(2000) 3 ΑΑΔ 157
[*157]31 Μαρτίου, 2000
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 140 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (AP. 1),
Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναφορά Αρ. 4/99)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 80.2 του Συντάγματος ― Απαγόρευση επιψήφισης πρότασης νόμου που συνεπάγεται αύξηση των προβλεπομένων υπό του Προϋπολογισμού εξόδων ― Γνωμάτευση πως καμία διάταξη του περί της Αναγνώρισης όλων των Αγώνων του Κυπριακού Λαού για Ελευθερία και Δημοκρατία (Τιμητικές Διακρίσεις) Νόμου του 1999, δεν προσκρούει στο Άρθρο 80.2 του Συντάγματος.
Ο περί της Αναγνώρισης όλων των Αγώνων του Κυπριακού Λαού για Ελευθερία και Δημοκρατία (Τιμητικές Διακρίσεις) Νόμος του 1999 ― Έλεγχος της Συνταγματικότητάς του, σε Αναφορά του Προέδρου ― Γνωμάτευση περί παραβίασης του Άρθρου 61 του Συντάγματος και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, λόγω επέμβασης της Βουλής στο έργο της εκτελεστικής εξουσίας ― Το Άρθρο 7(2) (πρώτο μέρος) κρίθηκε αντισυνταγματικό.
Αναφορά του Προέδρου ― Άρθρο 140 του Συντάγματος ― Αποκήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού ― Σύμφωνα με το Άρθρο 140.1 υπάρχει δυνατότητα αποκήρυξης ολόκληρου του νόμου ή μόνο ορισμένης διάταξης αυτού ως αντισυνταγματικών ― Προϋπόθεση όπως η αντισυνταγματική διάταξη δεν αποτελεί με το νόμο ενιαίο σύνολο.
[*158]Με αναφορά του Προέδρου ζητήθηκε Γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο, βάσει του Άρθρου 130 του Συντάγματος, κατά πόσο ο περί της Αναγνώρισης όλων των Αγώνων του Κυπριακού Λαού για Ελευθερία και Δημοκρατία (Τιμητικές Διακρίσεις) Νόμος του 1999 ήταν αντισυνταγματικός λόγω παράβασης των Άρθρων 61 και 80.2, καθώς και της διάκρισης των εξουσιών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο Γνωματεύοντας πως ο νόμος δεν παραβιάζει το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος, αλλά ότι το πρώτο μέρος του Άρθρου 7(2) του νόμου παραβιάζει το Άρθρο 61 του Συντάγματος και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αποφάσισε ότι:
1. Είναι η θέση της Βουλής ότι καμιά πρόνοια του νόμου δε συνεπάγεται, αφ’ εαυτής, αύξηση των κονδυλίων του Προϋπολογισμού, παραπέμποντας προς τούτο στην απόφαση της Ολομέλειας στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπρ. (Αρ.1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 463, όπου υποδεικνύεται ότι νόμος, θεμελιωμένος σε πρόταση βουλευτή, προσκρούει στο Άρθρο 80.2 του Συντάγματος, μόνο όπου «... καταφαίνεται ότι η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κράτους, βάσει του νόμου, συνεπάγεται αναπόφευκτα αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού». Τέτοια ανάγκη δεν προκύπτει, όπως επισημαίνεται στην ίδια απόφαση, εφόσον αναφαίνεται η δυνατότητα στελέχωσης της υπηρεσίας από υφιστάμενο προσωπικό των κυβερνητικών υπηρεσιών.
Στην προκείμενη περίπτωση, δε γίνεται πρόνοια για οποιοδήποτε συγκεκριμένο έργο, ούτε προβλέπεται αμοιβή για τα μέλη της Επιτροπής.
Ο νόμος δεν κάμνει οποιαδήποτε συγκεκριμένη πρόνοια για την ανάληψη έργου, ή τη διάθεση κονδυλίων προς ανταμοιβή των μελών της Επιτροπής, ή τη δημιουργία υπηρεσίας με νέο προσωπικό. Αντικείμενο του νόμου είναι η αναγνώριση των αγώνων του κυπριακού λαού για ελευθερία και δημοκρατία. Διαγράφονται οι τρόποι και τα μέσα εκπλήρωσης αυτών των σκοπών, και, παράλληλα, θεσμοθετείται το πλαίσιο λειτουργίας της Επιτροπής. Ο νόμος έχει διαρθρωτικό χαρακτήρα. διαγράφει τις επιδιώξεις του κράτους στο συγκεκριμένο πεδίο. Δεν επιβάλλει υποχρέωση για την κατασκευή των έργων. στοιχειοθετεί την εξουσία για την έγκριση τέτοιων έργων από το φορέα που καθιδρύει. Η υλοποίηση οποιασδήποτε απόφασης, επαγόμενης την επιβάρυνση του Προϋπολογισμού, πρέπει να τυγχάνει της κυβερνητικής έγκρισης και να αντανακλάται στον Προϋπολογισμό.
[*159]2. Αποκλείεται η ανάμειξη της Βουλής άμεσα ή έμμεσα και κάτω από οποιοδήποτε μανδύα σε διορισμούς στο δημόσιο. λειτουργία, εξ ορισμού, αναγόμενη στην Εκτελεστική Εξουσία. Κατά συνέπεια, η σχετική διάταξη του Άρθρου 7(2), με την οποία προβλέπεται η επικύρωση του διορισμού των μελών της Επιτροπής από τη Βουλή, ευρίσκεται σε αντίθεση με το Άρθρο 61 του Συντάγματος, που περιορίζει την εξουσία της Βουλής στο νομοθετείν, και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που περιορίζει τη λειτουργία της στο πεδίο των συνταγματικών αρμοδιοτήτων της.
3. Η εξουσία αποκήρυξης νόμου ως αντισυνταγματικού εκτείνεται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.1 του Συντάγματος, στο σύνολο του νόμου ή μπορεί να περιοριστεί σε συγκεκριμένη διάταξή του. Η αντισυνταγματικότητα διάταξης ή διατάξεων του νόμου συμπαρασύρει και το υπόλοιπο μέρος του, εάν η νομοθεσία αποτελεί ενιαίο σύνολο. Έχει αυτό το χαρακτηριστικό, οποτεδήποτε ο πρόνοιες του νόμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, οπόταν δε χωρεί διάσπασή τους.
Στην προκείμενη περίπτωση, ενστάσιμη είναι μόνο η πρόνοια του Άρθρου 7(2), που αναφέρεται στην επικύρωση του διορισμού των μελών της Επιτροπής από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Είναι παραδεκτή, ερωτάται, η διαγραφή μόνο του ενστάσιμου μέρους της σχετικής διάταξης του Άρθρου 7(2); Η απάντηση είναι αρνητική, εφόσον συνιστά μέρος ενιαίας νομοθετικής πρόνοιας, ρυθμιστικής του διορισμού των μελών της Επιτροπής.
Ο όρος «διάταξις», στο πλαίσιο νομοθετήματος, ενέχει τη σημασία αυτοτελούς πρόνοιας, ρυθμιστικής ορισμένου θέματος. Στην περίπτωση, μάλιστα, της πρόνοιας του Άρθρου 7(2), και τα δύο σκέλη της ρύθμισης (διορισμός από τον Πρόεδρο και επικύρωση από τη Βουλή) εμπεριέχονται στην ίδια διάταξη και κατά τη γραμματική έννοια του όρου.
Η ανασύσταση νομοθετικής διάταξης επάγεται την αναμόρφωση του περιεχομένου της από το δικαστήριο, διαδικασία που κείται εκτός του πλαισίου της δικαστικής λειτουργίας (διάκριση εξουσιών). Συνεπώς, ολόκληρη η πρόταση: «Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και ο διορισμός τους επικυρώνεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων», πρέπει να διαγραφεί ως αντισυνταγματική.
Το υπόλοιπο μέρος του εδαφίου (2) διαχωρίζεται από την ενστάσιμη διάταξη, η οποία προηγείται. Συναρτάται δε με την καθί[*160]δρυση της Επιτροπής, που αποτελεί το αντικείμενο του εδαφίου (1) του Άρθρου 7. Ως εκ τούτου, θα παραμείνει.
Διαταγή ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 463,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1990) 3 Α.Α.Δ. 4435,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1993) 3 Α.Α.Δ. 16,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1994) 3 Α.Α.Δ. 275,
President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2165,
Δημοκρατία v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1992) 3 Α.Α.Δ. 458,
Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363,
Μενελάου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370,
Ηλία κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 884,
President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 1724,
President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2165.
Αναφορά.
Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος προς το Ανώτατο Δικαστήριο να γνωματεύσει κατά πόσο ο επιψηφισθείς από την Βουλή των Αντιπροσώπων Νόμος “περί Αναγνώρισης όλων των Αγώνων του Κυπριακού Λαού για Ελευθερία και Δημοκρατία (Τιμητικές Διακρίσεις) Νόμος του 1999 είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Άρθρου 61 του Συντάγματος.
[*161]Ν. Χαραλάμπους, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Τ. Πολυχρονίδου, Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Μ. Τριανταφυλλίδης με Αγ. Κλεάνθους, για την Καθ’ ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Με Αναφορά του, βάσει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιζητά τη γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πόσο ο επιψηφισθείς από τη Βουλή των Αντιπροσώπων «περί της Αναγνώρισης όλων των Αγώνων του Κυπριακού Λαού για Ελευθερία και Δημοκρατία (Τιμητικές Διακρίσεις) Νόμος του 1999» είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Άρθρου 61 του Συντάγματος, που προσδιορίζει την αρμοδιότητα της Νομοθετικής Εξουσίας, του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος, που αποκλείει την επιψήφιση πρότασης νόμου από μέλος του νομοθετικού σώματος συνεπαγόμενης αύξηση των υπό του Προϋπολογισμού προβλεπομένων εξόδων, καθώς και προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που αποκλείει την ανάληψη αρμοδιότητας από οποιαδήποτε από τις τρεις Εξουσίες του κράτους έξω από το πεδίο της λειτουργίας της. Ειδικά, ζητείται όπως το Ανώτατο Δικαστήριο γνωματεύσει:-
(α) Κατά πόσο οι πρόνοιες του Άρθρου 7(2) του υπό κρίση νόμου, με τις οποίες προβλέπεται η επικύρωση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων του διορισμού των μελών της Επιτροπής Καταρτισμού και Τήρησης Μητρώου Παθόντων Αγωνιστών από το Υπουργικό Συμβούλιο, προσκρούουν στις διατάξεις του Άρθρου 61 του Συντάγματος, το οποίο περιορίζει την εξουσία της Βουλής στη νομοθετική ύλη και, κατ’ επέκταση, στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που αποκλείει την ανάληψη εκτελεστικής ή διοικητικής αρμοδιότητας από τη Βουλή των Αντιπροσώπων· και
(β) Κατά πόσο οι πρόνοιες των Άρθρων 5, 7 και 8 του υπό κρίση νόμου προσκρούουν στις πρόνοιες του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος.
Θέση του Προέδρου, όπως αναπτύχθηκε από το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, είναι ότι ο νόμος συνεπάγεται αύξηση των δαπανών [*162]του Προϋπολογισμού.
Θέση της Βουλής, όπως προβλήθηκε από τον κ. Τριανταφυλλίδη, είναι ότι, με τις διατάξεις του Άρθρου 7(2), η Βουλή δεν υπεισέρχεται στο διοριστικό έργο, που όντως αποτελεί αρμοδιότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας. Κατά την εισήγησή του, το Άρθρο 7(2) αποτελεί «πολιτική πράξη της Βουλής των Αντιπροσώπων που εκφράζει καθολική συναίνεση σε θέμα παλλαϊκού ενδιαφέροντος». Ανάλογη πρόνοια επικύρωσης διορισμού από τη Βουλή απαντάται και στο Άρθρο 3(1) του περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμου του 1991, (Ν. 3/91). Ο κ. Χαραλάμπους απάντησε ότι οι σχετικές διατάξεις του νόμου εκείνου διακρίνονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, με αναφορά στις διαφορές στη φύση που ενέχουν οι πράξεις που πραγματεύονται. Ο Επίτροπος Διοικήσεως αποτελεί, κατά την εισήγησή του, Αξιωματούχο της Βουλής, σύμφωνα με τα διεθνώς κρατούντα. Επομένως, σ’ εκείνη την περίπτωση, δικαιολογείται η ανάμειξη της Βουλής στο διορισμό του.
Δεν εξετάζεται σ’ αυτή την Αναφορά η συνταγματικότητα των διατάξεων της περί Επιτρόπου Διοικήσεως νομοθεσίας και δε θα εκφέρουμε οποιαδήποτε κρίση επί του θέματος. Τα επίδικα θέματα της Αναφοράς περιορίζονται στη συνταγματικότητα του νόμου ο οποίος εξετάζεται.
Είναι θεμελιωμένο και αμοιβαία παραδεκτό ότι η κρίση νομοθετικής διάταξης ως αντισυνταγματικής δεν επάγεται απαρέγκλιτα την αποκήρυξη του νόμου στην ολότητά του ως αντισυνταγματικού. Εφόσον η ενστάσιμη διάταξη είναι διαχωριστέα από το υπόλοιπο του νόμου, διαχωρίζεται μόνο αυτή και εκδίδεται το ανενστάσιμο μέρος του. Νομοθετική διάταξη μπορεί να χαρακτηρισθεί ως διαχωριστέα, εφόσον, με τη διαγραφή της, δεν πλήττεται ο πυρήνας του νόμου και δεν αλλοιώνονται οι σκοποί του.
Σκοπός του υπό εξέταση νόμου είναι η αναγνώριση των αγώνων του κυπριακού λαού για την ελευθερία, τη δημοκρατία και την υπεράσπιση του Κυπριακού Κράτους και η απόδοση τιμών στους αγωνιστές. Προβλέπεται η σύσταση Επιτροπής Καταρτισμού και Τήρησης Μητρώου Παθόντων Αγωνιστών, (η «Επιτροπή»), η οποία επιφορτίζεται με την προαγωγή των σκοπών του νόμου, που περιλαμβάνουν την ανέγερση μνημείων προς τιμή των αγωνιστών, τη συντήρηση της ιστορικής μνήμης και τη διαπαιδαγώγηση των νέων γενεών με τα νάματα των αγώνων της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Στην Επιτροπή παρέχεται η εξουσία [*163]να απονέμει ηθικές αμοιβές σε παθόντες αγωνιστές.
Είναι η θέση της Βουλής ότι καμιά πρόνοια του νόμου δε συνεπάγεται, αφ’ εαυτής, αύξηση των κονδυλίων του Προϋπολογισμού, παραπέμποντας προς τούτο στην απόφαση της Ολομέλειας στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπρ. (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 463, όπου υποδεικνύεται ότι νόμος, θεμελιωμένος σε πρόταση βουλευτή, προσκρούει στο Άρθρο 80.2 του Συντάγματος, μόνο όπου «... καταφαίνεται ότι η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κράτους, βάσει του νόμου, συνεπάγεται αναπόφευκτα αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού.». Τέτοια ανάγκη δεν προκύπτει, όπως επισημαίνεται στην ίδια απόφαση, εφόσον αναφαίνεται η δυνατότητα στελέχωσης της υπηρεσίας από υφιστάμενο προσωπικό των κυβερνητικών υπηρεσιών.
Στην προκείμενη περίπτωση, δε γίνεται πρόνοια για οποιοδήποτε συγκεκριμένο έργο, ούτε προβλέπεται αμοιβή για τα μέλη της Επιτροπής. Ο κ. Χαραλάμπους, επικαλούμενος την ίδια απόφαση και προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες γίνεται παραπομπή - (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1990) 3 Α.Α.Δ. 4435· Πρ. Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1993) 3 Α.Α.Δ. 16· Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1994) 3 Α.Α.Δ. 275) - υποστήριξε ότι αναπόφευκτα η σύσταση και λειτουργία της Επιτροπής θα επιφέρει αύξηση των δαπανών του Προϋπολογισμού.
Ο νόμος δεν κάμνει οποιαδήποτε συγκεκριμένη πρόνοια για την ανάληψη έργου, ή τη διάθεση κονδυλίων προς ανταμοιβή των μελών της Επιτροπής, ή τη δημιουργία υπηρεσίας με νέο προσωπικό. Αντικείμενο του νόμου είναι η αναγνώριση των αγώνων του κυπριακού λαού για ελευθερία και δημοκρατία. Διαγράφονται οι τρόποι και τα μέσα εκπλήρωσης αυτών των σκοπών, και, παράλληλα, θεσμοθετείται το πλαίσιο λειτουργίας της Επιτροπής. Ο νόμος έχει διαρθρωτικό χαρακτήρα· διαγράφει τις επιδιώξεις του κράτους στο συγκεκριμένο πεδίο. Δεν επιβάλλει υποχρέωση για την κατασκευή των έργων. στοιχειοθετεί την εξουσία για την έγκριση τέτοιων έργων από το φορέα που καθιδρύει. Η υλοποίηση οποιασδήποτε απόφασης, επαγόμενης την επιβάρυνση του Προϋπολογισμού, πρέπει να τυγχάνει της κυβερνητικής έγκρισης και να αντανακλάται στον Προϋπολογισμό.
Κανένα από τα τρία άρθρα, για τα οποία τέθηκε ζήτημα αντισυνταγματικότητας, δεν προσκρούει στο Άρθρο 80.2 του Συντάγματος. Ανάλογη είναι η γνωμάτευσή μας.
[*164]
Τώρα θα εξετάσουμε τη συνταγματικότητα του Άρθρου 7(2) του νόμου. Παραδεκτό είναι και από τα δύο μέρη ότι διορισμοί στο δημόσιο ανάγονται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας. Δεν αποτελούν πτυχή της νομοθετικής λειτουργίας. εκφεύγουν της αρμοδιότητας της Βουλής. Η συναίνεση της ολότητας της Βουλής στη συμμετοχή της σε διορισμό δεν αναιρεί τους περιορισμούς της Νομοθετικής Εξουσίας. Τέτοια εξαίρεση δε στοιχειοθετείται στο Σύνταγμα, ενώ αποκλείεται από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Η απόφαση στην Pres. of Republic v. House of R/ntatives (1985) 3 Α.Α.Δ. 2165, στην οποία έγινε παραπομπή, είναι οριστική επί του θέματος. Η ίδια αρχή αντανακλάται και σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων - Δημοκρατία ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.3) (1992) 3 Α.Α.Δ. 458· Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363· Μενελάου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370 - και επανατονίζεται στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Ηλία κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 884.
Αποκλείεται η ανάμειξη της Βουλής άμεσα ή έμμεσα και κάτω από οποιοδήποτε μανδύα σε διορισμούς στο δημόσιο· λειτουργία, εξ ορισμού, αναγόμενη στην Εκτελεστική Εξουσία. Κατά συνέπεια, η σχετική διάταξη του Άρθρου 7(2), με την οποία προβλέπεται η επικύρωση του διορισμού των μελών της Επιτροπής από τη Βουλή, ευρίσκεται σε αντίθεση με το Άρθρο 61 του Συντάγματος, που περιορίζει την εξουσία της Βουλής στο νομοθετείν, και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που περιορίζει τη λειτουργία της στο πεδίο των συνταγματικών αρμοδιοτήτων της. Ό,τι παραμένει να αποφασίσουμε, είναι κατά πόσο η αντισυνταγματική διάταξη μπορεί να διασπαστεί, με τη διαγραφή μόνο του μέρους που είναι συνταγματικά ενστάσιμο.
Το Άρθρο 7(2) προβλέπει:-
«(2) Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και ο διορισμός τους επικυρώνεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Δύο από τα μέλη της Επιτροπής προέρχονται από την ηγεσία της Παγκύπριας Οργάνωσης Αποκαταστάσεως Παθόντων.»
Η εξουσία αποκήρυξης νόμου ως αντισυνταγματικού εκτείνεται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.1 του Συντάγματος, στο σύνολο του νόμου ή μπορεί να περιοριστεί σε συγκεκριμένη διάταξή του. Η αντισυνταγματικότητα διάταξης ή διατάξεων του νόμου συμπαρασύρει και το υπόλοιπο μέρος του, εάν η νομοθεσία αποτελεί ενιαίο σύνολο. Έχει αυτό το χαρακτηριστικό, οποτεδήποτε ο πρόνοιες του νόμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, οπόταν δε χωρεί διάσπασή τους - (βλ. Pres. of Republic v. House of R/ntatives (1985) 3 C.L.R. 1724. Pres. of Republic v. House of R/ntatives (1985) 3 C.L.R. 2165).
Στην προκείμενη περίπτωση, ενστάσιμη είναι μόνο η πρόνοια του Άρθρου 7(2), που αναφέρεται στην επικύρωση του διορισμού των μελών της Επιτροπής από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Είναι παραδεκτή, ερωτάται, η διαγραφή μόνο του ενστάσιμου μέρους της σχετικής διάταξης του Άρθρου 7(2); Η απάντηση είναι αρνητική, εφόσον συνιστά μέρος ενιαίας νομοθετικής πρόνοιας, ρυθμιστικής του διορισμού των μελών της Επιτροπής.
Το Άρθρο 140 αναφέρεται στη δυνατότητα αποκήρυξης νόμου ή ορισμένης διάταξης αυτού ως αντισυνταγματικών. Ο όρος «διάταξις», στο πλαίσιο νομοθετήματος, ενέχει τη σημασία αυτοτελούς πρόνοιας, ρυθμιστικής ορισμένου θέματος. Στην περίπτωση, μάλιστα, της πρόνοιας που εξετάζουμε, και τα δύο σκέλη της ρύθμισης (διορισμός από τον Πρόεδρο και επικύρωση από τη Βουλή) εμπεριέχονται στην ίδια διάταξη και κατά τη γραμματική έννοια του όρου*.
Η διάσπαση αυτοτελούς πρόνοιας, κατά κανόνα, αλλοιώνει τη σημασία της. Τις ίδιες συνέπειες ενέχει η διάσπαση νομοθετικής διάταξης. Η ανασύσταση νομοθετικής διάταξης επάγεται την αναμόρφωση του περιεχομένου της από το δικαστήριο, διαδικασία που κείται εκτός του πλαισίου της δικαστικής λειτουργίας (διάκριση εξουσιών). Συνεπώς, ολόκληρη η πρόταση: «Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και ο διορισμός τους επικυρώνεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.» πρέπει να διαγραφεί ως αντισυνταγματική.
Το υπόλοιπο μέρος του εδαφίου (2) διαχωρίζεται από την ενστάσιμη διάταξη, η οποία προηγείται. Συναρτάται δε με την καθίδρυση της Επιτροπής, που αποτελεί το αντικείμενο του εδαφίου [*166](1) του Άρθρου 7. Ως εκ τούτου, θα παραμείνει.
Γνωματεύουμε ότι η διάταξη, που περιέχεται στο πρώτο μέρος του Άρθρου 7(2), είναι αντισυνταγματική. Η διάταξη αυτή αποσυνδέεται από τον υπόλοιπο νόμο, ο οποίος μπορεί να εκδοθεί χωρίς την περίληψή της στο περιεχόμενό του.
Διαταγή ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο