προσφυγή μετά τον θάνατο του αιτητή, επεδίωξαν με την έφεσή τους την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προσφυγή είχε απορριφθεί.

Στο στάδιο ακρόασης της έφεσης το Δικαστήριο έθεσε αυτεπαγγέλτως ζήτημα εννόμου συμφέροντος των διαχειριστών και/ή ζήτημα κατάργησης της δίκης με τον θάνατο του αιτητή.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*808]Το ερώτημα κατά πόσο μια προσφυγή μπορεί να συνεχιστεί μετά το θάνατο του αιτητή εξαρτάται από τη φύση της αίτησης. Αν η διαφορά είναι προσωποπαγής (δεν είναι δηλαδή δικαίωμα που μεταβιβάζεται σε άλλο πρόσωπο) η προσφυγή τερματίζεται. Αν όμως η διαφορά έχει περιουσιακό χαρακτήρα, τότε η προσφυγή μπορεί να προωθηθεί από τους κληρονόμους του αιτητή.

Στην παρούσα υπόθεση ο αποβιώσας άρχισε την κατασκευή και/ή συναρμολόγηση ενός αυτοφερόμενου λεωφορείου. Μετά τον θάνατό του δεν έχει προβληθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι οι κληρονόμοι της περιουσίας του “κέκτηνται ίδιον συμφέρον προς συνέχιση του δικαστικού αγώνος”. όπως φαίνεται από την ένορκη δήλωση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η αίτηση για τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής οι εφεσείοντες επιθυμούν τη συνέχιση της προσφυγής για να καταστεί δυνατή η διεκδίκηση αποζημιώσεων σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος υπερ της περιουσίας του αποβιώσαντος σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής. Ωστόσο η απλή ύπαρξη προσφυγής, η οποία αν πετύχει θα έχει σαν αποτέλεσμα την έγερση αγωγής για αποζημιώσεις, έχει θεωρηθεί από τη νομολογία ότι δεν παρέχει επαρκές έννομο συμφέρον για τους κληρονόμους να προωθήσουν μια προσφυγή χωρίς να υφίσταται και συμφέρον των κληρονόμων στο αντικείμενο της προσφυγής.

Οι εφεσείοντες δεν έχουν επιδείξει οποιοδήποτε άμεσο δικό τους συμφέρον σε σχέση με το αντικείμενο της προσφυγής. Αυτό ανήκε αποκλειστικά στον αποβιώσαντα αιτητή. Πρόκειται σαφώς για απόφαση με προσωποπαγή χαρακτηριστικά τα οποία συνδέονται με τον αποβιώσαντα αιτητή. Με τον θάνατο του τελευταίου λήγει η ισχύς της προσβαλλόμενης πράξης και τα έννομα αποτελέσματα δεν είναι δυνατόν να συνεχιστούν έναντι των διαχειριστών της περιουσίας του. Οι τελευταίοι δεν “κέκτηνται εννόμου συμφέροντος” σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Constantinidou v. Republic (1974) 3 C.L.R. 416,

Chrysostomides v. Greek Communal Chamber (1964) C.L.R. 397,

Kontoyiannis v. Greek Communal Chamber (1966) 3 C.L.R. 313,

[*809]Georgiou v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1571,

Τσαγγάρης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 434,

Americanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 540,

G.C. Scool of Careers κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 171.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Παπαδόπουλος, Δ.) που δόθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 6/91) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των εφεσειόντων-αιτητών, ως διαχειριστών της περιουσίας του Νέστωρα Κυριάκου, κατά της άρνησης των εφεσιβλήτων - καθ’ ων η αίτηση να εγγράψουν λεωφορείο το οποίο κατασκεύασε και συναρμολόγησε ο αποβιώσας.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Οι καθ’ων η αίτηση αρνήθηκαν στις 23/10/90 να εγγράψουν ένα λεωφορείο που κατασκεύασε και/ή συναρμολόγησε στην Κύπρο ο αιτητής (Νέστωρας Ε. Κυριάκου). Ο τελευταίος αμφισβήτησε τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης με προσφυγή που καταχωρήθηκε στο όνομά του στις 3/1/91. Ο αιτητής απεβίωσε στις 29/6/93. Στο στάδιο της καταχώρισης των έγγραφων αγορεύσεων στην πρωτόδικη διαδικασία, κατόπιν αίτησης που υποβλήθηκε από τους διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος, εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης του τίτλου της προσφυγής για να συνεχιστεί η προώθηση της προσφυγής στο όνομα των διαχειριστών της περιουσίας του, Νέδης Ν. Κυριάκου και Γιώργου Κυριάκου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. Οι διαχειριστές της περιουσίας του αιτητή εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση. Στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης εγείραμε αυτεπάγγελτα το ερώτημα “Κατά πόσο ενόψει του θανάτου του αιτητή οι δια[*810]χειριστές της περιουσίας του έχουν έννομο συμφέρον δυνάμει του άρθρου 146.2 του Συντάγματος να συνεχίσουν την προσφυγή ή κατά πόσο η δίκη έχει καταργηθεί” και ζητήσαμε προς τούτο τις απόψεις των διαδίκων. Τονίζεται ότι το θέμα της ύπαρξης έννομου συμφέροντος μπορεί να εγερθεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (Βλ. Constantinidou v. Republic (1974) 3 C.L.R. 416).

Οι διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος ισχυρίζονται ότι επηρεάζονται τα συμφέροντα των κληρονόμων και ως εκ τούτου η έφεση θα πρέπει να συνεχιστεί. Αντίθετα οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι το συμφέρον του αποβιώσαντος είναι προσωποπαγές και έπαυσε να υφίσταται με το θάνατο του αιτητή.

Η νομική πλευρά

Το ερώτημα κατά πόσο μια προσφυγή μπορεί να συνεχιστεί μετά το θάνατο του αιτητή εξαρτάται από τη φύση της αίτησης.  Αν η διαφορά είναι προσωποπαγής (δεν είναι δηλαδή δικαίωμα που μεταβιβάζεται σε άλλο πρόσωπο) η προσφυγή τερματίζεται.  Αν όμως η διαφορά έχει περιουσιακό χαρακτήρα, τότε η προσφυγή μπορεί να προωθηθεί από τους κληρονόμους του αιτητή.

Η Ελληνική νομολογία και βιβλιογραφία πάνω στο θέμα είναι αρκετά διαφωτιστική. Όπως αναφέρεται στο Στασινόπουλο στο σύγγραμμα του “Δίκαιο Διοικητικών Πράξεων”, 1951, σ. 375,

“Η έκλειψις του αντικειμένου της πράξεως επέρχεται είτε δια του θανάτου του προσώπου, εις ό αφεώρα, είτε δια της εκλείψεως του πράγματος, το οποίον ως εκ της φύσεώς της είναι προωρισμένη να παρακολουθή η πράξις. Εις την πρώτην περίπτωσιν, υπάγονται αι προσωποπαγείς πράξεις. Κατά κανόνα, αι διοικητικαί πράξεις δέον να θεωρώνται προσωποπαγείς, υπό την έννοιαν ότι ισχύουν μόνον έναντι του προσώπου, επ’ ονόματι του οποίου εξεδόθησαν, ουχί δ’ έναντι των καθολικών ή ειδικών διαδόχων αυτού. Η έναντι των διαδόχων τούτων ισχύς της πράξεως αποτελεί εξαίρεσιν. Προσωποπαγείς πράξεις είναι οι διορισμοί δημοσίων υπαλλήλων, αι άδειαι ασκήσεως επαγγελμάτων, τελούντων υπό αστυνομικήν του κράτους εποπτείαν, ως η άδεια λειτουργίας εργοστασίου, η άδεια συστάσεως φαρμακείου, η άδεια ιδρύσεως κλινικής κλπ., εφ’ όσον οι νόμοι δεν προβλέπουν ειδικάς λύσεις, ως και γενικώς πάσα πράξις, διά την έκδοσιν της οποίας ελήφθησαν υπ’ όψιν στοιχεία και προϋποθέσεις συνδεδεμέναι προς το πρόσωπον, επ’ ονόματι του οποίου εξεδόθη.  Διά του [*811]θανάτου του προσώπου τούτου, λήγει η ισχύς της πράξεως, τα δ’ έννομα αποτελέσματα αυτής δεν είναι δυνατόν να συνεχισθώσιν έναντι των ειδικών ή καθολικών διαδόχων του προσώπου τούτου.”

Η ίδια γραμμή υιοθετείται από το Θ. Τσάτσο στο σύγγραμμα του “Αίτηση Ακυρώσεως”, 3η έκδοση, σ. 369 όπου αναφέρεται ότι:

“Διαπιστουμένου όμως του θανάτου του αιτούντος, εις το Συμβούλιον της Επικρατείας ανήκει να κρίνη κατά πόσον η συμμόρφωσις της διοικήσεως προς την ενδεχομένην απόφασιν αυτού άγει ταύτην, δηλαδή την διοίκησιν, εις ενέργειαν συνδεομένην προς προσωποπαγές συμφέρον (βλ. 574/36, 719/38, 93/49, 550/49, 1031/49, 1883/50) του αιτησαμένου την ακύρωσιν της προσβληθείσης πράξεως, μη νομιμοποιουμένων των κληρονόμων αυτού (βλ. 640/40, 93/49). Εν τοιαύτη περιπτώσει η περί ακυρώσεως αίτησις αποβαίνει απαράδεκτος λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος.”

Την ίδια άποψη τρέφει και ο Δαγτόγλου ο οποίος στο “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο”, 4η έκδοση, σ. 217 αναφέρει ότι,

“Ο θάνατος του δικαιούχου (ή η διάλυση του νομικού προσώπου) έχει καταργητική ισχύ επί προσωποπαγών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, εκτός αν ο Νόμος ορίζει αλλιώς.”

Ο τερματισμός της διαδικασίας λόγω του προσωποπαγούς χαρακτήρα της διαφοράς τονίζεται και από το Ν. Νίκα (ίδε “Το Εννομο Συμφέρον” 1981) και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, έκδοση 1969, σ. 273 όπου αναφέρεται ότι,

“Θανόντος του αιτούντος, νομίμως συνεχίζεται παρά των κληρονόμων αυτού η δίκη εφ’ όσον ούτοι κέκτηνται ίδιον συμφέρον προς συνέχισιν του δικαστικού αγώνος:  574 (36), 232 (57), 139 (57), 104 (57), 31 (57), 926 (57), 627 (56). Αν όμως το αντικείμενον της δίκης είναι προσωποπαγές ή δεν υπάρχουν πρόσωπα, άτινα να εμφανίζωνται ίνα συνεχίσουν την δίκην, τότε αύτη κηρύσσεται κατηργημένη: 1911 (50), 1883 (50), 2171 (51), 321 (42), 560 (49) κλπ.”

Ο καθορισμός μεταξύ του προσωποπαγούς χαρακτήρα μιας διαφοράς δεν είναι εύκολος. Όπως αναφέρει ο Β. Ρώτης στη με[*812]λέτη του “Ο θάνατος του Αιτούντος εν τη Ακυρωτική Δίκη”,

“Η επιχειρουμένη διάκρισις, είναι παρακινδυνευμένη, διότι το κριτήριον του αντιδίκου της δίκης είναι δυσκαθόριστον. Πολλάκις υπό το πρόσχημα του προσωπικού χαρακτήρος της διαφοράς κατηργήθησαν δίκαι έχουσαι αντικείμενον κληρονομητόν. Εξ άλλου είναι λίαν δυσχερές να διευκρινισθή εάν σχέσις καθαρώς κατ’ αρχήν προσωπική, όπως π.χ. η υπαλληλική σχέσις, η αποτελέσασα αντικείμενον ρυθμίσεως δια της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως αποσβεννυμένη αναντιρρήτως δια του θανάτου του έχοντος την τοιαύτην ιδιότητα δεν καταλείπει συνεπείας εις πρόσωπα ίδιον έχοντα συμφέρον επί την ανατροπήν της πράξεως, είτε διότι αύτη οικονομικώς επηρεάζει αυτούς (π.χ. ίδιον συνταξιοδοτικόν δικαίωμα ή δικαίωμα επί του ποσού της δικαιουμένης παρά του θανόντος μέχρι του θανάτου του συντάξεως), είτε διότι ενδιαφέρει η ηθική αποκατάστασις του θανόντος (π.χ. η υπό των συγγενών συνέχισις της προσπαθείας προς εξαφάνισιν της πράξεως επιβολής πειθαρχικής ποινής).”

Στην Κύπρο το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Chrysostomides v. The Greek Communal Chamber (1964) C.L.R. 397, όπου ο αιτητής αμφισβήτησε την εγκυρότητα απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου Διδασκάλων να τον θέσει σε διαθεσιμότητα για 12 μήνες (disciplinary suspension from the post of an elementary school teacher). Ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία της προσφυγής ο αιτητής απεβίωσε. Το θέμα της προώθησης της προσφυγής αφέθηκε να εξεταστεί με την ουσία της προσφυγής. Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη ότι οι καθ’ων η αίτηση κατέβαλαν στους εξαρτώμενους του αιτητή τα σχετικά ωφελήματα σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις χωρίς να ληφθεί υπόψη η απουσία του από τα καθήκοντα του, αποφάνθηκε ότι η δικαστική διαδικασία τερματίστηκε με το θάνατο του αιτητή και έτσι η τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής δεν ήταν αναγκαία.

Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε στην υπόθεση Kontoyiannis v. The Greek Communal Chamber (1966) 3 C.L.R. 313, όπου ο αιτητής αμφισβήτησε τη νομιμότητα της αφυπηρέτησης του από την υπηρεσία του ως διδάσκαλος. Ενώ εκκρεμούσε η εξέταση της προσφυγής του ο αιτητής απέθανε. Σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος δεν είχαν δικαίωμα να απαιτήσουν καταβολή της σύνταξής του. Ο αιτητής είχε συμπληρώσει τα χρόνια υπηρεσίας που θα του απέφεραν το μέγιστο ποσό που θα εδικαιούτο σε περίπτωση αφυπηρέτησης [*813]του και το εφάπαξ (gratuity) είχε καταβληθεί χωρίς καμιά αποκοπή. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι κληρονόμοι δεν είχαν ίδιον έννομο συμφέρο να συνεχίσουν την προώθηση της προσφυγής που είχε σαν επακόλουθο την απόρριψη της. Αναφορικά με την εισήγηση ότι αν επιτρεπόταν η προώθηση της προσφυγής μετά το θάνατο του αιτητή, οι κληρονόμοι θα εδικαιούντο στην καταβολή της διαφοράς μεταξύ του μισθού και της σύνταξης κατά τον ουσιώδη χρόνο, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αυτό δεν θα μπορούσε να προσδώσει στους κληρονόμους έννομο συμφέρον για να συνεχίσουν τη διαδικασία της προσφυγής.

Η απόφαση Kontoyiannis υιοθετήθηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Georghiou v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1571, όπου ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Κτηματικού Λειτουργού. Ενώ εκκρεμούσε η εξέταση της προσφυγής ο αιτητής απέθανε αφήνοντας ως κληρονόμους την κόρη του και το γιό του (αφού η σύζυγος του είχε αποθάνει πριν από τον αιτητή).  Η κόρη του αιτητή λόγω ηλικίας δεν μπορούσε να απαιτήσει την καταβολή μέρους της σύνταξης του πατέρα της. Ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι η διαδικασία θα μπορούσε να συνεχιστεί και τούτο γιατί ο γιός του αποθανόντος, που υπηρετούσε τότε τη στρατιωτική του θητεία, σε περίπτωση εγγραφής του σε Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο για ανώτερες σπουδές θα εδικαιούτο σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 9/67 ένα μεγαλύτερο ποσό για τις σπουδές του αν επιτρεπόταν η προώθηση της διαδικασίας της προσφυγής παρά αν αυτή τερματιζόταν. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ερμηνεία των περί Συντάξεων Νομοθετικών Προνοιών δεν έδινε το δικαίωμα στο γιό του αιτητή να απαιτήσει μέρος της σύνταξης του αποβιώσαντος.  Έστω και αν το ποσό το οποίο θα εδικαιούτο θα αυξανόταν ως αποτέλεσμα επιτυχούς έκβασης της προσφυγής, ο γιός του αποβιώσαντος δεν είχε έννομο συμφέρο να προωθήσει τη διαδικασία της προσφυγής. 

Στην υπόθεση Τσαγγάρη v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 434, όπου ο εφεσείων αμφισβήτησε την εγκυρότητα διοικητικής απόφασης για τη μη παραχώρηση στον εφεσείοντα κατοικίας, ως αποτέλεσμα της μετακίνησης των κατοίκων του χωριού Άλασσα για την κατασκευή του φράγματος στον ποταμό Κούρρη, τονίστηκε ότι σύμφωνα με τη νομολογία το άρθρο 146.2 του Συντάγματος καθιστά την προσβολή ιδίου, δηλαδή προσωπικού συμφέροντος του επιζητούντος την αναθεώρηση διοικητικής απόφα[*814]σης, πράξης ή παράλειψης, προϋπόθεσης για την άσκηση της προσφυγής.

Όπως έχει τεθεί στην υπόθεση Americanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 540, 544,

“Το συμφέρον που απαιτείται για να στηρίξει προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 146.2, πρέπει να είναι προσωπικό ή άμεσο.  Δεν πρέπει να πηγάζει από ζημιά που έχει προκληθεί σε τρίτους.”

Για το ίδιο θέμα ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο”, δεύτερη έκδοση, παραγ. 542 αναφέρει ότι “το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή να ανήκει απευθείας στον ασκούντα το ένδικο βοήθημα και όχι σε τρίτο πρόσωπο και εμμέσως μόνο στον αιτούντα, όπως π.χ. στην περίπτωση δανειστή του δικαιούχου”.

Στην υπόθεση G.C. School of Careers κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 171, αντικείμενο των συνεκδικαζόμενων προσφυγών ήταν η απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού για τον καθορισμό του δικαιώματος συμμετοχής των αποφοίτων εγγεγραμμένων ιδιωτικών σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης στις εισαγωγικές εξετάσεις για εισδοχή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στα Ανώτερα και Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Ελλάδας (ΑΑΕΙ). Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι τα αναγνωρισμένα ιδιωτικά σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης ενομιμοποιούντο να προσφύγουν (αφού θιγόταν η υπόσταση τους και η θέση τους στο εκπαιδευτικό στερέωμα της Κύπρου), οι υπόλοιποι αιτητές, που ήταν γονείς που ενεργούσαν υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα για τα τέκνα τους, δεν ενομιμοποιούντο να προσφύγουν (αφού το συμφέρον το οποίο επιδίωκαν να προστατεύσουν ήταν έμμεσο χωρίς οι ίδιοι προσωπικά να επηρεάζονται δυσμενώς). Όπως τονίστηκε από τον Πική, Δ. - όπως ήταν τότε -

“Οι υπόλοιποι αιτητές ενεργούν, όπως αναφέρεται στην ίδια την προσφυγή, υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα. Το συμφέρον το οποίο επιδιώκουν να προστατεύσουν είναι έμμεσο· πηγάζει από τον επηρεασμό των συμφερόντων των τέκνων ή των κηδεμονευομένων τους χωρίς να επικαλούνται οποιοδήποτε προσωπικό επηρεασμό. Προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής βάσει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, είναι ο άμεσος επηρεασμός των συμφερόντων του αιτητή (βλ. Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208 και Οικονομίδης ν. Δη[*815]μοκρατίας - Α.Ε. 708, απόφαση εκδόθηκε στις 16.3.90 και θα δημοσιευτεί στους τόμους (1990) 3 Α.Α.Δ.).  Δεν εξετάζεται η περίπτωση διεκδίκησης ίδιου συμφέροντος από τους γονείς για την εξασφάλιση του δικαιώματος παροχής εκπαίδευσης στα τέκνα τους, οπόταν θα ενομιμοποιούντο να προσφύγουν.”

Στην παρούσα περίπτωση ο αποβιώσας (που διατηρούσε βιομηχανία κατασκευής λεωφορείων)  άρχισε την κατασκευή και/ή συναρμολόγηση ενός αυτοφερόμενου λεωφορείου (τύπου και ονομασίας SAM KOLOSSOS 1280 R).  Μετά το θάνατο του δεν έχει προβληθεί οτιδήποτε ενώπιόν μας που θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι οι κληρονόμοι της περιουσίας του “κέκτηνται ίδιον συμφέρον προς συνέχιση του δικαστικού αγώνος”. Όπως φαίνεται από την ένορκη δήλωση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η αίτηση για τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής οι εφεσείοντες επιθυμούν τη συνέχιση της προσφυγής για να καταστεί δυνατή η διεκδίκηση αποζημιώσεων σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146.6 του Συντάγματος υπέρ της περιουσίας του αποβιώσαντος σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής. Ωστόσο η απλή ύπαρξη προσφυγής, η οποία αν πετύχει θα έχει σαν αποτέλεσμα την έγερση αγωγής για αποζημιώσεις, έχει θεωρηθεί από τη νομολογία ότι δεν παρέχει επαρκές έννομο συμφέρον για τους κληρονόμους να προωθήσουν μια προσφυγή χωρίς να υφίσταται και συμφέρον των κληρονόμων στο αντικείμενο της προσφυγής.  (Βλ. Chrysostomides, πιο πάνω, σελ. 405:

“As it has been seen from the review of the afore-mentioned decisions of the Greek Council of State, the mere existence of a recourse which, if successful, could always give rise to an action for damages, has apparently not been considered as providing sufficient legitimate interest for the heirs to continue a recourse, without an interest of the heirs themselves in the subject-matter of the recourse. Otherwise in all instances the Council of State would have invariably held that the heirs could have continued the recourse because of their eventual expectation to claim damages by stepping into the shoes of applicant; it is obvious that this view was not adopted by the Council of State of Greece.”

Εκτός από τη διεκδίκηση αποζημιώσεων δυνάμει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος οι εφεσείοντες δεν έχουν επιδείξει οποιοδήποτε άμεσο δικό τους συμφέρον σε σχέση με το αντικείμενο της προσφυγής. Αυτό ανήκε αποκλειστικά στον αποβιώσαντα αιτητή.  Πρόκειται σαφώς για απόφαση με προσωποπαγή χαρα[*816]κτηριστικά τα οποία συνδέονται με τον αποβιώσαντα αιτητή.  Με το θάνατο του τελευταίου λήγει η ισχύς της προσβαλλόμενης πράξης και τα έννομα της αποτελέσματα δεν είναι δυνατόν να συνεχισθούν έναντι των διαχειριστών της περιουσίας του. Οι τελευταίοι δεν “κέκτηνται έννομου συμφέροντος” σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίπτεται. Έχοντας υπόψη την ιδιάζουσα τροπή της διαδικασίας δεν εκδίδεται οποιοδήποτε διάταγμα για έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο