Κυπριακή Δημοκρατία ν. Δήμητρας Κεπεγιάννη (2000) 3 ΑΑΔ 68

(2000) 3 ΑΑΔ 68

[*68]4 Φεβρουαρίου, 2000

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, AΡTEMHΣ, ΝΙΚΟΛΑOY, KAΛΛΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

v.

ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΚΕΠΕΓΙΑΝΝΗ,

Eφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 2451)

 

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση, στην οποία κρίθηκε ότι ο περιορισμός της αξιολόγησης των δασκάλων μόνο στον βαθμό 36, καθιστούσε τη βαθμολόγηση άκυρη ― Στην επανεξέταση παράνομα λήφθηκε υπόψη το περιγραφικό μέρος της ίδιας έκθεσης, το οποίο ήταν αλληλοεξαρτώμενο με τη βαθμολογία στην ίδια έκθεση, η οποία είχε ήδη κριθεί άκυρη.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν ανατροπή του αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η επίδικη απόφαση της αναδρομικής, μετά από επανεξέταση, προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, ακυρώθηκε.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου κατά πλειοψηφία απορρίπτοντας την έφεση, (απόφαση του Καλλή Δ. συμφωνούντων των Δικαστών Αρτέμη, Νικολάου, Καλλή και Κραμβή), αποφάσισε ότι:

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε δεκτή την προσφυγή με το σκεπτικό ότι δεν είναι  λογικά δυνατό να λαμβάνεται υπόψη η αξιολογική κρίση και να παραγνωρίζεται ο βαθμός που δόθηκε για τέτοια κρίση. Αποτελούν μια αδιαχώριστη ενότητα.

Με την έφεση της Δημοκρατίας, αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης. Υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο [*69]εσφαλμένα έκρινε ότι στις εκθέσεις (και ειδικές εκθέσεις) της εφεσίβλητης και Ε.Μ. υπάρχουν τα αξιολογικά στοιχεία και η αντίστοιχη βαθμολογία σε τρόπο ώστε το ένα μέρος να είναι αντανάκλαση του άλλου και άρρηκτα συνυφασμένο με αυτό, με συνέπεια να μην είναι λογικά δυνατό να λαμβάνεται υπόψη η αξιολογική κρίση και να παραγνωρίζεται ο βαθμός που δόθηκε για τέτοια κρίση.

Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας έκαμε αναφορά στο σκεπτικό των αποφάσεων στις προσφυγές 747/93 και 355/94. Εισηγήθηκε ότι η Ε.Ε.Υ. ορθά και νόμιμα κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς της για επιλογή του καταλληλότερου αγνόησε την βαθμολογία που υπήρχε στις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και έλαβε υπόψη μόνον εκείνα τα στοιχεία που προσδιόριζαν περιγραφικά την αξία τους και περιέχονταν τόσο στις εκθέσεις τους, οι οποίες συντάσσονται από τον Διευθυντή του Σχολείου και από τον οικείο επιθεωρητή και ουδέποτε περιείχαν βαθμολογία, όσο και στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις που συντάσσονται από κλιμάκιο επιθεωρητών με βάση την Κ.Δ.Π. 223/76 Διάταξη 17.

Εφόσον οι δύο Επιτροπές έλαβαν υπόψη τις υπηρεσιακές εκθέσεις και εφόσον στους φακέλους των υποψηφίων υπάρχουν μόνο δύο τύποι εκθέσεων έπεται πως οι υπηρεσιακές εκθέσεις που λήφθηκαν υπόψη είναι οι πιο πάνω δύο εκθέσεις.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το ένα μέρος - το περιγραφικό ή αξιολογικό - είναι αντανάκλαση του άλλου - του βαθμολογικού - και άρρηκτα συνυφασμένο με αυτό. Με άλλα λόγια έκρινε ότι το ένα μέρος της έκθεσης είναι προσαρμοσμένο στο άλλο.

Θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο το πιο πάνω συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στις υπηρεσιακές εκθέσεις.

Σύγκριση της ειδικής έκθεσης των δύο υποψηφίων, αποκαλύπτει ότι το Ε.Μ. υπερέχει τόσο στο περιγραφικό όσο και στο αριθμητικό μέρος. Περαιτέρω από  μια απλή ανάγνωση του περιεχομένου των συνήθων εκθέσεων της εφεσίβλητης είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι παρουσιάζουν μια πολύ καλύτερη εικόνα της εφεσίβλητης από εκείνη που παρουσιάζουν οι ειδικές εκθέσεις σε σχέση με τα ίδια κριτήρια και σε σχέση με την ίδια περίοδο. Οι συνήθεις εκθέσεις είναι αισθητά καλύτερες από τις ειδικές εκθέσεις. Και όμως οι συνήθεις εκθέσεις φέρουν, την υπογραφή δύο από τους τέσσερις λειτουργούς οι οποίοι υπέγραψαν τις ειδικές εκθέσεις.  Τι ήταν λοιπόν, εκείνο που οδήγησε τους ίδιους λειτουργούς να παρουσιάσουν μια διαφορετική - φτωχότερη - εικόνα της [*70]εφεσίβλητης στις ειδικές εκθέσεις οι οποίες περιέχουν και αριθμητική βαθμολογία;  Αυτή η κατάσταση πραγμάτων δικαιολογεί πλήρως το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου για αλληλοεξάρτηση των δυο αξιολογήσεων - της περιγραφικής και της αριθμητικής. Άλλωσπως το Δικαστήριο δεν βλέπει για ποιο λόγο οι ίδιοι λειτουργοί να μην είχαν αξιολογήσει με τον ίδιο δυνατό τρόπο τις αρετές και ιδιότητες της εφεσίβλητης στην ειδική έκθεση όπως τις είχαν αξιολογήσει στις συνήθεις εκθέσεις. Οι οδηγίες για καθήλωση της αριθμητικής αξιολόγησης στο 36 έχουν στην παρούσα υπόθεση  διαδραματίσει καίριο και αποφασιστικό ρόλο με αποτέλεσμα να έχουν επηρεάσει και την περιγραφική αξιολόγηση. Επομένως ήταν, η πιο πάνω διαφορά στην αξιολόγηση της εφεσίβλητης στους δύο τύπους εκθέσεων, και μάλιστα από τους ίδιους λειτουργούς, που οδήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι υπάρχει αλληλοεξάρτηση και αντανάκλαση μεταξύ των δύο αξιολογήσεων - της περιγραφικής και της αριθμητικής. Ορθά, λοιπόν, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη ούτε το περιγραφικό μέρος των ειδικών εκθέσεων.  Επομένως η έφεση πρέπει να αποτύχει.

Ο Δικαστής Αρτεμίδης εξέδωσε δική του απόφαση μειοψηφίας με διάφορο σκεπτικό και αντίθετο αποτέλεσμα.

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κεπεγιάννη v. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 2067,

Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 504.

Έφεση.

Έφεση από τους καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικήτας, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. 260/96, ημερ. 19/5/97, με την οποία έγινε αποδεκτή η προσφυγή της αιτήτριας εναντίον της προαγωγής του Ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Δημοτική Εκπαίδευση για τα Αγγλικά η οποία προέκυψε απο επανεξέταση προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης στη Προσφυγή 355/94, ημερ. 5/10/95, αφού κρίθηκε ότι η ΕΕΥ κατά παράβαση του δεδικασμένου στην Προσφυγή 355/94, αγνόησε τη γενική βαθμολογία των υπηρεσιακών εκθέσεων και έλαβε υπόψη την περιγραφική αξιολόγηση των υποψηφίων σ’ αυτές, διαχωρισμός μη επιτρεπτός, εφόσον τα δύο αυτά  [*71]στοιχεία είναι άρρηκτα συνυφασμένα κατά τρόπο ώστε να μην είναι λογικά δυνατόν να λαμβάνεται υπόψη η αξιολογική κρίση και να αγνοείται η βαθμολόγιση η οποία δόθηκε για την κρίση αυτή.

Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Ντ. Πασπαλίδης, για την Εφεσίβλητη.

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση της πλειοψηφίας (Αρτέμης, Δ.,  Νικολάου, Δ., Καλλής, Δ. και Κραμβής, Δ.) θα δοθεί από τον Καλλή, Δ. Εγώ θα δώσω δική μου απόφαση στην οποία εκφράζεται διαφορετική άποψη.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με απόφασή της ημερ. 9.3.94 (η πρώτη απόφαση) η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Ε.Ε.Υ.) αποφάσισε την προαγωγή του Α. Πολυδώρου (το Ε.Μ.) στη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης για τα Αγγλικά (η επίδικη θέση). Η εφεσίβλητη άσκησε την προσφυγή αρ. 355/94 εναντίον της πρώτης απόφασης.

Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερ. 5.10.95 (η ακυρωτική απόφαση) η πρώτη απόφαση ακυρώθηκε (Βλ. Κεπεγιάννη ν. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 2067- απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.). Κρίθηκε ότι υιοθετήθηκε παράνομα, κατά παράβαση των Καν. 28 (και 27) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976 (Κ.Δ.Π. 223/76), άνισο βαθμολογικό μέτρο στον καταρτισμό των υπηρεσιακών εκθέσεων των δασκάλων αφενός και των διευθυντών ή βοηθών διευθυντών σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης αφετέρου, που ήταν υποψήφιοι για τη θέση.  Σημειώνεται ότι η εφεσίβλητη ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο δασκάλα. Το Ε.Μ. κατείχε θέση διευθυντή δημοτικού σχολείου.

Η ακυρωτική κρίση στην πιο πάνω προσφυγή 355/94 ήταν απόρροια προηγούμενης απόφασης του ίδιου δικαστή στην Ανδρέας Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 504. Κρίθηκε ότι έπασχαν οι εκθέσεις των ετών 1978 μέχρι και το 1993 γιατί οι Επιθεωρητές καθιέρωσαν πρακτική που αντέκειτο στους πιο πάνω Κανονισμούς, δηλαδή, να αξιολογούν τους δασκάλους με βαθμολογία, στην καλύτερη περίπτωση, 36. Ενώ για τους διευθυντές και [*72]βοηθούς διευθυντές η συνολική βαθμολογία μπορούσε να φτάσει μέχρι τους 40 βαθμούς.

Ο κύριος λόγος για τον οποίο αποκλείστηκε η εφεσίβλητη στην προσφυγή αρ. 355/94 από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και δεν περιλήφθηκε στον κατάλογο των συστηθέντων για προαγωγή ήταν η χαμηλότερη βαθμολογία της. Παραθέτουμε το σκεπτικό της απόφασης στην προσφυγή 355/94 γιατί ένας από τους άξονες της υπόθεσης της εφεσίβλητης είναι ότι η επίδικη απόφαση παραβίασε το δεδικασμένο που έχει προκύψει από την ακυρωτική απόφαση:

“Η αιτήτρια, ως Δασκάλα, βαθμολογήθηκε με 36 που ήταν ο ψήλοτερος βαθμός που δινόταν στους δασκάλους. Οι ανθυποψήφιοί της, ως Βοηθοί Διευθυντές ή ως Διευθυντές, είχαν ψηλότερη βαθμολογία γιατί στην περίπτωσή τους, οι επιθεωρητές καθόρισαν, στο πλαίσιο της ίδιας τακτικής ψηλότερο ανώτατο όριο βαθμολογίας.

.......................................................................................................

Το ελάχιστο που μπορεί να λεχθεί για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης είναι πως η παραπομπή στη βαθμολογία, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τον πιο πάνω παράνομο τρόπο, καταφανώς συνιστούσε χρησιμοποίηση άνισου μέτρου κρίσης.”

Μετά την ακυρωτική απόφαση η Ε.Ε.Υ. επανεξέτασε το θέμα στις 13.12.95, οπόταν λήφθηκε και η υπό αναθεώρηση απόφαση.   Πάλιν δε συστήθηκε η εφεσίβλητη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για λόγο που σχετίζεται με τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έθεσε το θέμα ως εξής:

“Από μελέτη των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων, χωρίς να ληφθεί υπόψη η αριθμητική βαθμολογία η οποία κρίθηκε αντικανονική (απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση 747/93 της 8.3.1995), κρίνει ότι όλοι οι υποψήφιοι είναι εξαίρετοι όσον αφορά την αξία. Ωστόσο από το περιεχόμενο των περιγραφικών εκθέσεών τους προκύπτει ότι ο Μυτιληναίος Α., Παπαδόπουλος Γ. και Πολυδώρου Α., διαθέτουν εξαίρετες διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες.”

Η Συμβουλευτική Επιτροπή δε σύστησε την εφεσίβλητη γιατί - όπως το έθεσε:

“Υστερεί αισθητά σε αρχαιότητα, χωρίς να υπερέχει σε αξία έναντι όλων των προτεινομένων, ισοδυναμεί σε προσόντα έναντι των [*73]προτεινομένων Μυτιληναίου Α. και Παπαδόπουλου Γ., έστω και αν υπερέχει σε προσόντα έναντι του προτεινόμενου Πολυδώρου Α.”

Η εφεσίβλητη υπέβαλε ένσταση για τον αποκλεισμό της από τον κατάλογο των συστηθέντων. Η Ε.Ε.Υ. απέρριψε την ένσταση. Έκρινε ότι ορθά η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν έχει περιλάβει την εφεσίβλητη στον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει. Χρησιμοποίησε περίπου αιτιολογία όμοια με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Την μεταφέρουμε:

“Η κα. Κεπεγιάννη - η εφεσίβλητη - υστερεί σε αρχαιότητα από όλους που περιλήφθηκαν στον κατάλογο. Ως προς τα προσόντα η αιτήτρια υπερέχει από τον κο Πολυδώρου και είναι περίπου ισοδύναμη προς τους άλλους δυο περιληφθέντες. Ως προς την αξία, η Επιτροπή έχοντας υπόψη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τόσο στην προσφυγή με αρ. 747/93 όσο και στην προσφυγή 355/94 δε λαμβάνει υπόψη τις βαθμολογίες των υποψηφίων μεταξύ των ετών 1978 και 1993 που κρίθηκαν ότι ήταν αντικανονικές. Ύστερα από μελέτη των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι βαθμολογίες) και οι τρεις περιληφθέντες στον κατάλογο υπερέχουν από την κα Κεπεγιάννη στο κριτήριο αυτό και ειδικότερα σε ότι αφορά τους τομείς της οργάνωσης και διοίκησης, ανθρωπίνων σχέσεων και γενικής συμπεριφοράς και δράσης.”

Στη συνέχεια η Ε.Ε.Υ. προχώρησε στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου των υποψηφίων στον οποίο δεν περιλαμβανόταν η εφεσίβλητη αλλά τρεις άλλοι υποψήφιοι. Σημειώνουμε ότι στον καθορισμό της αξίας για τους σκοπούς της τελικής επιλογής η Ε.Ε.Υ. κατέφυγε και πάλιν στο περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Τις έλαβε υπόψη για να καταλήξει ότι η υπεροχή σε προσόντα δύο ανθυποψηφίων του προαχθέντος “δεν μπορεί ... να εξουδετερώσει τη σαφή υπεροχή του  κ. Πολυδώρου (Ε.Μ.) σε αρχαιότητα, καθώς και τις ελαφρά καλύτερες υπηρεσιακές του εκθέσεις”. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος των πρακτικών:

Αξία: Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, οι βαθμολογίες που αφορούν τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς Δημοτικής Εκπαίδευσης από το 1978 μέχρι το 1993, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Για τον καθορισμό όμως της αξίας, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη την εντύπωση που είχε αποκομίσει κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις που είχαν γίνει στις 9.3.1994.

[*74]Από το περιεχόμενο των εκθέσεων αυτών παρουσιάζονται ότι και οι τρεις υποψήφιοι παρουσιάζονται εξαίρετοι με ελαφρά υπεροχή στο σημείο αυτό του κου Πολυδώρου όσον αφορά ειδικότερα το θέμα της οργάνωσης και διοίκησης, ανθρωπίνων σχέσεων και γενικής συμπεριφοράς και δράσης.

.......................................................................................................

Το γενονός ότι οι άλλοι δύο υποψήφιοι κατέχουν υψηλότερα προσόντα από τον κο Πολυδώρου δεν μπορεί κατά την κρίση της Επιτροπής να εξουδετερώσει τη σαφή υπεροχή του  κου Πολυδώρου σε αρχαιότητα, καθώς και τις ελαφρά καλύτερες υπηρεσιακές του εκθέσεις.”

Ακολούθως η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε την προαγωγή του Ε.Μ. στην επίδικη θέση από 15.3.1994. Εναντίον της απόφασης αυτής η εφεσίβλητη άσκησε την προσφυγή 260/96 στην οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη, με την παρούσα έφεση, απόφαση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε δεκτή την προσφυγή. Μεταφέρουμε αυτούσιο το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης:

“Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι η διχοτόμιση των υπηρεσιακών εκθέσεων που επιχείρησε η Ε.Ε.Υ. είναι παράνομη. Στις εκθέσεις (και ειδικές εκθέσεις) υπάρχουν τα αξιολογικά στοιχεία και η αντίστοιχη βαθμολογία τους.  Η Ε.Ε.Υ. αγνόησε τη βαθμολογία. Ωστόσο το ένα μέρος είναι αντανάκλαση του άλλου και άρρηκτα συνυφασμένο με αυτό. Δεν είναι λογικά δυνατό να λαμβάνεται υπόψη η αξιολογική κρίση και να παραγνωρίζεται ο βαθμός που δόθηκε για τέτοια κρίση. Αποτελούν μια αδιαχώριστη ενότητα.

Εφόσον λοιπόν ο αποκλεισμός της αιτήτριας προκλήθηκε από την παραπάνω αυτή τοποθέτηση της Ε.Ε.Υ. η τελική της απόφαση πάσχει.”

Η έφεση.

Με την έφεση της Δημοκρατίας αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης. Υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι στις εκθέσεις (και ειδικές εκθέσεις) της εφεσίβλητης και Ε.Μ. υπάρχουν τα αξιολογικά στοιχεία και η αντίστοιχη βαθμολογία σε τρόπο ώστε το ένα μέρος να είναι αντανάκλαση του άλλου και άρρηκτα συνυφασμένο με αυτό με συνέπεια να μην είναι λογικά δυνατό να λαμβάνεται υπόψη η αξιολογική κρίση και [*75]να παραγνωρίζεται ο βαθμός που δόθηκε για τέτοια κρίση.

Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας έκαμε αναφορά στο σκεπτικό των αποφάσεων στις προσφυγές 747/93 και 355/94 (παρατίθεται στη σελ. 71, πιο πάνω). Εισηγήθηκε ότι η Ε.Ε.Υ. ορθά και νόμιμα κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς της για επιλογή του καταλληλότερου αγνόησε την βαθμολογία που υπήρχε στις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και έλαβε υπ’ όψη μόνον εκείνα τα στοιχεία που προσδιόριζαν περιγραφικά την αξία τους και περιείχοντο τόσο στις εκθέσεις τους, οι οποίες συντάσσονται από τον Διευθυντή του Σχολείου και από τον οικείο επιθεωρητή και ουδέποτε περιείχαν βαθμολογία, όσο και στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις που συντάσσονται από κλιμάκιο επιθεωρητών με βάση την Κ.Δ.Π. 223/76 διάταξη 17.

Αυτά τα στοιχεία αποτελούσαν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο πραγματικά στοιχεία της αξίας των υποψηφίων που πηγάζουν μέσα από τους υπηρεσιακούς φακέλους τους. Τα στοιχεία αυτά - κατέληξε η ευπαίδευτη συνήγορος - ουδέποτε ακυρώθηκαν από το Σεβαστό Δικαστήριο και ουδέποτε αμφισβητήθηκε από την εφεσίβλητη η νομιμότητα των κρίσεων που περιγράφονταν σ’ αυτές τις Εκθέσεις.

Έχουμε παραθέσει το σχετικό μέρος των αποφάσεων των δύο Σωμάτων (της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Ε.Υ.). Η μεν Συμβουλευτική Επιτροπή μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων. Από το περιεχόμενο των περιγραφικών εκθέσεων διαπίστωσε ότι οι 3 συστηθέντες υποψήφιοι διαθέτουν “εξαίρετες διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες”. 

Από την άλλη η Ε.Ε.Υ. μελέτησε του φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων. Έκρινε ότι με βάση το περιεχόμενο των εν λόγω φακέλων (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι βαθμολογίες) οι 3 συστηθέντες υπερέχουν της εφεσίβλητης στο κριτήριο της αξίας και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τους τομείς της οργάνωσης και διοίκησης, ανθρωπίνων σχέσεων και γενικής συμπεριφοράς και δράσης.

Ας δούμε πρώτα πόσοι τύποι υπηρεσιακών εκθέσεων υπάρχουν στους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων. Υπάρχουν δύο τύποι εκθέσεων. Είναι η Συνήθης Έκθεση - Τύπος Β.  Αυτή συντάσσεται από τον Διευθυντή του Σχολείου ή από τον Οικείο Επιθεωρητή. Ο τύπος αυτός της έκθεσης απαιτεί την υποβολή έκθεσης σε σχέση με εκείνους του τομείς στους οποίους κρίνεται ότι ο εκπαιδευτικός λειτουργός διακρίνεται σε μεγάλο βαθμό ή υστερεί σοβαρά. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος του Τύπου Β της έκθεσης:

“Από τους πιο κάτω τομείς ν’ αναφερθούν μόνο εκείνοι στους οποίους κρίνεται ότι ο εκπαιδευτικός λειτουργός διακρίνεται σε μεγάλο βαθμό ή υστερεί σοβαρά.  Η αιτιολόγηση των κρίσεών σας θεωρείται απαραίτητη.

Επαγγελματική Κατάρτιση (Επιστημονική-Παιδαγωγική), Επάρκεια στην εργασία, Οργάνωση-Διοίκηση-Ανθρώπινες Σχέσεις, Γενική Συμπεριφορά και Δράση (περιλαμβάνει και τη συμβολή του εκπαιδευτικού λειτουργού στην επίτευξη των στόχων της παιδείας, ιδιαίτερα στη δημιουργία δημοκρατικού πολίτη, στην καλλιέργεια των δημοκρατικών ιδεωδών και στο σεβασμό των νόμων της πολιτείας).”

Ο δεύτερος τύπος έκθεσης είναι η Ειδική Έκθεση - Τύπος Γ.  Εξειδικεύει τους Τομείς σε σχέση με τους οποίους πρέπει να υποβληθεί έκθεση. Περιέχει δύο στήλες, την περιγραφική και την βαθμολογική. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος της Έκθεσης:

“1.  Επαγγελματική Κατάρτιση

       (Επιστημονική-Παιδαγωγική).

       Παρατηρήσεις:

2.  Επάρκεια στην Εργασία

     (Διδακτική Ικανότητα, Ευσυνειδησία,

     Αποδοτικότητα).         

     Παρατηρήσεις:

3.  Οργάνωση - Διοίκηση - Ανθρώπινες Σχέσεις.

     Παρατηρήσεις:

4.  Γενική Συμπεριφορά και Δράση (περιλαμβάνει και τη συμβολή του εκπαιδευτικού λειτουργού στην επίτευξη των στόχων της παιδείας, ιδιαίτερα στη δημιουργία δημοκρατικού πολίτη, στην καλλιέργεια των δημοκρατικών ιδεωδών και στο σεβασμό των νόμων της πολιτείας).

     Παρατηρήσεις:

Εφόσον οι δύο Επιτροπές έλαβαν υπόψη τις υπηρεσιακές εκθέσεις και εφόσον στους φακέλους των υποψηφίων υπάρχουν μόνο δύο τύποι εκθέσεων έπεται πως οι υπηρεσιακές εκθέσεις που λήφθηκαν υπόψη είναι οι πιο πάνω δύο εκθέσεις.

Καθώς έχει ήδη αναφερθεί η Συμβουλευτική Επιτροπή έχει διαπιστώσει υπεροχή του Ε.Μ. σε ό,τι αφορά τις διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες, η δε Ε.Ε.Υ. σε ό,τι αφορά “τους τομείς της οργάνωσης και διοίκησης ανθρωπίνων σχέσεων και γενικής συμπεριφοράς και δράσης”.

Οι τομείς στους οποίους το Ε.Μ. φέρεται από τις δύο Επιτροπές να υπερέχει αξιολογούνται και στους δύο Τύπους Εκθέσεων. Στον μεν Συνήθη Τύπο Β περιγραφικά, στον δε Ειδικό Τύπο Γ τόσο περιγραφικά όσο και βαθμολογικά.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το ένα μέρος - το περιγραφικό ή αξιολογικό - είναι αντανάκλαση του άλλου - του βαθμολογικού - και άρρηκτα συνυφασμένο με αυτό. Με άλλα λόγια έκρινε ότι το ένα μέρος της έκθεσης είναι προσαρμοσμένο στο άλλο.

Θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο το πιο πάνω συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στις υπηρεσιακές εκθέσεις.

Παίρνουμε την ειδική έκθεση της περιόδου “από την τελευταία αξιολόγηση μέχρι την 31.8.90”. Σε σχέση με το στοιχείο “Οργάνωση - Διοίκηση - Ανθρώπινες Σχέσεις” και το στοιχείο “Γενική συμπεριφορά και δράση” το Ε.Μ. έχει βαθμολογηθεί με τον ανώτατο βαθμό - 10 - ενώ η εφεσίβλητη με το βαθμό 9.

Παραθέτουμε το σχετικό μέρος των δύο εκθέσεων:

“Ε.Μ.:

3.  Οργάνωσις - Διοίκησις - Ανθρώπιναι Σχέσεις:

     Παρατηρήσεις: Οργανώνει πολύ αποτελεσματικά το σχολείο και φροντίζει για την ανάπτυξη του προσωπικού του. Επιτυγχάνει άριστες σχέσεις με όλους τους εμπλεκόμενους στο έργο της σχολικής μονάδας. Εμπνέει εμπιστοσύνη και εκτίμηση.

4.  Γενική Συμπεριφορά και Δράση (περιλαμβάνει και τη συμβολή του εκπαιδευτικού λειτουργού στην επίτευξη των στόχων της παιδείας, ιδιαίτερα στη δημιουργία δημοκρατικού πολίτη, στην καλλιέργεια των δημοκρατικών ιδεωδών και στο σεβασμό των νόμων της πολιτείας).

     Παρατηρήσεις: Είναι ευγενικός, κοινωνικός και αξιοπρεπής. Πρόθυμος να υιοθετήσει εισηγήσεις για βελτίωση της εργασίας του. Παρουσιάζει αξιόλογη ενδοσχολική και εξωσχολική δράση. Παρακολουθεί συστηματικά την πνευματική και πολιτιστική κίνηση της Λεμεσού.

     Εφεσίβλητη:

3.  Οργάνωση - Διοίκηση - Ανθρώπινες Σχέσεις.

     Παρατηρήσεις: Στοχοθετεί και αξιολογεί την εργασία της. Δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα με τους συνεργάτες της.

4.  Γενική Συμπεριφορά και Δράση (περιλαμβάνει και τη συμβολή του εκπαιδευτικού λειτουργού στην επίτευξη των στόχων της παιδείας, ιδιαίτερα στη δημιουργία δημοκρατικού πολίτη, στην καλλιέργεια των δημοκρατικών ιδεωδών και στο σεβασμό των νόμων της πολιτείας).

     Παρατηρήσεις: Αξιοπρεπής και συνεργάσιμη.  Ανάπτυξε ποικίλη ενδοσχολική και εξωσχολική δράση.”

Οι πιο πάνω εκθέσεις υπογράφονται από τριμελή ομάδα επιθεωρητών και από το Γενικό Επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης.

Οι συνήθεις εκθέσεις των δύο υποψηφίων σε σχέση με την “περίοδο 1989-90” οι οποίες χρονικά έχουν ετοιμασθεί ενωρίτερα από τις ειδικές εκθέσεις αποτελούν ακριβή αντιγραφή του περιεχομένου των ειδικών εκθέσεων. Ωστόσο σε σχέση με την πιο πάνω περίοδο (1989-1990) υπάρχει και δεύτερη συνήθης έκθεση στο φάκελο της εφεσίβλητης. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπογράφεται από το Διευθυντή της Χριστάκη Πασπαλίδη, τον Επιθεωρητή Χάρη Αριστοδήμου, και το Γενικό Επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης.  Οι δύο τελευταίοι λειτουργοί υπέγραψαν και την πιο πάνω ειδική έκθεση της εφεσείουσας. Μεταφέρουμε το περιεχόμενο της δεύτερης συνήθους έκθεσης για την “περίοδο 1989-90”:

Οργάνωση-Διοίκηση: Είναι ευθύς και αμερόληπτη. Άνθρωπος δημοκρατικός. Θέτει στόχους και προγραμματίζει σωστά. Αξιολογεί κάθε ενότητα. Συντονίζει και κατανέμει ευθύνες με επιτυχία. Καθοδηγεί σωστά, σταθερά. Εμπνέει εκτίμηση και εμπιστοσύνη. Καλλιεργεί το πνεύμα συνεργασίας μεταξύ του προσωπικού, των μαθητών και γονιών.

Γενική Συμπεριφορά και Δράση:

-  Περιβολή, οι τρόποι συμπεριφοράς και η ομιλία της είναι αξιοπρόσεκτοι.

-  Αξιοπρεπής και Κοινωνική.

-  Είναι επιδεκτική και έχει το θάρρος της γνώμης της όσον ελάχιστοι.

-  Είναι οντότητα ηθική και οι σχέσεις της με το προσωπικό, μαθητές και γονείς οι ενδεδειγμένες.

-  Συνέβαλε πολύ στην ανάπτυξη καλών τρόπων συμπεριφοράς μεταξύ των μαθητών.

-  Καλλιέργησε τον σεβασμό προς το συνάνθρωπο και το εθνικό σύνολο.

-  Καλλιέργησε την μαθητική αυτοδιοίκηση, την πρωτοβουλία, τον αλληλοσεβασμό και  την αλληλοαποδοχή.

-  Σέβεται τους νόμους της πολιτείας και τη νόμιμη ηγεσία της.”

Η επόμενη ειδική έκθεση για την εφεσείουσα είναι εκείνη της περιόδου “από την τελευταία έκθεση ως τις 31.8.92” και έχει ως εξής:

“3.   Οργάνωση - Διοίκηση - Ανθρώπινες Σχέσεις.

     Παρατηρήσεις:

Οργανώνει αποτελεσματικά την τάξη της και ό,τι άλλο αναλάβει. Διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με όλους.

4.  Γενική Συμπεριφορά και Δράση (περιλαμβάνει και τη συμβολή του εκπαιδευτικού λειτουργού στην επίτευξη των στόχων της παιδείας, ιδιαίτερα στη δημιουργία δημοκρατικού πολίτη, στην καλλιέργεια των δημοκρατικών ιδεωδών και στο σεβασμό των νόμων της πολιτείας).

Παρατηρήσεις:

Αξιοπρεπής και επιδεκτική σε εισηγήσεις. Αναπτύσσει ποικίλη ενδοσχολική και εξωσχολική δράση.”

Η συνήθης έκθεση της ίδιας περιόδου είναι ακριβής αναπαραγωγή του περιεχομένου της ειδικής έκθεσης. Υπάρχει και πάλιν στο φάκελο της εφεσείουσας και δεύτερη συνήθης έκθεση σε σχέση με την περίοδο 1991-1992. Υπογράφεται από το Διευθυντή της Χριστάκη Πασπαλίδη, τον Θεοχάρη Αριστοδήμου και το Νίκου Λεοντίου, Γενικό Επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Τονίζεται ότι οι δύο τελευταίοι λειτουργοί ήταν δύο από τους Λειτουργούς που υπέγραψαν την ειδική έκθεση της ίδιας περιόδου. Αξίζει να μεταφέρουμε και το περιεχόμενο της δεύτερης συνήθους έκθεσης:

Οργάνωση - Διοίκηση - Ανθρώπινες Σχέσεις:

Καλλιέργησε εξαιρετικά καλές συνήθειες εργασίας. Η τάξη της μπορεί να εργάζεται και χωρίς επίβλεψη. Η κριτική και ο σωστός διάλογος μεταξύ των παιδιών που ελεύθερα εκφράζονται σε ψηλό βαθμό. Οι σχέσεις με όλους (γονείς-παιδιά-συναδέλφους) άριστες.

Γενική Συμπεριφορά - Δράση:

Πολύ ενεργός συμμετοχή σ’ όλες τις εκδηλώσεις και δραστηριότητες του σχολείου. Πολύ-πολύ υπεύθυνη. Έχει το θάρρος της γνώμης της. Εφαρμόζει την εκπαιδευτική νομοθεσία.  Διακρίνεται για την ευθύτητα της.”

Σύγκριση της ειδικής έκθεσης των δύο υποψηφίων αποκαλύπτει ότι το Ε.Μ. υπερέχει τόσο στο περιγραφικό όσο και στο αριθμητικό μέρος. Περαιτέρω από μια απλή ανάγνωση του περιεχομένου των συνήθων εκθέσεων της εφεσίβλητης είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι παρουσιάζουν μια πολύ καλύτερη εικόνα της εφεσίβλητης από εκείνη που παρουσιάζουν οι ειδικές εκθέσεις σε σχέση με τα ίδια κριτήρια και σε σχέση με την ίδια περίοδο. Οι συνήθεις εκθέσεις είναι αισθητά καλύτερες από τις ειδικές εκθέσεις. Και όμως οι συνήθεις εκθέσεις φέρουν, καθώς έχει προαναφερθεί, την υπογραφή δύο από τους τέσσερεις λειτουργούς οι οποίοι υπέγραψαν τις ειδικές εκθέσεις. Τι ήταν [*81]λοιπόν, εκείνο που οδήγησε τους ίδιους λειτουργούς να παρουσιάσουν μια διαφορετική - φτωχότερη - εικόνα της εφεσίβλητης στις ειδικές εκθέσεις οι οποίες περιέχουν και αριθμητική βαθμολογία; Αυτή η κατάσταση πραγμάτων δικαιολογεί πλήρως το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου για αλληλοεξάρτηση των δυο αξιολογήσεων - της περιγραφικής και της αριθμητικής. Άλλωσπως δεν βλέπουμε για ποιο λόγο οι ίδιοι λειτουργοί να μην είχαν αξιολογήσει με τον ίδιο δυνατό τρόπο τις αρετές και ιδιότητες της εφεσίβλητης στην ειδική έκθεση όπως τις είχαν αξιολογήσει στις συνήθεις εκθέσεις. Οι οδηγίες για καθήλωση της αριθμητικής αξιολόγησης στο 36 έχουν στην παρούσα υπόθεση διαδραματίσει καίριο και αποφασιστικό ρόλο με αποτέλεσμα να έχουν επηρεάσει και την περιγραφική αξιολόγηση. Επομένως ήταν, νομίζουμε, η πιο πάνω διαφορά στην αξιολόγηση της εφεσίβλητης στους δύο τύπους εκθέσεων, και μάλιστα από τους ίδιους λειτουργούς, που οδήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι υπάρχει αλληλοεξάρτηση και αντανάκλαση μεταξύ των δύο αξιολογήσεων - της περιγραφικής και της αριθμητικής. Ορθά, λοιπόν, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη ούτε το περιγραφικό μέρος των ειδικών εκθέσεων. Επομένως η έφεση πρέπει να αποτύχει.

Η έφεση αποτυγχάνει με έξοδα και απορρίπτεται.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η προσέγγισή μου της νομικής πτυχής της υπόθεσης είναι διαφορετική από τους αδελφούς Δικαστές. Θα πω τις σκέψεις μου με όση καθαρότητα μπορώ. Τα γεγονότα αναφέρονται στην απόφαση της πλειοψηφίας. Δεν θα τα επαναλάβω. Είναι γεγονός πως συζητήθηκε η έφεση στη βάση της ετυμηγορίας στην πρωτόδικη απόφαση, όπου κρίθηκε από τον αδελφό Δικαστή ως παράνομη η «διχοτόμηση», όπως την αποκαλεί, από την Ε.Ε.Υ. της περιγραφικής αξιολόγησης από την αριθμητική αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων, όπως αυτή παρουσιάζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Με αυτό τον τρόπο, συμπέρανε ο συνάδελφος, παραβιάστηκε το δεδικασμένο που προέκυψε από την ακυρωτική απόφαση σε προσφυγή της αιτήτριας (355/94, ημερ. 5.10.95), αφού έκρινε πως η περιγραφική αξιολόγηση είχε και την αντίστοιχη βαθμολογία, και αυτά τα στοιχεία ήταν το ένα αντανάκλαση του άλλου, άρρρηκτα συνυφασμένα. Επομένως, κατέληξε, εφόσον αγνόησε η Ε.Ε.Υ. τη βαθμολογία, σύμφωνα με το δεδικασμένο στην προσφυγή 355/94, δεν μπορούσε να λάβει υπόψη το περιγραφικό της μέρος.

Διάβασα με προσοχή το αιτητικό στην προσφυγή, τους νομικούς λόγους που εκτίθενται σ’ αυτό και τις δυο γραπτές αγορεύσεις του [*82]δικηγόρου της αιτήτριας, εφεσίβλητης εδώ. Έχω την ταπεινή γνώμη πως δεν τέθηκε, καθώς έπρεπε και με διαύγεια, το ζήτημα όπως αποφασίστηκε πρωτοδίκως. Αντίθετα μάλιστα, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης εισηγείται στην αίτηση ακυρώσεως, περισσότερες από μία φορά, πως αυτή υπερέχει έκδηλα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να είχε επιλεγεί για προαγωγή στην επίδικη  θέση. Και όχι μόνο· στην παράγραφο 1 των γεγονότων επικαλείται τον προσωπικό της φάκελο για να υποδείξει την εξαίρετη υπηρεσία της, ενώ στη γραπτή αγόρευση, σε ξεχωριστές επικεφαλίδες, καταγράφει τα προσόντα της, για να εισηγηθεί πως είναι υπέρτερη του ενδιαφερόμενου μέρους, και την αρχαίοτητα, για να δεχθεί πως σ’ αυτό το στοιχείο υπερτερεί το ενδιαφερόμενο μέρος. Στην επικεφαλίδα δε:  «Αξία - Αιτιολόγηση» διαβάζουμε:

«Αξία - Αιτιολόγηση

Ο παράγων αξία εξανεμίστηκε μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 5.10.95 εν σχέσει με την προσφυγή 355/94 αφού το Δικαστήριο έκρινε ως παράνομες όλες τις αξιολογήσεις των υποψηφίων που αναφέρονται στο διάστημα 1978 μέχρι 1993. Ως εκ τούτου η θεώρηση τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσον και της ΕΕΥ περί της υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους (σελ.11 και 15 των πρακτικών) στο θέμα αξία είναι αυθαίρετη και ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Καμία αναφορά δεν γίνεται όσον αφορά το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων της αιτήτριας οι οποίες επίσης είναι πολύ θετικές

Στη δική μου αντίληψη, και με βάση τα πιο πάνω, όχι μόνο δεν προβάλλεται ισχυρισμός πως η περιγραφική αξιολόγηση δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, αλλά μόνο ότι τα δύο διοικητικά σώματα λειτούργησαν αυθαίρετα και χωρίς να αιτιολογήσουν επαρκώς την απόφασή τους. Και η κατακλείδα της εισήγησης, που υπογραμμίζω πιο πάνω, είναι πως οι αξιολογήσεις αυτές θα ’πρεπε να ληφθούν εξίσου υπόψη και για την εφεσίβλητη, που ήταν και γι’αυτή πολύ θετικές.

Μετά την καταχώριση των γραπτών αγορεύσεων εκ μέρους της Δημοκρατίας και του ενδιαφερόμενου μέρους, όπου θίγεται το επίμαχο ζήτημα της περιγραφικής αξιολόγησης,  ο δικηγόρος της εφεσίβλητης, στην απαντητική του αγόρευση, λέει:

«Έχω τη γνώμη ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις είναι λανθασμένες καθότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις της αιτήτριας είναι επίσης εξαίρετες και αν υπάρχει κάποια διαφοροποίηση εν σχέσει με αυτή του ενδιαφερομένου μέρους είναι λόγω αξιολόγησής [*83]του από διαφορετική θέση που δεν επέτρεπε την άμεση σύγκριση με την αιτήτρια.  Είναι δε ισχυρισμός μου ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις στο βαθμό που επικαλέσθηκαν από την Ε.Ε.Υ. (που λήφθηκαν υπόψη προφανώς ήθελε να γράψει ο συνήγορος) για τη λήψη της υπό κρίση απόφασης αποτελούν τη βάση και ή την περιφραστική αποτίμηση της αξιολόγησης των συνυποψηφίων αντί της αριθμητικής αξιολόγησης η οποία και κρίθηκε παράνομη και αντικανονική, γεγονός που επέφερε και την ακύρωση της απόφαση στην υπόθεση 355/94.»

Προχωρεί όμως ο δικηγόρος της εφεσίβλητης και καταγράφει τα υπηρεσιακά στοιχεία που την αφορούν, όπως αυτά βεβαίως εμφαίνονται στις υπηρεσιακές εκθέσεις, για να ισχυριστεί και πάλιν, τελειώνοντας, πως υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η αξιολόγηση των πιο πάνω δεδομένων με οδήγησαν στην σκέψη πως ο δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν έθεσε, με το αιτητικό της προσφυγής και τις εισηγήσεις που υπέβαλε, οποιοδήποτε ζήτημα, όπως αυτό που απασχόλησε το Δικαστήριο. Επαναλαμβάνω όμως πως η έφεση συζητήθηκε ενώπιόν μας με τις εκατέρωθεν εισηγήσεις για την ορθότητα ή μη της πρωτόδικης απόφασης.

Οι αδελφοί δικαστές, που αποτελούν την πλειοψηφία, κρίνουν απορριπτέα την έφεση της Δημοκρατίας. Η δική μου άποψη, που ακολουθεί, είναι διαφορετική. Μετά την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή της εφεσίβλητης, Kεπεγιάννη v. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 2067, το διοικητικό όργανο όφειλε να επανεξετάσει το ζήτημα, συμμορφούμενο με το περιεχόμενό της. Ο λόγος της ακύρωσης της διοικητικής πράξης ήταν ένας και μοναδικός, η πρακτική που είχαν καθιερώσει οι επιθεωρητές για τα έτη 1978 μέχρι και το 1993, σύμφωνα με την οποία οι δάσκαλοι αξιολογούνταν με ανώτατη βαθμολογία μέχρι 36, ενώ ο Κανονισμός προβλέπει βαθμολογία μέχρι 40, ήταν παράνομη. Και τούτο, για τον απλό λόγο, ότι παραβιαζόταν ο σχετικός Κανονισμός. (Δες Κανονισμούς 27 και 28 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976, Κ.Δ.Π. 223/76.

Ο αδελφός δικαστής (Κωνσταντινίδης, Δ.) που επελήφθη της Kεπεγιάννη v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), στη διαδικασία της οποίας ο δικηγόρος της Δημοκρατίας δήλωσε πως δεν θα υποστήριζε το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης, είπε τα εξής: 

«Το ελάχιστο που μπορεί να λεχθεί για τους σκοπούς της πα[*84]ρούσας υπόθεσης είναι πως η παραπομπή στη βαθμολογία, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τον πιο πάνω παράνομο τρόπο, καταφανώς συνιστούσε χρησιμοποίηση άνισου μέτρου κρίσης». 

Η περιγραφική, επομένως, αξιολόγηση και τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσεως, έμειναν, κατά τη γνώμη μου άθικτα. Η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΕΥ προχώρησαν στην επανεξέταση της υπόθεσης αφού αγνόησαν την αριθμητική βαθμολογία, σύμφωνα με το δεδικασμένο στην Kεπεγιάννη v. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Όλα τα υπόλοιπα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη και να αξιολογηθούν. Με αυτό τον τρόπο θα συμμορφώνονταν τα διοικητικά όργανα με το δεδικασμένο. Και αυτό, στη δική μου κρίση, έγινε. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αιτιολογεί πλήρως την εισήγησή της, με ειδική αναφορά στους υποψήφιους. Ειδικά δε, και για την εφεσίβλητη, αναφέρει πως υστερεί αισθητά σε αρχαιότητα, που είναι ορθό, και ότι αυτή δεν υπερέχει σε αξία έναντι των άλλων υποψηφίων, έχει όμως καλύτερα προσόντα από το ενδιαφερόμενο μέρος. Όλοι όμως οι υποψήφιοι είχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Η ΕΕΥ, με τη σειρά της, διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, πως σύμφωνα με το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, χωρίς να ληφθεί υπόψη η βαθμολογία, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε της εφεσίβλητης, ειδικότερα σε ό,τι αφορά στους τομείς της οργάνωσης και διοίκησης, ανθρωπίνων σχέσεων και γενική συμπεριφορά και δράση. Δεν έγινε εισήγηση πως οι διαπιστώσεις αυτές δεν δικαιολογούνταν από τα στοιχεία των φακέλων, που, επαναλαμβάνω, και η ίδια η εφεσίβλητη επικαλέσθηκε για να ισχυριστεί υπεροχή.

Συμφωνώ πως η περιγραφική κρίση της αξίας των υποψηφίων και η αριθμητική βαθμολογία αντιστοιχούν. Αντιστοιχούν όμως παράλληλα, δεν συμπλέκονται. Και όταν ελλείπει το ένα στοιχείο, το άλλο παραμένει και μπορεί να αξιολογηθεί. Αν γινόταν δεκτή η κρίση στην πρωτόδικη απόφαση θα απέληγε, κατά την ταπεινή βεβαίως άποψή μου, στην ολοκληρωτική ακύρωση των αξιολογήσεων. Και κάτι τέτοιο δεν ζητήθηκε, μήτε και αποτέλεσε, όπως εξήγησα πιο πριν, αντικείμενο της αίτησης ακυρώσεως.

Με τις πιο πάνω σκέψεις θα έκρινα αποδεκτή την έφεση της Δημοκρατίας και θα επικύρωνα τη διοικητική απόφαση.

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο