Ιωσηφίδης Χρ. και Άλλοι ν. Συνδέσμου Πολεοδόμων Κύπρου και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 871

(1999) 3 ΑΑΔ 871

[*871]22 Δεκεμβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2594)

ΧΡ. ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο μέρος,

v.

1. ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΠΟΛΕΟΔΟΜΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΑΝΔΡΕΑ ΔΑΒΕΡΩΝΑ KAI AΛΛΩΝ,

Eφεσιβλήτων-Αιτητών,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση στην προσφυγή.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2812)

ΑΝΤΩΝΙΑ ΣΟΛΩΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Eφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2594 και 2812)

 

Aναθεωρητική Έφεση — Έφεση κατά ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου — Η ενδιάμεση απόφαση εφεσιβάλλεται, στο μέτρο που είναι καθοριστική για τα δικαιώματα ή υποχρεώσεις των διαδίκων — Αν δεν πληροί αυτή την προϋπόθεση, αλλά επηρεάζει [*872]το αποτέλεσμα, η ενδιάμεση απόφαση, εφεσιβάλλεται μαζί με την τελική απόφαση.

Αναθεωρητική Έφεση — Έφεση κατά πρωτόδικης απόφασης — Κατά πόσο είναι εφέσιμη η απόφαση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως — Θέμα δημοσίας τάξεως η δικαιοδοσία.

Με τις δύο εφέσεις, που συνεκδικάστηκαν, προσβάλλονται ενδιάμεσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στην έφεση 2594 προσβλήθηκε ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε προδικαστική ένσταση του εφεσείοντος και στην έφεση 2812 προσβλήθηκε ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε άλλη προσφυγή, με την οποία δεν επιτράπηκε η προσαγωγή μαρτυρίας. Τέθηκε ζήτημα κατά πόσο υφίσταται δικαίωμα έφεσης εναντίον ενδιάμεσης απόφασης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:

Στην υπόθεση Evand Promotions Ltd και Άλλοι v. Rutman (1998) 1 Α.Α.Δ. 92, τονίστηκε ότι κατά πόσο πρωτόδικη απόφαση είναι εφέσιμη, είναι ζήτημα που άπτεται της δικαιοδοσίας του Εφετείου και επομένως μπορεί να εγερθεί ακόμα και αυτεπαγγέλτως, επειδή η δικαιοδοσία αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης.

Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Χάσικος κ.ά. v. Χαραλαμπίδη, ο όρος «απόφαση του Δικαστηρίου» χρησιμοποιείται στη νομική ορολογία με δύο έννοιες. Η πρώτη περιλαμβάνει την ολότητα του κειμένου της απόφασης του Δικαστηρίου, ενώ η δεύτερη περιορίζεται σ’ εκείνο το μέρος που είναι καθοριστικό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων. Είναι με αυτή την τελευταία έννοια που ταυτίζεται ο όρος «απόφαση», έννοια συνυφασμένη με την αποστολή της δικαστικής λειτουργίας για την επίλυση των επίδικων θεμάτων. Ούτε ο περί Δικαστηρίων Νόμος, ούτε οποιοδήπτε άλλο νομοθέτημα, περιλαμβανομένων και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, παρέχει ή αναγνωρίζει δικαίωμα έφεσης ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα ή το δηλωτικό ως προς τα δικαιώματα των διαδίκων μέρος της απόφασης.

Στην υπόθεση Evand Promotions Ltd κ.ά. v. Rutman (1997) 1 Α.Α.Δ. 1787, επαναλήφθηκε ότι η έννοια του όρου «απόφαση» σημαίνει αποφάσεις ενδιάμεσες ή τελικές, καθοριστικές για τα δικαιώματα των διαδίκων. Μόνο αποφάσεις που ενέχουν αυτό το στοι[*873]χείο είναι εφέσιμες. Τονίστηκε επίσης ότι η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία δεν έχει ως σκοπό την επιτήρηση της πορείας ή της εξέλιξης της δίκης, αλλά των αποτελεσμάτων της, των καθοριστικών για τα δικαιώματα των διαδίκων. Ενδιάμεσες αποφάσεις, μη καθοριστικές αφ΄εαυτών για τα δικαιώματα των διαδίκων, εφόσον επηρεάζουν το αποτέλεσμα, μπορούν να αναθεωρηθούν μέσα στα πλαίσια της έφεσης κατά της τελικής απόφασης.

Στην παρούσα διαδικασία καμία από τις δύο αποφάσεις που εκκαλούνται δεν είναι καθοριστική των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων των διαδίκων.

Oι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Evand Promotions Ltd και Άλλοι v. Rutman (1998) 1 Α.Α.Δ. 92,

Xάσικος και Άλλοι v. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389,

Εvand Promotions Ltd κ.ά. v. Rutman (1997) 1 A.A.Δ. 1787,

Ιεροδιακόνου κ.ά. v. Γεωργίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2307.

Εφέσεις.

Εφέσεις εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου Κύπρου (Κραμβής, Δ.) που δόθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1998 (Προσφυγές Αρ. 348/96, 349/96 και 365/96) με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας και απέρριψε προδικαστική ένσταση του ενδιαφερόμενου μέρους.

Ο Εφεσείων στην Α.Ε. 2594 είναι παρών προσωπικά.

Ν. Κλεάνθους για Μ. Τριανταφυλλίδη, για την Εφεσείουσα στην Α.Ε. 2812.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους στην Α.Ε. 2594 και για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2, 3, 5 και 7-18 στην Α.Ε. 2812.

Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους στην Α.Ε. 2812.

Λ. Κουρσουμπά, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους [*874]Καθ’  ων η αίτηση στην προσφυγή στην Α.Ε. 2594.

 

Μ. Ορφανίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 4 στην Α.Ε. 2812.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Παρόλον ότι οι παρούσες αναθεωρητικές εφέσεις αναφέρονται σε δύο εντελώς διαφορετικές διοικητικές πράξεις, εν τούτοις έχουν ένα κοινό σημείο. Και οι δύο στρέφονται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης πρωτόδικου δικαστηρίου.

Η απόφαση που έδωσε αφορμή για καταχώριση της Α.Ε. 2812 απέρριψε αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή γιατί δεν ήταν σχετική με τα επίδικα θέματα όπως καθορίζονταν στις προσφυγές, ενώ έτεινε να αλλοιώσει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπ’ όψιν από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής “η Επιτροπή”).

Η Α.Ε. 2594 στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε προδικαστική ένσταση του ενδιαφερόμενου μέρους.

Τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής θα πρέπει να εκτεθούν με κάποια λεπτομέρεια. Η Επιτροπή διόρισε στις 5.1.1996 το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας και Οίκησης, αναδρομικά από 1.7.1990. Το ενδιαφερόμενο μέρος αποδέκτηκε το διορισμό, αλλά καταχώρησε προσφυγή προσβάλλοντας την ημερομηνία έναρξης ισχύος του διορισμού.  Το Δικαστήριο δικαίωσε τον αιτητή. Στις 26.3.1997 η Επιτροπή συμμορφούμενη προς την απόφαση του Δικαστηρίου καθόρισε ως ημερομηνία έναρξης της ισχύος του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους την 1.7.1989.

Εν τω μεταξύ είχαν καταχωρηθεί από άλλους υποψήφιους τρεις προσφυγές, μεταξύ των οποίων και η υπό έφεση, με τις οποίες επιδιωκόταν η ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους.

Ο εφεσείων πρόβαλε προδικαστικά τον ισχυρισμό ότι οι [*875]τρεις προσφυγές κατέστησαν άνευ αντικειμένου, αφού παρήλθε η προνοούμενη προθεσμία για άσκηση προσφυγής εναντίον της απόφασης της Επιτροπής ημερ. 26.3.1997.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν σιωπηρά βεβαιωτική του διορισμού του εφεσείοντα στη θέση στην οποία ήδη κατείχε και δεν καταργούσε τη νομική κατάσταση που είχε δημιουργήσει η πρώτη απόφαση.  Αποφάσισε ότι οι προσφυγές, εφ’ όσον προσβάλουν την πρώτη απόφαση της Επιτροπής, εξακολουθούσαν να διατηρούν το ίδιο αντικείμενο το οποίο ουδέποτε απώλεσαν και έτσι απέρριψε την προδικαστική ένσταση.

Κατά την ακρόαση της Α.Ε. 2594 τέθηκε από το Δικαστήριο το ερώτημα κατά πόσο υφίσταται δικαίωμα έφεσης εναντίον ενδιάμεσης απόφασης. Θα πρέπει να λεχθεί ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσίβλητους-αιτητές είχε ήδη εγείρει το θέμα στο περίγραμμα αγόρευσής του.  Εν όψει της σπουδαιότητας του θέματος κρίθηκε ότι το προδικαστικό αυτό θέμα θα έπρεπε να ακουστεί πριν από την ακρόαση της ουσίας της προσφυγής. Επειδή και στην Α.Ε.2812 εγειρόταν παρόμοιας φύσης προδικαστικό θέμα αποφασίστηκε η εκδίκαση των δύο εφέσεων μαζί.  Κατά την ακρόαση ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων στην Α.Ε. 2812 υιοθέτησε την επιχειρηματολογία του εφεσείοντα στην Α.Ε. 2594.

Στην υπόθεση Evand Promotions Ltd και Άλλοι v. Rutman, (1998) 1 Α.Α.Δ. 92, τονίστηκε ότι κατά πόσο πρωτόδικη απόφαση είναι εφέσιμη είναι ζήτημα που άπτεται της δικαιοδοσίας του Εφετείου και επομένως μπορεί να εγερθεί ακόμα και αυτεπαγγέλτως, επειδή η δικαιοδοσία αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης.

Ο εφεσείων στην Α.Ε.2594 που αγόρευσε προσωπικά, υποστήριξε ότι οι ενδιάμεσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης, αν η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης καθοριστικής των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων των διαδίκων. Κατέληξε ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι απόφαση μέσα στα πλαίσια που θέτει η υπόθεση Χάσικος και Άλλοι v. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389. Στη συνέχεια επιχειρηματολόγησε για να αποδείξει γιατί η συγκεκριμένη απόφαση είναι αντικείμενο έφεσης. Ανέφερε ότι πρόκειται για απόφαση που δημιουργεί δεδικασμένο, αφού καταλήγει σε κρίση επί κάποιου ζητήματος. Η μη καταχώρηση έφεσης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι καθιστά την απόφαση τελεσίδικη.  Είπε [*876]περαιτέρω ότι αν προχωρήσει η εκδίκαση της υπόθεσης και τελικά ακυρωθεί ο διορισμός του, ο εφεσείων ο οποίος είναι σήμερα 56 χρονών, θα εγκαταλείψει την υπηρεσία και θα είναι δύσκολο να αποζημιωθεί για την ηθική ζημιά που θα έχει υποστεί.

Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι οι αναφορές που ο εφεσείων έκαμε στα διάφορα άρθρα του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, όπως τα άρθρα 11 και 25, δεν βοηθούν, αφού ο περί Δικαστηρίων Νόμος δεν τυγχάνει εφαρμογής κατά την άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είναι γνωστό ότι τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ρυθμίζει ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμος του 1964, Ν.33/64. Εφαρμόζονται βέβαια ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και τηρουμένων των αναλογιών οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας.

Έτσι, η θέση ότι αφού το άρθρο 25 (1) του Νόμου 14/60 προβλέπει ότι κάθε απόφαση Δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία υπόκειται σε έφεση, τηρουμένων των αναλογιών και κάθε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκειται επίσης σε έφεση, δεν ευσταθεί.

Όπως επισημαίνεται και στην υπόθεση Χάσικος κ.ά. v. Χαραλαμπίδη, ανωτέρω, ο όρος “απόφαση του Δικαστηρίου” χρησιμοποιείται στη νομική ορολογία με δύο έννοιες. Η πρώτη περιλαμβάνει την ολότητα του κειμένου της απόφασης του Δικαστηρίου, ενώ η δεύτερη περιορίζεται σ’ εκείνο το μέρος που είναι καθοριστικό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων. Είναι με αυτή την τελευταία έννοια που ταυτίζεται ο όρος “απόφαση”, έννοια συνυφασμένη με την αποστολή  της δικαστικής λειτουργίας για την επίλυση των επίδικων θεμάτων.  Όπως τονίστηκε, ούτε ο περί Δικαστηρίων Νόμος, ούτε οποιονδήποτε άλλο νομοθέτημα, περιλαμβανομένων και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, παρέχει ή αναγνωρίζει δικαίωμα έφεσης ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα ή το δηλωτικό ως προς τα δικαιώματα των διαδίκων μέρος της απόφασης.

Στην υπόθεση Evand Promotions Ltd κ.ά. ν. Rutman (1997) 1 Α.Α.Δ. 1787, επαναλήφθηκε ότι η έννοια του όρου “απόφαση” σημαίνει αποφάσεις, ενδιάμεσες ή τελικές, καθοριστικές για τα δικαιώματα των διαδίκων. Μόνο αποφάσεις που ενέχουν αυτό το στοιχείο είναι εφέσιμες. Τονίστηκε επίσης ότι η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία δεν έχει ως σκοπό την επιτήρηση της πορείας ή της εξέ[*877]λιξης της δίκης, αλλά των αποτελεσμάτων της, των καθοριστικών για τα δικαιώματα των διαδίκων. Ενδιάμεσες αποφάσεις, μη καθοριστικές αφ’ εαυτών για τα δικαιώματα των διαδίκων, εφόσον  επηρεάζουν το αποτέλεσμα, μπορούν να αναθεωρηθούν μέσα στα πλαίσια της έφεσης κατά της τελικής απόφασης (βλέπε επίσης Ιεροδιακόνου κ.ά. ν. Γεωργίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2307).

Στην παρούσα διαδικασία δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν τα όρια της έφεσης στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Καμιά από τις δύο αποφάσεις που εκκαλούνται δεν είναι καθοριστική των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων των διαδίκων.

Κανένα από τα επιχειρήματα που έχουν προβληθεί από τον εφεσείοντα στην Α.Ε. 2594, όπως για παράδειγμα ότι λόγω της ηλικίας του, αν η υπόθεση αφεθεί να προχωρήσει, η ζημιά που θα υποστεί θα είναι ανεπανόρθωτη, δεν προωθούν την υπόθεσή του. Εκτός του ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι βάσιμα, δεν μετατρέπουν το γεγονός ότι η απόφαση δεν καθορίζει τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των διαδίκων.

Και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο