Κούλη Ανδρέας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 852

(1999) 3 ΑΑΔ 852

[*852]22 Δεκεμβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΛΗ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2384)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις Προϊσταμένου — Αναφορά στην προσφορά και εργασία των υποψηφίων για έτος για το οποίο δεν είχαν συνταχθεί εμπιστευτικές εκθέσεις — Δεν επιτρέπεται.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αξία — Καθορίζεται και από την επάρκεια και αποτελεσματικότητα άσκησης των καθηκόντων τους — Η φύση των καθηκόντων και η ανάθεση υπέρτερων καθηκόντων δεν μπορεί να δώσει προβάδισμα ή αθέμιτο πλεονέκτημα παρά μόνο αν προκύπτει ότι στους συναδέλφους του υπαλλήλου αυτού, δόθηκαν υποδεέστερα καθήκοντα λόγω ανεπάρκειας.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις Προϊσταμένου — Αναφορά στην απροθυμία των συναδέλφων του συστηθέντος υπαλλήλου να αναλάβουν υπέρτερα καθήκοντα παρέμεινε ατεκμηρίωτη — Γενική και αόριστη η αναφορά στη σύσταση, περί εισυνειδησίας, ζήλου και αφοσίωσης του συστηθέντος στην εργασία του.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — Πολύ καλή γνώση Αγγλικής — Απαιτείται δέουσα έρευνα, ελλείψει αδιάσειστων στοιχείων — Δεν αποτελεί τεκμήριο η κατοχή θέσης, στην οποία απαιτείται η γνώση της Αγγλικής σε κατώτερο όμως επίπεδο — Ο Διευθυντής δεν μπορεί να βεβαιώσει για τη γνώση της Αγγλικής.

Ο εφεσείων είχε προσβάλει την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Φοροθέτη Α΄, αλλά πρωτοδίκως η προσφυγή του είχε απορριφθεί.

[*853]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Η σύσταση του Διευθυντή είναι τρωτή για περισσότερους από ένα λόγους. Κατ’ αρχήν γίνεται μνεία στην προσφορά των υποψηφίων για το έτος 1994, για το οποίο όμως δεν είχαν συνταχθεί οι ετήσιες εκθέσεις. Κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται, ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με την ασαφή δήλωση του Διευθυντή, ότι μέσα από κάποιες αλλαγές στην κατανομή των καθηκόντων, που έγιναν ακριβώς μέσα στο 1994, διαφάνηκε ότι κάποιοι υποψήφιοι προσέφεραν αξιόλογη υπηρεσία και επέδειξαν ιδιαίτερο ζήλο και ικανότητες.

2. Στη σύσταση γίνεται ιδιαίτερη μνεία στα καθήκοντα που ανατέθηκαν στο ενδιαφερόμενο μέρος. Η φύση των καθηκόντων που ανατέθηκαν σε υπάλληλο δεν αποτελεί νόμιμο κριτήριο για την πρόκριση υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του, εκτός ίσως όπου προκύπτει ότι στον τελευταίο ανατέθηκαν, λόγω ανεπάρκειας περιορισμένα καθήκοντα. Μέτρο κρίσης της αξίας των υποψηφίων είναι η επάρκεια και αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν τα καθήκοντά τους, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις και όχι η φύση ή το είδος της εργασίας που εκτελούν κατ’ εντολή των ανωτέρων τους.

    Υπάλληλος στον οποίο ανατέθηκαν περιορισμένα ή υποδεέστερα καθήκοντα δεν μπορεί να τίθεται σε μειονεκτική ή δυσμενέστερη θέση έναντι συναδέλφου του, στον οποίο παρασχέθηκε η ευκαιρία για πλήρη ανάπτυξη των ικανοτήτων του. Ο χαρακτηρισμός των καθηκόντων που ανατέθηκαν στο ενδιαφερόμενο μέρος ως «ένα πολύ δύσκολο, επίπονο και σοβαρότατο καθήκον», δημιουργεί σ’ αυτόν ένα αθέμιτο πλεονέκτημα.

3. Ο Διευθυντής αναφέρει ότι άλλοι συνάδελφοι του ενδιαφερόμενου μέρους έδειξαν απροθυμία να αναλάβουν το έργο που του είχε ανατεθεί. Η διαπίστωση αυτή δεν τεκμηριώνεται καθ΄οιονδήποτε τρόπο από τα στοιχεία των φακέλων, αφού πουθενά δε φαίνεται ότι έγινε καν εισήγηση σε άλλους υπαλλήλους να αναλάβουν το συγκεκριμένο έργο. Πολύ δε περισσότερο ότι αρνήθηκαν να το αναλάβουν.

    Περαιτέρω, γενική, αόριστη και στην ουσία κοινοτυπία, είναι και η δήλωση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος εργάστηκε με εντυπωσιακή ευσυνειδησία, ζήλο και αφοσίωση χωρίς να φείδεται κόπου και χρόνου. Η σύσταση του Διευθυντή κάθε άλλο από αψεγάδιστη μπορεί να χαρακτηριστεί. Αντίθετα είναι λανθασμένη, δε στηρίζεται στα στοιχεία των φακέλων και τρωτή αφού δημιούργησε συνθήκες πλάνης.

[*854]4.       Το σχέδιο υπηρεσίας προνοεί ως απαιτούμενο προσόν την πολύ καλή γνώση της αγγλικής. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι έγινε η δέουσα έρευνα, μια και το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που κατείχε προηγουμένως το ενδιαφερόμενο μέρος απαιτούσε καλή γνώση της αγγλικής. Το Δικαστήριο αναφέρει επίσης, ότι ο Διευθυντής ανέφερε, πως όλοι οι υποψήφιοι είχαν εκπαιδευτεί από αγγλόφωνο εμπειρογνώμονα σε θέματα σχετικά με την εργασία τους, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε επιτύχει σε εξετάσεις λογιστικής στο υψηλότερο επίπεδο του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου.

    Το πιο πάνω συμπέρασμα δεν είναι ορθό. Κατ’ αρχήν στην προηγούμενη θέση που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας επίπεδο γνώσης της αγγλικής ήταν η καλή γνώση, ενώ το επίπεδο που απαιτείται για την παρούσα θέση είναι της πολύ καλής γνώσης. Περαιτέρω, δεν είναι ακριβές ότι ο Διευθυντής αναφέρθηκε σε επιτυχία του ενδιαφερόμενου μέρους σε εξετάσεις λογιστικής. Εν πάση περιπτώσει η Επιτροπή δεν μπορούσε να βασιστεί στη δήλωση του Διευθυντή αναφορικά με το επίπεδο γνώσης μιας ξένης γλώσσας που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας. Έπρεπε να βεβαιωθεί, ύστερα από δέουσα έρευνα ότι οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα. Η νομολογία έχει επανειλημμένα τονίσει την αναγκαιότητα για έρευνα από το διορίζον όργανο, όταν δεν υπάρχουν τα αδιάσειστα εκείνα ενδεικτικά που καταδεικνύουν την επάρκεια της γνώσης μιας γλώσσας.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Xριστοδουλίδου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626,

Στεφάνου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3004,

Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070,

Χαραλαμπίδης v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414,

Αλεξάνδρου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 819/92, ημερ. 7.2.95,

Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 760/94, ημερ. 31.10.95,

Κυπερούντας v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 819/96, ημερ. 10.11.99,

[*855]Παπαδάμου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 973/93, ημερ. 2.10.96,

Χατζηγιάννη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,

Στυλιανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 518/94 κ.ά., ημερ. 20.9.95.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Παπαδόπουλος, Δ.) που δόθηκε στις 8 Νοεμβρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 319/95) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Φοροθέτη Α’ (Φόρος Εισοδήματος) Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ελ. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O εφεσείων προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Ανώτερου Φοροθέτη Α΄ (Φόρου Εισοδήματος) (Τακτικός Προϋπολογισμός), Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, από την 1.1.1995 που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 24.2.1995. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί λανθασμένα κατέληξε ότι η σύσταση του Διευθυντή ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας  δεν ήταν παράτυπη.

Θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε το μέρος της σύστασης του Διευθυντή που σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση:

“Έχω μελετήσει τους Προσωπικούς Φακέλους όλων των υποψηφίων και τις Ετήσιες Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις για όλα τα χρόνια και επίσης έχω προσωπική γνώση όλων των υποψηφίων, για ορισμένους έμμεση και για άλλους άμεση.

[*856]Σ’ ό,τι αφορά την προσφορά των υποψηφίων για το έτος 1994, αναφέρω ότι αυτή ήταν περίπου στα ίδια επίπεδα με το 1993. Ασφαλώς μέσα από κάποιες αλλαγές ή εξελίξεις στην κατανομή των καθηκόντων, που έγιναν μέσα στο 1994, διαφάνηκε ότι κάποιοι υποψήφιοι προσέφεραν αξιόλογη υπηρεσία και επέδειξαν ιδιαίτερο ζήλο και ικανότητες. Αναμένω δε ότι αυτό θα αντικατοπτρίζεται και στις Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις.

................................................................................................

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, καθώς και τα καθήκοντα και ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, τη γενική προσφορά και ικανότητα του κάθε υποψηφίου και δίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στις Ετήσιες Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων για τα τελευταία χρόνια συστήνω για προαγωγή το Φελλά Αλκιβιάδη.

Ο Φελλάς από το Φεβρουάριο του 94 κλήθηκε να αναλάβει ένα πολύ δύσκολο, επίπονο και σοβαρότατο καθήκον που αφορά τον έλεγχο αποδοχής των προγραμμάτων του νέου μηχανογραφικού συστήματος για επαλήθευση της ορθότητας των αποτελεσμάτων όσον αφορά τη σωστή εφαρμογή της νομοθεσίας και των διαδικασιών του Τμήματος. Παρόλον που ο τομέας αυτός ήταν εντελώς νέος και παρόλον που άλλοι συνάδελφοι έδειξαν απροθυμία να αναλάβουν τέτοιο έργο ο Φελλάς εργάστηκε με εντυπωσιακή ευσυνειδησία, ζήλο και αφοσίωση, χωρίς να φείδεται κόπου και χρόνου, επιδεικνύοντας ψηλό βαθμό ικανότητας και απόδοσης. Ιδιαίτερα σημειώνεται η διορατικότητά του στην πρόβλεψη τυχόν προβλημάτων και η πρωτοβουλία του για επίλυση τους, καθώς και η υπευθυνότητα του, η οποία ήταν ανάλογη της σοβαρότητας του έργου που είχε αναλάβει. Κατά τη διεκπεραίωση της εργασίας του απέδειξε ότι είναι πολύ καλός γνώστης της νομοθεσίας, των εγκυκλίων του Τμήματος και των Δικαστικών Αποφάσεων που αφορούν το Τμήμα. Όσον αφορά τα προσόντα, αυτός δεν υπερέχει των άλλων υποψηφίων, αλλά υπερέχει έναντι όλων, εκτός του Σαββίδη, σε αρχαιότητα. Με βάση τα πιο πάνω, πιστεύω ότι, σε μία γενική θεώρηση όλων των κριτηρίων για προαγωγή, ο Φελλάς υπερέχει και είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης σε μεγαλύτερο βαθμό από τους υπόλοιπους υποψηφίους.”

Θα πρέπει να πούμε ότι συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα. Η σύσταση του Διευθυντή είναι τρωτή για περισσότερους από ένα λόγους. Κατ’ αρχήν γίνεται μνεία στην προ[*857]σφορά των υποψηφίων για το έτος 1994 για το οποίο όμως δεν είχαν συνταχθεί οι ετήσιες εκθέσεις. Κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται, ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με την ασαφή δήλωση του Διευθυντή ότι μέσα από κάποιες αλλαγές στην κατανομή των καθηκόντων που έγιναν ακριβώς μέσα στο 1994 διαφάνηκε ότι κάποιοι υποψήφιοι προσέφεραν αξιόλογη υπηρεσία και επέδειξαν ιδιαίτερο ζήλο και ικανότητες (Χριστοδουλίδου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626).

Περαιτέρω στη σύσταση γίνεται ιδιαίτερη μνεία στα καθήκοντα που ανατέθηκαν στο ενδιαφερόμενο μέρος. Η φύση των καθηκόντων που ανατέθηκαν σε υπάλληλο δεν αποτελεί νόμιμο κριτήριο για την πρόκριση υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του, εκτός ίσως όπου προκύπτει ότι στον τελευταίο ανατέθηκαν, λόγω ανεπάρκειας περιορισμένα καθήκοντα (βλ. Μαρούλλα Στεφάνου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3004). Μέτρο κρίσης της αξίας των υποψηφίων είναι η επάρκεια και αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν τα καθήκοντά τους όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις και όχι η φύση ή το είδος της εργασίας που εκτελούν κατ’ εντολή των ανωτέρων τους (Papadopoulos v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 1070, Xαραλαμπίδης v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414).

Yπάλληλος στον οποίο ανατέθηκαν περιορισμένα ή υποδεέστερα καθήκοντα δεν μπορεί να τίθεται σε μειονεκτική ή δυσμενέστερη θέση έναντι συναδέλφου του στον οποίο παρασχέθηκε η ευκαιρία για πλήρη ανάπτυξη των ικανοτήτων του (Αλεξάνδρου v. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 819/92, ημερ. 7.2.1995, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 760/94, ημερ. 31.10.1995). Ο χαρακτηρισμός των καθηκόντων που ανατέθηκαν στο ενδιαφερόμενο μέρος ως “ένα πολύ δύσκολο, επίπονο και σοβαρότατο καθήκον”, δημιουργεί σ’ αυτόν ένα αθέμιτο πλεονέκτημα. 

Ο διευθυντής όμως προχωρεί πάρα κάτω. Αναφέρει ότι άλλοι συνάδελφοι του ενδιαφερόμενου μέρους έδειξαν απροθυμία να αναλάβουν το έργο. Η διαπίστωση αυτή δεν τεκμηριώνεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τα στοιχεία των φακέλων, αφού πουθενά δεν φαίνεται ότι έγινε καν εισήγηση σε άλλους υπαλλήλους να αναλάβουν το συγκεκριμένο έργο. Πολύ δε περισσότερο ότι αρνήθηκαν να το αναλάβουν. 

Περαιτέρω, γενική, αόριστη και στην ουσία κοινοτυπία, είναι και η δήλωση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος εργάστηκε με εντυπωσιακή ευσυνειδησία, ζήλο και αφοσίωση χωρίς να φείδεται κόπου και χρόνου (βλέπε Κυπερούντας v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 819/96, ημερ. [*858]10.11.1999).

Εν όψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι η σύσταση του Διευθυντή κάθε άλλο από αψεγάδιαστη μπορεί να χαρακτηριστεί. Αντίθετα είναι λανθασμένη, δεν στηρίζεται στα στοιχεία των φακέλων και τρωτή αφού δημιούργησε συνθήκες πλάνης.

Όμως η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και για ένα ακόμα λόγο. Το σχέδιο υπηρεσίας προνοεί ως απαιτούμενο προσόν την πολύ καλή γνώση της αγγλικής. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι έγινε η δέουσα έρευνα, μια και το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που κατείχε προηγουμένως το ενδιαφερόμενο μέρος απαιτούσε καλή γνώση της αγγλικής.  Το Δικαστήριο αναφέρει επίσης ότι ο Διευθυντής ανέφερε πως όλοι οι υποψήφιοι είχαν εκπαιδευτεί από αγγλόφωνο εμπειρογνώμονα σε θέματα σχετικά με την εργασία τους, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε επιτύχει σε εξετάσεις λογιστικής στο υψηλότερο επίπεδο του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου.

Το πιο πάνω συμπέρασμα δεν είναι ορθό. Κατ’ αρχήν στην προηγούμενη θέση που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, το απαιτούμενο από το το σχέδιο υπηρεσίας επίπεδο γνώσης της αγγλικής ήταν η καλή γνώση, ενώ το επίπεδο που απαιτείται για την παρούσα θέση είναι της πολύ καλής γνώσης. Περαιτέρω δεν είναι ακριβές ότι ο Διευθυντής αναφέρτηκε σε επιτυχία του ενδιαφερόμενου μέρους σε εξετάσεις λογιστικής. Εν πάση περιπτώσει η Επιτροπή δεν μπορούσε να βασιστεί στη δήλωση του Διευθυντή αναφορικά με το επίπεδο γνώσης μιας ξένης γλώσσας που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας. Έπρεπε να βεβαιωθεί, ύστερα από δέουσα έρευνα ότι οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα. Η νομολογία έχει επανειλημμένα τονίσει την αναγκαιότητα για έρευνα από το διορίζον όργανο, όταν δεν υπάρχουν τα αδιάσειστα εκείνα ενδεικτικά που καταδεικνύουν την επάρκεια της γνώσης μιας γλώσσας (Παπαδάμου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 973/93, ημερ. 2.10.1996, Χ’’Γιάννη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, Στυλιανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 518/94 κ.ά., ημερ. 20.9.1995).

Εν όψει όλων των πιο πάνω η παρούσα έφεση επιτυγχάνει και τόσο η πρωτόδικη απόφαση όσο και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνονται με έξοδα εναντίον των καθ’ ων η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο