Ζανέττου Βάσος και Άλλοι ν. Kυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2000) 3 ΑΑΔ 1

(2000) 3 ΑΑΔ 1

[*1]13 Iανουαρίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΒΑΣΟΣ ΖΑΝΝΕΤΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΟY ΟΡΓΑΝΙΣΜΟY ΤΟΥΡΙΣΜΟY,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2444)

 

Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ― Υπάλληλοι ― Απόρριψη αιτήματος για οδοιπορικά και συναφή οφελήματα ― Αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και όχι πληροφοριακή.

Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ― Υπάλληλοι ― Τοποθέτηση υπαλλήλων σε Επαρχιακό Γραφείο ― Αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη ― Παράλειψη προσβολής της απόφασης καθορισμού της έδρας τους, εκτός Κεντρικών Γραφείων, τους στερεί δικαίωμα σε οδοιπορικά.

Οι αιτητές, υπάλληλοι του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, με την έφεσή τους επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία η προσφυγή τους κατά της απόρριψης, εκ μέρους του εφεσίβλητου, του αιτήματός τους για οδοιπορικά και άλλα συναφή ωφελήματα, είχε απορριφθεί.

[*2]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η απόφαση απόρριψης του αιτήματος των αιτητών αποτελούσε εκτελεστή απόφαση και όχι πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα.

2.  Το οποιοδήποτε δικαίωμα σε οδοιπορικά εξαρτάται από την απόφαση καθορισμού της έδρας των αιτητών, την Αγία Νάπα. Η απόφαση αυτή είναι εκτελεστή διοικητική απόφαση και δεν προσβλήθηκε εντός της προθεσμίας με προσφυγή. Η μεταγενέστερη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα περί παρανομίας της απόφασης αυτής δεν συνιστά πλήρη γνώση της πράξης, αναφορικά με την προσβολή της. Ούτως ή άλλως οι θεραπείες αφορούν στην απόρριψη του αιτήματος και όχι στον καθορισμό της έδρας.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χ''Τσαγγάρης, Δ.) στις Yποθέσεις Αρ. 1067/95 και 1068/95, ημερ. 11/4/97, με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές τους κατά της απόρριψης του αιτήματός τους για οδοιπορικά και συναφή ωφελήματα για τη μετάβασή τους στην Αγία Νάπα και για παράλειψη καταβολής των απαιτηθέντων, ως οφειλόμενης ενέργειας στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων τους ως Επιθεωρητών στο Τμήμα Παροχής Τουριστικών Υπηρεσιών του Κ.Ο.Τ., ως στρεφόμενων κατά πράξης πληροφοριακής φύσεως και λόγω έλλειψης νομιμοποίησής τους προς άσκηση προσφυγής.

Μ. Ασπρή για Α.Σ. Αγγελίδη, για τους Εφεσείοντες.

Α. Δικηγορόπουλος, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες ανήκουν στο προσωπικό των εφεσιβλήτων, στο Τμήμα Παροχής Τουριστικών Υπηρεσιών. Ο πρώτος είναι Ανώτερος Επιθεωρητής και οι άλλοι Βοηθοί Επιθεωρητές, 2ης Τάξης. Όταν μεταξύ των ετών 1986 και 1991 τους προσφέρθηκε προαγωγή ή διορισμός στις πιο πάνω θέσεις, ορίστηκε πως έδρα τους θα ήταν η Αγία Νάπα και αποδέχθηκαν την [*3]προσφορά “σύμφωνα με τους όρους”. Το 1995 αξίωσαν οδοιπορικά και συναφή ωφελήματα για τη μετάβασή τους στην Αγία Νάπα. Θεωρούν ότι πρόσφερε τη βάση αυτής της διεκδίκησης γνωμάτευση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, ημερομηνίας 27.7.95, σύμφωνα με την οποία, ενόψει του περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Νόμου του 1969 (Ν. 54/69) και των περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Διάρθρωσις και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1970 (Κ.Δ.Π. 829/70) “δεν παρέχεται η δυνατότητα στον Οργανισμό να δημιουργεί ή να λειτουργεί Επαρχιακά ή/και Περιφερειακά Γραφεία Επιθεωρητών ή να τοποθετεί Λειτουργούς Επιθεωρήσεως σ’ αυτά, εκτός αν γίνουν σχετικές τροποποιήσεις στην υφιστάμενη νομοθεσία”.  Διατυπώνεται στην ίδια γνωμάτευση και η άποψη πως οι εφεσείοντες, αφού αποδέχθηκαν ελεύθερα την τοποθέτησή τους στερούνταν εννόμου συμφέροντος για την προσβολή της αλλά επ’ αυτού είχαν άλλη, δική τους γνώμη. Με τη λήψη λοιπόν της αρνητικής απόφασης του Οργανισμού, άσκησαν προσφυγή. Το ίδιο και η Ένωση Υπαλλήλων Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού.

Ζήτησαν δυο θεραπείες. Με την πρώτη επιδιώκουν ακύρωση της απόφασης που τους γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 4.10.95, για απόρριψη του αιτήματός τους. Με τη δεύτερη, αποδίδουν στον Οργανισμό παράλειψη καταβολής των απαιτηθέντων, ως οφειλόμενης ενέργειας.

Ο Οργανισμός είχε εντελώς διαφορετική άποψη ως προς την ουσία του θέματος. Με παραπομπή στο Νόμο, στους Κανονισμούς και στον προϋπολογισμό του, υποστήριξε τη νομιμότητα του καθορισμού της Αγίας Νάπας ως της έδρας των εφεσειόντων. Οι προσφυγές, όμως, απορρίφθηκαν για άλλους λόγους.  Το Δικαστήριο έκρινε πως η προσβληθείσα απόφαση ηταν πληροφοριακή και πως δεν ενεργοποιείτο η δικαιοδοσία του. Όπως εξήγησε, “δεν παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα, απλά πληροφορεί τους αιτητές για την επικρατούσα κατάσταση και για το υφιστάμενο νομικό καθεστώς”. Διαζευκτικά, θεώρησε πως οι αιτητές δεν νομιμομοποιούνταν αφού είχαν αποδεκτεί, ελεύθερα και ανεπιφύλακτα, τους όρους από τους οποίους συνοδευόταν η προσφορά για προαγωγή ή διορισμό τους.

Η έφεση αφορά σ’αυτά αλλά οι διάδικοι, όπως καθορίστηκε, αναφέρθηκαν και στην ουσία του θέματος. Αυτό θα μας απασχολήσει εφόσον κριθεί πως οι προσφυγές ήταν παραδεκτές.

Με την επιστολή του Οργανισμού ημερομηνίας 4.10.95 ουσια[*4]στικά απορρίφθηκε το αίτημα που είχε υποβληθεί. Αυτή ήταν η έννοια της φράσης “δεν δύναται να ικανοποιηθεί”. Ακολουθεί αναφορά στα της προαγωγής ή του διορισμού των εφεσειόντων όπως και στις “υφιστάμενες διατάξεις” αλλά αυτά δεν ήταν μια αφηρημένη πληροφόρηση για το δίκαιο. Και δεν είναι ορθό ότι προσδίδουν στην επιστολή πληροφοριακή υφή.  Στην πραγματικότητα συνιστούσαν την αιτιολογία της απόφασης που λήφθηκε και που παρήγαγε το άμεσο έννομο αποτέλεσμα της απόρριψης του αιτήματος. Συναφώς, η εισήγηση του Οργανισμού πως η απόφαση δεν είναι εκτελεστή επειδή, όπως υποστηρίζει, βασίζεται στο Νόμο και στους Κανονισμούς, εισάγει στοιχεία ασύνδετα προς τη φύση της απόφασης και, πάντως, ζητούμενα και όχι δεδομένα. Σημειώνουμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τη δεύτερη θεραπεία και, στην έκταση που τα πιο πάνω θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως επιχείρημα κατά της ύπαρξης υποχρέωσης προς ενέργεια, και κατά συνέπεια εκτελεστής παράλειψης, η απόρριψη θα έπρεπε να είχε διέλθει μέσα από την εξέταση των αντίθετων θέσεων αναφορικά με το ποιος είναι ο Νόμος.  Θέμα το οποίο, εν πάση περιπτώσει, εμφανίστηκε να συνιστά την ουσία στην περίπτωση της πρώτης θεραπείας.  Σε συμφωνία με την εισήγηση των εφεσειόντων, καταλήγουμε πως η προσβληθείσα απόφαση ήταν εκτελεστή.

Η απόφαση προσβάλλεται ως παράνομη και τίθεται ζήτημα οφειλόμενης πληρωμής, πάνω στη βάση της αντίληψης πως ο καθορισμός της Αγίας Νάπας ως έδρας των εφεσειόντων συγκρούεται προς το Νόμο και τους Κανονισμούς. Δεν αμφισβητείται, ορθά βέβαια, πως νόμιμος καθορισμός τέτοιας έδρας, μέσα στο ισχύον σύστημα καταβολής οδοιπορικών και άλλων συναφών ωφελημάτων, δεν θα παρείχε τέτοια δικαιώματα στους εφεσείοντες. Κατανοούσαν αυτό το κρίσιμο οι εφεσείοντες και στη γραπτή τους αγόρευση εξήγησαν πως “προσβάλλεται η τοποθέτησή των κατόπιν διορισμού σε γραφεία τα οποία με βάση το νόμο δεν υφίσταντο και ούτε μπορούσαν να δημιουργηθούν και να λειτουργήσουν”. Αυτά, βέβαια, τα είπαν για να ξεχωρίσουν τον καθορισμό της έδρας από τους διορισμούς ή την προαγωγή προς αντίκρουση της ένστασης πως στερούνταν εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν εκείνο που δέκτηκαν. Υποστήριζαν δε σ’ αυτό το πλαίσιο πως “η τοποθέτηση υπαλλήλου αποτελεί εσωτερικό διοικητικό μέτρο στερούμενο εκτελεστότητας”.

Για να συμπληρωθεί η εικόνα, καταγράφουμε και τη διαζευκτική τους άποψη. Και να μην ήταν ορθή η πιο πάνω αντίκρυση, μπορούσαν να προσβάλουν τώρα την τοποθέτησή τους στην Αγία Νάπα. Είχαν περάσει χρόνια από τότε αλλά πλήρη γνώση των πε[*5]ριστατικών απέκτησαν πολύ πρόσφατα, όταν έμαθαν πως ήταν παράνομη η λειτουργία “γραφείων τα οποία δεν είχαν οιονδήποτε νομικό έρεισμα”. Προφανώς εννοούσαν πως είχαν πλέον πλήρη γνώση με τη γνωμάτευση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα και πως ήταν μόνο από τότε που άρχισε να τρέχει η προθεσμία των 75 ημερών του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος.  Σε τέτοια περίπτωση, ακόμα και στο πλαίσιο της δικής του αντίληψης, θα προέκυπτε ζήτημα αναφορικά με το αν τέτοια γνωμάτευση είναι “περιστατικό της υπόθεσης”. Επίσης αναφορικά με το γεγονός ότι, όπως προκύπτει, από την πληροφόρησή τους με τη γνωμάτευση ως την άσκηση των προσφυγών παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 75 ημερών. Δεν χρειάζεται όμως να προσεγγίσουμε την υπόθεση κάτω από τέτοιο πρίσμα.

Διαπιστώνεται παρανόηση θεμελιώδους σημασίας. Ο Οργανισμός απέρριψε το αίτημά τους στη βάση του καθορισμού της έδρας που έγινε, και νομίζουμε πως δεν είχε καν άλλη εκλογή.  Οι εφεσείοντες παραγνωρίζουν αυτή την πραγματικότητα. Συζητούν εδώ τον καθορισμό της έδρας πρώτα γιατί θεωρούν, όπως σημειώσαμε, πως αυτός αποτελεί αντικείμενο των προσφυγών. Το αντικείμενο των προσφυγών το προσδιορίζουν οι θεραπείες που ζητήθηκαν και δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτές η τοποθέτηση ή ο καθορισμός της Αγ. Νάπας ως της έδρας των εφεσειόντων. Αντικείμενο των προσφυγών είναι τα περί την πληρωμή που ζήτησαν ή που λέγουν ότι όφειλε ο Οργανισμός να κάμει. Έπεται πως τα περί την προθεσμία άσκησης των προσφυγών αλλά και το έννομο συμφέρον τους λόγω αποδοχής, είναι άσχετα. Προϋπόθεση για την επιτυχία του αιτήματος προσφυγών ήταν η εξαφάνιση της απόφασης με την οποία καθορίστηκε ως έδρα τους η Αγ. Νάπα. Ο,τιδήποτε και αν θα μπορούσε να λεχθεί σε σχέση με τη διασύνδεσή της προς την απόφαση για την προαγωγή ή τους διορισμούς, είναι σαφές πως παρήγαγε έννομα αποτελέσματα. Αν όχι τίποτε άλλο, εξ αυτής κρίνονται τα δικαιώματα για οδοιπορικά και άλλα συναφή ωφελήματα. Ήταν, λοιπόν, εκτελεστή και οι προσφυγές των εφεσειόντων πάσχουν κατ’ ουσίαν αφού στηρίζονται σε δεδομένο ανύπαρκτο, εκείνο της παρανομίας του καθορισμού της έδρας. Αυτή θα μπορούσε να διακηρυχθεί μόνο με αναθεώρηση της απόφασης για καθορισμό της έδρας που δεν μπορεί να γίνει σ’ αυτή τη διαδικασία γιατί δεν είναι αυτό το αντικείμενο των προσφυγών.

Διακρίνουμε στη γραπτή αγόρευση των εφεσειόντων πως, στο βάθος, είχαν επίγνωση αυτής της αδυναμίας της υπόθεσής τους. Υποστήριξαν, μαζί με τα άλλα, πως επιβάλλεται αποκατάσταση [*6]“όπου επέρχεται είτε διάγνωση της παράνομης διοικητικής απόφασης είτε κατόπιν ακύρωσης είτε κατόπιν ανάκλησης είτε κατόπιν σωστής προσέγγισης της πραγματικής κατάστασης των κανόνων δικαίου όπως έγινε στην παρούσα υπόθεση”. Δεν είχαμε εδώ ακύρωση ή ανάκληση και εννοούν, όπως φαίνεται, πως η γνωμάτευση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα συνιστά ισοδύναμη προς αυτές “διάγνωση” ή “σωστή προσέγγιση”, όπως  εξηγούν, με το ίδιο αναδρομικό αποτέλεσμα. Δεν συμμεριζόμαστε αυτή τη σκέψη.  Τέτοια γνωμάτευση, ανεξάρτητα από την ορθότητα ή το λανθασμένο της, δεν είναι αφ’ εαυτής με τέτοιο τρόπο προσδιοριστική του δικαίου και, πολύ λιγότερο, παράγωγος τέτοιων αποτελεσμάτων στη διοικητική σφαίρα. Αυτά δε, ανεξάρτητα από την επισήμανση του κ. Δικηγορόπουλου πως εκείνος είναι ο Νομικός Σύμβουλος του Οργανισμού.

Υπάρχουν δυο ακόμα θέματα. Το ένα αφορά στη δυνατότητα παραίτησης από το “δημόσιο δικαίωμα” σε οδοιπορικά και άλλα συναφή ωφελήματα. Το θέτουν οι εφεσείοντες αλλά δεν βλέπουμε πώς αυτό εντάσσεται στο πλέγμα της υπόθεσης. Ουδέποτε τέθηκε ζήτημα παραίτησης από τέτοιο υφιστάμενο δικαίωμα και, πάντως, όπως έχουμε καταλήξει, με δοσμένο τον καθορισμό της Αγίας Νάπας ως της έδρας των εφεσειόντων, τέτοιο δικαίωμα δεν είχαν.

Το άλλο αφορά στη νομιμοποίηση της Συντεχνίας που άσκησε τη δεύτερη προσφυγή. Με αυτή ζητήθηκαν οι ίδιες ακριβώς θεραπείες, όσα λέχθηκαν την καλύπτουν, η συζήτηση του παραδεκτού της προσφυγής τους από αυτή την άποψη θα είχε μόνο ακαδημαϊκή αξία και δεν θα επεκταθούμε.

Οι προσφυγές απορρίπτονται. Δεν είχε εξεταστεί η ουσία τους πρωτοδίκως, το πρώτο θέμα της έφεσης κρίθηκε υπέρ των εφεσειόντων και δεν θα εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο