Pουβανιάς Λτδ και Άλλη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 191

(2000) 3 ΑΑΔ 191

[*191]14 Aπριλίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2525)

ΡΟΥΒΑΝΙΑΣ ΛΤΔ.,

Εφεσείουσα,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2539)

ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΛΤΔ.,

Εφεσείουσα,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2525, 2539)

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Αίτηση για επαναφορά έφεσης που απορρίφθηκε ― Έννοια της επιφύλαξης του Κανονισμού 13(ε) των Περί Εφέσεων (Προδικασία κ.λ.π.) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996 ― Λάθη των δικηγόρων δεν συνιστούν «λόγους πέραν των δυνάμεων» ― Αίτηση απορρίφθηκε.

Τέθηκαν ενώπιον της Ολομέλειας, αιτήσεις για επαναφορά εφέσεων, που είχαν απορριφθεί λόγω μη καταχώρισης Περιγράμματος Αγόρευσης. Ο δικηγόρος των αιτητών επικαλέστηκε λάθος και/ή παραδρομή δική του.

[*192]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις αιτήσεις, αποφάσισε ότι:

Ο Καν. 13(ε), όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση, αποτελεί το μόνο δικαιοδοτικό βάθρο για την άσκηση δικαιοδοσίας στο προκείμενο.

Ο κανονισμός αυτός αποτελεί απόηχο της απόφασης Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ. ν. Μαρούλας Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109, ότι η δικαιοδοσία αυτή περιορίζεται “στις περιπτώσεις όπου η επαναφορά έχει ως λόγο τη διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος”.

Το κριτήριο της επαναφοράς περικλείεται στη φράση “πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα”. Εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά.  Προφανώς γιατί διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας. 

Δεν μπορεί το λάθος που έγινε σε αυτή την περίπτωση, με οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση, να θεωρηθεί σαν δικαιολογητικός λόγος για επαναφορά.  Μια τέτοια ερμηνεία θα κακοποιούσε το καθαρό νόημα του κανονισμού. Η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό, έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου. Ό,τι συνέβη εδώ δεν εμπίπτει στο κριτήριο επαναφοράς που έθεσε ο κανονισμός. 

Το παράπονο ότι οι εφεσείουσες δεν θα έχουν την ευκαιρία να ακουσθούν δεν είναι δικαιολογημένο. Απλώς διότι την άφησαν να περάσει ανεκμετάλλευτη, όταν τους παρασχέθηκε. 

Οι αιτήσεις απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Grand Metropolitan Co. v. Evans (C.A.) [1992] 1 W.L.R. 1191,

Βαρδιάνος v. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698,

Μιχαηλίδης v. Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1190,

Κληρίδης v. Σταυρίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1348,

Cyprus Import Corporation Ltd. v. Σενέκη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1108,

[*193]Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ. v. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109,

Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών v. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 A.A.Δ. 151,

Ξενοφώντος v. Χ’’Αράπη (1999) 1 Α.Α.Δ. 221.

Αίτηση.

Αίτηση για επαναφορά των εφέσεων των εφεσειουσών οι οποίες απορρίφθηκαν λόγω παράλειψης τους να καταχωρήσουν περίγραμμα αγόρευσης εντός της καθορισμένης προθεσμίας.

Σπ. Ευαγγέλου, για τις Εφεσείουσες-Αιτήτριες.

Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Οι πιο πάνω εφέσεις απορρίφθηκαν.  Ο λόγος ήταν ότι δεν καταχωρήθηκε μέσα στον καθορισμένο από τον περί Εφέσεων (Προδικασία, κ.λ.π.) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996 χρόνο των 45 ημερών, από την έκδοση των οδηγιών του Εφετείου, περίγραμμα αγόρευσης από την κάθε εφεσείουσα-αιτήτρια. Ας λεχθεί εδώ ότι πρόκειται για χωριστές, αυτοτελείς εφέσεις. Η πορεία τους όμως κατά την προδικασία και η κατάληξη υπήρξε κοινή. Και ήταν ταυτόσημα τα γεγονότα που τις ώθησαν στο χωριστό, αλλά όμοιου περιεχομένου, διάβημα, ημερ. 22/9/99 για επαναφορά των εφέσεων.

Προηγήθηκαν αιτήσεις επαναφοράς από τις εταιρείες αυτές, ημερ. 27/4/99, που έγιναν περίπου 3 μήνες μετά τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας. Η ακρόασή τους ορίστηκε την 1/9/99, αλλά μετατέθηκε στις 13/9/99. Την αναβολή ζήτησε ο δικηγόρος τους επειδή θα απουσίαζε για επαγγελματικούς λόγους στο εξωτερικό. Κατά τη δικάσιμο, ζητήθηκε νέα αναβολή για τους ίδιους λόγους. Ο δικηγόρος που εμφανίστηκε τότε για να υποβάλει το αίτημα τελικά απέσυρε τις αιτήσεις ημερ. 27/4/99, οι οποίες και απορρίφθηκαν. Αφού προηγουμένως το δικαστήριο αρνήθηκε να χορηγήσει και δεύτερη αναβολή.

[*194]Ανανεώνεται τώρα η προσπάθεια επαναφοράς με τις αιτήσεις ημερ. 22/9/99. Η παράλειψη καταχώρησης των περιγραμμάτων αποδόθηκε στο ότι ο δικηγόρος των εφεσειουσών δε σημείωσε πότε λήγει η σχετική προθεσμία. Αναφέρεται συναφώς στην παράγραφο 3 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση:

“3. Δυστυχώς λόγω κάποιου εσωτερικού λάθους και/ή ασυνεννοησίας και/ή από παραδρομή δεν σημειώθηκε η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για την καταχώριση του περιγράμματος αγόρευσης της πλευράς μας και ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίφθηκε.”

Προστίθεται ότι θα ήταν άδικο να μην δοθεί η ευκαιρία στις εφεσείουσες να ακουστούν.

Το βασικό επιχείρημα είναι ότι χωρεί εδώ διάκριση μεταξύ διαδίκου και του δικηγόρου του, που υπέπεσε σε λάθος με αποτέλεσμα να μην τηρηθεί το διαδικαστικό χρονοδιάγραμμα. Ο κ. Ευαγγέλου αναγνώρισε όμως τη σημασία που έχει για την απονομή της δικαιοσύνης η υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις προθεσμίες. Ωστόσο υπέβαλε ότι σε περιπτώσεις, όπως την παρούσα, που ο δικηγόρος δεν συμπεριφέρεται αψήφιστα, περιφρονώντας το δικαστήριο, μπορεί η παράλειψη κατάθεσης περιγραμμάτων, εφόσον διαπιστώνεται πως δεν είναι σκόπιμη, να θεωρηθεί ότι οφείλεται σε λόγο “πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα ανάλογα με την περίπτωση”. Η ερμηνεία αυτή, κατά την αντίληψή του, συνάδει με το γράμμα και το πνεύμα της επιφύλαξης του πιο πάνω Διαδικαστικού Κανονισμού της 22/3/96 (όπως τροποποιήθηκε από τον Τροποποιητικό Κανονισμό της 27/11/98).

Ο συνήγορος μας παρέπεμψε στην Grand Metropolitan Co. v. Evans (C.A.) [1992] 1 W.L.R. 1191, για να εισηγηθεί ότι η παράλειψη είναι συγχωρητή, αν δεν συνοδεύεται από διάθεση ασέβειας προς το δικαστήριο και αν οφείλεται σε εξωτερικούς παράγοντες (extraneous circumstances).  Η υπόθεση, όπως ανέφερε, χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς καθοδήγησης στην Πάνος Π. Βαρδιάνος ν. Edwin Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698. Kατά την άποψή του το λάθος που έγινε συνιστά ένα τέτοιο εξωγενή παράγοντα. Συμπληρωματικά, το δικαστήριο μπορεί να θέσει όρους για την επαναφορά των εφέσεων, στο πλαίσιο της εξουσίας του να ρυθμίζει τη διαδικασία. Για παράδειγμα, μπορεί να διατάξει την κατάθεση των περιγραμμάτων σε τακτή προθεσμία και επίσης την παροχή ασφάλειας για τα έξοδα της δίκης. Πε[*195]ραιτέρω εισηγήθηκε, για τους λόγους που μας ανέφερε, ότι η Δημοκρατία δεν πρόκειται να ζημιωθεί από την αναβίωση των φορολογικών αυτών υποθέσεων.

Η κα Αντωνίου, από την πλευρά της, αφού ανέλυσε τη νομολογία που αναπτύχθηκε επί του θέματος (Μιχάλης Μιχαηλίδης ν. Σωτήρη Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1190, Χρίστος Κληρίδης ν. Ηρόδοτου Σταυρίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1348, Πάνου Π. Βαρδιάνου ν. Edwin Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698 και Cyprus Import Corporation Ltd. v. Κώστα Σενέκη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1108), υποστήριξε πως η περίπτωση αυτή δεν εμπίπτει στην εξαίρεση που δημιούργησε η επιφύλαξη του Καν. 13(ε). Επομένως οι αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν.

Ο Καν. 13(ε), όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση, που αποτελεί το μόνο δικαιοδοτικό βάθρο για την άσκηση δικαιοδοσίας στο προκείμενο, ορίζει ότι:

“(13)(ε) Στο τέλος εκάστου μηνός, το Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ετοιμάζει κατάλογο των εφέσεων στις οποίες οι διάδικοι παρέλειψαν να καταχωρήσουν περιγράμματα αγορεύσεων και θέτει τον κατάλογο ενώπιον του αρμόδιου Εφετείου, το οποίο επιλαμβάνεται του θέματος.

Νοείται ότι έφεση ή αντέφεση που απορρίπτεται, δυνάμει του παρόντος Κανονισμού, επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη καταχώριση περιγράμματος αγόρευσης, οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα ανάλογα με την περίπτωση, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστούν.”

Ο κανονισμός αυτός αποτελεί απόηχο της απόφασης Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ. ν. Μαρούλας Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109, ότι η δικαιοδοσία αυτή περιορίζεται “στις περιπτώσεις όπου η επαναφορά έχει ως λόγο τη διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου που κατοχυρώνει το άρθρ. 30.3(β) του Συντάγματος”.

Η υπόθεση Βαρδιάνος, ανωτέρω, αποφασίστηκε πριν από την τροποποίηση. Το δικαστήριο εξέτασε τις συνέπειες από την παράλειψη, αμέλεια ή λάθος δικηγόρου. Δεν προκύπτει από την απόφαση εκείνη ο προτεινόμενος διαχωρισμός του διαδίκου από το δικηγόρο του. Αντίθετα, ό,τι συνάγεται ως γενικός κανόνας είναι ότι ουσιαστικά υπάρχει ταύτιση συμφέροντος. Αυτό προκύ[*196]πτει από το παρακάτω απόσπασμα από την απόφαση. Από το ίδιο απόσπασμα φαίνεται και το πνεύμα της αναφοράς στην Grand Metropolitan, ανωτέρω, για να δοθεί έμφαση στην αναγκαιότητα τήρησης των προθεσμιών σαν στοιχείου λειτουργίας της δικαιοσύνης:

“Ο διάδικος δεν μπορεί κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της. Μας ενισχύουν, σε αυτή τη θέση, τα λεχθέντα στην υπόθεση Grand Metropolitan Nominee (No. 2) Co. Ltd v. Evans, The Times Law Reports, May 15, 1992:

Τhe court should not be astute to find excuses for such failure since obedience to orders of the court is the foundation on which its authority is founded.”

Το κριτήριο της επαναφοράς περικλείεται στη φράση “πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα”. Εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά. Προφανώς γιατί διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας. Τελευταία, στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Αγαθοκλή Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151, κρίναμε ότι η λανθασμένη εκτίμηση των δικηγόρων που οδήγησε σε απόσυρση της έφεσης δεν αποτελούσε λόγο επαναφοράς.

Δεν μπορεί το λάθος που έγινε σε αυτή την περίπτωση, με οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση, να θεωρηθεί σαν δικαιολογητικός λόγος για επαναφορά.  Μια τέτοια ερμηνεία θα κακοποιούσε το καθαρό νόημα του κανονισμού. Η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό, έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου. Ό,τι συνέβη εδώ δεν εμπίπτει στο κριτήριο επαναφοράς που έθεσε ο κανονισμός. Ούτε καν στο κριτήριο της Grand Metropolitan, ανωτέρω, στην περίπτωση που ίσχυε.

Στην υπόθεση Ξενοφών Ξενοφώντος ν. Γεώργιου Χ''Αράπη [*197](1999) 1 Α.Α.Δ. 221, που αποφασίστηκε μετά τη θέσπιση του τροποποιητικού κανονισμού, παρόμοιο επιχείρημα απορρίφθηκε. Όπως ανέφερε ο Αρτεμίδης Δ., που εξέδωσε την απόφαση του Εφετείου:

“Το σύστημα λειτουργίας ενός δικηγορικού γραφείου δεν αφορά το Δικαστήριο. Οι πιθανές ελλείψεις σ’ αυτή δεν εμπίπτουν στην έννοια “πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα” που απαντά στον Κανονισμό. Η μη συμμόρφωση με τις πιο πάνω διατάξεις πρέπει να οφείλεται σε λόγο η επέλευση του οποίου δεν οφείλεται στην συνήθη ανθρώπινη λειτουργία.”

Το παράπονο ότι οι εφεσείουσες δεν θα έχουν την ευκαιρία να ακουσθούν δεν είναι δικαιολογημένο. Απλώς διότι την άφησαν να περάσει ανεκμετάλλευτη όταν τους παρασχέθηκε. Θα μπορούσε στο σημείο αυτό να κλείσουμε με την παρατήρηση στην Cyprus Import Corporation Ltd., ανωτέρω:

“Η απόρριψη της έφεσης ήταν το αποτέλεσμα των δικών της παραλείψεων και το επακόλουθο της εφαρμογής των σχετικών θεσμικών διατάξεων.”

Ενόψει της κατάληξής μας ότι δεν τεκμηριώθηκε λόγος που καθιστά δυνατή την επαναφορά των εφέσεων δε θα ασχοληθούμε με θέμα κατάχρησης της διαδικασίας, που έθεσε η δικηγόρος της Δημοκρατίας.

Οι αιτήσεις απορρίπτονται. Με έξοδα.

Οι αιτήσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο