(2000) 3 ΑΑΔ 238
[*238]12 Μαΐου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (AΡ. 2),
Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναφορά Αρ. 2/99)
Ο περί Αξιωματούχων του Κράτους και Άλλων Προσώπων (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμος του 1999 ― Έλεγχος της συνταγματικότητάς του, μετά από Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας ― Οι ουσιαστικές διατάξεις του Νόμου κρίθηκαν στο σύνολό τους αντισυνταγματικές, ως αντικείμενες στο Άρθρο 15 του Συντάγματος.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής ― Άρθρο 15 του Συντάγματος ― Πότε χωρεί επέμβαση στο δικαίωμα με νομοθετικές πρόνοιες που το περιορίζουν.
Μετά από Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας, όλες ουσιαστικά οι πρόνοιες του περί Αξιωματούχων του Κράτους και Άλλων Προσώπων (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμου του 1999 τέθηκαν ενώπιον της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου προς γνωμάτευση, σχετικά με το κατά πόσο παραβίαζαν συνταγματικές διατάξεις. Η συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου επικεντρώθηκε στη συμβατότητα των ουσιαστικών προνοιών του Νόμου με το Άρθρο 15 του Συντάγματος, περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, κρίνοντας το νόμο αντισυνταγματικό, γνωμάτευσε ότι:
1. Τα δικαιώματα, που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, προσιδιάζουν στο άτομο και έχουν ως επίμετρο τη φύση του ανθρώπου. Φο[*239]ρέας των δικαιωμάτων, που κατοχυρώνει το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, είναι το άτομο. Η συγγένεια δεν παρέχει έρεισμα για επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, ούτε περιορίζει τα όριά του. Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορεί να περιοριστούν με τον τρόπο που επιτρέπει και μόνο για τους λόγους που καθορίζει το Σύνταγμα. Περιορισμός μπορεί να τεθεί και η επέμβαση να επιτραπεί με νόμο, εφόσον αυτά κρίνονται αναγκαία και στο βαθμό που η ανάγκη το επιβάλλει.
2. Εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη, η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου. Αναγνωρίζεται, κατ’ αρχήν, κάποιο περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation) στο νομοθέτη, ως προς την ύπαρξη κοινωνικής ανάγκης για τη θεσμοθέτηση κανόνα δικαίου. Η εμβέλεια της αρχής αυτής είναι περιορισμένη, όπως αναγνωρίζει η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δεν υπερβαίνει τα όρια της καλοπροαίρετης βούλησης του νομοθετικού σώματος για τη νομοθετική ρύθμιση θέματος. Για τον περιορισμό ή την εξουσιοδότηση επέμβασης στην άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος, η ανάγκη πρέπει να τεκμηριώνεται και η ρύθμιση να είναι ανάλογη προς την ανάγκη.
3. Στο νόμο δε γίνεται επίκληση οποιωνδήποτε γεγονότων, που να στοιχειοθετούν την ανάγκη, ή γεγονότων, που να εκθέτουν τους κινδύνους που διατρέχει η συνταγματική τάξη, η δημόσια ασφάλεια, η δημόσια τάξη, η δημόσια υγεία, τα δημόσια ήθη ή τα δικαιώματα τρίτων, στην απουσία των περιορισμών ή επεμβάσεων που προβλέπει ο νόμος.
4. Εφόσον νομοθέτημα, περιοριστικό ανθρώπινου δικαιώματος, της ιδιωτικής ζωής σ’ αυτή την περίπτωση, δε θεμελιώνεται σε υπαρκτή άμεση και πιεστική ανάγκη, αυτό απολήγει σε παραβίαση του δικαιώματος, επιζήμια για τον άνθρωπο και τον κοινωνικό χώρο στον οποίο λειτουργεί. Τα ανθρώπινα δικαιώματα οριοθετούν το πλαίσιο λειτουργίας της πολιτείας, από τα οποία δε χωρεί παρέκκλιση, εκτός για τους εξαιρετικούς λόγους που διαγράφει το ίδιο το Σύνταγμα.
5. Οι διαπιστώσεις ότι οι ουσιαστικές διατάξεις του νόμου είναι αντισυνταγματικές, αποστερούν τις υπόλοιπες διατάξεις του νόμου του αντικειμένου τους. Ως εκ τούτου, ο νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός στην ολότητά του. Ενόψει της κατάληξης αυτής, παρέλκει η διερεύνηση των συνταγματικών ενστάσεων σε επιμέρους διατάξεις του Νόμου.
[*240] Η κατάληξη της Ολομέλειας του Δικαστηρίου υπήρξε ομόφωνη. Με το σκεπτικό της πλειοψηφίας το οποίο περιέχεται στην απόφαση του Πική, Πρ. συμφώνησαν οι Νικήτας, Αρτέμης, Καλλής, Κρονίδης, Ηλιάδης, Κραμβής και Χατζηχαμπής, Δ.Δ..
Διάφορο σκεπτικό διατυπώθηκε στην απόφαση του Νικολάου, Δ., με το οποίο συμφώνησαν οι Αρτεμίδης, Νικολαΐδης και Γαβριηλίδης, Δ.Δ.. Ο Κωνσταντινίδης, Δ. υιοθέτησε τόσο το σκεπτικό της πλειοψηφίας όσο και αυτό της μειοψηφίας.
Γνωμάτευση πως ο Νόμος αντίκειται προς το Άρθρο 15 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό κρίνεται αντισυνταγματικός.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 485,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 1,
F.S. v. Germany, The European Commission of Human Rights (First Chamber), Application No. 30128/96, 27/11/96,
Niemietz v. Germany, Eur. Court HR, judgment of 16 December 1992, Series A, No. 251-B, pp. 33-34, paras 29-31,
Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33,
Αστυνομία v. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147,
Police v. Hondrou and Another, 3 R.S.C.C. 82,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 165,
Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1993) 3 Α.Α.Δ. 16,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1999) 3 Α.Α.Δ. 859.
[*241]Αναφορά.
Αναφορά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση κατά πόσο ο Περί Αξιωματούχων του Κράτους και Άλλων Προσώπων (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμος του 1999 βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι σύμφωνος προς τις Διατάξεις των Άρθρων 15, 54, 54(ζ), 61, 80.2, 112.2, 112.4, 115.2, 115.3, 133.12, 153.12, 169 και 179 του Συντάγματος.
Ν. Χαραλάμπους, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, με Τ. Πολυχρονίδου, Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Καθ’ ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Είμεθα ομόφωνοι ότι ο νόμος είναι στο σύνολό του αντισυνταγματικός και ομόφωνα γνωματεύουμε ότι αντίκειται προς το Άρθρο 15 του Συντάγματος.
Με το σκεπτικό της απόφασης, που έχω ετοιμάσει και η οποία ακολουθεί, συμφωνούν οι Δικαστές Νικήτας, Αρτέμης, Καλλής, Κρονίδης, Ηλιάδης, Κραμβής και Χατζηχαμπής.
Με το σκεπτικό της απόφασης του Νικολάου, Δ., συμφωνούν οι Δικαστές Αρτεμίδης, Νικολαΐδης και Γαβριηλίδης.
Ο Δικαστής Κωνσταντινίδης με έχει εξουσιοδοτήσει να αναφέρω ότι συμφωνεί πως, για τους λόγους που εξηγούνται στις δύο αποφάσεις (Πική, Π. και Νικολάου, Δ.), ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, επειδή προσκρούει στο Άρθρο 15 του Συντάγματος.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Τον Οκτώβριο του 1993, κατατέθηκε στη Βουλή κυβερνητικό νομοσχέδιο, τιτλοφορούμενο «ο περί της Προστασίας της Τιμής, του Ελέγχου και του Κολασμού Αξιωματούχων του Κράτους και Πολιτικών Προσώπων, Νόμος». Το νομοσχέδιο έτυχε εξέτασης από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, η οποία θεώρησε τις πρόνοιές του ανεπαρκείς για την επίτευξη των διαφαινόμενων στόχων του. Έτσι, το νομοσχέδιο εγκαταλείφθηκε και υποκαταστάθηκε με νέο, που ετοίμασαν τα μέλη της Επιτροπής.
Το ιστορικό της θεώρησης του νομοσχεδίου και η κρίση της [*242]Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών για το περιεχόμενό του διαγράφονται στην έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της 22ας Απριλίου, 1999. Μετά την εγκατάλειψη του κυβερνητικού νομοσχεδίου, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών αποφάσισε «να προχωρήσει αυτεπάγγελτα σε σύνταξη εξ υπαρχής νέου κειμένου σχεδίου νόμου». Υλοποίησε την απόφασή της, προβαίνοντας στη σύνταξη νέου σχεδίου νόμου, ως χαρακτηρίζεται, φέροντος τον τίτλο «ο περί Αξιωματούχων του Κράτους και Άλλων Προσώπων (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμος του 1999», το οποίο προώθησε στην ολομέλεια της Βουλής προς ψήφιση.
Μετά από σειρά τροπολογιών, το σχέδιο νόμου υπερψηφίστηκε σε νόμο και στάληκε, σύμφωνα με τα ισχύοντα, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας προς έκδοση.
Ασκώντας τις εξουσίες, που του παρέχει το Άρθρο 51.1 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος ανέπεμψε το νόμο στη Βουλή των Αντιπροσώπων προς επανεξέταση, υποδεικνύοντας, σε συνοδευτικό υπόμνημά του, αντιθέσεις του νόμου προς το Σύνταγμα και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Η Βουλή ενέμεινε στην απόφασή της και επανέπεμψε το νόμο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας προς έκδοση. Ο Πρόεδρος, με τη σειρά του, υπέβαλε την παρούσα Αναφορά, ώστε το Ανώτατο Δικαστήριο να γνωματεύσει επί της συνταγματικότητας του νόμου.
Η ονομασία του νόμου συνοψίζει τις επιδιώξεις του νομοθέτη. Σκοπείται ο έλεγχος των περιουσιακών στοιχείων: (α) αξιωματούχων του κράτους, (β) προσώπων συναρτημένων με τις οικονομικές δραστηριότητες του κράτους στον ιδιωτικό τομέα (συμβούλια εταιρειών στις οποίες μετέχει το κράτος) και (γ) προσώπων στενά συνδεδεμένων με τα προρρηθέντα ελεγχόμενα πρόσωπα, των συζύγων και των ανήλικων τέκνων τους· τίθενται και τα περιουσιακά στοιχεία αυτών κάτω από το μικροσκόπιο του ελέγχου. Θεώρηση του κειμένου του νόμου αποκαλύπτει ως κεντρικό σκοπό του την εποπτεία των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχομένων προσώπων, προς διαπίστωση και, δυνητικά, προς αποτροπή του αθέμιτου πλουτισμού τους από την εκμετάλλευση της θέσης τους. Απαιτείται από τα ελεγχόμενα πρόσωπα η υποβολή δήλωσης των περιουσιακών τους στοιχείων κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους και κατά την αποχώρησή τους από το αξίωμα που κατέχουν και, ενδιάμεσα, ανά τριετία. Το περιεχόμενο των δηλώσεων εκτείνεται σε κάθε περιουσιακό στοιχείο και στην αποτίμηση [*243]της αξίας του κατά τον κρίσιμο χρόνο. Η δήλωση περιλαμβάνει και την καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων και των ανήλικων τέκνων τους, στην ίδια έκταση και λεπτομέρεια όπως και των ιδίων (των ελεγχομένων προσώπων).
Οι δηλώσεις υποβάλλονται σε Συμβούλιο, με την ονομασία «Συμβούλιο Ελέγχου», η σύσταση και η λειτουργία του οποίου προβλέπεται από το νόμο. Το καθιδρυόμενο πενταμελές Συμβούλιο Ελέγχου (το «Συμβούλιο») διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και εγκρίνεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Προβλέπεται η ρύθμιση της υπηρεσίας και αμοιβής των μελών του Συμβουλίου, καθώς και η στελέχωση του γραφείου του με κανονισμούς, καταρτιζόμενους από το Υπουργικό Συμβούλιο και υποκείμενους σε έγκριση από τη Βουλή, εντός τριών μηνών από την έναρξη της ισχύος του νόμου. Στο Συμβούλιο παρέχονται εκτεταμένες εξουσίες, προς διερεύνηση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχομένων. Χωρεί σε έρευνα (το Συμβούλιο): (α) μετά από καταγγελία και (β) αυτεπάγγελτα, οποτεδήποτε εμφαίνεται από τη δήλωση ελεγχόμενου προσώπου ότι -
(ι) έχουν περιληφθεί στη δήλωσή του αναληθή στοιχεία. ή
(ιι) σημειώθηκε αύξηση της περιουσίας του ιδίου του ελεγχο-μένου, ή της συζύγου, ή των ανήλικων τέκνων του, χωρίς επαρκή απολογισμό, «με αναφορά στον τρόπο αύξησης και την προέλευσή της».
Το Συμβούλιο περιβάλλεται με τις εξουσίες Ερευνητικής Επιτροπής και ενεργεί σύμφωνα με αυτές, κατά το πρότυπο του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου, Κεφ. 44 - (βλ., επίσης, τροποποιητικούς νόμους Ν. 37/82 και Ν. 84/83). Ερευνητική Επιτροπή, η οποία συστήνεται βάσει του Κεφ. 44, έχει εκτεταμένες εξουσίες να διερευνά θέματα που εμπίπτουν στα πλαίσια της εντολής που της ανατίθεται, περιλαμβανομένης της λήψης μαρτυρίας, γραπτής και προφορικής, της κλήτευσης μαρτύρων και της επιβολής κυρώσεων σε πρόσωπα που δεν ανταποκρίνονται στην κλήτευσή τους.
Στην έρευνα υπεισέρχεται και ο τρόπος της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής των ελεγχομένων. Άτομα, προσεκτικά στις καθημερινές τους δαπάνες και επιμελή στον προγραμματισμό της διάθεσης των οικονομικών τους μέσων, έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες αποταμίευσης.
[*244]Το Συμβούλιο δεν αποφαίνεται αν ο ελεγχόμενος είναι ένοχος αθέμιτου πλουτισμού. Τέτοια νομοθετική διάταξη θα ήταν αντισυνταγματική. Μόνο το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για την ποινική ευθύνη προσώπου για οποιαδήποτε κατηγορία προσάπτεται εναντίον του - (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος). Η σύσταση δικαστικών επιτροπών ή έκτακτων δικαστηρίων, με οποιοδήποτε όνομα, απαγορεύεται - (Άρθρο 30.1 του Συντάγματος). Ούτε άμεσα αλλά ούτε και έμμεσα είναι δυνατό να αποδοθεί ευθύνη για τη διάπραξη αδικήματος από οποιαδήποτε αρχή ή όργανο, άλλο από δικαστήριο της Δικαιοσύνης, όπως διασαφηνίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας - Kυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 485.
Ο νόμος προβλέπει ότι, μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, το Συμβούλιο εκδίδει πόρισμα. Ως προς το τι αποφαίνεται ή τι πρέπει να περιλαμβάνει το πόρισμα, δεν καθορίζεται. Σκοπός του πορίσματος δεν μπορεί να είναι άλλος από διαπιστώσεις για ενδεχόμενο αθέμιτο πλουτισμό του υπό διερεύνηση ελεγχόμενου προσώπου.
Το πόρισμα του Συμβουλίου υποβάλλεται στο Γενικό Εισαγγελέα, εκτός αν ο ίδιος υπήρξε το υποκείμενο της έρευνας, οπόταν υποβάλλεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δεν προσδιορίζεται ο σκοπός για τον οποίο το πόρισμα του Συμβουλίου υποβάλλεται στο Γενικό Εισαγγελέα. Εξυπακούεται ότι αυτός έγκειται στην παροχή μαρτυρίας, μαζί με την αξιολόγησή της από το Συμβούλιο, προς το σκοπό άσκησης ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης. Υποκαθίστανται, ως προκύπτει, οι ανακριτικές αρχές για τη συλλογή στοιχείων για την ενδεχόμενη διάπραξη αδικήματος και η αρμόδια αρχή αναφορικά με τη διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας σε σχέση με τη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από μέλος της Δημόσιας Υπηρεσίας, για να αναφερθούμε μόνο σε μια από τις κατηγορίες ελεγχομένων προσώπων. Εγείρεται το ακόλουθο ερώτημα, σε σχέση με την άσκηση ποινικής δίωξης με αναφορά στις δηλώσεις των ελεγχομένων, το οποίο θέτουμε, χωρίς να απαντούμε, εφόσον δεν τίθεται στην Αναφορά: Παραβιάζεται ή όχι το θεμελιώδες δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος ως αναπόσπαστο στοιχείο του τεκμηρίου της αθωότητος; Στην Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντ. (Αρ. 1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 1, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι η επιβολή νομοθετικής υποχρέωσης σε ξενοδόχους, που δυνητικά θα μπορούσε να τους εκθέσει σε αυτοενοχοποίηση, αντίκειτο στις διατάξεις του Άρθρου 12.4 του Συντάγματος. [*245]Κατά συνέπεια, ο νόμος αποκηρύχθηκε, σ’ εκείνη την Αναφορά, ως αντισυνταγματικός.
Οι δηλώσεις των ελεγχομένων προσώπων θα δημοσιεύονται διαδοχικά το Μάιο κάθε έτους, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, κατά κατηγορίες. Έτσι, τα περιουσιακά τους στοιχεία θα περιέρχονται σε κοινή γνώση.
Με τον ίδιο νόμο, στοιχειοθετείται αδίκημα για την κτήση περιουσιακού οφέλους με αθέμιτα μέσα (Άρθρο 3), καθώς και για τη δόλια ή κακόβουλη καταγγελία εναντίον ελεγχομένου (Άρθρο 14). Προβλέπεται, επίσης, μετά από αίτηση του Συμβουλίου, η έκδοση δικαστικού διατάγματος, προς άρση του τραπεζικού και φορολογικού απόρρητου.
Τα Άρθρα 2, 4, 5 και 6 του νόμου, τα οποία καθορίζουν, αντίστοιχα, τα ελεγχόμενα πρόσωπα, και την υποχρέωση υποβολής δηλώσεων περιουσιακών στοιχείων, σε συνάρτηση με το περιεχόμενό τους, καθώς και το Άρθρο 11 του νόμου, το οποίο προβλέπει τη δημοσιοποίηση των δηλώσεων, προσβάλλονται ως αντικείμενα προς το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος. Οι ίδιες διατάξεις του νόμου προσβάλλονται ως αντιφατικές προς το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής και των μη ελεγχομένων προσώπων, της συζύγου και των ανήλικων τέκνων τους, εφόσον γίνεται αποκάλυψη και των δικών τους περιουσιακών στοιχείων, τα οποία και δημοσιοποιούνται.
Το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Ανάλογη προστασία παρέχεται από το Άρθρο 8(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που ενσωματώθηκε στο ημεδαπό δίκαιο με την κύρωση της Σύμβασης - (βλ. Ν. 39/62). Περιορισμός του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής, όπως και κάθε δικαιώματος, που κατοχυρώνει το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, χωρεί μόνο κάτω από τους όρους και τις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα. Το δικαίωμα, που διασφαλίζει το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος, απαγορεύει τη διείσδυση, κάτω από οποιοδήποτε πρόσχημα, στην ιδιωτική ζωή του ανθρώπου.
Γίνεται παραδεκτό από τη Βουλή, όπως διασαφήνισε ενώπιόν μας ο κ. Αγγελίδης, ότι τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου αποτελούν δική του υπόθεση, μέρος της ιδιωτικής του ζωής, στο οποίο δε χωρεί επέμβαση από κανένα. εκτός αν το επιτρέπει νόμος, [*246]για τους σκοπούς που καθορίζει η παράγραφος 2 του Άρθρου 15. Θέση της Βουλής, όπως διατυπώθηκε ενώπιόν μας, είναι ότι δικαιολογείται η επέμβαση, που επιτρέπει ο νόμος στο δικαίωμα που κατοχυρώνει η παράγραφος 1 του Άρθρου 15, για κάθε ένα από τους λόγους που καθορίζει η παράγραφος 2 του ιδίου Άρθρου του Συντάγματος.
Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνευτική του Άρθρου 8(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθιστά σαφές ότι το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής δεν περιορίζεται στην εσώτερη ζωή του ανθρώπου, αλλά εκτείνεται και στις σχέσεις του με τον έξω κόσμο - (Digest of Strasbourg Case-Law relating to the European Convention on Human Rights, βλ. σελ. 5. Τhe European Commission of Human Rights (First Chamber), Application No. 30128/96, by F.S. against Germany, 27/11/96. Eur. Court HR, Niemietz v. Germany judgment of 16 December 1992, Series A, No. 251-B, pp. 33-34, paras 29-31). Το δικαίωμα καλύπτει το σύνολο της δραστηριότητας του ανθρώπου στο χώρο που τον περιβάλλει, αδιαπέραστου χάριν της αυτονομίας του στο ατομικό πεδίο. Ανάλογη υπήρξε και η προσέγγιση των κυπριακών δικαστηρίων στον προσδιορισμό της εμβέλειας της έννοιας της ιδιωτικής ζωής. Στην Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, επισημαίνεται, ο όρος «ιδιωτική» στο πλαίσιο του Άρθρου 15.1 αντιδιαστέλλεται προς τον όρο «δημόσια». η έννοιά του δεν περιορίζεται σε δραστηριότητες της ζωής, στις οποίες το άτομο λειτουργεί απομονωμένα - (βλ., επίσης, Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147).
Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα - (Άρθρο 23.1). Η απόκτηση, χρήση και διάθεση της περιουσίας του ατόμου αποτελούν ιδιωτική του υπόθεση. Τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου συνιστούν μέσα για την εξασφάλιση της ύπαρξης, τη διαμόρφωση του τρόπου ζωής και τον προγραμματισμό της μελλοντικής πορείας του. Η φύλαξη, χρήση και διάθεση των περιουσιακών στοιχείων του ανθρώπου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ιδιωτικής του ζωής. Η αποκάλυψή τους και η δημοσιοποίησή τους προσβάλλουν το δικαίωμα, που κατοχυρώνει το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος. Στην άσκηση του δικαιώματος, που κατοχυρώνει το Άρθρο 15.1, δε χωρεί επέμβαση· εκτός ως ορίζεται στην παράγραφο 2 του ιδίου Άρθρου του Συντάγματος. Επέμβαση χωρεί μόνο, εφόσον εξουσιοδοτείται από το νόμο και είναι αποκλειστικά αναγκαία για ένα ή περισσότερους σκοπούς, που καθορίζονται στην ίδια διάταξη του Συντάγματος.
Η επέμβαση, η οποία εξουσιοδοτείται με το νόμο, συνιστά, ως εισηγήθηκε ο κ. Αγγελίδης (με μόνη εξαίρεση ίσως την πρόνοια για τη δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων), αναγκαίο περιορισμό του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής των επηρεαζομένων, προς διαφύλαξη των σκοπών που καθορίζει η παράγραφος 2 του Άρθρου 15. Δεν προσδιόρισε όμως τη φύση της ανάγκης, που επιβάλλει την επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, ούτε τους κινδύνους που διατρέχουν η συνταγματική ή η δημόσια τάξη, η δημόσια ασφάλεια, τα δημόσια ήθη, η δημόσια υγεία και τα δικαιώματα και οι ελευθερίες παντός ετέρου προσώπου στην απουσία του νόμου. Ο κ. Αγγελίδης περιορίστηκε σε παραπομπές σε νομικά συγγράμματα*, επεξηγηματικά της φύσης του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής, της λειτουργικότητάς του στον κοινωνικό χώρο, καθώς και της φύσης των περιορισμών στους οποίους μπορεί να υπαχθεί.
Ο κ. Χαραλάμπους υπέβαλε ότι δεν έχει εξειδικευθεί και, ακόμα σημαντικότερο, δεν έχει τεκμηριωθεί ανάγκη, που να δικαιολογεί, ή να επιβάλλει επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, χάριν της διαφύλαξης οποιουδήποτε από τους σκοπούς που καθορίζει η παράγραφος 2 του Άρθρου 15 του Συντάγματος. Η καθιέρωση μηχανισμού εποπτείας των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχομένων και των καθοριζομένων συγγενικών τους προσώπων αποτελεί την πεμπτουσία του νόμου. Οι διατάξεις, που στοιχειοθετούν αυτό τον έλεγχο, προσβάλλονται ως αντικείμενες στο Άρθρο 15 του Συντάγματος. Οι υπόλοιπες διατάξεις του νόμου είναι παρεμφερείς προς τον πυρήνα του νόμου και συναρτώνται προς αυτό. Εφόσον κριθεί ότι οι βασικές διατάξεις του νόμου είναι αντισυνταγματικές, καταπίπτει ολόκληρο το οικοδόμημά του.
Με την Αναφορά, προσβάλλονται, ειδικά, ως αντισυνταγματικές, και επί μέρους πτυχές του νόμου:-
[*248]1. Η συμπερίληψη στον κατάλογο των ελεγχομένων προσώπων δύο κατηγοριών αξιωματούχων της πολιτείας:-
(α) Των Δικαστών· και
(β) Ανεξάρτητων αξιωματούχων του κράτους, που υπηρετούν κάτω από τους ίδιους όρους, και/ή απολαμβάνουν την ίδια ασφάλεια παραμονής στο αξίωμά τους ως οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι ανεξάρτητοι αξιωματούχοι, για τη συμπερίληψη των οποίων (στον κατάλογο ελεγχομένων) εγείρεται συνταγματική ένσταση, είναι:-
(ι) Ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας· και
(ιι) Ο Γενικός Ελεγκτής, και ο Βοηθός Γενικός Ελεγκτής.
Η Δικαστική Εξουσία κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα ως ανεξάρτητη και αυτοελεγχόμενη εξουσία του κράτους - (βλ. Άρθρα 133, 153 και 157 του Συντάγματος). Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των κατώτερων δικαστηρίων απολύονται για ανάρμοστη συμπεριφορά και οι υπηρεσίες τους τερματίζονται για σωματική ή πνευματική ανικανότητα ή αναπηρία από Δικαστικό Συμβούλιο - (τώρα το Ανώτατο Δικαστήριο - ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμος του 1964, (Ν. 33/64)) - στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας - (Άρθρο 153.7(3)(4) και 8(3) του Συντάγματος). Η άσκηση πειθαρχικής εξουσίας επί των Δικαστών κατώτερων δικαστηρίων ανήκει αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο - (Άρθρο 157.2 του Συντάγματος). Σε κανένα άλλο πειθαρχικό ή άλλο έλεγχο δεν υπόκεινται, ή μπορεί να υπαχθούν οι Δικαστές. Παραπομπή μπορεί να γίνει, επίσης, στο Άρθρο 166 του Συντάγματος, που καθιστά το μισθό των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων αξιωματούχων του κράτους επιβάρυνση του λογαριασμού του πάγιου ταμείου:-
Άρθρο 166:-
«1. Επιπροσθέτως των χορηγημάτων, αντιμισθιών και άλλων χρηματικών ποσών, ων η χρέωσις ρυθμίζεται υπό οιασδήποτε ετέρας διατάξεως του Συντάγματος ή νόμου, ο λογαριασμός παγίου ταμείου χρεούται διά των κάτωθι δαπανών :
........................................................................................................
(β) των χορηγιών του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας και της αντιμισθίας των δικαστών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δι[*249]καστηρίου, του γενικού εισαγγελέως και του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, του γενικού ελεγκτού και του βοηθού γενικού ελεγκτού, του διοικητού και του υποδιοικητού της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας και των μελών της επιτροπής δημοσίας υπηρεσίας,»
Με τα ανωτέρω κατά νου, ο κ. Χαραλάμπους υπέβαλε ότι ο νόμος παραβιάζει τα συνταγματικά εχέγγυα ανεξαρτησίας και αυτονομίας της Δικαστικής Εξουσίας, αφενός, και ότι προσκρούει στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που αποκλείει την υπαγωγή της Δικαστικής Εξουσίας σε οποιασδήποτε μορφής έλεγχο από αρχή ή όργανο άλλης εξουσίας του κράτους (Συμβούλιο Ελέγχου), αφετέρου.
Η θέση του κ. Αγγελίδη είναι ότι ο νόμος έχει καθολική εμβέλεια, αποβλέπει στην εξασφάλιση της ευημερίας του λαού και τη διασφάλιση κράτους δικαίου. Οι σκοποί αυτοί, ως συνάγεται από την εισήγησή του, προσδίδουν συνταγματικό κύρος στο νόμο. Υποστήριξε ότι η Δικαστική Εξουσία δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη Βουλή στον καθορισμό του κύκλου των ελεγχομένων προσώπων. Αυτό αποτελεί αρμοδιότητα της Βουλής. Διασαφήνισε όμως ότι αποκλειστικός κριτής της συνταγματικότητας του νόμου είναι το Ανώτατο Δικαστήριο.
Ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας υπηρετούν με τους ίδιους όρους όπως οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεν απολύονται, εκτός σύμφωνα με τους όρους και τον τρόπο που απολύονται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (Άρθρο 112.4 του Συντάγματος). Ο κ. Χαραλάμπους υπέβαλε ότι η συμπερίληψή τους στον κατάλογο των ελεγχομένων προσώπων είναι αντισυνταγματική, για τους ίδιους λόγους που είναι αντισυνταγματική η υπαγωγή των Δικαστών στον έλεγχο που καθιερώνει ο νόμος.
Παρόμοια εισήγηση έγινε και για το Γενικό Ελεγκτή και το Βοηθό Γενικό Ελεγκτή, οι οποίοι δεν «... απολύονται εκ της θέσεως αυτών, ειμή υφ’ ους όρους και καθ’ ον τρόπον οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου.» - (Άρθρο 115.3 του Συντάγματος).
Ο κ. Αγγελίδης δικαιολόγησε την ένταξη των πιο πάνω αξιωματούχων του κράτους στα ελεγχόμενα πρόσωπα, για τους ίδιους λόγους που πρόβαλε σχετικά με τη συμπερίληψη (στα ελεγχόμενα πρόσωπα) των μελών της Δικαστικής Εξουσίας.
[*250]2. Οι διατάξεις του Άρθρου 8(2), ρυθμιστικές του διορισμού των μελών του Συμβουλίου Ελέγχου, για το λόγο ότι προβλέπουν την ανάμειξη της Βουλής στο διορισμό των μελών του Συμβουλίου.
Η υπαγωγή του διορισμού των μελών του Συμβουλίου στην έγκριση του Νομοθετικού Σώματος αντίκειται στο Άρθρο 61 του Συντάγματος, που περιορίζει την αρμοδιότητα της Βουλής στο νομοθετείν, και στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που αποκλείει την ανάμειξη της Βουλής στο διοριστικό έργο, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο της Εκτελεστικής Εξουσίας. Το διοριστικό έργο αποτελεί αμιγή εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, εκτός του πεδίου της Βουλής.
Η ένσταση στην αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 8(2) δεν απαντάται ειδικά στην αγόρευση του κ. Αγγελίδη, εκτός στο βαθμό που ο νόμος υποστηρίζεται στην ολότητά του ως σύμφωνος προς το Σύνταγμα.
3. Οι διατάξεις του Άρθρου 8(4), με τις οποίες γίνεται πρόνοια για την αμοιβή των μελών του Συμβουλίου και τη στελέχωση του γραφείου του, ως αντικείμενες προς τις διατάξεις του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος, που αποκλείουν την αύξηση των δαπανών του Προϋπολογισμού με νόμο, ο οποίος θεμελιώνεται σε βουλευτική πρόταση.
Ο νόμος προήλθε από πρόταση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής και έτσι πρέπει να κριθεί και όχι ως τροπολογία του κυβερνητικού νομοσχεδίου, το οποίο εγκαταλείφθηκε.
Ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε ότι ο νόμος δεν κάμνει πρόνοια για οικονομικές δαπάνες για τη σύσταση και λειτουργία του Συμβουλίου. Δεν συνεπάγεται αύξηση των δαπανών του Προϋπολογισμού, γεγονός που θα μπορούσε, ίσως, να τον καταστήσει συνταγματικά ενστάσιμο.
4. Οι διατάξεις του Άρθρου 18 του νόμου, προβλέπουσες την έκδοση (για την καλύτερη εφαρμογή του νόμου, γενικά, και, ειδικά, για τη λειτουργία του Συμβουλίου) Κανονισμών από το Υπουργικό Συμβούλιο, υποκείμενων στην έγκριση της Βουλής, ως αντικείμενες στο Άρθρο 61 του Συντάγματος, το οποίο περιορίζει τη νομοθετική αρμοδιότητα στη θέσπιση πρωτογενούς νομοθεσίας, μη εκτεινόμενης στον καταρτισμό και έκδοση δευτερογενούς νομοθεσίας.
[*251]Στην ένσταση αυτή δε δίνεται συγκεκριμένη απάντηση από τη Βουλή. Η θέση της, επί του προκειμένου, συναρτάται με τη γενική τοποθέτηση ότι καμιά πρόνοια του νόμου δεν αντίκειται προς το Σύνταγμα.
Τέλος, επιζητείται η γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου - κατά πόσο ο νόμος ή μέρος του, αντίκεινται προς το Άρθρο 8(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο, επίσης, κατοχυρώνει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, ενόψει της αυξημένης ισχύος, που προσδίδεται σε κυρούμενες διεθνείς συμβάσεις - (Ν. 39/62) - έναντι των ημεδαπών νόμων - (Άρθρο 169.3 του Συντάγματος). Το εγειρόμενο ζήτημα ευρίσκεται εκτός του δικαιοδοτικού πλαισίου του Άρθρου 140 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει επίδικο θέμα Αναφοράς. Η δικαιοδοσία, η οποία παρέχεται από το Άρθρο 140, περιορίζεται στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, δηλαδή κατά πόσο ο υπό έκδοση νόμος ή διάταξη αυτού αντίκειται, ή είναι ασύμφωνος προς το Σύνταγμα. Δεν εκτείνεται στην παροχή γνωμάτευσης ως προς τη συγκριτική ισχύ των νόμων.
Άρθρο 15 του Συντάγματος - Το Δικαίωμα της Ιδιωτικής Ζωής - Πότε χωρεί επεμβαση:
Συμπίπτουν, ορθά όπως έχουμε διαπιστώσει, οι θέσεις των δύο πλευρών - του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων - ότι τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου αποτελούν μέρος της ιδιωτικής του ζωής και ότι η αποκάλυψη και ο έλεγχος, τον οποίο καθιερώνει ο νόμος, συνιστούν επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής των ελεγχομένων προσώπων. Για τους ίδιους λόγους, ο νόμος είναι αντινομικός προς το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής των συζύγων και των τέκνων των ελεγχομένων προσώπων. Τα δικαιώματα, που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, προσιδιάζουν στο άτομο και έχουν ως επίμετρο τη φύση του ανθρώπου. Φορέας των δικαιωμάτων, που κατοχυρώνει το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, είναι το άτομο. Η συγγένεια δεν παρέχει έρεισμα για επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, ούτε περιορίζει τα όριά του. Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορεί να περιοριστούν με τον τρόπο που επιτρέπει και μόνο για τους λόγους που καθορίζει το Σύνταγμα. Περιορισμός μπορεί να τεθεί και η επέμβαση να επιτραπεί με νόμο, εφόσον αυτά κρίνονται αναγκαία και στο βαθμό που η ανάγκη τα επιβάλλει - (βλ., μεταξύ άλλων, Police and Theodhoros Nicola Hondrou and Another, 3 R.S.C.C. 82 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής [*252](Αρ. 2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 165).
Δεν είναι οποιασδήποτε μορφής ανάγκη, που μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό ή επέμβαση σε θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προκύπτει ότι η ανάγκη πρέπει να είναι όχι μόνο υπαρκτή αλλά και να έχει το χαρακτήρα πιεστικής κοινωνικής ανάγκης, αποτιμούμενης στο πλαίσιο δημοκρατικής κοινωνίας. Η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για τη φύση της ανάγκης και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποτιμάται, εξηγούνται στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Rights, D. J. Harris, M. O’ Boyle, C. Warbrick, σελ. 344-355. Όμοια, κατ’ ουσίαν, είναι και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη διαπίστωση της ύπαρξης και τον προσδιορισμό της φύσης της ανάγκης, που μπορεί να δικαιολογήσει τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου - Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63. Πρώτο, πρέπει να υπάρχει άμεσος σχέση μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος και της ανάγκης, η οποία τον επιβάλλει. Δεύτερο, πρέπει να καταδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού, αν όχι αναπόφευκτου κινδύνου, ότι ένας ή περισσότεροι από τους σκοπούς ή λειτουργίες της πολιτείας, για τους οποίους μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα, θα τεθούν σε κίνδυνο. Στην περίπτωση του Άρθρου 15 του Συντάγματος, οι σκοποί είναι: (α ) Η συνταγματική τάξη, (β) η δημόσια ασφάλεια, (γ) η δημόσια τάξη, (δ) η δημόσια υγεία, (ε) τα δημόσια ήθη και (στ) η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων.
Εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη, η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου. Αναγνωρίζεται, κατ’ αρχήν, κάποιο περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation) στο νομοθέτη, ως προς την ύπαρξη κοινωνικής ανάγκης για τη θεσμοθέτηση κανόνα δικαίου. Η εμβέλεια της αρχής αυτής είναι περιορισμένη, όπως αναγνωρίζει η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δεν υπερβαίνει τα όρια της καλοπροαίρετης βούλησης του νομοθετικού σώματος για τη νομοθετική ρύθμιση θέματος. Για τον περιορισμό ή την εξουσιοδότηση επέμβασης στην άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος, η ανάγκη πρέπει να τεκμηριώνεται και η ρύθμιση να είναι ανάλογη προς την ανάγκη.
Στο νόμο δε γίνεται επίκληση οποιωνδήποτε γεγονότων, που να στοιχειοθετούν την ανάγκη, ή γεγονότων, που να εκθέτουν τους [*253]κινδύνους που διατρέχει η συνταγματική τάξη, η δημόσια ασφάλεια, η δημόσια τάξη, η δημόσια υγεία, τα δημόσια ήθη ή τα δικαιώματα τρίτων, στην απουσία των περιορισμών ή επεμβάσεων που προβλέπει ο νόμος. Τα γεγονότα, τα οποία επικαλείται η Βουλή, μπορεί να εκτεθούν στο προοίμιο του νόμου, όπως και η ανάγκη, η οποία προκύπτει, προς περιορισμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου ή επέμβαση σ’ αυτά. Ούτε έχει γίνει επίκληση οποιουδήποτε γεγονότος, παγκοίνως γνωστού, σε βαθμό που να καθίσταται παραδεκτή η διαπίστωση της ύπαρξής του χωρίς τεκμηρίωση (δικαστική γνώση).
Η εντύπωση, η οποία αφήνεται, είναι ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων θεωρεί γενικά επιθυμητό τον έλεγχο, ο οποίος καθιερώνεται, ανεξάρτητα από την επέμβαση που συνεπάγεται στο θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής και ανεξάρτητα από τη δυνατότητα περιορισμού του, για τους λόγους που καθιστά παραδεκτούς το Άρθρο 15.2 του Συντάγματος. Εφόσον νομοθέτημα, περιοριστικό ανθρώπινου δικαιώματος, της ιδιωτικής ζωής σ’ αυτή την περίπτωση, δε θεμελιώνεται σε υπαρκτή άμεση και πιεστική ανάγκη, αυτό απολήγει σε παραβίαση του δικαιώματος, επιζήμια για τον άνθρωπο και τον κοινωνικό χώρο στον οποίο λειτουργεί. Τα ανθρώπινα δικαιώματα οριοθετούν το πλαίσιο λειτουργίας της πολιτείας, από τα οποία δε χωρεί παρέκκλιση, εκτός για τους εξαιρετικούς λόγους που διαγράφει το ίδιο το Σύνταγμα.
Ο δεκασμός και η κατάχρηση εξουσίας από δημόσιους λειτουργούς συνιστούν ποινικά αδικήματα, φέροντα βαριές ποινές προστίμου και φυλάκισης. Ο αθέμιτος πλουτισμός από δημόσιο λειτουργό συνιστά, εξ άλλου, ιδιώνυμο αδίκημα, βάσει του περί Αθεμίτου Κτήσεως Περιουσιακού Οφέλους υπό Ωρισμένων Αξιωματούχων της Πολιτείας Νόμου του 1965, (Ν. 65/65). Κανένας συσχετισμός δεν έγινε μεταξύ της υφιστάμενης νομοθεσίας, παρά την εφαρμογή της, και της ανάγκης λήψης πρόσθετων μέτρων για την αντιμετώπιση πράξεων αθέμιτου πλουτισμού από αξιωματούχους του κράτους, που, αν δεν αναχαιτισθούν, θα τεθούν σε κίνδυνο οι σκοποί, ένας ή περισσότεροι, για τους οποίους μπορεί να επιτραπεί επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής.
Οι διαπιστώσεις ότι οι ουσιαστικές διατάξεις του νόμου είναι αντισυνταγματικές αποστερούν τις υπόλοιπες διατάξεις του νόμου του αντικειμένου τους. Ως εκ τούτου, ο νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός στην ολότητά του. Ενόψει της κατάληξης αυτής, παρέλκει η διερεύνηση των συνταγματικών ενστάσεων σε επιμέρους διατάξεις του νόμου, τις οποίες έχουμε προσδιορίσει - [*254](βλ. Πρ. Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντ. (Αρ. 3) (1993) 3 Α.Α.Δ. 16· Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Aρ. 2) (1999) 3 A.A.Δ. 859.)
Γνωματεύουμε ότι ο νόμος αντίκειται προς το Άρθρο 15 του Συντάγματος και, για το λόγο αυτό, κρίνεται αντισυνταγματικός.
Η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με την παρούσα Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο, ημερ. 23 Ιουλίου 1999, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζητεί όπως δοθεί:
“Α. Γνωμάτευση κατά πόσο “ο περί Αξιωματούχων του Κράτους και Άλλων Προσώπων (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμος του 1999” ευρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 15, 54, 54(ζ), 61, 80.2, 112.2, 112.4, 115.2, 115.3, 133.12, 153.12, 169 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, προς την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και προς την Αρχή της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και/ή των Δικαστηρίων και/ή των Δικαστικών Αρχών της Δημοκρατίας.
Β. Ειδικότερα Γνωμάτευση κατά πόσο:
(α) Το άρθρο 11 του επίδικου Νόμου με το οποίο προβλέπεται η δημοσιοποίηση των δυνάμει του άρθρου 5 του εν λόγω Νόμου υποβαλλομένων δηλώσεων των ελεγχομένων βάσει του επιδίκου Νόμου προσώπων και/ή τα άρθρα 11, 5, 6, 2 και 4 του επιδίκου νόμου και/ή οποιαδήποτε ή οποιοδήποτε απ’ αυτά ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα με το Άρθρο 15 και/ή το Άρθρο 15.1 και/ή το Άρθρο 15.2 του Συντάγματος.
(β) Τα άρθρα 2, 4, 5, 6 και 11 του επιδίκου Νόμου και/ή οποιαδήποτε και/ή οποιοδήποτε απ’ αυτά, στην έκταση που αφορούν άτομα που δεν ασκούν κρατικήν ή οιονεί κρατικήν εξουσία, ήτοι ιδιώτες, ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα με το Άρθρο 15 του Συντάγματος και/ή το Άρθρο 15.1 και/ή το Άρθρο 15.2 του Συντάγματος.
(γ) Τα άρθρα 2, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15 και/ή 19 [*255]του επιδίκου Νόμου και/ή οποιοδήποτε και/ή οποιαδήποτε απ’ αυτά, στην έκταση που αφορούν τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τους Προέδρους και Δικαστές των Επαρχιακών Δικαστηρίων, τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Οικογενειακού Δικαστηρίου, τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων και τον Πρόεδρο του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα με την Αρχή της Διακρίσεως των Εξουσιών και/ή την Αρχή της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και/ή των Δικαστηρίων της Δημοκρατίας, ως οι εν λόγω Αρχές κατοχυρώνονται και/ή απορρέουν από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.
(δ) Τα άρθρα 2, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15 και/ή 19 του επιδίκου Νόμου και/ή οποιοδήποτε και/ή οποιαδήποτε απ’ αυτά, στην έκταση που αφορούν τον νυν Πρόεδρο και τα νυν Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα με τα Άρθρα 133.12 και/ή 153.12 του Συντάγματος.
(ε) Τα άρθρα 2, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15 και/ή 19 του επιδίκου Νόμου και/ή οποιοδήποτε και/ή οποιαδήποτε απ’ αυτά, στην έκταση που αφορούν τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα με τα Άρθρα 112.2 και 112.4 του Συντάγματος.
(στ) Τα άρθρα 2, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15 και/ή 19 του επιδίκου Νόμου και/ή οποιοδήποτε και/ή οποιαδήποτε απ’ αυτά, στην έκταση που αφορούν τον νυν Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τον νυν Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα με τα Άρθρα 112.4 και/ή 133.12 και/ή 153.12 του Συντάγματος.
(ζ) Τα άρθρα 2, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15 και/ή 19 του επιδίκου Νόμου και/ή οποιοδήποτε και/ή οποιαδήποτε απ’ αυτά, στην έκταση που αφορούν τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ευρίσκονται κατά το μέτρο και/ή έκταση που τυχόν θα κριθούν αντισυνταγματικά στην Γνωμάτευση για το ερώτημα υπό (γ) [*256]ανωτέρω, όσον αφορά τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα με το Άρθρο 112.4 του Συντάγματος.
(η) Τα άρθρα 2, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15 και/ή 19 του επιδίκου Νόμου και/ή οποιοδήποτε και/ή οποιαδήποτε απ’ αυτά, στην έκταση που αφορούν τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας και τον Βοηθό Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας, ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα με τα Άρθρα 115.2 και 115.3 του Συντάγματος.
(θ) Η προβλεπομένη από το άρθρο 8(2) του επίδικου Νόμου έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων και/ή εν γένει το άρθρο 8(2) αυτού εκφεύγει των ορίων της δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος Νομοθετικής Εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και συγκρούεται με την Αρχή της Διάκρισης της Εξουσιών.
(ι) Η προβλεπομένη από το άρθρο 8(4) του επίδικου Νόμου έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων και/ή εν γένει το άρθρο 8(4) αυτού εκφεύγει των ορίων της δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος Νομοθετικής Εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και συγκρούεται με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και/ή το Άρθρο 54(ζ) του Συντάγματος.
(κ) Η προβλεπομένη από το άρθρο 18 του επίδικου Νόμου έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων και/ή εν γένει το άρθρο 18 αυτού εκφεύγει των ορίων της δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος Νομοθετικής Εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και συγκρούεται με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και/ή το Άρθρο 54(ζ) του Συντάγματος.
(λ) Ο επίδικος Νόμος και/ή το άρθρο 8(4) αυτού αυξάνει τις προβλεπόμενες στον τρέχοντα και μελλοντικούς προϋπολογισμούς δαπάνες και ως εκ τούτου, εφόσον προήλθε από πρόταση ή προήλθε ουσιαστικά από πρόταση βουλευτών, ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα με το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος.
(μ) Ο επίδικος Νόμος και/ή το άρθρο 8(4) αυτού απαιτούν αυξημένες δαπάνες σε σχέση με τις δαπάνες, που [*257]θα απαιτούντο αν το αρχικό Κυβερνητικό Νομοσχέδιο του 1993 ψηφίζετο σε νόμο άνευ ή μετά μη ουσιωδών τροποποιήσεων και ως εκ τούτου ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα με το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος.
(ν) Κατά το μέτρον, που ο επίδικος νόμος και/ή διατάξεις του ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνες με τα Άρθρα 15 και/ή 15.1 και/ή 15.2 του Συντάγματος, ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνες με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ν. 39/62) και κατ’ επέκταση με το Άρθρο 169 του Συντάγματος.”
Ο Νόμος ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 10 Ιουνίου 1999. Καταρτίστηκε από αυτήν υπό μορφή “σχεδίου νόμου”, όπως το ονόμασε, σε αντικατάσταση νομοσχεδίου επί του αυτού θέματος, του ευρέως γνωστού ως “πόθεν έσχες”. Βέβαια στο Σύνταγμα γίνεται πρόνοια για προτάσεις νόμου και νομοσχέδια. Και ορίζεται στο Άρθρο 80.1 ότι: “Το δικαίωμα της υποβολής προτάσεων νόμων ανήκει εις τους βουλευτάς και νομοσχεδίων εις τους υπουργούς.” Το νομοσχέδιο, που ετιτλοφορείτο ως “ο περί της Προστασίας της Τιμής, του Ελέγχου και του Κολασμού Αξιωματούχων του Κράτους και Πολιτικών Προσώπων, Νόμος του 1993” είχε κατατεθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ως αποτέλεσμα μακράς προϊστορίας στο θέμα. Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών δεν το θεώρησε ικανοποιητικό. Ανέφερε γενικά, προτού προχωρήσει σε εξειδικεύσεις, ότι:
“.... αυτό πάσχει σοβαρά από νομοτεχνικής πλευράς, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει μεγάλα κενά και άλλες σημαντικές ουσιαστικές αδυναμίες που χρήζουν περαιτέρω επεξεργασίας και ενδελεχούς μελέτης.”
Εξήγησε εν τέλει γιατί πλέον θα αναλάμβανε την πρωτοβουλία:
“Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων και επισημάνσεών της η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την αναγκαιότητα θέσπισης μιας αποτελεσματικής νομοθεσίας για το “πόθεν έσχες” των αξιωματούχων του κράτους και άλλων προσώπων που κατέχουν δημόσια αξιώματα, έτσι που να ικανοποιηθεί απόλυτα η λαϊκή επιταγή για κατάθεση και έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων των εν λόγω προσώπων, αποφάσισε ότι η ψήφιση του κυβερνητικού νο[*258]μοσχεδίου σε νόμο δεν εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό και ότι σε τέτοια περίπτωση ο νόμος που θα προκύψει λόγω των αδυναμιών που παρουσιάζει θα αποτελέσει γράμμα κενό, θα καταστεί τελικά ανενεργός και χωρίς κανένα ουσιαστικό εκτόπισμα.
Με βάση την ομόφωνη αυτή διαπίστωσή της, η επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει αυτεπάγγελτα σε σύνταξη εξ υπαρχής νέου κειμένου σχεδίου νόμου.”
Στις 15 Ιουνίου 1999 η Βουλή των Αντιπροσώπων κοινοποίησε το Νόμο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, για έκδοση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας άσκησε την εξουσία που του παρέχει το Άρθρο 51.1 του Συντάγματος και στις 30 Ιουνίου 1999, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο Άρθρο 52, ανέπεμψε το Νόμο για επανεξέταση.
Στις 8 Ιουλίου 1999 η Βουλή των Αντιπροσώπων επανεξέτασε το Νόμο και αποφάσισε να εμμείνει σε αυτόν χωρίς καμιά μεταβολή. Πληροφόρησε περί τούτου τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις 12 Ιουλίου 1999.
Ο Νόμος έχει ως κεντρικό άξονα διατάξεις βάσει των οποίων το υπ’ αυτού συσταθέν Συμβούλιο Ελέγχου παρακολουθεί και εξετάζει την οικονομική κατάσταση των προσώπων τα οποία ορίζονται ως ελεγχόμενα με αναφορά στη θέση που κατέχουν ή την ιδιότητα λειτουργίας τους. Και τούτο προς διακρίβωση του κατά πόσο απέκτησαν ή όχι περιουσιακό όφελος με αθέμιτα μέσα. Η κτήση τέτοιου οφέλους καθίσταται ποινικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου 3. Το άρθρο 4 καθορίζει, σε εκτενή κατάλογο, ποιοι είναι οι υπό του Νόμου ελεγχόμενοι. Είναι αρκετό εδώ να λεχθεί γενικά ότι στον κατάλογο περιλαμβάνονται οι αξιωματούχοι που συνθέτουν τις τρεις εξουσίες του Κράτους· οι ονομαζόμενοι στο Σύνταγμα ως ανεξάρτητοι αξιωματούχοι· υψηλόβαθμοι στην Κρατική μηχανή σε όλο της το εύρος· οι επικεφαλής και τα μέλη φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης οι αρχηγοί πολιτικών κομμάτων· οι αρχισυντάκτες και εκδότες εφημερίδων, όπως και οι μέτοχοι με ορισμένου ύψους συμφέρον σε εταιρείες που έχουν αντικείμενο της δραστηριότητάς τους τα μέσα μαζικής ενημέρωσης· και, τέλος, οι πρόεδροι και τα μέλη οργανισμών δημοσίου δικαίου αλλά και νομικών προσώπων όπου μετέχει το κράτος με ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό. Με το άρθρο 5 επιβάλλεται η υποχρέωση για τη δήλωση περιουσιακών στοιχείων. Ενώ με το άρθρο 6, επικουρικό του άρθρου 5, προσδιορίζονται οι λεπτομέρειες που απαιτούνται στη δήλωση αλλά [*259]και προβλέπεται ότι η υποχρέωση καλύπτει επίσης όλα τα περιουσιακά στοιχεία του ή της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων. Αυτά τα δύο άρθρα θεωρούμε χρήσιμο να τα παραθέσουμε για να γίνει έτσι καταληπτή η έκταση της υποχρέωσης για υποβολή δήλωσης:
“5.(1) Όλοι οι ελεγχόμενοι, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος Νόμου, έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν ανά τριετία δήλωση στο Συμβούλιο Ελέγχου που καθιδρύεται με βάση το άρθρο 8 του παρόντος Νόμου·
(2) Επιπρόσθετα από την πιο πάνω υποχρέωση, όλοι οι ελεγχόμενοι, υποχρεούνται από την ανάληψη του πολιτειακού τους αξιώματος ή το διορισμό τους στη συγκεκριμένη θέση ή από τη λήξη της θητείας τους ή την παραίτησή τους από το αξίωμα ή τη θέση τους ή την αφυπηρέτησή τους από αυτή ή από την ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας ή του αξιώματός τους για οποιοδήποτε άλλο λόγο, να υποβάλουν δήλωση μέσα σε περίοδο τριών μηνών από την ημερομηνία που θα κληθούν προς τούτο από το Συμβούλιο Ελέγχου.
6. (1) Η δήλωση υποβάλλεται σε ειδικό έντυπο ο τύπος του οποίου καθορίζεται με Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση και το οποίο περιέχει όλα τα περιουσιακά στοιχεία εντός και εκτός της Δημοκρατίας του ελεγχομένου, του ή της συζύγου και των ανήλικων τέκνων του ως ακολούθως:
(α) Την ακίνητη ιδιοκτησία, περιλαμβανομένων των εμπραγμάτων δικαιωμάτων και βαρών επ’ αυτής με πλήρη περιγραφή του είδους, της έκτασης, των τοπογραφικών στοιχείων και της τρέχουσας αξίας της:
Νοείται ότι η τρέχουσα αξία μπορεί να ορισθεί από:
(i) το κόστος αγοράς (να δηλωθεί η ημερομηνία αγοράς)·
ή
(ii) την πρόσφατη εκτίμηση·
ή
(iii) την εκτιμημένη αξία για σκοπούς φόρου εισοδήματος·
ή
(iv) την οποιαδήποτε άλλη αναγνωρισμένη μέθοδο εκτίμησης·
(β) τα πάσης φύσεως μεταφορικά μέσα·
[*260] (γ) τα τιμαλφή, τους πολύτιμους λίθους και τα μέταλλα, τους ζωγραφικούς πίνακες και αντίκες συνολικής αξίας πέραν των £20.000 (είκοσι χιλιάδων λιρών)·
(δ) το ουσιαστικό ίδιον οικονομικό συμφέρον σε οποιαδήποτε επιχείρηση·
(ε) τα κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία που αποτιμώνται σε χρεόγραφα, χρεωστικά ομόλογα, μετοχές και μερίσματα προς ίδιον οικονομικό συμφέρον σε ιδιωτικές και δημόσιες εταιρείες, τις καταθέσεις σε εμπορικές τράπεζες, ταμιευτήρια ή συνεργατικές εταιρείες, τα εισοδήματα από ασφαλιστικά συμβόλαια και οποιαδήποτε άλλα εισοδήματα·
(στ) τα εισοδήματα των οικονομικών ετών οποιασδήποτε άλλης μορφής και από οποιαδήποτε πηγή κι αν προέρχονται τα οποία αποκτήθηκαν στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο δηλώσεων·
(ζ) τις δωρεές οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου αξίας πέραν των £1000 από τα αναφερόμενα στις παραγράφους (α), (β), (γ), (δ), (ε) και (στ) του παρόντος εδαφίου, που έγιναν κατά την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ της πρώτης και κάθε επόμενης δήλωσης απ’ οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς τον ελεγχόμενο, τον ή τη σύζυγο ή προς τα ανήλικα τέκνα του και τις δωρεές αντίστοιχα που έγιναν από τον ελεγχόμενο προς οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
(2) Η δήλωση επιπρόσθετα περιλαμβάνει:
(α) Τα προσωπικά στοιχεία του ελεγχομένου και του ή της συζύγου του.
(β) Τα ονοματεπώνυμα:
(i) των κατιόντων συγγενών του ελεγχομένου μέχρι δευτέρου βαθμού συγγενείας και των συζύγων τους·
(ii) των ανιόντων συγγενών του ελεγχομένου μέχρι πρώτου βαθμού συγγενείας εξ αίματος·
(iii) των ανιόντων πρώτου βαθμού συγγενείας του/της συζύγου του ελεγχομένου.
[*261](γ) Οποιαδήποτε επελθούσα διαφοροποίηση των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου, του ή της συζύγου του και των ανήλικων τέκνων του η οποία έχε μεσολαβήσει από την αμέσως προηγούμενη δήλωση μαζί με επαρκείς επεξηγήσεις που να δικαιολογούν τις διαφοροποιήσεις αυτές.
(δ) Κατάσταση των χρεών του ελεγχομένου και του ή της συζύγου του.”
Έπειτα, το άρθρο 11(1) ορίζει ότι το Συμβούλιο Ελέγχου δημοσιεύει τις δηλώσεις στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 12, με το οποίο συμπληρώνουμε εδώ την εικόνα, η παράλειψη υποβολής δήλωσης όπως και η υποβολή ψευδούς δήλωσης αποτελούν ποινικά αδικήματα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ερεύνησε ό,τι τέθηκε, με την Αναφορά, υπό την κρίση του. Άκουσε δε τις απόψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Η Γνωμάτευση αυτή περιορίζεται σε μόνο ένα από τα τεθέντα ζητήματα. Το οποίο εμπεριέχεται στην πρώτη παράγραφο της Αναφοράς. Είναι το κατά πόσο η υποχρέωση υποβολής δήλωσης βάσει του άρθρου 5 του Νόμου ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Άρθρου 15 του Συντάγματος. Η καταφατική απάντηση αποβαίνει κρίσιμη για ολόκληρο το Νόμο αφού χωρίς υποχρέωση υποβολής δήλωσης ο Νόμος στερείται αντικειμένου. Και καθιστά αχρείαστη την επέκταση σε άλλα ζητήματα, ανεξάρτητα από τη θεωρητική τους σημασία.
Η υποχρέωση για την υποβολή δήλωσης βάσει του Άρθρου 5 του Νόμου αποτελεί καταφανή επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής το οποίο διασφαλίζεται από το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος. Σύμφωνα με το οποίο:
“15. 1 Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού.”
Την επέμβαση αναγνώρισε και η Βουλή των Αντιπροσώπων μέσω του συνηγόρου της.
Εξετάζεται επομένως το κατά πόσο η επέμβαση δικαιολογείται δυνάμει του Άρθρου 15.2 του Συντάγματος. Όπου διαλαμβάνεται ότι:
[*262]“15.2 Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον.”
Απόκειται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, πρώτο, να προσδιορίσει τον τομέα προς το συμφέρον του οποίου γίνεται η επέμβαση· και, δεύτερο, να στοιχειοθετήσει την ανάγκη για την οποία γίνεται η επέμβαση στον προσδιορισθέντα τομέα ή τομείς. Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων φωτίζουν τις βασικές παραμέτρους με αναφορά προς τις οποίες αντικρύζεται το θέμα: βλ. ενδεικτικά τις αποφάσεις στις υποθέσεις Niemietz A. 251, paras 27-37, [1992], Murray A. 300, paras 90-94, [1994], Leander A. 116, paras 58-60, [1987], Dudgeon A. 45, paras 50-54 [1981]. Για να δικαιολογείται η επέμβαση πρέπει να προκύπτει “πιεστική κοινωνική ανάγκη” ενόψει της οποίας επιβάλλεται να υποχωρήσει το ατομικό δικαίωμα για χάρη του συνόλου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Για την προστασία της από διακριβωθέντα σοβαρό κίνδυνο στους τομείς που εξειδικεύονται στο Άρθρο. Η στάθμιση αγαθών φέρει από τη φύση της εγγενείς δυσκολίες. Ενόψει των οποίων παρέχονται λογικά περιθώρια εκτίμησης. Πάντως η θυσία του ενός αγαθού πρέπει να δικαιώνεται από τη διαφύλαξη του άλλου. Κι αυτό με αναφορά στο σκοπό και στη μεταξύ τους αναλογία.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων εισηγήθηκε, μέσω του συνηγόρου της, ότι εν προκειμένω έχει στοιχειοθετηθεί πιεστική κοινωνική ανάγκη ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση προς το συμφέρον της συνταγματικής τάξης· της δημόσιας τάξης· των δημοσίων ηθών· και της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που το Σύνταγμα εγγυάται σε κάθε πρόσωπο. Χωρίς όμως εξειδικεύσεις και συσχετισμούς.
Κρίνουμε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε, με αναφορά σε οποιονδήποτε από τους αναφερθέντες τομείς, πιεστική κοινωνική ανάγκη που να δικαιολογεί ως μέτρο την επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής το οποίο διασφαλίζεται από το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος. Μια επέμβαση υπέρμετρα δραστική ακόμα και για άτομα τα οποία επέλεξαν να αναλάβουν δημόσια αξιώματα. Αλλά και που επιτείνεται, καθώς είναι αυτονόητο, εξ αιτίας της συμπερίληψης στους ελεγχομένους και μη δημοσίων προσώπων, [*263]των συζύγων και ανηλίκων τέκνων, όπως και της δημοσιοποίησης της δήλωσης. Καθώς αναφέραμε, επί μέρους ζητήματα που αναφύονται ένεκα της φύσης ορισμένων εκ των περιληφθέντων αξιωμάτων δεν χρειάζεται να απασχολήσουν.
Γνωματεύουμε ότι ο Νόμος αντίκειται στο Άρθρο 15 του Συντάγματος.
Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο