(1999) 3 ΑΑΔ 828
[*828]15 Δεκεμβρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ADRIAN HOLDINGS LTD,
Eφεσείοντες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2410)
Eπίταξη — Επιτρέπεται μόνο για συνολικό διάστημα τριών ετών — Άρθρο 23.8 του Συντάγματος — Η κατά παράβαση του Άρθρου αυτού πρόνοια του Ν. 10/92 περί δυνατότητας ανανεώσεως του διατάγματος κάθε τρία έτη, επιτρέπεται βάσει του δικαίου της ανάγκης λόγω της Τουρκικής κατοχής.
Επίταξη — Νόμος 10/92 — Επιτρέπει επίταξη πέραν των τριών ετών κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης — Η εφαρμογή του Νόμου το έτος 1994, με την έκδοση διατάγματος επίταξης, δεν αποτελεί κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας, ενόψει του ότι η αναγκαιότητα επίταξης υπήρχε από την εφαρμογή του Νόμου.
Επίταξη — Αναζήτηση της ολιγότερης επαχθούς λύσης — Ζήτημα τεχνικό — Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εφόσον η διοίκηση κινήθηκε μέσα σε επιτρεπτά όρια — Διεξήχθη επαρκής έρευνα που οδήγησε στην πρακτικά αναπόφευκτη λύση της επίταξης.
Η εφεσείουσα προσέβαλε με την έφεσή της, την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή της κατά του διατάγματος επίταξης του κτιρίου της, είχε απορριφθεί. Το διάταγμα επίταξης, εκδόθηκε δυνάμει του Νόμου 10/92 για σκοπούς άμυνας λόγω της συνεχιζόμενης στρατιωτικής Τουρκικής κατοχής.
Η εφεσείουσα πρόβαλε λόγους ακυρότητας περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου αρ. 10/92, περί απουσίας των προϋποθέσεων εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης, περί κατάχρησης εξουσίας και περί ελλείψεως δέουσας έρευνας αναφορικά με άλλες λύσεις που θα [*829]μπορούσαν να είχαν επιλεγεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε πως ο περιορισμός της επίταξης σε περίοδο κατ’ ανώτατο όριο τριών ετών στο Άρθρο 23.8 του Συντάγματος αναφέρεται στο σύνολο που καλύπτουν όλα τα εκδοθέντα διατάγματα σε σχέση με την ίδια περιουσία και όχι το καθένα χωριστά. Αυτή άλλωστε η συνταγματική πτυχή αποφασίστηκε πρωτόδικα στη Vassiadou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 955 και ακολούθως, όταν κατόπιν έφεσης που άσκησε η Δημοκρατία υποβλήθηκε εκ μέρους της αίτημα για απόσυρση της έφεσης, η Ολομέλεια, παραχωρώντας κατά πλειοψηφία άδεια, προέβη σε επιδοκιμαστικές παρατηρήσεις: Bλ. Republic v. Vassiadou (1987) 3 C.L.R. 860.
Επομένως, στην έκταση που ο Ν. 10/92 βρίσκεται σε ασυμφωνία με την εν λόγω διάταξη του Συντάγματος, δεν μπορεί να επικρατήσει, εκτός αν δικαιολογείται βάσει του δικαίου της ανάγκης. Οι σχετικές αρχές εκτίθεται στην Attorney - General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195. Είναι προφανές και σημειώνεται ως ζήτημα αναφορικά με το οποίο υπάρχει δικαστική γνώση, ότι η ανάγκη για την άμυνα της Κύπρου έναντι των Τουρκικών στρατευμάτων κατοχής συνεχίζεται αμείωτη ως προϋπόθεση για την επιβίωση του τόπου και ότι στην περιοχή για την οποία γίνεται εδώ λόγος η αντιπαράταξη με τον εχθρό καθίσταται, λόγω της αμεσότητάς της, ιδιαίτερα οξεία. Η αντιμετώπιση του κινδύνου τον οποίο επάγονται αυτές οι περιστάσεις της έκρυθμης κατάστασης, οι εντελώς έξω από την ομαλή πορεία των πολιτειακών πραγμάτων, όσο και αν με τις καθημερινές ασχολίες το βλέμμα βρίσκεται συχνά στραμμένο προς τα αλλού, δικαιολογεί παρέκκλιση από την πρόνοια του Άρθρου23.8 του Συντάγματος, βάσει του δικαίου της ανάγκης.
2. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμφωνήσει ότι επειδή ο εν λόγω νόμος έγινε όχι σε χρονική εγγύτητα με την εισβολή, αλλά πολύ αργότερα, αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχε άλλοτε και δεν υπάρχει τώρα ανάγκη αδήριτη που να τον επιβάλλει. Το ότι αφέθηκε το ζήτημα να φτάσει μέχρι την επιφύλαξη της απόφασης στη δεύτερη αγωγή της εφεσείουσας προτού εκδοθεί το διάταγμα επίταξης, δεν υποδηλώνει κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Σε αυτό, η συνταγματικότητα ελέγχεται με αναφορά στην εφαρμογή πλέον του νόμου: βλ. Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας, (1999) 2 Α.Α.Δ. 411.
[*830]3. To επόμενο ζήτημα είναι τα κατά πόσο εδώ οι συγκεκριμένες ανάγκες της περίπτωσης καθιστούσαν επιβεβλημένη τη δοθείσα λύση με την έκδοση του προσβληθέντος διατάγματος. Πρόκειται εδώ για ζήτημα κατ’ εξοχήν τεχνικό σε σχέση με το οποία δε χωρεί επέμβαση εφόσον η Διοίκηση κινήθηκε μέσα σε λογικά όρια: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Vryonides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1567. Εν προκειμένω, όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου, η Διοίκηση διερεύνησε, υπό το φως της εμπειρίας των εξελίξεων στην περιοχή από τουλάχιστο το χρόνο της εισβολής, ό,τι θα μπορούσε πρακτικά να συνέβαλλε στην εξεύρεση της όσο το δυνατό πιο ανώδυνης λύσης. Η διεξαχθείσα έρευνα ήταν ευλόγως επαρκής και πρόσφερε τη δυνατότητα για τη λήψη απόφασης. Η μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς της Δημοκρατίας πρωτόδικα, δεν πρόσθεσε ουσιαστικά οτιδήποτε σε αυτό, αφού τα στοιχεία ήδη υπήρχαν στο φάκελο, ενώ η μαρτυρία που προσήχθη από την εφεσείουσα δεν μπορούσε να υποβιβάσει τη σημασία τους.
Η λύση που δόθηκε καθίστατο πρακτικά αναπόφευκτη. Οι λύσεις τις οποίες η εφεσείουσα εισηγήθηκε στο πλαίσιο της συζήτησης της υπόθεσης δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της περίπτωσης Η εισήγηση για κατασκευή πύργου σε άλλο σημείο είχε εξεταστεί με σοβαρότητα από την Εθνική Φρουρά, αλλά βρέθηκε να έχει μειονεκτήματα. Η εισήγηση για χρησιμοποίηση του κτιρίου μόνο σε περίπτωση που θα παρουσιαζόταν αμυντική ανάγκη εκλαμβάνει εσφαλμένα ως δεδομένο, ότι εφόσον δεν εκδηλώνεται Τουρκική επιθετική επιχείρηση δεν προκύπτει αναγκαιότητα για επανδρωμένη αμυντική οχύρωση, ταυτίζοντας έτσι το πρόβλημα της άμυνας με μόνο τις στιγμές κρίσης. Η τρίτη εισήγηση για προσπάθεια ενοικίασης του κτιρίου θέτει, τις ζωτικές αμυντικές ανάγκες της Εθνικής Φρουράς - σε αυτό το σημείο όπως και σε άλλα κατά μήκος μιας μεγάλης και δύσκολης γραμμής αντιπαράταξης με τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής - στην αβεβαιότητα, από διάφορες απόψεις, της ιδιωτικής διαπραγμάτευσης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Vassiadou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 955,
Republic v. Vassiadou (1987) 3 C.L.R. 860,
Attorney - General v. Ibrahim a.o. (1964) C.L.R. 195,
[*831]Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 411,
Vryonides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1567.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Χατζητσαγγάρης, Δ.) που δόθηκε στις 8 Ιανουαρίου, 1997 (Προσφυγή Αρ. 731/95) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των εφεσειόντων κατά του διατάγματος επίταξης μέρους της πολυκατοικίας τους, γνωστής ως Adrian Court για περίοδο τριών ετών, με βάση τον περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας για σκοπούς Άμυνας (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1992, όπως τροποποιήθηκε.
Κ. Kυριακόπουλος, για τους Εφεσείοντες.
Τ. Πολυχρονίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία είναι ιδιοκτήτρια πολυκατοικίας, γνωστής ως Adrian Court, που γειτνιάζει με τα Τουρκικά φυλάκια στην περιοχή της Υπάτης Βρεττανικής Αρμοστείας στη Λευκωσία. Με την έναρξη της εισβολής διεξήχθηκαν εκεί πολεμικές επιχειρήσεις ενόψει των οποίων η Εθνική Φρουρά κατέλαβε από την αρχή το κτίριο μέσα στο πλαίσιο της προσπάθειας της να αποκρούσει την προέλαση των Τουρκικών στρατευμάτων. Μετά παρέμεινε στο κτίριο για σκοπούς άμυνας, χωρίς όμως η Δημοκρατία να προβεί σε νομικές διευθετήσεις.
Το 1977 η εφεσείουσα κίνησε αγωγή για παράνομη επέμβαση. Με απόφαση, ημερ. 18 Απριλίου 1981, το Επαρχιακό Δικαστήριο της επεδίκασε αποζημιώσεις για την περίοδο από 1 Σεπτεμβρίου 1974 μέχρι 31 Μαΐου 1978. Στο μεταξύ, στις 2 Ιουνίου 1978, επιτάχθηκε μέρος του κτιρίου ως απόλυτα αναγκαίο για την άμυνα της Κύπρου. Επρόκειτο για τα διαμερίσματα 1, 2, 4, 6, 8, 10 όπως και την οροφή μαζί με τη σκάλα που οδηγεί σε αυτήν. Με διαδοχικά διατάγματα η επίταξη των διαμερισμάτων 1, 2, 4, 6 και 8 παρατάθηκε μέχρι τις 4 Αυγούστου 1984, ενώ το δια[*832]μέρισμα 10 η οροφή και η σκάλα μέχρι την 20 Νοεμβρίου 1989. Η αποζημίωση για την επίταξη κατά την εν λόγω περίοδο συμφωνήθηκε σε σχετική διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Συνέχισε όμως η Δημοκρατία να κρατά το διαμέρισμα 10, την οροφή και τη σκάλα ακόμα και μετά που έληξε, στις 20 Νεομβρίου 1989, το τελευταίο στη σειρά διάταγμα. Ως αποτέλεσμα, η εφεσείουσα κίνησε νέα αγωγή για παράνομη επέμβαση από τον Νοέμβριο 1989, αυτή τη φορά. Κατόπιν ακρόασης, το Επαρχιακό Δικαστήριο επιφύλαξε στις 22 Νοεμβρίου 1994 την απόφαση του. Λίγο μετά, στις 2 Δεκεμβρίου 1994 και προτού εκδοθεί η απόφαση, το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας για Σκοπούς Άμυνας (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1992 (Ν.10/92, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.26(1)/94) διάταγμα επίταξης της οροφής και της σκάλας της πολυκατοικίας, για περίοδο τριών ετών.
Πρόκειται για το διάταγμα που προσβλήθηκε με την προσφυγή από την οποία προέρχεται η παρούσα έφεση. Η Εθνική Φρουρά είχε πάντως εξετάσει και εναλλακτικές λύσεις για κάλυψη της ανάγκης. Μνημονεύονται σε έγγραφο ημερ. 9 Σεπτεμβρίου 1992. Με το οποίο επισημαίνεται ότι κατόπιν πιο πρόσφατης αναγνώρισης στην περιοχή, διαπιστώθηκε πως:
“α. Ο ρόλος του υπόψη κτιρίου δεν είναι δυνατόν να υποκατασταθεί, για την επιτήρηση της όλης περιοχής, ούτε να αναπληρωθεί από οποιαδήποτε άλλη κατασκευή διότι αυτό:
(1) Αποτελεί αμυντικό στήριγμα της περιοχής.
(2) Παρέχει κάλυψη στο προσωπικό και ευρέα πεδία βολής.
(3) Από την οροφή του επιτηρείται άριστα η περιοχή μέχρι την Σχολή Γρηγορίου (Δυτικά) τον Πενταδάκτυλο (Βόρεια) και την παρυφή της κατεχόμενης Λευκωσίας (Ανατολικά).
(4) Δεν γίνεται εύκολος στόχος όπως μια μεμονωμένη και χαρακτηριστική κατασκευή, π.χ. ένας μεταλλικός πύργος.”
Ο Νόμος 10/92 τιτλοφορείται ως “Νόμος που περιέχει προσωρινές διατάξεις αναφορικά με την επίταξη ιδιοκτησίας για σκοπούς άμυνας οι οποίοι προκύπτουν από την Τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη στρατιωτική κατοχή τμήματος της επικράτειας της Δημοκρατίας.” Στο προοίμιο αναφέρονται δε τα ακόλουθα:
[*833]“Δεδομένου ότι, συνεπεία της τουρκικής εισβολής και της συνεχιζόμενης στρατιωτικής κατοχής τμήματος της επικράτειας της Δημοκρατίας, καθίσταται αναγκαία η χρήση ιδιωτικής ιδιοκτησίας για την αντιμετώπιση έκτακτων αμυντικών αναγκών, οι οποίες έχουν προκύψει ή προκύπτουν από την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί· και
Δεδομένου ότι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθίσταται αναγκαία η χρήση της πιο πάνω ιδιοκτησίας εξαρτάται άμεσα από τα υφιστάμενα σε κάθε χρονική στιγμή στρατιωτικά δεδομένα, καθώς και από την εν γένει κατάσταση που προκύπτει ως άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και της συνεχιζόμενης στρατιωτικής κατοχής εδαφών της Δημοκρατίας.
Γι’ αυτό, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
......................................................................................................”
Από τις ουσιαστικές πρόνοιες ενδιαφέρει εδώ κυρίως εκείνη με την οποία παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο η δυνατότητα για την έκδοση διαταγμάτων επίταξης τα οποία ενώ δεν μπορεί το καθένα να υπερβαίνει τα τρία έτη, εντούτοις διαδοχικά διατάγματα μπορούν, νοουμένου ότι δεν θα υπερβαίνουν “το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξακολουθεί να υφίσταται η έκρυθμη κατάσταση.”
Η εφεσείουσα προώθησε πρωτόδικα και επανέλαβε προς εξέταση στην παρούσα έφεση τις ακόλουθες θέσεις. Πρώτο, ότι ο Ν.10/92 αντίκειται στο Άρθρο 23.8 του Συντάγματος το οποίο δεν επιτρέπει την επίταξη για περίοδο πέραν των τριών ετών· και περιστάσεις που να δικαιολογούσαν το Νόμο βάσει του δικαίου της ανάγκης δεν συνέτρεχαν ιδιαίτερα αφού, αφενός, δεκαοκτώ χρόνια μετά την εισβολή δεν προέκυψε απρόβλεπτη ή εκδήλως επείγουσα ανάγκη και, αφετέρου, υπήρχαν άλλες εναλλακτικές λύσεις όπως η τοποθέτηση πύργου σε παρακείμενο διόροφο κτίριο το οποίο επίσης χρησιμοποιούσε η Εθνική Φρουρά ή ακόμα η διαπραγμάτευση για ενοικίαση του κτιρίου. Δεύτερο, ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα αναφορικά με τη δυνατότητα χρησιμοποίησης του παρακείμενου διόροφου κτιρίου. Τρίτο, ότι η Εθνική Φρουρά τελούσε υπό την πλάνη πως δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το κτίριο αν παρουσιαζόταν αμυντική ανάγκη. Η εφεσείουσα τόνισε πως ποτέ δεν αρνήθηκε να επιτρέψει την κατασκευή μη επανδρωμένων οχυρωματικών έργων τα οποία “θα μπορούσαν να επανδρωθούν σε χρόνο μηδέν από το παρακείμενο φυλάκιο”. Και, [*834]τέταρτο, ότι υπήρξε παράβαση ή κατάχρηση εξουσίας αφού το επίδικο διάταγμα επίταξης εκδόθηκε τέλος του 1994, λίγο μετά την επιφύλαξη της δικαστικής απόφασης στη δεύτερη αγωγή της εφεσείουσας για παράνομη επέμβαση, ενώ η αμυντική ανάγκη την οποία επικαλείτο η Δημοκρατία πρέπει να ήταν γνωστή από το 1974 και ο Νόμος στον οποίο στηρίχθηκε το διάταγμα υπήρχε από το 1992, οπόταν καθίστατο “φανερό ότι οι καθ’ ων χρησιμοποίησαν τις εξουσίες που τους δόθηκαν από τον αντισυνταγματικό Νόμο 10/92 για να αποφύγουν τις συνέπειες της δικαστικής απόφασης εναντίον τους ...”. Επιπλέον προβάλλεται, σε ό,τι αφορά την έφεση, πως και η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη αφού (α) δεν δίδεται εξήγηση “γιατί τυγχάνει εφαρμογής το δίκαιο της ανάγκης” στην παρούσα περίπτωση( και (β) δεν εξηγείται γιατί έγινε δεκτή η μαρτυρία που προσήγαγε η Δημοκρατία και όχι εκείνη που προσήχθη από την εφεσείουσα.
Σημειώνουμε κατ’ αρχάς ότι η Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε πως ο περιορισμός της επίταξης σε περίοδο κατ’ ανώτατο όριο τριών ετών στο Άρθρο 23.8 του Συντάγματος αναφέρεται στο σύνολο που καλύπτουν όλα τα εκδοθέντα διατάγματα σε σχέση με την ίδια περιουσία και όχι το καθένα χωριστά. Αυτή άλλωστε η συνταγματική πτυχή αποφασίστηκε πρωτόδικα στη Vassiadou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 955 και ακολούθως, όταν κατόπιν έφεσης που άσκησε η Δημοκρατία υποβλήθηκε εκ μέρους της αίτημα για απόσυρση της έφεσης, η Ολομέλεια, παραχωρώντας κατά πλειοψηφία άδεια, προέβη σε επιδοκιμαστικές παρατηρήσεις: βλ. Republic v.Vassiadou (1987) 3 C.L.R. 860.
Eπομένως, στην έκταση που ο Ν.10/92 βρίσκεται σε ασυμφωνία με την εν λόγω διάταξη του Συντάγματος, δεν μπορεί να επικρατήσει εκτός αν δικαιολογείται βάσει του δικαίου της ανάγκης. Οι σχετικές αρχές εκτίθενται στην Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195. Είναι προφανές, και το σημειώνουμε ως ζήτημα αναφορικά με το οποίο έχουμε δικαστική γνώση, ότι η ανάγκη για την άμυνα της Κύπρου έναντι των Τουρκικών στρατευμάτων κατοχής συνεχίζεται αμείωτη ως προϋπόθεση για την επιβίωση του τόπου και ότι στην περιοχή για την οποία γίνεται εδώ λόγος η αντιπαράταξη με τον εχθρό καθίσταται, λόγω της αμεσότητάς της, ιδιαίτερα οξεία. Η αντιμετώπιση του κινδύνου τον οποίο επάγονται αυτές οι περιστάσεις της έκρυθμης κατάστασης, οι εντελώς έξω από την ομαλή πορεία των πολιτειακών πραγμάτων, όσο και αν με τις καθημερινές ασχολίες το βλέμμα βρίσκεται συχνά στραμμένο προς τα αλλού, δικαιολογεί κατά τη γνώμη μας πα[*835]ρέκκλιση από την πρόνοια του Άρθρου 23.8 του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την άποψη της εφεσείουσας ότι επειδή ο εν λόγω νόμος έγινε όχι σε χρονική εγγύτητα με την εισβολή αλλά πολύ αργότερα, αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχε άλλοτε και δεν υπάρχει τώρα ανάγκη αδήριτη που να τον επιβάλλει. Τουναντίον, το ιστορικό αυτής της υπόθεσης δείχνει, με την περιστασιακή και την κατά τα μεγαλύτερα διαστήματα παράνομη αντίκρυση του προβλήματος από μέρους της Δημοκρατίας, πόσο αναγκαία ήταν η εξ αρχής επίσημη ρύθμιση του γενικότερου θέματος. Το ότι λοιπόν αφέθηκε το ζήτημα να φτάσει μέχρι την επιφύλαξη της απόφασης στη δεύτερη αγωγή της εφεσείουσας προτού εκδοθεί το διάταγμα επίταξης, δεν υποδηλώνει κατά την άποψη μας κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Σε αυτό, η συνταγματικότητα ελέγχεται με αναφορά στην εφαρμογή πλέον του νόμου: βλ. Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 411.
Το επόμενο ζήτημα είναι το κατά πόσο εδώ οι συγκεκριμένες ανάγκες της περίπτωσης καθιστούσαν επιβεβλημένη τη δοθείσα λύση με την έκδοση του προσβληθέντος διατάγματος. Πρόκειται εδώ για ζήτημα κατ’ εξοχήν τεχνικό σε σχέση με το οποίο δεν χωρεί επέμβαση εφόσον η Διοίκηση κινήθηκε μέσα σε λογικά όρια: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Vryonides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1567. Εν προκειμένω, όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου, η Διοίκηση διερεύνησε, υπό το φως της εμπειρίας των εξελίξεων στην περιοχή από τουλάχιστο το χρόνο της εισβολής, ό,τι θα μπορούσε πρακτικά να συνέβαλλε στην εξεύρεση της όσο το δυνατό πιο ανώδυνης λύσης. Η διεξαχθείσα έρευνα ήταν ευλόγως επαρκής και πρόσφερε τη δυνατότητα για τη λήψη απόφασης. Η μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς της Δημοκρατίας πρωτόδικα δεν πρόσθεσε ουσιαστικά ο,τιδήποτε σε αυτό αφού τα στοιχεία ήδη υπήρχαν στο φάκελο, ενώ η μαρτυρία που προσήχθη από την εφεσείουσα δεν μπορούσε να υποβιβάσει τη σημασία τους.
Η λύση που δόθηκε καθίστατο πρακτικά αναπόφευκτη. Οι λύσεις τις οποίες η εφεσείουσα εισηγήθηκε στο πλαίσιο της συζήτησης της υπόθεσης δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της περίπτωσης. Η εισήγηση για κατασκευή πύργου σε άλλο σημείο είχε εξεταστεί με σοβαρότητα από την Εθνική Φρουρά αλλά βρέθηκε να έχει μειονεκτήματα. Η εισήγηση για χρησιμοποίηση του κτιρίου μόνο σε περίπτωση που θα παρουσιαζόταν αμυντική [*836]ανάγκη εκλαμβάνει εσφαλμένα ως δεδομένο ότι εφόσον δεν εκδηλώνεται Τουρκική επιθετική επιχείρηση δεν προκύπτει αναγκαιότητα για επανδρωμένη αμυντική οχύρωση, ταυτίζοντας έτσι το πρόβλημα της άμυνας με μόνο τις στιγμές κρίσης. Η τρίτη εισήγηση για προσπάθεια ενοικίασης του κτιρίου θέτει, καθώς μας φαίνεται, τις ζωτικές αμυντικές ανάγκες της Εθνικής Φρουράς - σε αυτό το σημείο όπως και σε άλλα κατά μήκος μιας μεγάλης και δύσκολης γραμμής αντιπαράταξης με τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής - στην αβεβαιότητα, από διάφορες απόψεις, της ιδιωτικής διαπραγμάτευσης. Δεν διακρίνουμε λόγο που να δικαιολογεί τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και την ακύρωση του προσβληθέντος διατάγματος επίταξης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο