Ιωαννίδου Θέκλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 100

(2000) 3 ΑΑΔ 100

[*100]29 Φεβρουαρίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΘΕΚΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2350)

 

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Μισθός ― Πρόνοια νόμου (Άρθρο 4(α) του Ν. 12/81) περί παραχώρισης δύο προσαυξήσεων μετά την προαγωγή στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις ― Κατά πλάνη παραχώρηση και ανάκληση της απόφασης ― Νόμιμη και σύμφωνη με τη νομολογία η ανάκληση της παράνομης απόφασης.

Διοικητική πράξη ― Ανάκληση ― Προϋποθέσεις νομιμότητας ― Ανάκληση παράνομης απόφασης ― Δημόσιο συμφέρον.

Η εφεσείουσα προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης της εφεσίβλητης, να ανακαλέσει την απόφαση με την οποία της είχαν παραχωρηθεί δύο προσαυξήσεις στην κλίμακα Α11, μετά την προαγωγή της. Πρωτόδικα, η προσφυγή απορρίφθηκε.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Σύμφωνα με το Άρθρο 4(β) του Ν. 12/81, η εφεσείουσα θα έπρεπε να είχε αποκτήσει τα πρόσθετα ακαδημαϊκά της προσόντα το αργότερο μέχρι της λήξης του ακαδημαϊκού έτους 1980/1981. Όμως απέκτησε τον τίτλο της σε μεταγενέστερη ημερομηνία και συνεπώς δεν καλύπτεται από τις σχετικές πρόνοιες. Η προαγωγή της στην κλίμακα Α9 δεν έγινε με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 12/81. Έτσι όταν προήχθη στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχο[*101]λείων Μέσης Εκπαίδευσης από 1.9.1991, εκ παραδρομής της παραχωρήθηκαν δύο προσαυξήσεις, αφού τις προσαυξήσεις αυτές δικαιούντο μόνο όσοι είχαν προαχθεί με βάση το Ν. 12/81. Με την προσβαλλόμενη απόφασης διορθώθηκε το λάθος που εμφιλοχώρησε και ρυθμίστηκε η υπηρεσιακή της κατάσταση.

2.  Η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής συνιστά ανάκληση της παλαιότερης της παράνομης απόφασης. Το ανακλητικό αποτέλεσμα δεν συναρτάται αναγκαστικά προς τη χρήση ρητής σχετικής διατύπωσης στην ανακλητική πράξη, αλλά δυνατόν να προκύπτει και έμμεσα από αυτή.

     Η ανάκληση των μη νόμιμων πράξεων είναι γενικά επιτρεπτή. Παράνομες είναι όχι μόνο οι πράξεις που εκδόθηκαν κατά παράβαση νόμου, αλλά και οι εκδοθείσες κατά πλάνη περί τα πράγματα. Παράνομη χαρακτηρίζεται επίσης η πράξη που εκδόθηκε χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις της έκδοσής της.

     Παρόμοιες διοικητικές πράξεις μπορούν να ανακληθούν μέσα σε εύλογο χρόνο και οποτεδήποτε εφόσον το επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον ή όπου η ανακαλούμενη πράξη στηρίχθηκε σε δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερόμενου.

     Στην παρούσα περίπτωση η απόφαση που ανακλήθηκε ήταν παράνομη. Η τοποθέτηση της εφεσείουσας στη συγκεκριμένη κλίμακα δεν μπορεί να θεωρηθεί κεκτημένο δικαίωμα, ούτε η ανάκληση της πράξης ως αποκοπή μισθού. Αφού από την εφεσείουσα δεν ζητήθηκε επιστροφή των επιπλέον ποσών που εισέπραττε, η μισθολογική αλλαγή ισχύει μόνο για το μέλλον. Η διόρθωση ουσιαστικά σκοπό είχε την τακτοποίηση του υπηρεσιακού καθεστώτος της εφεσείουσας, πράξη που άπτεται βέβαια του δημόσιου συμφέροντος.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27,

Hawai Hotels Ltd v. Δημοκρατίας (Aρ. 2) (1995) 4 A.A.Δ. 2835.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χ''Τσαγγάρης, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. [*102]260/95, ημερ. 6/9/96, εναντίον της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση για διόρθωση του λάθους το οποία εμφιλοχώρησε αναφορικά με τη μισθοδοτική κλίμακα στην οποία τοποθετήθηκε, εκτεινόμενη κατά δύο προσαυξήσεις και τη ρύθμιση της υπηρεσιακής της κατάστασης.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚHΣ, Π.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 4.7.1991 η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής “η Επιτροπή”), πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι αποφάσισε να της προσφέρει προαγωγή στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης από 1.9.1991, με μισθό στη μισθοδοτική κλίμακα Α11 επεκτεινόμενη κατά δύο προσαυξήσεις. Η εφεσείουσα αποδέχτηκε την προσφορά. 

Στις 20.12.1994 η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ορισμένοι καθηγητές, μεταξύ των οποίων και η εφεσείουσα, εκ παραδρομής είχαν τοποθετηθεί στην πιο πάνω κλίμακα, γιατί στις 30.3.1981, ημερομηνία δημοσίευσης του Νόμου 12/81, δεν υπηρετούσαν σε θέση πάνω στις παλιές μισθοδοτικές κλίμακες Β10-Β12. Έτσι αποφάσισε όπως γίνει σχετική διόρθωση στη μισθοδοσία τους, αλλά μη ζητηθεί η επιστροφή των ποσών που είχαν ήδη καταβληθεί σ’ αυτούς λόγω της εσφαλμένης ένταξής τους στη συγκεκριμένη κλίμακα.

Η απόφαση προσβλήθηκε με προσφυγή που απορρίφθηκε στις 6.9.1996. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.

Η εφεσείουσα προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η αρχική απόφαση της Επιτροπής με την οποία τοποθετήθηκε στην κλίμακα Α11 επεκτεινόμενη κατά δύο προσαυξήσεις ήταν νόμιμη και βασιζόταν στη νομοθεσία και ειδικότερα στο άρθρο 4(β) του Νόμου 12/81. Η Επιτροπή, σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα, ανακαλώντας την απόφασή της τελούσε υπό πλάνη και συνεπώς η προσφυγή θα έπρεπε να είχε επιτύχει. Διαζευκτικά ισχυρίζεται ότι εν πάση περιπτώσει δεν χωρούσε ανάκληση μετά την πάροδο τόσου χρόνου.

Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο όρος “διόρθωση” που η Επι[*103]τροπή χρησιμοποιεί στο πρακτικό της ημερ. 20.12.1994 είναι όρος άγνωστος στο νόμο. Επίσης ότι η απόφαση μείωσης του μισθού είναι παράνομη, γιατί αποκοπή μισθού χωρεί μόνο ως πειθαρχική ποινή, ενώ από την άλλη, η αποκοπή πραγματοποιήθηκε χωρίς να ακουστεί η εφεσείουσα, τα δικαιώματα της οποίας η απόφαση επηρεάζει δυσμενώς.

Τα πιο πάνω επιχειρήματα δεν ευσταθούν για τους λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια.

Το άρθρο 4(β) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Αύξησις των Μισθών, Αναδιάρθρωσις και Ένταξις Ωρισμένων Θέσεων εις Ενιαίον Μισθολόγιον) (Τροποποιητικού) (Αρ.2) Νόμου του 1981, Ν.12/81, προβλέπει ότι εκπαιδευτικός που βρισκόταν σε υπηρεσία κατά την 30.3.1981, ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου και κατείχε την ίδια ημερομηνία οιανδήποτε των συνδυασμένων θέσεων καθηγητή επί των παλαιών μισθοδοτικών κλιμάκων Β3-Β6 και ο οποίος απέκτησε ή θα αποκτούσε μέχρι της λήξης του ακαδημαϊκού έτους 1980/1981 τα απαιτούμενα πρόσθετα ειδικά ακαδημαϊκά προσόντα για προαγωγή στη θέση καθηγητή επί της παλαιάς μισθοδοτικής κλίμακας Β10, δικαιούται, τηρουμένων των λοιπών προϋποθέσεων των εν ισχύι τότε σχεδίων υπηρεσίας για προαγωγή στη θέση καθηγητή επί της παλαιάς μισθοδοτικής κλίμακας Β10, προαγωγής στη νέα θέση καθηγητή στις συνδυασμένες κλίμακες Α8 και Α10 του ενιαίου μισθολογίου. Με την προαγωγή του ο εκπαιδευτικός τοποθετείται επί προσωπικής βάσης επί των συνδυασμένων κλιμάκων Α8, Α10 και Α11 του ενιαίου μισθολόγιου και προαγόμενος εν συνεχεία στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης στη μισθοδοτική κλίμακα Α11, τοποθετείται επί προσωπικής βάσης στην κλίμακα Α11 επεκτεινόμενης κατά δύο προσαυξήσεις.

Η εφεσείουσα δεν προήχθη βάσει των προνοιών του πιο πάνω άρθρου. Υπηρετούσε στη θέση καθηγητή στην κλίμακα Β6. Με επιστολή της χωρίς ημερομηνία που ελήφθη από την Επιτροπή στις 21.4.1981 ζήτησε να προαχθεί από την κλίμακα Β6 στην κλίμακα Β10 με βάση προσόν που η ίδια θεωρούσε μετεκπαίδευση ενός ακαδημαϊκού έτους. Το ίδιο αίτημα ας σημειωθεί είχε υποβληθεί ανεπιτυχώς και προηγουμένως (στις 24.10.1977 και στις 4.11.1978). Η εφεσείουσα με επιστολή της ημερ. 24.6.1981, επανήλθε και πληροφόρησε ότι παρακολουθούσε μαθήματα για απόκτηση του πτυχίου “Licence des Lettres Modernes”. 

Η Επιτροπή στις 14.7.1981 απάντησε αρνητικά, εξηγώντας ότι [*104]επειδή δεν είχε ακόμα συμπληρώσει υπηρεσία ενός έτους στο ανώτατο σημείο της κλίμακας Β6, δεν μπορούσε να προαχθεί στην κλίμακα Β10. Σχετικό είναι το πρακτικό ημερ. 13.7.1981. 

Στις 20.4.1983 η εφεσείουσα πληροφορείται ότι προήχθη από την κλίμακα Β3-Β6 στην κλίμακα Α9 από 1.5.1983. Στις 30.6.1983 ζητά ανακατάταξη στην κλίμακα Α10, αφού έχει ήδη αποκτήσει τον τίτλο “Licence de Lettres Modernes”, αξίωση που δεν βασίζει, ούτε αυτή τη φορά, στις πρόνοιες του Νόμου 12/81.

Στις 9.7.1983 η Επιτροπή, εν όψει του ότι η εφεσείουσα είχε αποκτήσει τον τίτλο Licence και επομένως κατείχε πτυχίο πανεπιστημίου, αποφάσισε να την κατατάξει από 1.7.1983 στις συνδυασμένες μισθολογικές κλίμακες Α8-Α10-Α11. Επισημαίνεται η χρήση της λέξης “κατατάξει” αντί του όρου “προάξει” που χρησιμοποιεί ο Ν.12/81.

Σύμφωνα με το άρθρο 4(β) η εφεσείουσα θα έπρεπε να είχε αποκτήσει τα πρόσθετα ακαδημαϊκά της προσόντα το αργότερο μέχρι της λήξης του ακαδημαϊκού έτους 1980/1981. Όπως είδαμε, απέκτησε τον τίτλο της σε μεταγενέστερη ημερομηνία και συνεπώς δεν καλύπτεται από τις σχετικές πρόνοιες. Η προαγωγή της στην κλίμακα Α9 δεν έγινε με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 12/81. Έτσι όταν προάγεται στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης από 1.9.1991 εκ παραδρομής της παραχωρούνται δύο προσαυξήσεις, αφού τις προσαυξήσεις αυτές δικαιούνται μόνο όσοι είχαν προαχθεί με βάση το Ν.12/81. Με την προσβαλλόμενη απόφαση διορθώνεται το λάθος που εμφιλοχώρησε και ρυθμίζεται η υπηρεσιακή της κατάσταση.

Τα επιχειρήματα της εφεσείουσας ότι ο όρος “διόρθωση” είναι άγνωστος στο νόμο και ότι η αποκοπή μισθού χωρεί μόνο ως πειθαρχική ποινή στερούνται βάσης.  Στην ουσία η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής συνιστά ανάκληση της παλαιότερης της παράνομης απόφασης. Το ανακλητικό αποτέλεσμα δεν συναρτάται αναγκαστικά προς τη χρήση ρητής σχετικής διατύπωσης στην ανακλητική πράξη, αλλά δυνατόν να προκύπτει και έμμεσα από αυτή (Πορίσματα Νομολογίας Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 199).

Η ανάκληση των μη νόμιμων πράξεων είναι γενικά επιτρεπτή.  Παράνομες είναι όχι μόνο οι πράξεις που εκδόθηκαν κατά παράβαση νόμου, αλλά και οι εκδοθείσες κατά πλάνη περί τα πράγματα. Παράνομη χαρακτηρίζεται επίσης η πράξη που εκδόθηκε χωρίς να συντρέ[*105]χουν οι νόμιμες προϋποθέσεις της έκδοσής της (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 201). 

Παράνομες διοικητικές πράξεις μπορούν να ανακληθούν μέσα σε εύλογο χρόνο και οποτεδήποτε, εφ’ όσον το επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον ή όπου η ανακαλούμενη πράξη στηρίχθηκε σε δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερόμενου (Δημοκρατία ν. Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27. Βλέπε επίσης Hawai Hotels Ltd v. Δημοκρατίας (Aρ. 2) (1995) 4 A.A.Δ. 2835).

Στην παρούσα περίπτωση η απόφαση που ανακλήθηκε ήταν παράνομη. Η τοποθέτηση της εφεσείουσας στη συγκεκριμένη κλίμακα δεν μπορεί να θεωρηθεί κεκτημένο δικαίωμα, ούτε η ανάκληση της πράξης ως αποκοπή μισθού. Αφού από την εφεσείουσα δεν ζητήθηκε, επιστροφή των επιπλέον ποσών που εισέπραττε, η μισθολογική αλλαγή ισχύει μόνο για το μέλλον. Η διόρθωση ουσιαστικά σκοπό είχε την τακτοποίηση του υπηρεσιακού καθεστώτος της εφεσείουσας, πράξη που άπτεται βέβαια του δημόσιου συμφέροντος.

Εν όψει όλων των πιο πάνω η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και έτσι απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο