Eλεγκτική Yπηρεσία Συνεργατικών Eταιρειών v.Aγαθοκλή Παπαγεωργίου και Άλλων (2000) 3 ΑΑΔ 151

(2000) 3 ΑΑΔ 151

[*151]27 Μαρτίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ,

Εφεσείουσα,

v.

1. ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,

2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

3. ΝΙΚΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2388)

 

Aναθεωρητική Έφεση ― Αίτηση επαναφοράς αποσυρθείσας και απορριφθείσας έφεσης ― Υποστήριξη του αιτήματος με επίκληση της σύμφυτης εξουσίας του δικαστηρίου ― Το αίτημα δεν είναι από τα θέματα που καλύπτει η σύμφυτη εξουσία ― Βρίσκεται εκτός της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας της Ολομέλειας βάσει του Άρθρου 11(3) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου Αρ. 33/64.

Η εφεσείουσα μετά την απόσυρση και απόρριψη της έφεσής της, καταχώρησε την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούσε την επαναφορά της έφεσης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:

H σύμφυτη δικαιοδοσία δεν πηγάζει ούτε από νόμο ούτε από κανονισμό αλλά από τη φύση της δικαστικής λειτουργίας. Γι’ αυτό και προσδιορίζεται με το επίθετο «σύμφυτη». Η βασική εκδήλωση της εξουσίας αυτής είναι η ρύθμιση των θεμάτων που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών. Περιλαμβάνει δε τομείς του δικαίου των οποίων η νομολογία αναγνώρισε την ύπαρξη. Όμως έχουν τεθεί όρια και αυτό περιορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική λειτουργία αυτής της εξουσίας στις ορθές διαστάσεις της.

[*152]Έχοντας υπόψη ότι η δικονομική εξουσία επαναφοράς έχει αυστηρά θεσμοθετηθεί από τους διαδικαστικούς κανόνες και τη νομολογία που τους έχει ερμηνεύσει, το εγειρόμενο δεν είναι από τα θέματα που μπορεί να καλύψει η σύμφυτη εξουσία. Τέτοια βάση για την έκδοση διατάγματος της μορφής που επιδιώκεται με την αίτηση δεν προσφέρεται.

Όπως μπορεί να έχει διαφανεί μέχρι τώρα οι παραπάνω  αποφάσεις, είτε πρωτόδικες είτε της Ολομέλειας, είχαν περιορισμένο αντικείμενο, δηλαδή, την επαναφορά προσφυγών. Εδώ οι συνθήκες είναι ριζικά διαφορετικές. Εν πρώτοις είναι άσχετο ότι το δικαστήριο έθιξε το θέμα και έθεσε τον προβληματισμό του υπόψη των δικηγόρων.

Η Ολομέλεια όταν ασκεί τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία της στα πλαίσια των διατάξεων του Άρθρου 11(3) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου αρ. 33/64 (όπως τροποποιήθηκε), δεν έχει εξουσία αναθεώρησης οποιασδήποτε απόφασης, περιλαμβανομένης απόφασης για την απόρριψη έφεσης. Ανάληψη τέτοιας δικαιοδοσίας θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας που αποτελεί «βαθμίδα δικαιοδοσίας άγνωστη στο Σύνταγμα και το νόμο».

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μαραθεύτης v. Ελεγκτικής Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρείων (1994) 4 A.A.Δ. 1,

Μαύρου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 492/97, ημερ. 2/12/97,

Rousos and Another v. Republic (1985) 3(A) C.L.R. 119,

Tsingis v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1262,

Kραμβής v. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 100,

Παπακόκκινου κ.ά. v. Δήμου Πάφου (Αρ. 2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1772.

Αίτηση.

Αίτηση από την εφεσείουσα - αιτήτρια για επαναφορά της έφεσης, η οποία ασκήθηκε κατά της απόφασης του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Δημητριάδης, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. 631/94, ημερ. 8/11/96, και η οποία απορρίφθηκε στις 1/12/99 όταν η υπόθεση [*153]ήταν ορισμένη για ακρόαση.

Μ. Κωνσταντίνου για Α. Πασχαλίδη, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.

Α. Ευσταθίου, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η αίτηση.

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν την 1/12/99, που ήταν ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση.  Αφού οι δικηγόροι των διαδίκων μερών ζήτησαν προηγουμένως και τους δόθηκε η άδεια του δικαστηρίου για να προχωρήσουν στο διάβημά τους.  Με την κρινόμενη αίτησή της η αιτήτρια-εφεσείουσα επιζητεί επαναφορά της έφεσης. Οι καθών η αίτηση δεν έφεραν ένσταση. Ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος υποστηρίζει το αίτημα.  Μολαταύτα δώσαμε την ευκαιρία στους δικηγόρους να εκφράσουν την τεκμηριωμένη άποψή τους γιατί το θέμα συνδέεται άμεσα με την έκταση της δικαιοδοσίας μας.

Η νομική βάση του διαβήματος, όπως διατυπώνεται στο σώμα της αίτησης, είναι πολύ πλατιά σε βαθμό που καταντά αόριστη.  Αναφέρεται συλλήβδην ο περί Εφέσεων Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996 και ο περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικός Κανονισμός του 1962. Προβάλλεται ακόμη ως έρεισμα και η Δ.48, θθ. 1, 2, 3, 4, 8 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού και η Δ.33, θ.1.  Ο τελευταίος αυτός διαδικαστικός θεσμός δε φαίνεται να τυγχάνει εδώ εφαρμογής. Ισχύει σε περιπτώσεις που κανένας διάδικος δεν εμφανίζεται κατά τη δίκη. Η Δ.48 δεν έχει σχέση- ούτε συσχετίστηκε - με την ουσία του θέματος. Επίκληση γίνεται και στη σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου. Το θέμα αυτό έμεινε μόνο σε επίπεδο ισχυρισμού χωρίς καμιά περαιτέρω ανάπτυξη.

Το πρακτικό του δικαστηρίου της 1/2/99 μας δίνει την καθαρή εικόνα των συνθηκών υπό τις οποίες αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, με απόφαση του δικαστηρίου, η παραπάνω αναθεωρητική έφεση. Μέλος του Δικαστηρίου προέβη σε προκαταρκτική παρατήρηση αναφορικά με την παρουσία του Διευθυντή της εφεσείου[*154]σας κατά την κρίσιμη συνεδρίαση της Επιτροπής που διενήργησε τις επίδικες προαγωγές. Η δικηγόρος της εφεσείουσας ζήτησε σύντομη διακοπή για να εξετάσει, όπως και οι άλλοι δικηγόροι, το ενδεχόμενο κακής σύνθεσης του οργάνου.

Επιληφθήκαμε του θέματος αργότερα την ίδια ημέρα. Πρώτος πήρε το λόγο ο κ. Αγγελίδης. Μας ανέφερε πως υπήρχε θέμα παράνομης σύνθεσης εφόσον κατά τη λήψη της απόφασης παρευρισκόταν ο Διευθυντής. Και αυτό οδηγεί, αναπόφευκτα, σύμφωνα με τη νομολογία, σε ακύρωση της πράξης. Μας παρέπεμψε μάλιστα στην απόφαση στην Ιάκωβος Μαραθεύτης ν. Ελεγκτικής Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών (1994) 4 A.A.Δ. 1, στην οποία, υπό παρόμοιες συνθήκες, ακυρώθηκαν προαγωγές υπαλλήλων της υπηρεσίας αυτής. Ακολούθως, η κα Κωνσταντίνου συμφώνησε ότι η πράξη ήταν ακυρωτέα και για το λόγο αυτό ζήτησε να αποσύρει την έφεση. Ενόψει αυτής της εξέλιξης αποσύρθηκε και η αντέφεση. Μετά τις δηλώσεις αυτές αποφασίσαμε την απόρριψη της έφεσης χωρίς να επιδικάσουμε έξοδα, αφού οι δικαιούχοι δεν τα ζήτησαν.

Έχει λεχθεί από μέρους της αιτήτριας-εφεσείουσας ότι στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από τη σελ. 8 του συνημμένου στην ένορκη δήλωση, που συνοδεύει την αίτηση επαναφοράς, σχετικού πρακτικού, ημερ. 20/5/94, ο Διευθυντής μετά την υποβολή των συστάσεων αποχώρησε από την αίθουσα. Με άλλα λόγια δεν παρευρισκόταν όταν λήφθηκε η απόφαση. Έτσι η απόσυρση της έφεσης έγινε υπό την λανθασμένη εντύπωση της συνεχούς και μέχρι τέλους παρουσίας του Διευθυντή. Πρόκειται, όπως είπε η κα Κωνσταντίνου, για καλόπιστο λάθος. Εν πάση περιπτώσει η ενέργειά της έγινε, όπως η ίδια πάλιν μας ανέφερε, χωρίς να δώσει τις σχετικές οδηγίες η αιτήτρια, η οποία ουδέποτε παραιτήθηκε του δικαιώματός της να προωθήσει την έφεση.  Η συνήγορος επικαλέστηκε γενικά τη σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου για την παροχή της αιτούμενης θεραπείας χωρίς να ενισχύσει την εισήγησή της για την ύπαρξη τέτοιας εξουσίας με αναφορά σε νομολογία ή άλλο υλικό.

Τις ίδιες ουσιαστικά θέσεις προώθησε ο κ. Αγγελίδης, ο οποίος συνηγόρησε επίσης υπέρ επαναφοράς της έφεσης. Κατά την άποψη του το θέμα εμπίπτει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου εφόσον εδώ υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση της προς όφελος της αιτήτριας. Αναφέρθηκε δε σε περιπτώσεις όπου η απόρριψη της προσφυγής οφειλόταν σε απουσία διαδίκων και ή των δικηγόρων τους ή όπου η προσφυγή θεωρήθηκε εγκαταλει[*155]φθείσα γιατί ο διάδικος δε συμμορφώθηκε με οδηγίες αναφορικά με την κατάθεση γραπτής αγόρευσής του. Επίσης όπου η απόσυρση και η συνακόλουθη απόρριψη ήταν απόρροια λανθασμένης ενέργειας του δικηγόρου. Συγκεκριμένα ο συνήγορος παρέπεμψε στην προσφυγή αρ. 492/97, Ανδρέας Μαύρου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 2/12/97, στην οποία ο δικηγόρος που απέσυρε την προσφυγή δεν ενεργούσε, όπως αναφέρεται στην απόφαση, “στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του”.

Οι κύριες παραπομπές ήταν στη Rousos & Another v. The Republic (1985) 3(Α) C.L.R. 119, Tsingis v. The Republic (1984) 3(Β) C.L.R. 1262 και Χρ. Κραμβής ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 100. Η κοινή δικαστική προσέγγιση, όπως και ο κανόνας που μπορεί να συναχθεί από αυτές, είναι πως χωρεί η επαναφορά προσφυγής στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει πρόθεση παραίτησης του αιτητή από το δικόγραφο και όπως αναφέρεται στη Χρ. Κραμβής, ανωτέρω, “όταν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις κατά το νόμο και τα γεγονότα”.

Τον κανόνα διαγράφει η σύνοψη στη Rousos, ανωτέρω, στη σελ. 120:

“........since the recourses of the appellants were dismissed for what was found by the trial Judge to be, in effect, want of prosecution it appears that they were treated by him, prima facie and in the absence of the appellants and of their counsel, as having been abandoned; that a recourse under Article 146 which has been treated as abandoned and has been dismissed accordingly has to be reinstated if it has not been actually been abandoned so that the Court can proceed to determine it in accordance with the provisions of Article 146 of the Consitution and particularly, of paragraph (4) thereof and its reinstatement is a matter within the competence of the Judge of this Court who is dealing with such recourse (see Tsingis v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1262);”

Η σύμφυτη δικαιοδοσία δεν πηγάζει ούτε από νόμο ούτε από κανονισμό αλλά από τη φύση της δικαστικής λειτουργίας. Γιαυτό και προσδιορίζεται με το επίθετο “σύμφυτη”. Η βασική εκδήλωση της εξουσίας αυτής είναι η ρύθμιση των θεμάτων που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών.  Περιλαμβάνει δε τομείς του δικαίου των οποίων η νομολογία αναγνώρισε την ύπαρξη.  Όμως έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική λειτουργία αυτής της εξουσίας στις ορθές διαστά[*156]σεις της. Όπως παρατήρησε εύστοχα ο καθηγητής M.S. Dockray στο άρθρο του “Τhe Inherent Jurisdiction to Regulate Civil Proceedings (1997) 113 Law Quarterly Review, σελ. 120, στην οποία σχολιάζει, στη σελ. 130, περιπτώσεις όπου τα δικαστήρια δε διέγνωσαν σύμφυτη εξουσία σε συγκεκριμένα θέματα:

“These decisions are quite inconsistent with the idea that the inherent jurisdiction is an unlimited reservoir from which new powers can be fashioned at will.”

Έχοντας υπόψη ότι η δικονομική εξουσία επαναφοράς έχει αυστηρά θεσμοθετηθεί από τους διαδικαστικούς κανόνες και τη νομολογία που τους έχει ερμηνεύσει έχουμε τη γνώμη ότι το εγειρόμενο δεν είναι από τα θέματα που μπορεί να καλύψει η σύμφυτη εξουσία. Τέτοια βάση για την έκδοση διατάγματος της μορφής που επιδιώκεται με την αίτηση δεν προσφέρεται.

Όπως μπορεί να έχει διαφανεί μέχρι τώρα οι παραπάνω αποφάσεις, είτε πρωτόδικες είτε της Ολομέλειας, είχαν περιορισμένο αντικείμενο, δηλαδή, την επαναφορά προσφυγών. Εδώ οι συνθήκες είναι ριζικά διαφορετικές. Εν πρώτοις είναι άσχετο ότι το δικαστήριο έθιξε το θέμα και έθεσε τον προβληματισμό του υπόψη των δικηγόρων. Το λέμε αυτό γιατί επιχειρήθηκε από τον κ. Αγγελίδη η σύνδεση με την τελική ενέργεια των δικηγόρων, η οποία έγινε μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων τους και της γενικής εξουσιοδότησης που έχουν για το χειρισμό της υπόθεσης που τους ανατέθηκε.

Η Ολομέλεια όταν ασκεί τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία της στα πλαίσια των διατάξεων του άρθρ. 11(3) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου αρ. 33/64 (όπως τροποποιήθηκε), δεν έχει εξουσία αναθεώρησης οποιασδήποτε απόφασης, περιλαμβανόμενης απόφασης για την απόρριψη έφεσης. Ανάληψη τέτοιας δικαιοδοσίας θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας που, όπως έχει λεχθεί στην Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1772, αποτελεί “βαθμίδα δικαιοδοσίας άγνωστη στο Σύνταγμα και το νόμο”.

Με τις σκέψες αυτές απορρίπτουμε την αίτηση. Χωρίς έξοδα.

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο