Aριστείδου Άριστος και Άλλοι ν. Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου (2000) 3 ΑΑΔ 213

(2000) 3 ΑΑΔ 213

[*213]14 Απριλίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2426)

 

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Μετάταξη ― Ορθή η εφαρμογή του Κανονισμού 10 περί προαγωγών, εφόσον οι κενές θέσεις ήταν λιγότερες από τους υποψηφίους ― Σχετικός λόγος έφεσης απορρίφθηκε.

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι Έφεσης ― Ατεκμηρίωτοι λόγοι έφεσης, απορρίπτονται.

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Συγκρότηση Συμβουλίου Προσωπικού ― Πρόνοια περί υπόδειξης των μελών από συνδικαλιστικές οργανώσεις, βάσει του Κανονισμού 24(2) των Περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Κανονισμών ― Ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του Κανονισμού 24(2) απορρίφθηκε.

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Μετάταξη μέσω διαδικασίας προαγωγής ― Εφόσον η διαδικασία του Κανονισμού 10 που ακολουθήθηκε, νόμιμη, ισχυρισμοί που πλήττουν την τελική επιλογή απορρίφθηκαν.

Έξοδα ― Ακολουθούν τα αποτέλεσμα ― Δεν διαπιστώθηκε λόγος που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τον κανόνα.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν να ανατρέψουν την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία η προσφυγή τους κατά της μετάταξης των ενδιαφερομένων μερών, απορρίφθηκε.

[*214]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου απορρίπτοντας την έφεση αποφάσισε ότι:

1. Ισχυρίζεται ο κ. Αγγελίδης ότι η εφεσίβλητη λανθασμένα εφάρμοσε τον Κανονισμό 10 που προνοεί περί προαγωγής και συνεπάγεται σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και συστάσεις των Προϊσταμένων αντί του Κανονισμού 11.

     Το Συμβούλιο της εφεσίβλητης αρχής έχοντας υπόψη τον Κανονισμό 4(2) και 10(1)(2)(3)(4) που προβλέπουν για τις κατηγορίες και τους βαθμούς ο πρώτος και τη διαδικασία προαγωγής ο δεύτερος, αποφάσισε ότι η διαδικασία που προβλέπει ο Κανονισμός 11(3) είναι η διαδικασία προαγωγής που προνοείται στον Κανονισμό 10 και έτσι η μετάταξη από βαθμό μιας κατηγορίας σε ανώτερο βαθμό άλλης κατηγορίας δεν είναι δυνατή χωρίς προαγωγή.

     Η ερμηνεία που έδωσε η εφεσίβλητη στους Κανονισμούς είναι ορθή και εύλογη.  Τούτο εξάγεται από το περιεχόμενο του Κανονισμού 11(3) που αναφέρεται ρητά στην παραπομπή στους Κανονισμούς με τη φράση “κατά την οριζομένη διαδικασία των παρόντων Κανονισμών”. Επίσης σύμφωνα με τον Κανονισμό 11(1) μετάταξη μόνιμου προσωπικού γίνεται μόνο εφόσον υπάρχουν κενές θέσεις. Στην υπό εξέταση υπόθεση οι κενές θέσεις ήταν πολύ λιγότερες από τους αιτητές. Κατά συνέπεια ετίθετο θέμα εκλογής των καταλληλοτέρων μεταξύ των αιτητών.

2. Στο περίγραμμα αγόρευσης προβάλλεται σε μια μόνο παράγραφο, χωρίς να εξειδικεύεται, ότι η εφεσίβλητη παραβίασε την αρχή της καλής πίστης και ότι ακολούθησε αντιφατική συμπεριφορά.  Δεν έχει εντοπιστεί οποιαδήποτε αντιφατική συμπεριφορά της εφεσίβλητης, ούτε και προσκομίσθηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν αυτή τη συμπεριφορά.  Ο λόγος αυτός είναι εντελώς ατεκμηρίωτος και απορρίπτεται.

3. Με άλλο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες επανέρχονται, ως και στην πρωτόδικη διαδικασία, στους ισχυρισμούς τους περί αντισυνταγματικότητας του Κανονισμού 24(2) με αναφορά στη μη συμπερίληψη της συνδικαλιστικής οργάνωσης, που μετέχουν οι αιτητές, στο Συμβούλιο Προσωπικού της Αρχής. Ισχυρίζεται ότι αντίκειται στις πρόνοιες των Άρθρων 19, 21.2 και 28 του Συντάγματος.

    Νομοθετική πρόνοια κηρύσσεται ως αντισυνταγματική, αν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι είναι ασύμφωνη και αντίθετη και δεν μπορεί να συνυπάρξει με το Σύνταγμα.

[*215]          Ο διορισμός, ως μελών του Συμβουλίου Προσωπικού, βάσει του Κανονισμού 24(2) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Κανονισμών, ατόμων υποδεικνυομένων από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, που είναι αναγνωρισμένες από την Αρχή, δεν αντίκειται σε καμιά πρόνοια του Συντάγματος. Οι συμμετέχοντες του Συμβουλίου Προσωπικού δεν εκπροσωπούν καμιά οργάνωση, σκοπός τους δε είναι η επιλογή των καλυτέρων υποψηφίων για προαγωγή. Το γεγονός ότι στο Συμβούλιο Προσωπικού δεν συμμετείχε άτομο που να υποδείχθηκε από τη συνδικαλιστική οργάνωση της οποίας οι αιτητές ήσαν μέλη, δεν αποδεικνύει αφ’ εαυτού προκατάληψη. Καμιά τεκμηρίωση για προκατάληψη δεν ισχυρίζονται οι αιτητές στην παρούσα υπόθεση.

4. Με άλλο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προσβάλλουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη διαδικασία διεξήχθη σύμφωνα με το νόμο και τους Κανονισμούς και ότι η απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.

    Το παράπονο των εφεσειόντων, είναι ότι αυτοί κρίθηκαν ως μη προσοντούχοι για μετάταξη απλώς και μόνο γιατί αναμείχθηκε το Συμβούλιο Προσωπικού και ο Γενικός Διευθυντής κάτω από πλάνη, ως εάν να ήταν περίπτωση προαγωγής και όχι μετάταξης.

    Το θέμα αυτό αποφασίστηκε ήδη προηγούμενα. Ορθά το Συμβούλιο της Αρχής ερμήνευσε τους Κανονισμούς και ορθή ήταν η ανάμειξη του Συμβουλίου Προσωπικού και οι συστάσεις των Προϊσταμένων.

5. Με τον τελευταίο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται για τη διαταγή του Δικαστηρίου για τα έξοδα.

    Εισηγούνται ότι εσφαλμένα επιδικάσθηκαν έξοδα σε βάρος τους γιατί η διαφορά αφορούσε στην αναζήτηση της δικαστικής επιβεβαίωσης της εγκυρότητας ή μη της διοικητικής πράξης.  Κάθε δικαστική απόφαση, κατά τον κ. Αγγελίδη, επί του Άρθρου 146 του Συντάγματος, διαμορφώνει στο χώρο του Δημοσίου Δικαίου νέο νομικό κανόνα που διαπαιδαγωγεί κάθε αρχή χωρίς να αποβλέπει σε ιδιωτική διεκδίκηση ή όφελος του πολίτη.

    Η θέση αυτή του κ. Αγγελίδη έχει τεθεί πλειστάκις ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και κρίθηκε ως ανεδαφική.

    Οι κανόνες ως προς τα έξοδα δικαστικής διαδικασίας είναι καλώς γνωστοί και καθιερωμένοι. Στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπι[*216]στώνεται η ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τον Κανόνα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κολοκασίδου v. ΑΤΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 4801,

ΡΙΚ κ.ά. v. Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,

Κασάπης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43,

Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85,

Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102,

Χ’Γεωργίου κ.ά. v. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 42,

Σιακάς v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χρ. Αρτεμίδης, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. 1072/94, ημερ. 17/2/97, με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές των αιτητών εναντίον της μετάταξης 24 συναδέλφων τους στη θέση ειδικευμένου προσωπικού.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Χατζηϊωάννου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, υπάλληλοι της εφεσίβλητης (Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου) προσέβαλαν τη μετάταξη 24 συναδέλφων τους στη θέση ειδικευμένου προσωπικού, που έγινε στις 11.10.1994 από το Συμβούλιο της εφεσίβλητης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τους τρεις λόγους που πρόβαλε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων για την ακύρωση της επίδικης απόφασης.  Συγκεκριμένα αποδέχθηκε ότι η με[*217]τάταξη συνεπάγεται προαγωγή η οποία γίνεται μεταξύ εκείνων που πληρούν τα προσόντα για μετάταξη και κατ’ επιλογή των καλυτέρων, απορρίπτοντας έτσι την εισήγηση των αιτητών πως όλοι οι προσοντούχοι για μετάταξη δικαιούνται σ’ αυτήν ανεξάρτητα από την ύπαρξη καταλλήλων θέσεων. Ο πρωτόδικος Δικαστής επιβεβαίωσε την απόφαση Κυριάκος Κυλίλης κ.ά. ν. ΑΤΗΚ, συνεκδικαζόμενες προσφυγές αρ. 669/94 και 791/94, ημερ. 20.12.1996. Ο αδελφός πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε επίσης τους ισχυρισμούς του δικηγόρου των αιτητών ότι ο Κανονισμός 24(2) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Γενικών Κανονισμών, που προβλέπει για τη συγκρότηση του Συμβουλίου Προσωπικού, είναι αντισυνταγματικός και εκτός του δικαιοδοτικού πλαισίου του Νόμου. Είχε γίνει εισήγηση από το δικηγόρο των αιτητών ότι η συνδικαλιστική οργάνωση, στην οποία ανήκουν οι αιτητές, δεν εκπροσωπείτο στο Συμβούλιο Προσωπικού και επομένως, η κρίση των μελών του πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπεριείχε προκατάληψη εις βάρος τους.  Ο πρωτόδικος Δικαστής υιοθέτησε στο θέμα αυτό μεγάλο απόσπασμα από την απόφαση Μερόπη Κολοκασίδου ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 4801.

Τέλος ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε τον ισχυρισμό που αναφέρεται στην ουσία της επίδικης απόφασης ότι δηλαδή οι αιτητές θα έπρεπε να αξιολογηθούν από το Συμβούλιο της Αρχής ως οι καταλληλότεροι για μετάταξη-προαγωγή αντί των ενδιαφερομένων μερών, αναφέροντας τα εξής:-

“Έχω μελετήσει με προσοχή όλο το υλικό που συνοδεύεται με την επίδικη διαδικασία, και κρίνω πως διεξήχθη σύμφωνα με το νόμο και τους κανονισμούς.  Η απόφαση του Συμβουλίου είναι επαρκώς αιτιολογημένη και στηρίζεται στα στοιχεία των φακέλων και τις εισηγήσεις των προϊσταμένων. Κανένας από τους αιτητές δεν έδειξε ιδιαίτερο λόγο γιατί να προτιμηθεί αυτός αντί οποιουδήποτε των ενδιαφερομένων μερών, ούτε και έκαμε αναφορά σε ειδικό στοιχείο σχετικά με την κατ’ ισχυρισμό μεγαλύτερη αξία του.”.

Με τους λόγους έφεσης προσβάλλονται όλες οι πιο πάνω καταλήξεις και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστή ως εσφαλμένα.

Ισχυρίζεται ο κ. Αγγελίδης ότι η εφεσίβλητη λανθασμένα εφάρμοσε τον Κανονισμό 10 που προνοεί περί προαγωγής και συνεπάγεται σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και συστάσεις των Προϊσταμένων αντί του Κανονισμού 11.

Ο Κανονισμός 11 προνοεί:-

[*218]“Καν. 11(1). Μετατάξεις Μονίμου Προσωπικού από τινός κατηγορίας ή ειδικότητος εις ετέραν, τη αιτήσει αυτού και κατόπιν προτάσεως απάντων των καθ’ ιεραρχίαν προϊσταμένων, επιτρέπεται εφ’ όσον υφίστανται κεναί θέσεις εις την κατηγορίαν ή ειδικότητα εις ην αιτείται την μετάταξιν και κέκτηται τα ελάχιστα ειδικά προσόντα τα προβλεπόμενα υπό των παρόντων Κανονισμών, διά τους βαθμούς της κατηγορίας ή της ειδικότητας ταύτης. .................................................

Καν. 11(3). Επί των ούτως υποβαλλομένων αιτήσεων μετατάξεως και κατά την οριζομένην διαδικασίαν των παρόντων Κανονισμών αποφασίζει η Αρχή. Αι ούτω ενεργούμεναι μετατάξεις ισχύουν από της εν τη αποφάσει οριζομένης χρονολογίας.”. (Κ.Δ.Π. 91/89).

Το Συμβούλιο της εφεσίβλητης αρχής έχοντας υπόψη τον Κανονισμό 4(2) και 10(1)(2)(3)(4) που προβλέπουν για τις κατηγορίες και τους βαθμούς ο πρώτος και τη διαδικασία προαγωγής ο δεύτερος, αποφάσισε ότι η διαδικασία που προβλέπει ο Κανονισμός 11(3) είναι η διαδικασία προαγωγής που προνοείται στον Κανονισμό 10 και έτσι η μετάταξη από βαθμό μιας κατηγορίας σε ανώτερο βαθμό άλλης κατηγορίας δεν είναι δυνατή χωρίς προαγωγή.

Η ερμηνεία που έδωσε η εφεσίβλητη στους Κανονισμούς είναι ορθή και εύλογη. Τούτο εξάγεται από το περιεχόμενο του Κανονισμού 11(3) που αναφέρεται ρητά στην παραπομπή στους Κανονισμούς με τη φράση “κατά την οριζομένη διαδικασία των παρόντων Κανονισμών”. Επίσης σύμφωνα με τον Κανονισμό 11(1) μετάταξη μόνιμου προσωπικού γίνεται μόνο εφόσον υπάρχουν κενές θέσεις. Στην υπό εξέταση υπόθεση οι κενές θέσεις ήταν πολύ λιγότερες από τους αιτητές.  Κατά συνέπεια ετίθετο θέμα εκλογής των καταλληλοτέρων μεταξύ των αιτητών.

Συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση σ’ αυτό το θέμα και επικροτούμε και επιβεβαιώνουμε επίσης την υπόθεση Κυριάκος Κυλίλης (πιο πάνω).

Στο περίγραμμα αγόρευσης προβάλλεται σε μια μόνο παράγραφο, χωρίς να εξειδικεύεται, ότι η εφεσίβλητη παραβίασε την αρχή της καλής πίστης και ότι ακολούθησε αντιφατική συμπεριφορά. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιαδήποτε αντιφατική συμπεριφορά της εφεσίβλητης ούτε και προσκομίσθηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν αυτή τη συμπεριφορά. Ο λόγος αυτός είναι εντελώς ατεκμηρίωτος και απορρίπτεται.

[*219]

Με άλλο λόγο έφεσης ο κ. Αγγελίδης επανέρχεται, ως και στην πρωτόδικη διαδικασία, στους ισχυρισμούς του περί αντισυνταγματικότητας του Κανονισμού 24(2) με αναφορά στην μη συμπερίληψη της συνδικαλιστικής οργάνωσης, που μετέχουν οι αιτητές, στο Συμβούλιο Προσωπικού της Αρχής. Ισχυρίζεται ότι αντίκειται στις πρόνοιες των Άρθρων 19, 21.2 και 28 του Συντάγματος.

Ο πρωτόδικος Δικαστής ακολούθησε το σκεπτικό στην υπόθεση Μερόπη Κολοκασίδου ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 4801, παραθέτοντας εκτενές απόσπασμά της. Ο Α. Κούρρης, Δ. στην πιο πάνω απόφαση αποφάνθηκε ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια στην οποία να αντίκειται ο Κανονισμός αυτός, ούτε και έρχεται σε αντίθεση με τα πιο πάνω Άρθρα του Συντάγματος. Νομοθετική πρόνοια κηρύσσεται ως αντισυνταγματική, αν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι είναι ασύμφωνη και αντίθετη και δεν μπορεί να συνυπάρξει με το Σύνταγμα (Βλέπε: ΡΙΚ κ.ά. ν. Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159).

Ο διορισμός, ως μελών του Συμβουλίου Προσωπικού, ατόμων υποδεικνυομένων από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, που είναι αναγνωρισμένες από την Αρχή, δεν αντίκειται σε καμιά πρόνοια του Συντάγματος. Οι συμμετέχοντες του Συμβουλίου Προσωπικού δεν εκπροσωπούν καμιά οργάνωση, σκοπός τους δε είναι η επιλογή των καλυτέρων υποψηφίων για προαγωγή. Το γεγονός ότι στο Συμβούλιο Προσωπικού δεν συμμετείχε άτομο που να υποδείχθηκε από τη συνδικαλιστική οργάνωση της οποίας οι αιτητές ήσαν μέλη, δεν αποδεικνύει αφ’ εαυτού προκατάληψη. Καμιά τεκμηρίωση για προκατάληψη δεν ισχυρίζονται οι αιτητές στην παρούσα υπόθεση.

Και ο λόγος αυτός της έφεσης κρίνεται ως ανεδαφικός και απορρίπτεται.

Με άλλο λόγο έφεσης οι αιτητές προσβάλλουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη διαδικασία διεξήχθη σύμφωνα με το νόμο και τους Κανονισμούς και ότι η απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Έχουμε ήδη παραθέσει απόσπασμα από την επίδικη απόφαση προηγουμένως.

Το παράπονο των αιτητών, όπως το αντιλαμβανόμαστε από το περίγραμμα του κ. Αγγελίδη, είναι ότι αυτοί κρίθηκαν ως μη προσοντούχοι για μετάταξη απλώς και μόνο γιατί αναμείχθηκε το Συμβούλιο Προσωπικού και ο Γενικός Διευθυντής κάτω από πλάνη ως εάν να ήταν περίπτωση προαγωγής και όχι μετάταξης.

[*220]

Το θέμα αυτό το αποφασίσαμε ήδη προηγούμενα. Ορθά το Συμβούλιο της Αρχής ερμήνευσε τους Κανονισμούς και ορθή ήταν η ανάμειξη του Συμβουλίου Προσωπικού και οι συστάσεις των Προϊσταμένων.

Οι άλλες αιτιάσεις των αιτητών στο θέμα αυτό, όπως για το αναιτιολόγητο της απόφασης της Αρχής δεν βρίσκουν έρεισμα στο περιεχόμενο των φακέλων. Ούτε και εξειδικεύονται συγκεκριμένα ώστε να κλονίσουν την πρωτόδικη απόφαση επί του θέματος αυτού.

Και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης οι αιτητές παραπονούνται για την διαταγή του Δικαστηρίου για τα έξοδα.

Ο κ. Αγγελίδης στο περίγραμμά του αναφέρει ότι εσφαλμένα επιδικάσθηκαν έξοδα σε βάρος των αιτητών γιατί η διαφορά αφορούσε στην αναζήτηση της δικαστικής επιβεβαίωσης της εγκυρότητας ή μη της διοικητικής πράξης.  Κάθε δικαστική απόφαση, κατά τον κ. Αγγελίδη, επί του Άρθρου 146 του Συντάγματος, διαμορφώνει στο χώρο του Δημοσίου Δικαίου νέο νομικό κανόνα που διαπαιδαγωγεί κάθε αρχή χωρίς να αποβλέπει σε ιδιωτική διεκδίκηση ή όφελος του πολίτη.

Η θέση αυτή του κ. Αγγελίδη έχει τεθεί πλειστάκις ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και κρίθηκε ως ανεδαφική. (Βλέπε: Ανδρόνικος Κασάπης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43, Αντ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85, Παύλος Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102, Τάκης Χ''Γεωργίου κ.ά. ν. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 42 και Ανδρέας Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468.)

Οι κανόνες ως προς τα έξοδα δικαστικής διαδικασίας είναι καλώς γνωστοί και καθιερωμένοι. Στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τον Κανόνα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο