Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1999) 3 ΑΑΔ 859

(1999) 3 ΑΑΔ 859

[*859]22 Δεκεμβρίου, 1999

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 140 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Αιτητής,

v.

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (ΑΡ. 2),

Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναφορά Aρ. 3/99)

 

Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας βάσει του Άρθρου 140 του Συντάγματος — Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1999 είναι ασύμφωνος με το Άρθρο 80.2. του Συντάγματος που απαγορεύει την υποβολή πρότασης νόμου στη Βουλή, η οποία επάγεται την αύξηση των προβλεπόμενων από τον προϋπολογισμό δαπανών.

Με την αναφορά αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζήτησε γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικός)(Αρ. 2) Νόμος του 1999, ευρίσκετο σε αντίθεση με τις διατάξεις των Άρθρων 28 και 80.2 και 179 του Συντάγματος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γνωματεύοντας ότι ο επίδικος Νόμος ήταν αντισυνταγματικός λόγω της αντίθεσής του προς τις διτάξεις του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος, αποφάνθηκε ότι:

Ο νόμος επάγεται αναπόφευκτα αύξηση της προβλεπόμενης από τον προϋπολογισμό δαπάνης για την αποζημίωση ιδιοκτητών απαλλοτριωθείσας περιουσίας. Η νομοθεσία πηγάζει από πρόταση νόμου την οποία υπέβαλε μέλος του νομοθετικού σώματος. Τόσο η πρόταση νόμου, όσο και ο νόμος ο οποίος θεμελιώνεται σ’ αυτή, προσκρούουν στις διατάξεις του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό ο νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός, γεγονός που [*860]αποκλείει την έκδοσή του. Ενόψει της κατάληξης αυτής παρέλκει η διερεύνηση του άλλου λόγου ο οποίος προτάθηκε εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας για τη αποκήρυξη του νόμου ως αντισυνταγματικού· συγκεκριμένα ότι οι διατάξεις του προσκρούουν και στις πρόνοιες του Άρθρου 28 του Συντάγματος, εισήγηση επί της οποίας οι θέσεις των μερών εν μέρει διίστανται.

Εκδίδεται γνωμάτευση, ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός λόγω της αντίθεσής του προς τις διατάξεις του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος.

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1990) 3 Α.Α.Δ. 4435,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 5) (1994) 3 Α.Α.Δ. 275,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 462,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1993) 3 Α.Α.Δ. 16.

Αναφορά.

Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας βάσει του Άρθρου 140 του Συντάγματος με την οποία ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστήριο να γνωματεύσει κατά πόσο ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1999 ήταν ασύμφωνος ή αντίθετος προς τις διατάξεις των Άρθρων 28 και 80.2 και κατ’ επέκταση του Άρθρου 179 του Συντάγματος.

Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημoκρατίας με Ε. Αντωνίου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή, Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Π. Πολυβίου με Μ. Χαραλάμπους, για την Καθ’ ης αίτηση, Βουλή των Αντιπροσώπων.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*861]δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Με την Αναφορά του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζητά όπως το Ανώτατο Δικαστήριο γνωματεύσει κατά πόσο ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1999, (ο νόμος), ευρίσκεται σε αντίθεση, ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 28, και 80.2 και κατ’ επέκταση του Άρθρου 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο νόμος προήλθε από πρόταση νόμου η οποία υποβλήθηκε από μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Με τις διατάξεις του μεταβάλλεται η βάση και παρεπόμενα το μέτρο αποζημίωσης ιδιοκτητών γης, η οποία ευρίσκεται σε ζώνη αρχαιοτήτων και η οποία απαλλοτριώνεται αναγκαστικά. Η αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου παύει να αποτελεί τη βάση της αποζημιώσεως· υποκαθίσταται με την αξία της πλησιέστερης παρόμοιας ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία κείται εκτός της αρχαιολογικής ζώνης.

Πρόδηλος σκοπός του νόμου, ως άλλωστε διακηρύσσεται στην αιτιολογική έκθεση που συνόδευσε την πρόταση νόμου, είναι η αύξηση της καταβλητέας αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες απαλλοτριωμένων ακινήτων η αξία των οποίων επηρεάζεται δυσμενώς από τους περιορισμούς που ενέχει η ένταξή τους σε ζώνη αρχαιοτήτων. (Βλ. περί Αρχαιοτήτων Νόμο, Κεφ. 31 ως έχει τροποποιηθεί.) Το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος αποκλείει την υποβολή πρότασης νόμου από μέλος του νομοθετικού σώματος επαγόμενη την αύξηση των υπό του προϋπολογισμού προβλεπομένων δαπανών.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου την οποία επικαλείται ο Γενικός Εισαγγελέας στην αγόρευσή του, το Άρθρο 80.2 απαγορεύει την υποβολή πρότασης νόμου η οποία επάγεται άμεσα ή αναπόδραστα την αύξηση των προβλεπομένων, από τον προϋπολογισμό, δαπανών.  (Βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1990) 3 Α.Α.Δ. 4435. Πρόεδρος Δημοκρατίας v. Βουλής Αντ. (Αρ. 5) (1994) 3 Α.Α.Δ. 275. Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπρ. (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 462.) 

Ο υπό κρίση νόμος, εισηγήθηκε ο Γενικός Εισαγγελέας, έχει όμοιο αντικείμενο και ενέχει τις ίδιες συνέπειες στις προβλεπόμενες από τον προϋπολογισμό δαπάνες για την αποζημίωση ιδιοκτητών των οποίων η γη απαλλοτριώθηκε, ως είχε ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικός) Νόμος του 1991, ο οποίος κηρύχθηκε αντισυνταγματικός στην Αναφορά του Προέ[*862]δρου, Πρ. Δημοκρατίας v. Βουλής Αντ. (Αρ. 3) (1993)3 Α.Α.Δ. 16, λόγω αντίθεσης προς το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος.  Αποτέλεσμα της έκδοσης του νόμου στην προκείμενη, θα είναι, όπως θα ήταν και σε εκείνη την περίπτωση, η αύξηση της προϋπολογισθείσας δαπάνης αποζημίωσης των ιδιοκτητών απαλλοτριωθείσας γης. Ο κ. Πολυβίου είναι της ίδιας γνώμης, άποψη την οποία εξέθεσε στη Βουλή. Η Βουλή τον εξουσιοδότησε να εκθέσει τις θέσεις του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τη διερεύνηση της συνταγματικότητας του νόμου, όπως και έπραξε.

Συμφωνούμε με την κοινή θέση των δύο πλευρών ότι ο νόμος επάγεται αναπόφευκτα αύξηση της προβλεπόμενης από τον  προϋπολογισμό δαπάνης για την αποζημίωση ιδιοκτητών απαλλοτριωθείσας περιουσίας. Η νομοθεσία πηγάζει από πρόταση νόμου την οποία υπέβαλε μέλος  του νομοθετικού σώματος. Τόσο η πρόταση νόμου, όσο και ο νόμος ο οποίος θεμελιώνεται σ’ αυτή προσκρούουν στις διατάξεις του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος· και για το λόγο αυτό ο νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός, γεγονός που αποκλείει την έκδοσή του. Ενόψει της κατάληξης αυτής παρέλκει η διερεύνηση του άλλου λόγου ο οποίος προτάθηκε εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας για την αποκήρυξη του νόμου ως αντισυνταγματικού· συγκεκριμένα ότι οι διατάξεις του προσκρούουν και στις πρόνοιες του Άρθρου 28 του Συντάγματος, εισήγηση επί της οποίας οι θέσεις των μερών εν μέρει διϊστανται. Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πρ. Δημοκρατίας v. Βουλής Αντ. (Αρ. 3) (ανωτέρω), μετά τη διαπίστωση ότι ο νόμος προσέκρουε στις διατάξεις του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος.

Γνωματεύουμε ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός λόγω της αντίθεσής του προς τις διατάξεις του Άρθρο 80.2 του Συντάγματος.

Η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο