(2000) 3 ΑΑΔ 221
[*221]17 Απριλίου, 2000
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Eφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2439)
Διοικητική πράξη ― Ανήκει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου ― Διακρίσεις και κριτήρια διακρίσεων ― Εξέταση του ζητήματος από το δικαστήριο ― Ακολουθητέα νομολογία.
Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού ― Απόφαση του Εξεταστή Απαιτήσεων να απορρίψει αίτημα για αποζημίωση από το Ταμείο, απόφαση ιδιωτικού δικαίου ― Προσφυγή κατά της απόφασης ορθά απορρίφθηκε ― Αρμόδιο το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.
Ο αιτητής προσέβαλε την νομιμότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του κατά της απόφασης του Εξεταστή Απαιτήσεων του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού, να απορρίψει αίτημά του για αποζημιώσεις, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω αναρμοδιότητας του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση αποφάσισε ότι:
1. Η αναγωγή ενός θέματος στη σφαίρα του ιδιωτικού ή διοικητικού δικαίου γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια. Η πιθανή ταξινόμηση του θέματος με κάποια νομοθεσία σε ένα από τα δυο πιο πάνω κεφάλαια του δικαίου μπορεί να αποδειχτεί άσχετη. Η θέση αυτή εκφράζεται συνοπτικά, αλλά με διαύγεια, στο σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινοπούλου «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων».
[*222] Αυτή η αρχή υιοθετείται και στη δική μας νομολογία.
Στην υπόθεση που εξετάζεται κρίνεται πως η φύση και χαρακτηριστικά της επίδικης απόφασης, την ανάγουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, και ως εκ τούτου δεν έχει δικαιοδοσία στο θέμα το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση των εξουσιών του, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
2. Το Ταμείο δημιουργήθηκε και διατηρείται από τις εισφορές των εργοδοτών μόνο. Αποτελεί ανεξάρτητη νομική οντότητα, διοικείται από Συμβούλιο και έχει δικαιώματα να ενάγει και ενάγεται. Η διαχείριση του Ταμείου ανατίθεται μεν σε δημόσιο λειτουργό, τον Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος όμως στην εκτέλεση των καθηκόντων του ως διαχειριστής του Ταμείου, δεν ασκεί εκ μέρους της κυβέρνησης οποιαδήποτε κυριαρχική διοίκηση. Οι πράξεις και αποφάσεις του Εξεταστή Απαιτήσεων, μολονότι δημόσιος λειτουργός, δεν συνδέονται με την άσκηση της διοικητικής κυριαρχίας της κυβέρνησης. Ενεργεί κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.
Στην περίπτωση που απασχολεί το Δικαστήριο, η κυβέρνηση απλώς παρέχει τις υπηρεσίες των λειτουργών της, για να διαχειρίζονται το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, το οποίο καλύπτει ένα συγκεκριμένο τμήμα πολιτών, των εργοδοτουμένων στον ιδιωτικό τομέα, ώστε όταν η εργασιακή σχέση με τον εργοδότη τερματιστεί λόγω πλεονασμού, να δικαούνται πληρωμής από το Ταμείο.Η φύση, επομένως, και χαρακτήρας της επίδικης απόφασης την τοποθετεί στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, και για τη λύση της διαφοράς που προέκυψε, προβλέπει ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος (Ν.24/67). Την αποδίδει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Vepro Co Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 666.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γ. Παπαδόπουλος, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. 472/94, ημερ. 21/3/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εναντίον της απόρριψης του αιτήματός του για διεκδίκηση απόζημίωσης για τον τερματισμό των υπηρεσιών του λόγω πλεονασμού.
[*223]Μ. Κυριακίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων-αιτητής διεκδίκησε στις 23.7.93 αποζημίωση λόγω πλεονασμού από το ομώνυμο Ταμείο. Ο Εξεταστής Απαιτήσεων απέρριψε το αίτημα με απόφαση που κοινοποίησε στον εφεσείοντα γραπτώς στις 10.3.94. Είχε διαπιστώσει πως ο εφεσείων δεν είχε την ιδιότητα του εργοδοτούμενου γιατί ήταν ένας από τους διευθυντές της εταιρείας η οποία, κατά τον ισχυρισμό του, τερμάτισε τις υπηρεσίες του λόγω πλεονασμού, στην οποία ήταν και κάτοχος του 50% των μετοχών της.
Ο εφεσείων πρόσβαλε πρωτοδίκως την απόρριψη του αιτήματός του στις 23.5.94. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε την επίδικη απόφαση στην ένσταση και γραπτή της αγόρευση. Με σχετικές οδηγίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταχωρίστηκαν συμπληρωματικές αγορεύσεις για να διερευνηθεί κατά πόσο είχε δικαιοδοσία στο θέμα. Kαι τούτο γιατί, καθώς παρουσιάστηκε το ζήτημα ενώπιόν του, το άρθρο 30(1) και (2) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/67, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει πως το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει για όλες τις εργατικές διαφορές που αναφύονται από την εφαρμογή του Νόμου, και, επιπλέον, οποιοδήποτε παρεμπίπτον ή συμπληρωματικό με τέτοια διαφορά θέμα.
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε πως, ενόψει της πιο πάνω πρόνοιας του Νόμου, αποκλειστική δικαιοδοσία στο θέμα είχε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Αντίθετα, ο δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε πως η επίδικη απόφαση ελήφθη από τον Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων μέσα στο πλαίσιο των διοικητικών του λειτουργιών που απορρέουν από τα καθήκοντα της δημόσιας θέσης του, και ως εκ τούτου αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση του αναθεωρητικού ελέγχου βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Ο συνάδελφος, που δίκασε πρωτοδίκως την προσφυγή, αποδέκτηκε τη θέση της δικηγόρου της Δημοκρατίας και απέρριψε την προσφυγή.
Συμφωνούμε με την κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης, όχι [*224]όμως και με το σκεπτικό που οδήγησε σ’ αυτή. Προχωρούμε να διατυπώσουμε τις δικές μας απόψεις πάνω στο ζήτημα.
Η αναγωγή ενός θέματος στη σφαίρα του ιδιωτικού ή διοικητικού δικαίου γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια. Η πιθανή ταξινόμηση του θέματος με κάποια νομοθεσία σε ένα από τα δυο πιο πάνω κεφάλαια του δικαίου μπορεί να αποδεικτεί άσχετη. Η θέση αυτή εκφράζεται συνοπτικά, αλλά με διαύγεια, στο σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινοπούλου «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» (ανατύπωση 1982, σελ.35), όπου διαβάζουμε:
«Επίσης αποκλείεται η παραπομπή εις την βούλησιν του νόμου, δηλαδή η αναγνώρισις ως κυβερνητικών πράξεων εκείνων, τας οποίας ο νόμος χαρακτηρίζει ως τοιαύτας, διότι τοιαύτη θεωρία θα κατέληγεν εις αναγνώρισιν ανεξελέγκτου δικαιώματος του νομοθέτου, ν’ αφαιρή από την ακυρωτικήν αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας οιανδήποτε πράξιν, ην ήθελε κατ’ οικείαν κρίσιν κατονομάσει ως κυβερνητικήν, τούθ’ όπερ θ’ αντέκειτο εις το άρθρον 102 του Συντάγματος, ορίζον ότι η κατ’ αίτησιν ακύρωσις των πράξεων των διοικητικών οργάνων ανήκει εις το Συμβούλιον της Επικρατείας.»
Αυτή η αρχή υιοθετείται και στη δική μας νομολογία. Παραπέμπουμε επί του προκειμένου στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας, που εξέδωσε ο Δικαστής Νικολάου, στην υπόθεση Vepro Co. Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 666.
Στην υπόθεση που εξετάζουμε κρίνουμε πως η φύση και χαρακτηριστικά της επίδικης απόφασης την ανάγουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, και ως εκ τούτου δεν έχει δικαιοδοσία στο θέμα το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση των εξουσιών του βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Στο πιο πάνω συγγράμμα, καθώς και στο έργο του Θ.Δ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» (3η έκδοση σελ.119), συζητούνται τα χαρακτηριστικά, που δέχεται η νομολογία, και που μετρούν ως τα καθοριστικά στοιχεία που υπάγουν μια πράξη ή απόφαση στη σφαίρα του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου.
Στο σύγγραμμα του Στασινοπούλου γίνεται και αναφορά στη διαφορετική προσέγγιση των διοικητικών δικαστηρίων της Γαλλίας και Γερμανίας, για να διαπιστωθεί πως το Συμβούλιο Επικρατείας [*225]στη Γαλλία, με τη νομολογία του, έχει διευρύνει την έκταση δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, έτσι που να υπάγονται σ’ αυτά ευρύτερο φάσμα αποφάσεων. (σελ.30 και επ.) Το Συμβούλιο Επικρατείας της Ελλάδας συμβαδίζει με της Γαλλίας στο θέμα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα (σελ.32 και 33).
«Η έξω του πλαισίου του δημοσίου δικαίου απομείνασα μικρά περιοχή πράξεων των δημοσίων οργάνων, ήτις εξακολουθεί να διέπηται υπό των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου, είναι η καλουμένη «ιδιωτική διαχείρισις» (gestion privee). Εις την περιοχήν ταύτην περιλαμβάνονται, συμφώνως προς τα εν Γαλλία κρατούντα, αι εξής κατηγορίαι πράξεων.
α) Αι πράξεις διαχειρίσεως της ιδιωτικής περιουσίας της Πολιτείας ως π.χ. εκμίσθωσις ενός ακινήτου του Δημοσίου.
β) Αι πράξεις, αι οποίαι, καίτοι συνδέονται προς την λειτουργίαν μιας δημοσίας υπηρεσίας, εν τούτοις ενεργούνται κατά τους κανόνας του ιδιωτικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει οσάκις η Πολιτεία, διά διαφόρους λόγους, παραιτείται της ευχερείας προς δράσιν κατά τους κανόνας του δημοσίου δικαίου και υπάγει εαυτήν οικειοθελώς εις τους κανόνας του ιδιωτικού δικαίου, π.χ. οσάκις προσλαμβάνει προσωπικόν εις τας δημοσίας υπηρεσίας, ουχί κατά οργανικήν σχέσιν, διεπομένην υπό του δημοσίου δικαίου, ουδέ υπό την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου, αλλ’ επί ενοχική συμβάσει εργασίας, διεπομένη υπό του ιδωτικού δικαίου.
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, εν τω γαλλικώ δικαίω, υπήχθη εις την ρύθμισιν του δημοσίου δικαίου περιοχή πράξεων της Πολιτείας πολύ ευρυτέρα εκείνης, ήτις υπήχθη εις το δημόσιον δίκαιον εν Γερμανία. Πράγματι, η γερμανική επιστήμη και νομολογία δεν παρεδέχθη ποτέ να υπαγάγη εις το δημόσιον δίκαιον πάσαν πράξιν της Πολιτείας σχετιζομένην με την λειτουργίαν μιας δημοσίας υπηρεσίας, αλλ’ απήτησε, δια την τοιαύτη υπαγωγήν εις το δημόσιον δίκαιον, κάπως εντονώτερον το στοιχείον της ασκήσεως δημοσίας εξουσίας.
Η παρ’ ημίν νομολογία ηκολούθησε σταθερώς την κατεύθυνσιν της γαλλικής νομολογίας, εκδηλωθείσα κυρίως εις το ζήτημα του ελέγχου των πράξεων ιδιωτικής διαχειρίσεως υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η νομολογία του δικαστηρίου τούτου θεωρεί ελεγκτάς κατ’ αρχήν τας πράξεις, τας σχετιζομένας με την λειτουργίαν δημοσίας τινός υπηρεσίας, αποκρούει δε [*226]τον έλεγχον μόνων των πράξεων των υπαγομένων εις τας ανωτέρω δύο υπό στοιχ.α και β περιπτώσεις.»
(Οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Η νομολογία μας ακολουθεί αυτή του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας.
Προχωρούμε να εξετάσουμε το χαρακτήρα και φύση της προσβαλλόμενης απόφασης, για να την ενθέσουμε στη συνέχεια στη σφαίρα του δικαίου που εμπίπτει. Ο τερματισμός των υπηρεσιών εργοδοτουμένου λόγω πλεονασμού, και πότε θεωρείται πλεονάζων, ρυθμίζεται στο μέρος IV του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, άρθρα 16-26Β. Δεν θα ενδιατρίψουμε σε έκταση στις ειδικές διατάξεις της νομοθεσίας. Να πούμε από την αρχή πως φανερός είναι ο σκοπός του νομοθέτη, ήτοι η δημιουργία Ταμείου από το οποίο να αποζημιώνεται εργοδοτούμενος, ο οποίος καθίσταται πλεονάζων και οι υπηρεσίες του τερματίστηκαν, για τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 18 του Νόμου. Οι λόγοι πλεονασμού χωρίζονται σε δυο κεφάλαια. Το πρώτο καλύπτει την περίπτωση που ο εργοδότης έπαυσε ή προτίθεται να παύσει να διεξάγει την επιχείρησή του, και το δεύτερο καλύπτει τη λειτουργία της επιχείρησης η οποία, λόγω εκσυχρονισμού, αλλαγών, κατάργησης τμημάτων, ελλείψεως παραγγελιών κ.λπ καθιστά το προσωπικό που απασχολείται σε αυτή πλεονάζον. Το Ταμείο ιδρύθηκε, όπως προβλέπεται στο άρθρο 24 του Νόμου, από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το εδάφιο 2 του άρθρου λέγει:
«24(2) Το Ταμείον κέκτηται νομικήν προσωπικότητα και την ικανότητα να συμβάλληται, να παρίσταται επί δικαστηρίου ως ενάγον ή εναγόμενον και να προβαίνη εις πάσαν ενέργειαν αναγκαίαν διά την λειτουργίαν του.
Ειδικώτερον και άνευ επηρεασμού της γενικότητος των προηγουμένων, το Ταμείον κέκτηται την ικανότητα να υποβάλλη αιτήσεις εις το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών και να τυγχάνη ακροάσεως υπ’ αυτού.»
Το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 25(1), εξέδωσε Κανονισμούς για τη ρύθμιση και διοίκηση του Ταμείου, στο οποίο εισφέρουν μόνον οι εργοδότες για κάθε εργοδοτούμενό τους, καθώς προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου 2 του άρθρου 25. Το Ταμείον διοικείται από Συμβούλιο, παράγρ. (α) εδάφιο 2, άρθρο 25. Οι σχετικοί Κανονισμοί, οι περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Ταμείον διά Πλεονάζον Προσωπικό) Κανονισμοί, δημοσιεύθηκαν στην [*227]επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 3.6.77. Ο έλεγχος και διαχείριση του Ταμείου, ανατέθηκε, βάσει του Κ.5(2) στον Διευθυντή, ο οποίος ορίζεται στον Καν.2 ως ο Διευθυντής ή Αναπληρωτής Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ο Εξεταστής Απαιτήσεων είναι λειτουργός του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 65(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου. Οι απαιτήσεις για πληρωμές από το Ταμείον εξετάζονται απ’ αυτόν σύμφωνα με τον Κ.11(1).
Διαπιστώνεται από τα πιο πάνω πως το Ταμείον δημιουργήθηκε και διατηρείται από τις εισφορές των εργοδοτών μόνο. Αποτελεί ανεξάρτητη νομική οντότητα, διοικείται από Συμβούλιο και έχει δικαιώματα να ενάγει και ενάγεται. Η διαχείριση του Ταμείου ανατίθεται μεν σε δημόσιο λειτουργό, τον Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος όμως στην εκτέλεση των καθηκόντων του ως διαχειριστής του Ταμείου δεν ασκεί εκ μέρους της κυβέρνησης οποιαδήποτε κυριαρχική διοίκηση. Οι πράξεις και αποφάσεις του Εξεταστή Απαιτήσεων, μολονότι δημόσιος λειτουργός, δεν συνδέονται με την άσκηση της διοικητικής κυριαρχίας της κυβέρνησης. Ενεργεί κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.
Στην περίπτωση που μας απασχολεί η κυβέρνηση απλώς παρέχει τις υπηρεσίες των λειτουργών της για να διαχειρίζονται το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, το οποίο καλύπτει ένα συγκεκριμένο τμήμα πολιτών, των εργοδοτουμένων στον ιδιωτικό τομέα, ώστε όταν η εργασιακή σχέση με τον εργοδότη τερματιστεί λόγω πλεονασμού να δικαούνται πληρωμής από το Ταμείο.Η φύση, επομένως, και χαρακτήρας της επίδικης απόφασης την τοποθετεί στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, και για τη λύση της διαφοράς που προέκυψε προβλέπει ο Ν.24/67. Την αποδίδει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο