Νεοφύτου Γεώργιος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 863

(1999) 3 ΑΑΔ 863

[*863]22 Δεκεμβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2360)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις Προϊσταμένου Τμήματος — Έννοια του Προϊσταμένου στο Άρθρο 2 του Ν. 1/90 — Η θέση υπαγόταν σε Τμήμα — Παράνομα δόθηκαν συστάσεις από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Πλάνη περί τα πράγματα — Ουσιώδης πλάνη — Η πλάνη της Ε.Δ.Υ. ότι ο υποψήφιος είχε το προσόν πλεονέκτημα, ήταν ουσιώδης γιατί αποτέλεσε ένα από τα κριτήρια επιλογής του.

Ο εφεσείοντας επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε επικυρωθεί η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να προάξει στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου το ενδιαφερόμενο μέρος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος είναι απαραίτητη (βλ. Άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90). Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου “Προϊστάμενος Τμήματος” σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατο θέση στο Τμήμα …. Και το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου αναφορικά με τους υπαλλήλους που δεν υπάγονται σε Τμήμα Υπουργείου ….”

     Σύμφωνα με το ίδιο Άρθρο “Τμήμα” σημαίνει “Τμήμα, Υπηρεσία ή Γραφείο που υπάγεται σε Υπουργείο, όπως θα καθοριστεί από [*864]το Υπουργικό Συμβούλιο και περιλαμβάνει και το Γενικό Λογιστήριο.”

     Στην παρούσα υπόθεση η επίδικη θέση υπάγεται στις υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας. Αυτός που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση σ’ αυτές τις υπηρεσίες είναι ο Διευθυντής Εμπορίου (Βλ. τον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 1995 (Ν. 9(ΙΙ)/95) σελ. 391). Ο περί Προϋπολογισμού Νόμος, συνιστά Νόμο και έχει αυξημένη ισχύ έναντι δευτερογενούς νομοθεσίας ή αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ. Αrsalis v. Republic (1976) 3 C.L.R. 255).

     Eφόσον η επίδικη θέση υπάγεται στις Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας, ο Προϊστάμενος Τμήματος των Υπηρεσιών αυτών είναι, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, ο Διευθυντής Εμπορίου. Έπεται ότι ο Διευθυντής Εμπορίου, ήταν το μόνο αρμόδιο πρόσωπο που μπορούσε να προβεί στις σχετικές συστάσεις. Εσφαλμένα έγινε σύσταση από το Γενικό Διευθυντή και εσφαλμένα η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας την αποδέχθηκε για να προχωρήσει στην αξιολόγηση των υποψηφίων. Η πιο πάνω σύσταση από αναρμόδιο πρόσωπο πλήττει την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης.

2.  Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η πλάνη της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το προσόν πλεονέκτημα, ήταν ουσιώδους σημασίας σε βαθμό που να έχει επηρεάσει δυσμενώς τις σκέψεις των μελών της Επιτροπής.

     Είναι πρόδηλο στην παρούσα περίπτωση ότι η Επιτροπή διεπίστωσε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε έναντι των άλλων υποψηφίων. Στην πιο πάνω τελευταία παράγραφο της απόφασής της, η Επιτροπή εξειδικεύει τα τέσσερα κριτήρια τα οποία αποτέλεσαν το βάθρο της διαπίστωσής της για την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους. Ένα από αυτά τα τέσσερα κριτήρια είναι η κατοχή του πλεονεκτήματος που προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας.

     Εφόσον η κατοχή του πλεονεκτήματος ήταν ένα από τα τέσσερα κριτήρια τα οποία αποτέλεσαν το βάθρο της διαπίστωσης της Επιτροπής για την υπεροχή του αιτητή, η σχετική πλάνη έχει επηρεάσει την κρίση της Επιτροπής. Ήταν, επομένως, ουσιώδης. Αυτή η κατάληξη, αποτελεί ακόμη ένα λόγο για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

[*865]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Panayides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 467,

Arsalis v. Republic (1976) 3 C.L.R. 255,

Παπαϊωάννου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Κρονίδης, Δ.) που δόθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 380/95) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του αιτητή κατά της απόφασης προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Κωνσταντίνου, για το Γενικό Εισαγγελέα και το Ενδιαφερόμενο Μέρος, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του για την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Δημοσθένη Δρουσιώτη στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας από την 15/10/1995.

Σχεδόν όλοι οι λόγοι έφεσης περιστρέφονται γύρω από το περιεχόμενο της σύστασης του Γενικού Διευθυντή την οποία κρίνουμε σκόπιμο όπως παραθέσουμε αυτούσια:

“Οσον αφορά την προσφορά των υποψηφίων για το 1994, μετά από πληροφορίες που πήρα από τους οικείους προϊσταμένους τους, αναφέρω ότι η προσφορά τους υπήρξε πάρα πολύ ικανοποιητική και βρίσκεται στο ίδιο περίπου επίπεδο με εκείνο του 1993.

[*866]Με βάση τα τρία κριτήρια στο σύνολό τους, την προσωπική γνώση που έχω και για τους τρεις υποψηφίους, καθώς και τις πληροφορίες που πήρα από τους οικείους προϊσταμένους τους σ’ ό,τι αφορά την προσφορά, την αξία και την καταλληλότητά τους για την υπό πλήρωση θέση, συστήνω για προαγωγή το Δρουσιώτη Δημοσθένη.

Όσον αφορά την αξία, ο Δρουσιώτης υπερέχει σημαντικά και τονίζω τη λέξη σημαντικά, γιατί τον χαρακτηρίζει μια ισχυρή προσωπικότητα, έχει εξαίρετες διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες, είναι επίμονος την προώθηση και εφαρμογή των προγραμμάτων της υπηρεσίας και έχει πολύ καλές και βαθειές ειδικές γνώσεις και πείρα πάνω στα θέματα με τα οποία ασχολείται.  Η υπηρεσία τον έχει ανάγκη και πιστεύω ότι είναι ο καταλληλότερος για να καταλάβει την υπό πλήρωση θέση.

Όσον αφορά την αρχαιότητα ο Δρουσιώτης υπερέχει έναντι των λοιπών υποψηφίων.

Τέλος, όσον αφορά τα προσόντα, και πάλι ο Δρουσιώτης υπερέχει, γιατί διαθέτει μεταπτυχιακό (Master of International Affairs) το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και βάσει του Σχεδίου Υπηρεσίας θεωρείται πλεονέκτημα.”

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (εν τοις εφεξής καλούμενη η Επιτροπή) αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον της αποφάσισε να προαγάγει το ενδιαφερόμενο μέρος.  Στη σχετική απόφαση της αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι,

“Η Επιτροπή σημειώνει ότι ο Δρουσιώτης υπερέχει σε αρχαιότητα, δεν υστερεί σε αξία, διαθέτει το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας και έχει την αιτιολογημένη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής.

Προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι,

(α)   Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας δεν ήταν το αρμόδιο όργανο να προβεί σε συστάσεις,

[*867](β)    Η εσφαλμένη αναφορά του Γενικού Διευθυντή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε επιπρόσθετο προσόν επηρέασε την τελική κρίση της Επιτροπής,

(γ)   Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν εσφαλμένη,

(δ)   Χρειαζόταν περαιτέρω έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας και

(ε) Η απόφαση της Επιτροπής δεν ήταν αιτιολογημένη.

(α)       Ο ισχυρισμός ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας δεν ήταν το αρμόδιο πρόσωπο για να προβεί σε συστάσεις.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η θέση του Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας υπάγεται αποκλειστικά στην Υπηρεσία Εμπορίου του Υπουργείου που σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό αποτελεί ξεχωριστή διεύθυνση και δεν είναι εναλλάξιμη. Έχει δε ως προϊστάμενο το Διευθυντή Εμπορίου. Έπεται ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν ήταν το αρμόδιο πρόσωπο για να προβεί στις σχετικές συστάσεις σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 35(4) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90.

Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι η θέση του Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας, που είναι μόνιμη, υπάγεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Τακτικού Προϋπολογισμού στις Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας.  Οι πιο πάνω Υπηρεσίες έχουν άμεσο Προϊστάμενο το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, ο οποίος ήταν και ο μόνος αρμόδιος για να υποβάλει συστάσεις σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 35(4) του Νόμου 1/90.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει σε συμπέρασμα ότι εφόσον η επίδικη θέση δεν υπαγόταν σε κανένα από τα Τμήματα του Υπουργείου, αλλά στις Υπηρεσίες του Εμπορίου και Βιομηχανίας του Υπουργείου, αρμόδιος για να προβεί σε συστάσεις για σκοπούς του άρθρου 35(4) του Νόμου 1/90, ήταν ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου.

Η σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος είναι απαραίτητη (βλ. άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90). Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου ““Προϊστάμενος Τμήματος” σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα .... και το Γενικό [*868]Διευθυντή Υπουργείου αναφορικά με τους υπαλλήλους που δεν υπάγονται σε Τμήμα Υπουργείου ......”

Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο “Τμήμα” σημαίνει “Τμήμα, Υπηρεσία ή Γραφείο που υπάγεται σε Υπουργείο, όπως θα καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και περιλαμβάνει και το Γενικό Λογιστήριο.”

Στην παρούσα υπόθεση η επίδικη θέση υπάγεται στις Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας. Αυτός που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση σ’ αυτές τις υπηρεσίες είναι ο Διευθυντής Εμπορίου (βλ. τον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 1995 (Ν. 9(ΙΙ)/95) σελ. 391). Ο περί Προϋπολογισμού Νόμος, συνιστά Νόμο (βλ. Panayides v. Republic [1972] 3 C.L.R. 467) και έχει αυξημένη ισχύ έναντι δευτερογενούς νομοθεσίας ή αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ. Arsalis v. Republic [1976] 3 C.L.R. 255).

Εφόσον η επίδικη θέση υπάγεται στις Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας ο Προϊστάμενος Τμήματος των Υπηρεσιών αυτών είναι, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, ο Διευθυντής Εμπορίου.

Στην παρούσα περίπτωση η θέση του Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου υπάγεται στο Διευθυντή Εμπορίου. Επεται ότι ο Διευθυντής Εμπορίου ήταν το μόνο αρμόδιο πρόσωπο που μπορούσε να προβεί στις σχετικές συστάσεις. Εσφαλμένα έγινε σύσταση από το Γενικό Διευθυντή και εσφαλμένα η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας την αποδέχθηκε για να προχωρήσει στην αξιολόγηση των υποψηφίων. Η πιο πάνω σύσταση από αναρμόδιο πρόσωπο πλήττει την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης.

(β)       Η πλάνη ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το επιπρόσθετο προσόν επηρέασε την τελική κρίση της Επιτροπής

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η αναφορά από το Γενικό Διευθυντή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το επιπρόσθετο προσόν ήταν ουσιώδης και επηρέασε την Επιτροπή στη διαμόρφωση της τελικής της γνώμης ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε του αιτητή.  Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Επιτροπής αναφέρει ότι,

“Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία και με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - τη σύσταση και τα σχετικά αιτιολογικά που πρόβαλε ο Γενικός Διευθυντής, [*869]έκρινε ότι ο ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ Δημοσθένης υπερέχει των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ’ αυτόν προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας.

Η Επιτροπή σημειώνει ότι ο Δρουσιώτης υπερέχει σε αρχαιότητα, δεν υστερεί σε αξία, διαθέτει το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας και έχει την αιτιολογημένη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι η Επιτροπή εσφαλμένα και πεπλανημένα θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε πρόσθετο προσόν όπως απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Παρά το ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αμφισβητεί τη μη κατοχή του επιπρόσθετου προσόντος η απόφαση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμένει, αφού δεν υπάρχει αντέφεση. Το ερώτημα δε που εγείρεται είναι κατά πόσο η πλάνη αυτή ήταν ουσιώδους σημασίας σε βαθμό που να έχει επηρεάσει δυσμενώς τις σκέψεις των μελών της Επιτροπής. (Ίδε Παπαϊωάννου και άλλοι (Αρ. 2) v. Δημοκρατίας [1991] 3 Α.Α.Δ. 713.)

Στην Παπαϊωάννου (πιο πάνω) το θέμα της πλάνης τέθηκε ως εξής:

“Όπως σημειώνεται από τον Γ. Παπαχατζή - Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ. 650, η πλάνη περί τα πράγματα αποτελεί παρανομία που εμφιλοχωρεί στη σειρά των συλλογισμών ή στον “ειρμό των σκέψεων” της διοικητικής αρχής την ώρα που έκανε την επιλογή. Επίσης, σύμφωνα με τον Μιχ. Δ. Στασινόπουλο στο Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων Ανατ. 1982, σελ. 298, αυτή η πλάνη “έχει ως αποτέλεσμα ότι αποσύρει την νόμιμην βάσιν της πράξεως και καταλείπει ταύτην άνευ ερείσματος, ήτοι παράνομον”. Βλ. επίσης Ε. Σπηλιωτόπουλος - Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, 4η έκδοση, σελ. 476-477.

Επέρχεται όμως αυτό το αποτέλεσμα μόνο αν η πλάνη ήταν ουσιώδης. Στο έργο της αποτίμησης της σημασίας της πλάνης το κριτήριο δεν είναι το κατά πόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το διοικητικό όργανο θα αποφάσιζε έτσι ή διαφορετικά αν είχε ενώπιον του την πραγματική και όχι τη λανθασμένη εικόνα των πραγμάτων. Ένα τέτοιο εγχείρημα, πέρα από το ότι θα ήταν εντελώς υποθετικό, θα σήμαινε και σχηματισμό πρω[*870]τογενούς κρίσης από το Δικαστήριο ως προς το ποιός μεταξύ των υποψηφίων ήταν ή θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ο καταλληλότερος για προαγωγή, που δεν είναι έργο δικό του.

Το ορθό κριτήριο είναι άλλο και είναι εντελώς σταθερό.  Τίθεται θέμα τέτοιας παρανομίας όταν η πλάνη επηρέασε την απόφαση του οργάνου. (Βλ. Στασινόπουλος (ανωτέρω) σελ. 300 και Republic v. Argyrides [1987] 3 C.L.R. 1092, Sekkides v. Republic [1988] 3 C.L.R. 2136, αναφορικά με το ανάλογο θέμα του πότε η διαπίστωση παρατυπίας οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης).

Το πότε ορισμένη πλάνη θεωρείται ότι επηρέασε την απόφαση δεν είναι δυνατό, βέβαια, να προκαθοριστεί. Εξαρτάται από τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης.”

Είναι πρόδηλο στην παρούσα περίπτωση ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε έναντι των άλλων υποψηφίων. Στην πιο πάνω τελευταία παράγραφο της απόφασης της η Επιτροπή εξειδικεύει τα τέσσερα κριτήρια τα οποία αποτέλεσαν το βάθρο της διαπίστωσης της για την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους.  Ενα από αυτά τα τέσσερα κριτήρια είναι η κατοχή του πλεονεκτήματος που προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας.

Εφόσον η κατοχή του πλεονεκτήματος ήταν ένα από τα τέσσερα κριτήρια τα οποία αποτέλεσαν το βάθρο της διαπίστωσης της Επιτροπής για την υπεροχή του αιτητή, θεωρούμε ότι η σχετική πλάνη έχει επηρεάσει την κρίση της Επιτροπής. Ήταν, επομένως, ουσιώδης. Αυτή η κατάληξή μας αποτελεί ακόμη ένα λόγο για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Ενόψει των πιο πάνω καταλήξεών μας δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους της έφεσης.

Η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η σχετική απόφαση της ΕΔΥ ακυρώνεται. Η εφεσίβλητη καταδικάζεται όπως καταβάλει τα έξοδα τόσο της παρούσας όσο και της πρωτόδικης διαδικασίας.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο