(1999) 3 ΑΑΔ 884
[*884]23 Δεκεμβρίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 25, 28 ΚΑΙ 61
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υποθέσεις Αρ. 534/97, 991/97, 992/97, 570/98, 932/98)
ΑΝΝΑ ΗΛΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΑΙ/Η
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΑΙ/Η ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ’ ων η αίτηση,
(Υπόθεση Αρ. 1004/97)
ΕΛΛΗ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
ΚΑΙ/Η ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΚΑΙ/Η ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
ΚΑΙ/Η ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ’ ων η αίτηση.
[*885]
(Υποθέσεις Αρ. 357/98, 433/98, 539/98, 540/98, 553/98,
562/98, 563/98, 617/98, 618/98, 710/98 και 711/98)
ΞΕΝΙΑ ΚΛΕΟΠΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 534/97, 991/97, 992/97,
1004/97, 357/98, 433/98, 539/98, 540/98, 553/98, 562/98,
563/98, 570/98, 617/98, 618/98, 710/98, 711/98, και 932/98)
Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα Νόμου — Ο περί Εντάξεως Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1996 (Ν. 107(1)/96) — Κατά πόσο ο Νόμος στην ολότητά του, προσκρούει σε περισσότερες της μιας διατάξεις του Συντάγματος — Γενική θεώρηση των προνοιών του Νόμου και κρίση περί της αντισυνταγματικότητας του, υπό το φως και της προηγούμενης νομολογίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Δεν εξισούται με αγώγιμο δικαίωμα — Εξειδίκευσή του στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητική πράξη — Σύνθετη διοικητική ενέργεια — Απορροφά από πλευράς εκτελεστότητας το αντικείμενο όλων των προπαρασκευαστικών πράξεων που οδηγούν στην τελική απόφαση — Ειδικά το ζήτημα απόρριψης ένσταση όταν έπεται άλλη τελική απόφαση επηρεάζουσα την ενιστάμενο — Η απόρριψη της ένστασης δεν προσβάλλεται αυτοτελώς ακόμη και αν ήταν εκτελεστή κατά το χρόνο της έκδοσής της — Η εξαίρεση των αποσπαστών πράξεων.
Με τις προσφυγές προσβλήθηκαν αποφάσεις και προπαρασκευαστικές πράξεις κατ’ επίκληση των διατάξεων του περί Εντάξεως Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1996 (Ν.107(1)/96). Κοινό νομικό σημείο σε όλες τις προσφυγές ήταν η αντισυνταγματικότητα του εν λόγω Νόμου. Για το λόγο αυτό, οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν και λόγω της φύσης του εγειρόμενου [*886]θέματος και των επιπτώσεών του, των προσφυγών επιλήφθη απ’ ευθείας η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίνοντας ως αντισυνταγματικό τον υπό κρίση Νόμο, αποφάσισε ότι:
1. Kάτω από οποιαδήποτε σκοπιά και αν ιδωθεί ο Νόμος 107(1)/96, ουσιαστικό αντικείμενό του είναι η πρόβλεψη για το διορισμό των εκτάκτων υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία, μέσω οδού άλλης από την προβλεπόμενη στον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο του 1990. Το στοιχείο της επιλογής, που παρέχεται από το Σύνταγμα και το Ν. 1/90 στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, των καταλληλοτέρων προσοντούχων υποψηφίων μεταξύ των πολιτών της χώρας, που δυνητικά θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις θέσεις, εξαφανίζεται και η εξουσία του Σώματος περιορίζεται, ουσιαστικά, στην επισφράγιση των αποφάσεων της Βουλής ως προς τους διορισθησομένους.
2. Το συμφέρον, αναγκαίο προς νομιμοποίηση του προσφεύγοντος να προσβάλει πράξη ή απόφαση, δεν εξισούται με αγώγιμο δικαίωμα αλλά με το ιδιαίτερο έρεισμα του προσφεύγοντος να αμφισβητήσει την απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, το συμφέρον των αιτητών πηγάζει από τις διεκδικήσεις των ιδίων να τύχουν διορισμού και ο επηρεασμός τους από τον αποκλεισμό τους ως δυνητικά υποψηφίων.
3. Είναι θεμελιωμένο ότι η τελική απόφαση, σε σύνθετη διοικητική πράξη, απορροφά το αντικείμενο όλων των προπαρασκευαστικών πράξεων, οι οποίες συγχωνεύονται με αυτή. Μετά την έκδοση της απόφασης προς την οποία συναρτάται, η προπαρασκευαστική πράξη χάνει την αυτοτέλειά της και ενσωματώνεται στην τελική απόφαση, η οποία καθίσταται και η μόνη η οποία μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης. Εξαιρούνται οι αποσπαστές διοικητικές πραξεις.
4. Η απόρριψη της ένστασης δε συνιστά, αφ’ εαυτής, εκτελεστή διοικητική πράξη. Η πράξη δεν είναι παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων. Και εκτελεστή να ήταν η πράξη, απέβαλε το χαρακτήρα αυτό μετά την έκδοση της τελικής απόφασης, οπόταν και πάλι δε θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης.
5. Οι αιτητές προσβάλλουν τη συνταγματικότητα του νόμου για σειρά λόγων. Ουσιαστικά είναι οι ίδιοι λόγοι για τους οποίους οι προδιαγραφόμενοι από το νόμο διορισμοί, κατά παρέκκλιση [*887]των συνταγματικών διατάξεων και των προνοιών του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) κρίθηκαν αντισυνταγματικοί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363 και στη Μενελάου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370.
Στη Γιάλλουρου όσο και στη Μενελάου επίδικο θέμα ήταν η θεώρηση ιδιαίτερων νομοθετικών ρυθμίσεων και συναφών αποφάσεων για το διορισμό στη δημόσια υπηρεσία εκτάκτων, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, υπαλλήλων, που προσλήφθηκαν από κυβερνητικά τμήματα και υπηρεσίες. Ο λόγος τους άπτεται άμεσα των θεμάτων που εξετάζονται στις παρούσες υποθέσεις και προδιαγράφει την έκβαση των προσφυγών που τελούν υπό αναθεώρηση.
Στη Μενελάου αποφασίστηκε, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι:
(α) Η πρόσληψη μόνιμου όσο και έκτακτου προσωπικού στη δημόσια υπηρεσία ανάγεται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Η Ε.Δ.Υ. αποτελεί το μόνο συνταγματικά αρμόδιο όργανο για τη διενέργεια διορισμών και γενικά προσλήψεων στη δημόσια υπηρεσία. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η πρόσληψη έκτακτου εποχιακού εργατικού προσωπικού.
(β) Αποκλείεται η ανάμειξη της Βουλής άμεσα ή έμμεσα σε διορισμούς στη δημόσια υπηρεσία. Η διενέργεια διορισμών εκφεύγει της αρμοδιότητας της Βουλής των Αντιπροσώπων. Δεν αποτελεί πτυχή της νομοθετικής λειτουργίας (Βλ. επίσης μεταξύ άλλων, Pres. of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 1724, Δημοκρατία ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1992) 3 Α.Α.Δ. 458).
(γ) Αποκλείεται η ανάμειξη κάθε αρχής ή οργάνου της πολιτικής εξουσίας στη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας. Τόσο η Νομοθετική όσο και Εκτελεστική Εξουσία συνιστούν φορείς της πολιτικής εξουσίας του κράτους (Βλ. μεταξύ άλλων Pavlou v. Returning Officer & Others (1987) 1 C.L.R. 252 και Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 204).
(δ) Η αρχή της ισότητας εξυπακούει την παροχή ίσων ευκαιριών στους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας να διεκδικήσουν θέσεις στο δημόσιο.
[*888] Μόνο με την προκήρυξη των θέσεων και την πρόσκληση προς κάθε πολίτη της Δημοκρατίας που κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για διορισμό, να διεκδικήσει τη θέση, εκπληρούται η επιτακτική υποχρέωση της πολιτείας προς εξασφάλιση του ατομικού δικαιώματος της ίσης μεταχείρισης των πολιτών( δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος και διασφαλίζεται όπως και κάθε άλλο θεμελιώδες δικαίωμα, ως όρος της λειτουργίας κάθε μιας από τις τρεις εξουσίες του κράτους, από το Άρθρο 35 του Συντάγματος.
Και προσωποποιημένο, μπορεί να προστεθεί, σχέδιο υπηρεσίας θα προσέκρουε όπως και εξατομικευμένες νομοθετικές διατάξεις, στο Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Της Μενελάου προηγήθηκε η απόφαση της Ολομέλειας στη Γιάλλουρου στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο αποδοκίμασε την αρχή στην οποία θεμελιώνεται και απέκλινε από το λόγο της Republic v. Christoudia, στην οποία είχε γίνει δεκτό ότι νόμος, ο οποίος προδιέγραφε την ένταξη εκτάκτων υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία, με συνοπτικές και περιοριστικές διαδικασίες, κατ’ ουσία ανάλογες προς τις διαδικασίες που προβλέπει ο παρών νόμος, δεν αντιστρατευόταν το Σύνταγμα. Αξιοσημείωτη είναι η επωδός της απόφασης στην υπόθεση Republic v. Christoudia και η προτροπή που παρέχεται στη δικαστική απόφαση - ότι το εγχείρημα ένταξης εκτάκτων υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία, με τον τρόπο που επιλύθηκε από το νόμο που έτυχε συνταγματικού ελέγχου, δε θα επιτραπεί να επαναληφθεί.
Στη Γιάλλουρου διαπιστώθηκε ότι ο λόγος της Republic v. Christoudia έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθώς και με την αρχή που αποκλείει κάθε σώμα άλλο από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας να προβαίνει σε διορισμούς στο δημόσιο.
6. Ο υπό εξέταση νόμος διαγράφει και καθορίζει ποιοι θα διοριστούν στη δημόσια υπηρεσία. Αντικείμενο του νόμου δεν είναι η καθιέρωση κανόνων δικαίου, αλλά ο διορισμός, μέσω της νομοθετικής οδού, συγκεκριμένων ατόμων στη δημόσια υπηρεσία. Με το νόμο, η Βουλή ασκεί διοίκηση, κατ’ αντίθεση προς το Σύνταγμα, έξω και καθ’ υπέρβαση του πλαισίου των εξουσιών της.
Ο νόμος παραβιάζει την αρχή της ισότητας, με τον περιορισμό των διορισθησομένων στο δημόσιο σε συγκεκριμένα άτομα και τον αποκλεισμό παντός ετέρου πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο [*889]οποίος κατέχει τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας προσόντα, να διαγωνιστεί για διορισμό στις θέσεις. Αποστερούνται οι πολίτες της κυπριακής πολιτείας του δικαιώματος να τύχουν ίσων ευκαιριών για διορισμό στο δημόσιο και, με τον τρόπο αυτό, συντελείται αδικία εις βάρος τους, γενικά και ειδικά εις βάρος των αιτητών.
Μόνο κατ’ όνομα η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προβαίνει στους διορισμούς των, κατά τα άλλα, επιλεγέντων από τη Βουλή ατόμων. Η εξουσία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας εκτείνεται σ’ όλο το πεδίο του διορισμού υποψηφίων στο δημόσιο - στο διάνοιγμα των θέσεων με την πρέπουσα γνωστοποίηση προς κάθε πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας που κατέχει τα προσόντα, στην αξιολόγηση των υποψηφιοτήτων, υπό το φως των αρχών της χρηστής διοίκησης και στην άσκηση αποφασιστικής αρμοδιότητας ως προς το ποιος είναι άξιος να τύχει διορισμού.
Με τον υπό εξέταση νόμο, υφαρπάζεται η εξουσία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία ασκεί και την ουσιαστική αρμοδιότητα ως προς το ποιος θα διοριστεί. Τέλος, υπεισέρχεται η πολιτική εξουσία στη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας, κατ’ αντίθεση προς το Σύνταγμα. Ο νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός στην ολότητά του.
Η προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όλων ιδιαίτερα, οι αποφάσεις στη Γιάλλουρου και στη Μενελάου έπρεπε να είχαν άρει οποιαδήποτε αμφιβολία για το απαράδεκτο της στελέχωσης της δημόσιας υπηρεσίας, μέσω της νομοθετικής οδού.
7. Λόγω μη προώθησης απορρίπτονται χωρίς έξοδα οι προσφυγές 357/98, 433/98, 562/98 καθώς επίσης και η προσφυγή 563/98 μόνο στην έκταση που στρέφεται κατά την ενδιαφερομένων προσώπων αρ. 4 Νίκης Κούρου, αρ. 7 Γεωργίας Κωνσταντίνου και αρ. 10 Ευγενίας Κυπριανού.
Οι προσφυγές 534/97, 991/97, 992/97 και 1004/97 απορρίπτονται με έξοδα.
Οι προσφυγές, η κάθε μια από αυτές - (539/98, 540/98, 553/98, 563/98, 570/98, 617/98, 618/98, 710/98, 711/98, 932/98) επιτυγχάνουν με έξοδα. Οι επίδικες αποφάσεις ακυρώνονται στην ολότητά τους, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Ο Αρτεμίδης, Δ., συμφωνούντος του Γαβριηλίδη, Δ., διετύπωσε [*890]σε χωριστό κείμενο την διαφοροποίησή του ως προς ένα σημείο της ομόφωνης απόφασης του Δικαστηρίου.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. και Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 81,
Δημοκρατία κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 210,
Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 189,
Παπαρίδης ν. Α.Η.Κ., Υπόθ. Αρ. 12/94, ημερ. 17.3.95,
Μενελάου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370,
Ioannidou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 480,
Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρου (1997) 3 Α.Α.Δ. 540,
Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1998) 3 Α.Α.Δ. 565,
Tamassos Suppliers ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60,
Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363,
Μενελάου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370,
Republic v. Louca and Others (1984) 3 C.L.R. 241,
Frangoulides v. Republic (No. 2) (1966) 3 C.L.R. 676,
Ρ.Ι.Κ. v. Kαραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,
Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579,
Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 206,
Republic v. Christoudia (1988) 3 C.L.R. 2622,
President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 1724,
[*891]Δημοκρατία ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1992) 3 Α.Α.Δ. 458,
Pavlou v. Returning Officer and Others (1987) 1 C.L.R. 252,
Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 204.
Προσφυγές.
Προσφυγές των αιτητών οι οποίες εκδικάστηκαν απευθείας από την Ολομέλεια, κατά της ένταξης μέσω της νομοθετικής οδού στη δημόσια υπηρεσία, αριθμού υπαλλήλων οι οποίοι προσλήφθηκαν κατά καιρούς σε διάφορα κυβερνητικά τμήματα και υπηρεσίες για προσωρινή απασχόληση.
Κ. Ευσταθίου, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 534/97, 991/97, 992/97, 570/98 και 932/98.
Κ. Λοΐζου, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 1004/97, 617/98 κσι 618/98.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 357/98, 433/98, 553/98 και 563/98.
Χρ. Γεωργιάδης, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 539/98 και 540/98.
Α. Λυκούργου για Τ. Παπαδόπουλο, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 562/98.
Σ. Κλεόπα για Μ. Κλεόπα, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 710/98 και 711/98.
Αλ. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Χρ. Κληρίδη και Ε. Καρακάννα, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη 5, 7 και 8 στην Υπόθεση Αρ. 991/97 για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2, 3 και 4 στην Υπόθεση Αρ. 992/97, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 3, 4, 5, 9-15, 17-26, 28, 29, 31-36, 38-58, 61, 63-67, 69-77, 79, 82-85, 88-92, 94-96, 98, 100, 101 στην Υπόθεση Αρ. 562/98, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1-10 στην Υπόθεση Αρ. 563/98, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2, 7 και 8 στην Υπόθεση Αρ. 570/98, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 στην Υπόθεση Αρ. 618/98.
[*892]Γ. Τριανταφυλλίδης με Σ. Δράκο για Ρ. Ερωτοκρίτου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 5 στην Υπόθεση Αρ. 992/97.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Σ. Νικολάου για Α. Παπαχαραλάμπους, για τα Ενδιαφερόμενο Μέρος 78 στην Υπόθεση Αρ. 562/98.
Ν. Χατζηϊωάννου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 στις Υποθέσεις Αρ. 357/98 και 433/98.
Χρ. Χριστοφίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2-6 στις Υποθέσεις Αρ. 357/98 και 433/98.
Ρ. Χαραλάμπους για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 17 στην Υπόθεση Αρ. 553/98.
Μ. Μοντάνιος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 60 στην Υπόθεση Αρ. 562/98.
Σ. Δράκος για Χρ. Πουργουρίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 62 στην Υπόθεση Αρ. 562/98.
Ι. Μαχαιριώτης για Γ. Κορφιώτη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 68 στην Υπόθεση Αρ. 562/98.
Δ. Καλλής, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 80 στην Υπόθεση Αρ. 562/98.
Ε. Σατράκη για Σ. Σαμψών, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 στην Υπόθεση Αρ. 617/98.
Ι. Μαλέκου για Π. Πολυβίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος στις Υποθέσεις Αρ. 710/98 και 711/98.
Ελ. Βραχίμη, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2, 4-13, 15-51, 53-71, 73-87, 90-97 στην Υπόθεση Αρ. 932/98.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφασή μας είναι ομόφωνη.
Ο Αρτεμίδης, Δ., έχει μια παρατήρηση με την οποία διαφοροποιεί τη θέση του σ’ ένα σημείο της απόφασης, που διατυπώνει σε ξεχωριστό κείμενο. Με την παρατήρηση αυτή συμφωνεί και ο Γαβριηλίδης, Δ.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Κρίναμε πρόσφορη τη συνεκδίκαση των προ[*893]σφυγών, που αναγράφονται στον τίτλο της απόφασής μας, ενόψει της φύσης του αντικειμένου τους και της ταυτότητας ή ομοιότητας των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που εγείρονται σ’ αυτές. Οι αποφάσεις ή οι προπαρασκευαστικές πράξεις, που προσβάλλονται, λήφθηκαν στο πλαίσιο και κατ’ επίκληση των διατάξεων του περί Εντάξεως Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1996, (Ν. 107(Ι)/96), (στο εξής αναφερομένου ως ο «νόμος»).
Μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης, εγκαταλείφθηκαν, με τη συναίνεση των αντιδίκων, οι οποίοι παραιτήθηκαν οποιασδήποτε αξίωσης για έξοδα, οι ακόλουθες προσφυγές, οι οποίες, κατ’ ακολουθίαν, απορρίπτονται χωρίς έξοδα: Προσφυγές 357/98, 433/98 και 562/98. Εγκαταλείφθηκε, επίσης, η προσφυγή 563/98, στην έκταση που στρέφεται κατά των ενδιαφερομένων προσώπων - Νίκης Κούρου (Ε.Π. 4), Γεωργίας Κωνσταντίνου (Ε.Π. 7) και Ευγενίας Κυπριανού (Ε.Π. 10). Η προσφυγή εναντίον τους απορρίπτεται χωρίς έξοδα. Το αντικείμενο της προσφυγής περιορίζεται στην αναθεώρηση της απόφασης που προσβάλλεται, στο βαθμό που αφορά τα υπόλοιπα επτά ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Αποτελεί κοινό νομικό σημείο σ’ όλες τις προσφυγές η, κατ’ ισχυρισμό, αντισυνταγματικότητα του νόμου, βάσει του οποίου λήφθηκαν οι αποφάσεις ή οι πράξεις που προσβάλλονται. Η συνεκδίκασή τους, βέβαια, δεν εξομοιώνει τα επίδικα θέματα των προσφυγών, ούτε αμβλύνει τις ιδιαιτερότητές τους.
Λόγω της φύσης του εγειρόμενου συνταγματικού θέματος και των επιπτώσεών του στη στελέχωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, αποφασίστηκε όπως των προσφυγών επιληφθεί απ’ ευθείας η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως και έγινε. Κοινό σημείο αναφοράς (κοινός παρονομαστής), σ’ όλες τις προσφυγές, είναι η αντισυνταγματικότητα του νόμου και η αντίθεση των επίδικων αποφάσεων ή πράξεων προς το Σύνταγμα. Θεραπευτικά, επιζητείται η ακύρωση των αποφάσεων που τίθενται προς αναθεώρηση, στην ολότητά τους.
Η ανάλυση του νόμου και ο προσδιορισμός των επιπτώσεων της εφαρμογής του στη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας είναι το πρώτο που θα πραγματευθούμε. Η θεώρηση του νόμου θα υποβοηθήσει την αξιολόγηση των εκατέρωθεν θέσεων και επιχειρημάτων στο σωστό τους πλαίσιο.
Πρόδηλος σκοπός του νόμου είναι η ένταξη, μέσω της νομο[*894]θετικής οδού, στη δημόσια υπηρεσία αριθμού υπαλλήλων, που προσλήφθηκαν κατά καιρούς από διάφορα κυβερνητικά τμήματα και υπηρεσίες, για προσωρινή απασχόληση.
Εξίσου πρόδηλος είναι ο σκοπός του νομοθέτη να καθιερώσει, μέσω του νόμου, διάφορη διαδικασία και τρόπο διορισμού από τον προβλεπόμενο στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990, (Ν. 1 /90), για το διορισμό των προσωρινά προσληφθέντων υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία.
Με το νόμο, παρακάμπτεται ο Ν. 1/90 και εξατομικεύεται η διοριστική διαδικασία, ώστε να καταστεί εφικτός ο διορισμός του κάθε προσωρινού υπαλλήλου, χωρίς ανταγωνισμό από οποιοδήποτε άλλο μέλος του κοινού και ανεξάρτητα από τις διεκδικήσεις οποιουδήποτε τρίτου προς διορισμό στις ίδιες θέσεις Ο νόμος προσδιορίζει την κατηγορία ατόμων, που μπορεί να τύχουν διορισμού, ως εκείνη των εκτάκτων υπαλλήλων, που προσλήφθηκαν βάσει των Ν. 99/85, Ν. 122/85, Ν. 26/91) ή που υπηρετούσαν στις 29 Δεκεμβρίου, 1995, βάσει της δεύτερης επιφύλαξης του Άρθρου 11(1) του Ν. 108(Ι)/95 - (βλ., επίσης, Ν. 21(1)/96).
Ο νόμος προβλέπει τον καταρτισμό προκαταρκτικού πίνακα των ατόμων που ανήκουν στην κατηγορία των εκτάκτων υπαλλήλων - (Άρθρο 3), και καθιερώνει διαδικασία υποβολής ενστάσεων εκ μέρους υπαλλήλων που διεκδικούν δικαίωμα συμπερίληψης στον πίνακα αυτό, των δικαιουμένων να διοριστούν βάσει του νόμου - (Άρθρο 5), καθώς και τον καταρτισμό τελικού πίνακα μετά την εξέταση των ενστάσεων - (Άρθρο 6), στον οποίο θα περιλαμβάνονται όλοι όσοι προώρισται να διοριστούν βάσει του νόμου. εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 8.
Ο τελικός πίνακας περιορίζεται σε άτομα που υπηρετούσαν κατά τον κρίσιμο χρόνο ως έκτακτοι υπάλληλοι, αποκλειομένου οποιουδήποτε τρίτου να διεκδικήσει διορισμό στις δημιουργηθησόμενες θέσεις στο δημόσιο.
Το Άρθρο 7 του νόμου προβλέπει τη δημιουργία ίσου αριθμού θέσεων στη δημόσια υπηρεσία, όσοι και οι υπάλληλοι οι οποίοι περιλαμβάνονται στον τελικό πίνακα· ενώ, με την επιφύλαξη που τίθεται στο Άρθρο 8(1)(α), γίνεται πρόνοια για τη δημιουργία νέας κατηγορίας θέσεων, εκεί όπου τα καθήκοντα του εκτάκτου υπαλλήλου δεν αντιστοιχούν προς τα καθήκοντα θέσης η οποία διαγράφεται από υφιστάμενο σχέδιο υπηρεσίας, ανάλογης προς τα καθήκοντα που ασκεί ο έκτακτος υπάλληλος. Με τον τρόπο αυτό, εξα[*895]τομικεύεται όχι μόνο η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων αλλά και αυτή τούτη η δημιουργία των θέσεων. Δημιουργούνται θέσεις στο δημόσιο ανάλογες προς τα καθήκοντα εκτάκτων υπαλλήλων. Τοιουτοτρόπως, παρακάμπτεται κάθε εμπόδιο στο διορισμό των «εκτάκτων υπαλλήλων», που καλύπτονται από τον ορισμό του όρου - (Άρθρο 2(1) του νόμου).
Τέλος, με τις διατάξεις του Άρθρου 8, καθορίζεται η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Απαιτείται η κατοχή των προβλεπόμενων από σχέδιο υπηρεσίας προσόντων και η κατοχή των γενικών προσόντων διορισμού στη δημόσια υπηρεσία. Οι υποψήφιοι, οι οποίοι μπορεί να τύχουν διορισμού, περιορίζονται σε εκείνους που περιλαμβάνονται στον τελικό πίνακα των εκτάκτων υπαλλήλων. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προβαίνει στο διορισμό τους, εκτός εάν τους κρίνει ακατάλληλους, όρος ο οποίος δεν προσδιορίζεται στο νόμο. Αυτή είναι και η μόνη διακριτική ευχέρεια, η οποία αφήνεται στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για την πλήρωση του μεγάλου αριθμού θέσεων του δημοσίου, που προβλέπονται από το νόμο.
Η προκήρυξη των θέσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας - (Άρθρο 7(2) του νόμου) - δεν έχει ως αντικείμενο την προσέλκυση υποψηφιοτήτων από πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, που κατέχουν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για διορισμό, αλλά την περιβολή της εξατομικευμένης διοριστικής διαδικασίας, η οποία νομοθετείται, με μανδύα γενικότητας.
Κάτω από οποιαδήποτε σκοπιά και αν ιδωθεί ο νόμος, ουσιαστικό αντικείμενό του είναι η πρόβλεψη για το διορισμό των εκτάκτων υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία, μέσω οδού άλλης από την προβλεπόμενη στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990. Το στοιχείο της επιλογής, που παρέχεται από το Σύνταγμα και το Ν. 1/90 στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, των καταλληλοτέρων προσοντούχων υποψηφίων μεταξύ των πολιτών της χώρας, που δυνητικά θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις θέσεις, εξαφανίζεται και η εξουσία του Σώματος περιορίζεται, ουσιαστικά, στην επισφράγιση των αποφάσεων της Βουλής ως προς τους διορισθησομένους.
Οι συνεκδικαζόμενες προσφυγές διακρίνονται, ανάλογα με το αντικείμενό τους σε δύο κατηγορίες:-
(α) Προσφυγές που στρέφονται κατά των αποφάσεων της Ε.Δ.Υ., βάσει των οποίων πληρώθηκαν οι θέσεις (με το διορισμό των ενδιαφερομένων προσώπων), για τις οποίες οι [*896]αιτητές είχαν διεκδικήσεις. Το γεγονός ότι, σε ορισμένες από αυτές - (539/98, 540/98, 553/98, 563/98, 570/98, 932/98) - προσβάλλονται διαζευκτικά οι αποφάσεις και με αναφορά στον αποκλεισμό των αιτητών, βάσει του ίδιου του νόμου του οποίου αμφισβητείται η συνταγματικότητα, δεν αναιρεί τη νομιμοποίησή τους να προσβάλουν τις αποφάσεις. Απουσιάζει το στοιχείο της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας της ίδιας απόφασης προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους, γεγονός που θα παρενέβαλλε εμπόδια στις διεκδικήσεις των αιτητών. Στην ουσία, οι αποφάσεις προσβάλλονται για διαζευκτικούς νομικούς λόγους, οι οποίοι σύννομα μπορεί να προβληθούν. Εφόσον ο νόμος ήθελε κριθεί συνταγματικός, ο αποκλεισμός των αιτητών, βάσει των διατάξεών του, θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει νομικό λόγο προς αναθεώρηση των αποφάσεων.
Το ενδιαφέρον των αιτητών εντοπίζεται στην κατοχή των προσόντων για διορισμό στις θέσεις που πληρώνονται και η νομιμοποίησή τους στον αποκλεισμό τους από τη διεκδίκηση των θέσεων. Το συμφέρον, αναγκαίο προς νομιμοποίηση του προσφεύγοντος να προσβάλει πράξη ή απόφαση, δεν εξισούται με αγώγιμο δικαίωμα αλλά με το ιδιαίτερο έρεισμα του προσφεύγοντος να αμφισβητήσει την απόφαση - (βλ. Γεωργίου κ.ά. v. Παναγή κ.ά. και Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 81, Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου κ.ά., (1998) 3 Α.Α.Δ. 210, Σεργίδου v. Δήμου Λευκωσίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 189). Στην προκείμενη περίπτωση, το συμφέρον των αιτητών πηγάζει από τις διεκδικήσεις των ιδίων να τύχουν διορισμού και ο επηρεασμός τους από τον αποκλεισμό τους ως δυνητικά υποψηφίων - (βλ., μεταξύ άλλων, Παπαρίδης v. ΑΗΚ, Υπόθεση Αρ. 12/94, 17/3/95. Μενελάου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370).
(β) Προσφυγές, οι οποίες στρέφονται κατά της απόρριψης των ενστάσεων των αιτητών κατά του προκαταρκτικού πίνακα των διοριστέων - (Προσφυγές Αρ. 534/97, 991/97, 992/97, 1004/97). Οι αιτητές σε δύο από τις τέσσερις προσφυγές, στις 991/97 και 1004/97, άσκησαν προσφυγή και κατά της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ. - (Προσφυγές Αρ. 570/98 και 617/98, αντίστοιχα). Σε τρίτη προσφυγή, την 534/97, οι πλείστοι των αιτητών άσκησαν, επίσης, προσφυγή και κατά της τελικής απόφασης - (Προσφυγή Αρ. 932/98).
Είναι θεμελιωμένο ότι η τελική απόφαση, σε σύνθετη διοικητική πράξη, απορροφά το αντικείμενο όλων των προπαρασκευαστι[*897]κών πράξεων, οι οποίες συγχωνεύονται με αυτή. Μετά την έκδοση της απόφασης προς την οποία συναρτάται, η προπαρασκευαστική πράξη χάνει την αυτοτέλειά της· ενσωματώνεται στην τελική απόφαση, η οποία καθίσταται και η μόνη η οποία μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης - (βλ., μεταξύ άλλων, Eleni Ioannidou and The Republic of Cyprus, through the Public Service Commission (1966) 3 C.L.R. 480. Δημοκρατία της Κύπρου v. Αλεξάνδρου (1997) 3 Α.Α.Δ. 540. Κυπριακή Δημοκρατία v. Κυριάκου (1998) 3 Α.Α.Δ. 565. Βλ., επίσης, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 244.).
Στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, επεξηγείται:- (σελ. 68)
«Η τελική πράξη, γνωστή ως σύνθετη στο διοικητικό δίκαιο, απορροφά μετά την έκδοσή της τα συνθετικά της στοιχεία τα οποία χάνουν την αυτοτέλειά τους.»
(Βλ., επίσης, Τσάτσου - «Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», 3η έκδοση, στην παράγραφο 65.)
Στην Προσφυγή Αρ. 534/97, 44 από τους 49 αιτητές προσβάλλουν, επιπρόσθετα προς την απόρριψη της ένστασής τους, και την τελική απόφαση, με την Προσφυγή Αρ. 932/98. Σε ό,τι αφορά τους 44 αιτητές, η πρώτη προσφυγή τους απώλεσε, για τους λόγους που έχουμε νωρίτερα εκθέσει, την αυτοτέλειά της. Συγχωνεύθηκε στο αντικείμενο της δεύτερης προσφυγής. Ως προς τους πέντε άλλους αιτητές, η θέση τους συνταυτίζεται με εκείνη της αιτήτριας στην Προσφυγή Αρ. 992/97, η οποία προσέφυγε αποκλειστικά κατά της απόρριψης της ένστασής της στον προκαταρκτικό πίνακα.
Η πρώτη διαπίστωσή μας είναι ότι η απόρριψη της ένστασης δε συνιστά, αφ’ εαυτής, εκτελεστή διοικητική πράξη. Η πράξη δεν είναι παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων. Και εκτελεστή να ήταν η πράξη, απέβαλε το χαρακτήρα αυτό μετά την έκδοση της τελικής απόφασης, οπόταν και πάλιν δε θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης. Απηχώντας την καθιερωμένη στο πεδίο αυτό αρχή του διοικητικού δικαίου, στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), υποδείχθηκε:- (σελ. 68)
«Προπαρασκευαστικές πράξεις, η γένεση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση τελικής απόφασης ρυθμιστικής του θέματος στο οποίο αφορούν, δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο αναθεώρησης έστω και αν έχουν εκτελεστό [*898]χαρακτήρα το χρόνο της έκδοσής τους, μετά την έκδοση της τελικής πράξης της οποίας αποτελούν συνθετικό στοιχείο.»
Το ακόλουθο απόσπασμα από την Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), αποκαλύπτει πότε, κατά τα άλλα, εκτελεστές προπαρασκευαστικές πράξεις μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο αναθεώρησης μετά την έκδοση της τελικής πράξης:- (σελ. 68-69)
«Μόνο όπου η σύνθετη πράξη εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου μπορεί εκτελεστή προπαρασκευαστική πράξη να αναθεωρηθεί με αίτηση επηρεαζομένου, οπόταν, αν επιτύχει, θεμελιώνονται οι προϋποθέσεις για την επιδίωξη της επανεξέτασης, από τη Διοίκηση, της τελικής πράξης. Οι πράξεις αυτές, που υπόκεινται σε διαχωρισμό, είναι γνωστές στο διοικητικό δίκαιο ως ’αποσπαστές’, όρος που έλκει την προέλευσή του από τη γαλλική θεώρηση ανάλογων πράξεων ’actes detachables’.»
Τέτοιο θέμα δεν εγείρεται σ’ αυτές τις υποθέσεις και δε θα μας απασχολήσει.
Ενόψει των ανωτέρω, και οι τέσσερις προσφυγές, στις οποίες έχουμε αναφερθεί, (534/97, 991/97, 992/97, 1004/97), υπόκεινται σε απόρριψη και απορρίπτονται με έξοδα.
Επανερχόμεθα στην εξέταση των παραδεκτών προσφυγών. Το συμφέρον των αιτητών να προσβάλουν τις πράξεις πηγάζει από την κατοχή των προσόντων για διορισμό στις θέσεις του δημοσίου, που πληρώνονται, και η νομιμοποίησή τους από το ατομικό δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης, που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι σαφής και βέβαιη επί του προκειμένου. Άλλη προσέγγιση του θέματος θα εξανέμιζε το δικαίωμα της ισότητας, που περιεκτικά κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 και προσδίδει έρεισμα στην προβολή διεκδικήσεων για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών και, γενικά, καθεστώτος ισονομίας στους πολίτες της χώρας.
Η συνταγματικότητα του περί Εντάξεως Έκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1996, (Ν. 107/(Ι)/96):
Οι αιτητές προσβάλλουν τη συνταγματικότητα του νόμου για σειρά λόγων, οι οποίοι συνοψίζονται πιο κάτω. Ουσιαστικά, είναι οι ίδιοι λόγοι για τους οποίους οι προδιαγραφόμενοι από το νόμο διορισμοί, κατά παρέκκλιση των συνταγματικών διατάξεων και [*899]των προνοιών του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), κρίθηκαν αντισυνταγματικοί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363 και στη Μενελάου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά., (ανωτέρω):-
(α) Παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά., (ανωτέρω), πραγματεύεται την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και το πλαίσιο εφαρμογής της, κάτω από το Σύνταγμα:- (σελ. 372)
«Η διάκριση των Εξουσιών αποτελεί το θεμέλιο της λειτουργίας της Κυπριακής πολιτείας. Η κρατική εξουσία κατανέμεται από το Κυπριακό Σύνταγμα σε ξεχωριστούς φορείς εξουσίας. Εξουσία, η οποία δεν κατανέμεται από το Σύνταγμα σε συγκεκριμένο φορέα, ασκείται από τον κλάδο εκείνο της εξουσίας στη σφαίρα αρμοδιότητας του οποίου ανάγεται κατά φυσιολογική συνέπεια [βλ., μεταξύ άλλων, Ρ.Ι.Κ. v. Καραγιώργη & Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159 και Θεοδοσίου Λίμιτεδ v. Δήμου Λεμεσού (1993) 3 Α.Α.Δ. 25.»
Με το νόμο, υποστηρίζουν οι αιτητές, η Βουλή δε θεσμοθετεί κανόνες δικαίου, απρόσωπα διαρθρωμένους, που συνιστούν το πεδίο λειτουργίας της, αλλά ασκεί εκτελεστική ή διοικητική εξουσία, έξω από το πεδίο των συνταγματικών της αρμοδιοτήτων.
(β) Παραβίαση των προνοιών του Συντάγματος, που διέπουν τη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, μόνο αρμόδιο σώμα για τη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Παρεκκλίσεις στον τομέα αυτό από το Ν. 33/67 επισημάνθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στη Republic v. Louca and Others (1984) 3 C.L.R. 241, με αποτέλεσμα οι διατάξεις της τότε ισχύουσας περί Δημόσιας Υπηρεσίας νομοθεσίας να αναμορφωθούν, ώστε να εναρμονιστούν προς το Σύνταγμα - (βλ. Άρθρο 4(6) του Ν. 1/90).
Ο υπό εξέταση νόμος εξουδετερώνει το ρόλο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας στο διοριστικό έργο, προκαθορίζει τους υποψηφίους οι οποίοι θα τύχουν διορισμού, με μόνη εξαίρεση την εξουσία απόρριψης υποψηφίου τον οποίο κρίνει ακατάλληλο. Βάσει του νόμου, η Βουλή ορίζει ποιοι θα διοριστούν, σε ποια θέση θα διοριστούν και σε ποια μισθολογική κλίμακα.
[*900]
Η ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας στη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας αποκλείεται από το Σύνταγμα, ως έχει, κατ’ επανάληψη, αναγνωρισθεί από τη νομολογία. Αποκλείεται, έτσι, θεσμικά η πολιτική επιρροή στη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας - (βλ., μεταξύ άλλων, Charilaos Frangoulides (No. 2) and The Republic of Cyprus, through the Public Service Commission (1966) 3 C.L.R. 676. ΡΙΚ v. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159. Περικλέους v. Συμβ. Βελτ. Αγ. Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579. Δημοκρατία v. Κωνσταντινίδη (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 206).
(γ) Παραβίαση της αρχής της ισότητας, η οποία κατοχυρώ-νεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Ο περιορισμός των υποψηφίων προς πλήρωση των θέσεων και ο αποκλεισμός παντός ετέρου να διεκδικήσει τις θέσεις πλήττουν την πεμπτουσία της αρχής της ισοπολιτείας, που επάγεται την παροχή ίσων ευκαιριών στους πολίτες να διεκδικήσουν θέσεις στο δημόσιο.
Ο Γενικός Εισαγγελέας υπέβαλε ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, εφόσον οι διορισμοί γίνονται από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Παραγνωρίζει ο Γενικός Εισαγγελέας ότι ο ίδιος ο νόμος διαγράφει ποιοι θα διοριστούν, σε ποια θέση θα διοριστούν, καθώς και τη μισθολογική τους κλίμακα. Υποστήριξε, επίσης, ότι, μεταξύ των εξουσιών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, οι οποίες διαγράφονται από το Άρθρο 125.1 του Συντάγματος, είναι και η μονιμοποίηση δημοσίων υπαλλήλων, προς την οποία παραλληλίζει την ένταξη των ενδιαφερομένων προσώπων στη δημόσια υπηρεσία. Του διαφεύγει ότι, με τις αποφάσεις οι οποίες προσβάλλονται, δε μονιμοποιούνται υπάλληλοι του δημοσίου, τους οποίους διόρισε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αλλά επενεργείται αυτός τούτος ο διορισμός τους στη δημόσια υπηρεσία.
Τόσο ο κ. Κληρίδης όσο και ο Γενικός Εισαγγελέας υποστήριξαν ότι ο νόμος δεν εξέρχεται του συνταγματικού πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Βουλής των Αντιπροσώπων. Σύμφωνα με τις θέσεις τους, όπως μπορεί να τις συνοψίσουμε, ό,τι επιδιώκεται με το νόμο είναι η καθιέρωση ιδιαίτερων κριτηρίων για την πλήρωση αριθμού θέσεων στη δημόσια υπηρεσία, από το Σώμα το οποίο ορίζει το Σύνταγμα - την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, η οποία έχει και τον τελικό λόγο στους διορισμούς. Θέση τους είναι ότι παρέχεται στο νομοθέτη η δυνατότητα να προβεί σε ιδιαίτερες ρυθμίσεις για την πλήρωση θέσεων στο δημόσιο. Έρεισμα αντλεί[*901]ται από την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic v. Christoudia (1988) 3 C.L.R. 2622, (απόφαση πλειοψηφίας), η οποία, κατά την εισήγησή τους, δεν έχει ανατραπεί σ’ αυτό το σημείο από τη Γιάλλουρου ή τη Μενελάου.
Εξετάσαμε τις διϊστάμενες εισηγήσεις, με αναφορά πάντα στις διατάξεις του νόμου, η συνταγματικότητα του οποίου προσβάλλεται στην ολότητά του.
Αρχίζουμε με ανακεφαλαίωση των αποφασισθέντων στις δύο πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας, στη Γιάλλουρου και στη Μενελάου, ο λόγος των οποίων, ως κρίνουμε, είναι εμφανώς καθοριστικός και για την κρίση της συνταγματικότητας του νόμου και του συμβατού των αποφάσεων που προσβάλλονται με το Σύνταγμα.
Στη Γιάλλουρου όσο και στη Μενελάου επίδικο θέμα ήταν η θεώρηση ιδιαίτερων νομοθετικών ρυθμίσεων και συναφών αποφάσεων για το διορισμό στη δημόσια υπηρεσία εκτάκτων, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, υπαλλήλων, που προσλήφθηκαν από κυβερνητικά τμήματα και υπηρεσίες. Ο λόγος τους άπτεται άμεσα των θεμάτων που εξετάζονται στις παρούσες υποθέσεις και προδιαγράφει την έκβαση των προσφυγών που τελούν υπό αναθεώρηση.
Στη Μενελάου αποφασίστηκε, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι:-
(α) Η πρόσληψη μόνιμου όσο και έκτακτου προσωπικού στη δημόσια υπηρεσία ανάγεται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Η Ε.Δ.Υ. αποτελεί το μόνο συνταγματικά αρμόδιο όργανο για τη διενέργεια διορισμών και, γενικά, προσλήψεων στη δημόσια υπηρεσία. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η πρόσληψη έκτακτου εποχιακού εργατικού προσωπικού.
(β) Αποκλείεται η ανάμειξη της Βουλής άμεσα ή έμμεσα σε διορισμούς στη δημόσια υπηρεσία. Η διενέργεια διορισμών εκφεύγει της αρμοδιότητας της Βουλής των Αντιπροσώπων. Δεν αποτελεί πτυχή της νομοθετικής λειτουργίας - (βλ., επίσης, μεταξύ άλλων, Pres. of Republic v. House of R/ntatives (1985) 3 C.L.R. 1724. Δημοκρατία v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.3) (1992) 3 Α.Α.Δ. 458).
(γ) Αποκλείεται η ανάμειξη κάθε αρχής ή οργάνου της πολιτι[*902]κής εξουσίας στη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας. Τόσο η Νομοθετική όσο και η Εκτελεστική Εξουσία συνιστούν φορείς της πολιτικής εξουσίας του κράτους - (βλ., μεταξύ άλλων, Pavlou v. Returning Officer & Others (1987) 1 C.L.R. 252. ΡΙΚ v. Καραγιώργη & άλλων, (ανωτέρω). και Σωκράτους v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 204).
(δ) Η αρχή της ισότητας εξυπακούει την παροχή ίσων ευκαιριών στους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας να διεκδικήσουν θέσεις στο δημόσιο.
Μόνο με την προκήρυξη των θέσεων και την πρόσκληση προς κάθε πολίτη της Δημοκρατίας, που κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για διορισμό, να διεκδικήσει τη θέση, εκπληρούται η επιτακτική υποχρέωση της πολιτείας προς εξασφάλιση του ατομικού δικαιώματος της ίσης μεταχείρισης των πολιτών. δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος και διασφαλίζεται, όπως και κάθε άλλο θεμελιώδες δικαίωμα, ως όρος της λειτουργίας κάθε μιας από τις τρεις εξουσίες του κράτους, από το Άρθρο 35 του Συντάγματος.
Και προσωποποιημένο, μπορεί να προσθέσουμε, σχέδιο υπηρεσίας θα προσέκρουε, όπως και εξατομικευμένες νομοθετικές διατάξεις, στο Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Της Μενελάου προηγήθηκε η απόφαση της Ολομέλειας στη Γιάλλουρου, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο αποδοκίμασε την αρχή στην οποία θεμελιώνεται και απέκλινε από το λόγο της Republic v. Christoudia, (ανωτέρω), στην οποία είχε γίνει δεκτό ότι νόμος, ο οποίος προδιέγραφε την ένταξη εκτάκτων υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία, με συνοπτικές και περιοριστικές διαδικασίες, κατ’ ουσία ανάλογες προς τις διαδικασίες που προβλέπει ο παρών νόμος, δεν αντιστρατευόταν το Σύνταγμα. Αξιοσημείωτη είναι η επωδός της απόφασης στην υπόθεση Republic v. Christoudia και η προτροπή που παρέχεται στη δικαστική απόφαση - ότι το εγχείρημα ένταξης εκτάκτων υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία, με τον τρόπο που επιλύθηκε από το νόμο που έτυχε συνταγματικού ελέγχου, δε θα επιτραπεί να επαναληφθεί:- (σελ. 2640)
“We feel that we should place on record that the interest of the service and of the public is better served by permanent public officers than by casuals. We trust that the problem of casuals, that was solved by Law No. 160/85, will not be allowed to recur again.”
[*903]
Στη Γιάλλουρου, διαπιστώθηκε ότι ο λόγος της Republic v. Christoudia έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθώς και με την αρχή που αποκλείει κάθε σώμα άλλο από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας να προβαίνει σε διορισμούς στο δημόσιο.
Ο υπό εξέταση νόμος διαγράφει και καθορίζει ποιοι θα διοριστούν στη δημόσια υπηρεσία. Αντικείμενο του νόμου δεν είναι η καθιέρωση κανόνων δικαίου αλλά ο διορισμός, μέσω της νομοθετικής οδού, συγκεκριμένων ατόμων στη δημόσια υπηρεσία. Με το νόμο, η Βουλή ασκεί διοίκηση, κατ’ αντίθεση προς το Σύνταγμα, έξω και καθ’ υπέρβαση του πλαισίου των εξουσιών της.
Ο νόμος παραβιάζει την αρχή της ισότητας, με τον περιορισμό των διορισθησομένων στο δημόσιο σε συγκεκριμένα άτομα και τον αποκλεισμό παντός ετέρου πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο οποίος κατέχει τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας προσόντα, να διαγωνιστεί για διορισμό στις θέσεις. Αποστερούνται οι πολίτες της κυπριακής πολιτείας του δικαιώματος να τύχουν ίσων ευκαιριών για διορισμό στο δημόσιο και, με τον τρόπο αυτό, συντελείται αδικία εις βάρος τους, γενικά, και, ειδικά, εις βάρος των αιτητών.
Μόνο κατ’ όνομα η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προβαίνει στους διορισμούς των, κατά τα άλλα, επιλεγέντων από τη Βουλή ατόμων. Η εξουσία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας εκτείνεται σ’ όλο το πεδίο του διορισμού υποψηφίων στο δημόσιο - στο διάνοιγμα των θέσεων, με την πρέπουσα γνωστοποίηση προς κάθε πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας που κατέχει τα προσόντα, στην αξιολόγηση των υποψηφιοτήτων, υπό το φως των αρχών της χρηστής διοίκησης, και στην άσκηση αποφασιστικής αρμοδιότητας ως προς το ποιος είναι άξιος να τύχει διορισμού.
Με τον υπό εξέταση νόμο, υφαρπάζεται η εξουσία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία ασκεί και την ουσιαστική αρμοδιότητα ως προς το ποιος θα διοριστεί. Τέλος, υπεισέρχεται η πολιτική εξουσία στη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας, κατ’ αντίθεση προς το Σύνταγμα. Ο νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός στην ολότητά του.
Η προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, όλως ιδιαίτερα, οι αποφάσεις στη Γιάλλουρου και στη Μενελάου έπρεπε να είχαν άρει οποιαδήποτε αμφιβολία για το απαράδεκτο της στελέχωσης της δημόσιας υπηρεσίας μέσω της νομοθετικής [*904]οδού.
Οι προσφυγές, η κάθε μια από αυτές - (539/98, 540/98, 553/98, 563/98, 570/98, 617/98, 618/98, 710/98, 711/98, 932/98) - επιτυγχάνουν με έξοδα. Οι επίδικες αποφάσεις ακυρώνονται στην ολότητά τους, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση που εξέδωσε ο Πρόεδρος. Κρίνω όμως επιθυμητό να διαφοροποιήσω τη θέση μου σε ένα σημείο, γι’ αυτό και ακολουθούν λίγες γραμμές.
Η όποια αναφορά στην απόφαση σε “πολιτική εξουσία”, για να υποδειχθεί πως το Σύνταγμά μας δεν επιτρέπει ανάμειξή της στη διαδικασία διορισμού των δημοσίων λειτουργών, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Το Σύνταγμα, όπως ορθά αναφέρεται στην απόφαση, εναποθέτει το έργο διορισμού, προαγωγής και μετάθεσης των δημοσίων λειτουργών αποκλειστικά στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Με αυτή τη διαπίστωση θεμελιώνεται, νομίζω, η δικαστική κρίση. Αναφορικά στην υπόθεση που εξετάσαμε σε “πολιτική εξουσία”, όρο που κατά τη δική μου αντίληψη, έχει ευρύτερη έννοια, δυνατό να θεωρηθεί ότι αφήνει αιχμή στο σύνολο της πολιτικής ηγεσίας. Σε κανένα άρθρο του Συντάγματός μας δεν χρησιμοποιείται ο όρος “πολιτική εξουσία”. Σ’ αυτό κατονομάζονται, κατά περιεχόμενο αρμοδιότητας, τα όργανα που ασκούν τις τρεις γνωστές εξουσίες της πολιτείας, νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική. Στην υπόθεση που μας απασχόλησε κρίθηκε αντισυνταγματικός ο επίδικος νόμος που ψηφίστηκε από τη νομοθετική εξουσία, τη Βουλή των Αντιπροσώπων, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση που διάβασε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου. Οποιαδήποτε άλλη αναφορά, κατά την ταπεινή μου γνώμη παρέλκει.
Διαταγή ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο