Xριστοφίδης Bάσος και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίαςκαι/ή Άλλης (2000) 3 ΑΑΔ 384

(2000) 3 ΑΑΔ 384

[*384]30 Ιουνίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. ΒΑΣΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ,

2. ΚΙΜΩΝΑΣ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ,

3. ΣΑΒΒΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,

4. ΦΑΙΔΩΝΑΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,

5. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΤΕΦΑΝΗ,

6. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,

7. ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ/ Η ΑΡΧΗΣ ΑΔΕΙΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 398/92)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για επαναφορά προσφυγής μετά την απόρριψη της έφεσης, με σκοπό τον διαχωρισμό δικογράφου ― Δεν προβλέπεται τέτοιο δικαίωμα μετά την εκδίκαση προσφυγής, στους Κανονισμούς ― Η άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου βάσει του Αρθρου 146, αποπερατώνεται (υπό την αίρεση έφεσης) με την έκδοση απόφασης.

Αντικείμενο της συζήτησης και απόφασης ενώπιον της Ολομέλειας, ήταν αίτηση που καταχώρησαν οι εφεσείοντες/αιτητές μετά την απόρριψη της έφεσης, με την οποία ζητούσαν πρώτον την επαναφορά της προσφυγής και δεύτερον τον διαχωρισμό του δικογράφου ώστε η δεύτερη αιτούμενη θεραπεία, που κρίθηκε από το Δικαστήριο μη συναφής με την πρώτη, αποτελέσει θεραπεία νέας προσφυγής.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Κανονισμός 19) τους οποίους επικαλέστηκαν οι αιτητές αποβλέπουν στη ρύθμιση της διαδικασίας [*385]σε προσφυγές κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Καμιά από αυτές δεν αναγνωρίζει δικαίωμα επανανοίγματος προσφυγής η οποία έχει εκδικαστεί. Το ίδιο ισχύει σε σχέση με τους διαδικαστικούς κανονισμούς που διέπουν την άσκηση της κατ’ έφεση αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Βλ. περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964, Παράρτημα Δεύτερο, 19.11.1964).

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποκαλύπτει ότι πριν την έκδοση της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου, ενυπάρχει σύμφυτη δικαιοδοσία για το επανάνοιγμά της υπόθεσης σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πρωτίστως όπου προκύπτουν νέα γεγονότα, μετά την επιφύλαξη της απόφασης.

Το δικαιοδοτικό πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας κάτω από το Άρθρο 146 πρωτόδικα και κατ’ έφεση, εξετάστηκαν στην Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44, και στις αποφάσεις που αναφέρονται στην απόφαση εκείνη. Όπως υποδείχθηκε και στην Ανδρέας Χαραλαμπίδης ν. Αλίκη Παναγιώτου Μελωδία (1997) 1 A.A.Δ. 724, η υποβολή άτυπου αιτήματος προς παροχή θεραπείας, δεν συνιστά έρεισμα για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας προς θεώρηση τιθέμενου θέματος.

Αίτημα για την αποσυνάρτηση θεραπείας από την προσφυγή μπορεί να εξεταστεί μόνο μέσα στο πλαίσιο της προσφυγής.  Μετά την εκδίκαση της προσφυγής εξαντλείται και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προς παροχή θεραπείας σχετικής με το αντικείμενο της αναθεωρητικής διαδικασίας. Δεν υφίσταται δικαιοδοσία αναβίωσης προσφυγής προς αναζήτηση θεραπειών ή τη λήψη δικονομικών μέτρων, τα οποία δεν επιδιώχθηκαν. Η άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 146, αποπερατώνεται (υπό την αίρεση έφεσης), με την έκδοση αποφάσεως κάτω από το Άρθρο 146.4.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Συμεωνίδου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,

Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594,

Ορφανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44,

Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (1997) 1 Α.Α.Δ. 724,

[*386]Kourris v. Supreme Council of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390.

Αίτηση.

Αίτηση για επαναφορά της προσφυγής 398/92, κατόπιν απόφασης του Εφετείου στην Αναθεωρητική Έφεση 2401 (Αρτεμίδης, Αρτέμης, Νικολάου, Καλλής, Κραμβής, Δ/στές) ημερομηνίας 29/11/99, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση τους εναντίον της απόφασης του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χ''Τσαγγάρης, Δ.) ημερομηνίας 4/12/96, με σκοπό το διαχωρισμό του δικογράφου.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Με την αίτησή τους οι αιτητές επιδιώκουν την ακόλουθη θεραπεία:

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου όπως επαναφερθεί με σκοπό να διαχωριστεί από το αρχικό δικόγραφο της πιο πάνω προσφυγής και να καταχωριστεί νέα προσφυγή σ’ ό,τι αφορά την κριθείσα ως μη συναφή πράξη της καθ’ ης η αίτηση που οι αιτητές συνήνωσαν στην προσφυγή και η οποία αφορά την νομιμότητα της απόφασης ημερ. 8.4.92 η οποία είναι το αντικείμενο της θεραπείας αρ. 2 στο αρχικό δικόγραφο της προσφυγής, η δε προσφυγή που θα προκύψει ως αποτέλεσμα του χωρισμού αυτού να θεωρείται ως η Νομολογία προβλέπει εμπρόθεσμη.»

Η προσφυγή της οποίας επιδιώκεται η επαναφορά καταχωρίστηκε στις 15.5.1992, και απορρίφθηκε την 4.12.96. Τα γεγονότα σχετικά με την αίτηση εκτίθενται στην ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση. Με την προσφυγή οι αιτητές έθεσαν προς αναθεώρηση και αξίωσαν την ακύρωση δύο διοικητικών αποφάσεων με την εξής σειρά:

1. Απόφασης της Αρχής Αδειών με την οποία ανακλήθηκε προγενέστερη απόφαση του σώματος, και

[*387]2. Απόφασης η οποία λήφθηκε μετά την ανάκληση και υποκατέστησε την ανακληθείσα απόφαση.

Κατά την ακρόαση της προσφυγής οι αιτητές εγκατέλειψαν το αίτημα προς αναθεώρηση της απόφασης που αποτελούσε το αντικείμενο της πρώτης θεραπείας. Στην αγόρευσή τους εξέφρασαν τη συμφωνία τους προς το δικαιολογημένο της ανάκλησης. Αναγνωρίζεται ότι η ανακληθείσα απόφαση ήταν παράνομη. Κατά συνέπεια το αντικείμενο της προσφυγής περιορίστηκε στη θεραπεία 2, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο, το αντικείμενο της οποίας επικυρώθηκε και η προσφυγή απορρίφθηκε. Οι αιτητές εφεσίβαλαν την απόφαση επιδιώκοντας τον παραμερισμό της και συνακόλουθα την ακύρωση της διοικητικής πράξης που αποτέλεσε το επίδικο θέμα της θεραπείας 2.

Κατά την ακρόαση της έφεσης η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήγειρε αυτεπάγγελτα το ακόλουθο δικαιοδοτικό θέμα:

«Κατά πόσο οι εφεσείοντες μπορούσαν να προσβάλουν δύο πράξεις με το αυτό δικόγραφο δεδομένου ότι εκ πρώτης όψεως οι δύο πράξεις δεν φαίνονται να είναι συναφείς.»

Αφού άκουσε τα μέρη το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση που προσβαλλόταν με τη θεραπεία 2, δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, εφόσον,

(α) η απόφαση δεν ήταν “συναφής” με την έννοια που ενέχει ο όρος στο διοικητικό δίκαιο προς την απόφαση που αποτελούσε το αντικείμενο της θεραπείας 1, και

(β) ήταν η δεύτερη κατά σειρά απόφαση, της οποίας επιδιωκόταν η αναθεώρηση με το ίδιο ένδικο μέσο.

Η παρούσα αίτηση υποβλήθηκε μετά την απόρριψη της έφεσης. Επιζητείται το επανάνοιγμα της προσφυγής προς το σκοπό άσκησης εξουσίας την οποία θα μπορούσε, ως η εισήγηση των αιτητών, να ασκήσει το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ εκκρεμούσε η προσφυγή και παρεπόμενα η έφεση. Το αίτημα βασίζεται κατά κύριο λόγο στους δικονομικούς θεσμούς που διέπουν την άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, ιδιαίτερα στον Κανονισμό 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, 1962, ο οποίος προβλέπει:

«Καθ’ οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώση τοιαύτας οδηγίας, αι οποίαι απαιτούνται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»

Ως προς τη δυνατότητα χωρισμού από την προσφυγή, πράξης υποκείμενης σε αναθεώρηση λόγω διαδικαστικού κωλύματος, ο κ. Αγγελίδης παρέπεμψε στις σχετικές αρχές του ελληνικού διοικητικού δικονομικού δικαίου, οι οποίες αναγνωρίζουν ευχέρεια χωρισμού πράξης που αποτελεί το αντικείμενο θεραπείας σε προσφυγή αλλά δεν μπορεί να τύχει αναθεώρησης λόγω δικονομικού κωλύματος και αποκατάστασής της ως  του αντικειμένου νέας προσφυγής, αρχές που απηχούνται και έτυχαν εφαρμογής στην Κοινότητα Μαρί μέσω του Κοινοτάρχη και της Χωριτικής Επιτροπής Μαρί και Άλλων v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. Υπ. αρ. 883/92 - 28.4.1999, (απόφαση Αρτεμίδη, Δ). Αναφορά, ως προς τη δυνατότητα χωρισμού πράξεως από το δικόγραφο στο οποίο προσβάλλεται, γίνεται επίσης στη Συμεωνίδου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258.

Δεν θα εξετάσουμε πότε είναι δυνατός ο χωρισμός του αντικειμένου προσφυγής και κάτω από ποιες προϋποθέσεις, σε ποιό χρονικό στάδιο και κάτω από ποιους όρους μπορεί να εγκριθεί.   Τέτοιο θέμα θα εγερθεί μόνο αν αποφασιστεί ότι μπορεί να αναβιώσει η προσφυγή στο πλαίσιο της οποίας και μόνο θα μπορούσε να τεθεί και να εξεταστεί τέτοιο θέμα.

Η ακρόαση της προσφυγής ολοκληρώθηκε στις 15.10.96. Με την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου (4.12.96), εξαντλήθηκε η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου* ως προς τα επίδικα θέματα της προσφυγής υπό την αίρεση της επανεξέτασης του αντικειμένου της κατ’ έφεση στο πλαίσιο των λόγων έφεσης που στοιχειοθετούνται στην ειδοποίηση έφεσης.  (Βλ. μεταξύ άλλων, Republic (Public Service Commission) v. Lefkos Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594.)

Με την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας κατ’ έφεση, εξαντλήθηκε η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με την προσφυγή καθ’ ολοκληρία.

Η διαπίστωση της Ολομέλειας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί του αντικειμένου της δεύτερης θεραπείας ήταν εμφανής εξαρχής. Επρόκειτο για διαπίστωση ως προς τα πράγματα, υφιστάμενη αφότου καταχωρήθηκε η προσφυγή. Δεν μετατέθηκαν ούτε μετατοπίστηκαν οι παράμετροι της προσφυγής ώστε να αναφύεται οποιοδήποτε νέο ζήτημα προς εξέταση.

Οι διαδικαστικοί κανονισμοί τους οποίους επικαλέστηκαν οι αιτητές αποβλέπουν στη ρύθμιση της διαδικασίας σε προσφυγές κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Καμιά από αυτές δεν αναγνωρίζει δικαίωμα επανανοίγματος προσφυγής η οποία έχει εκδικαστεί.  Το ίδιο ισχύει σε σχέση με τους διαδικαστικούς κανονισμούς που διέπουν την άσκηση της κατ’ έφεση αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Βλ. περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964, Παράρτημα Δεύτερο, 19.11.1964.)

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποκαλύπτει ότι πριν την έκδοση της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου ενυπάρχει σύμφυτη δικαιοδοσία για το επανάνοιγμά της υπόθεσης σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πρωτίστως όπου προκύπτουν νέα γεγονότα, μετά την επιφύλαξη της απόφασης.*

Το δικαιοδοτικό πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας κάτω από το Άρθρο 146 πρωτόδικα και κατ’ έφεση, εξετάστηκαν στην Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44, και στις αποφάσεις που αναφέρονται στην απόφαση εκείνη. Όπως υποδείξαμε και στην Ανδρέας Χαραλαμπίδης ν. Αλίκης Παναγιώτου Μελωδία (1997) 1 Α.Α.Δ. 724, η υποβολή άτυπου αιτήματος προς παροχή θεραπείας δεν συνιστά έρεισμα για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας προς θεώρηση τιθέμενου θέματος.

Αίτημα για την αποσυνάρτηση θεραπείας από την προσφυγή μπορεί να εξεταστεί μόνο μέσα στο πλαίσιο της προσφυγής.  Μετά την εκδίκαση της προσφυγής εξαντλείται και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προς παροχή θεραπείας σχετικής με το αντικείμενο της αναθεωρητικής διαδικασίας.  Δεν υφίσταται δι[*390]καιοδοσία αναβίωσης προσφυγής προς αναζήτηση θεραπειών ή τη λήψη δικονομικών μέτρων τα οποία δεν επιδιώχθηκαν. Η άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 146, αποπερατώνεται (υπό την αίρεση έφεσης), με την έκδοση αποφάσεως κάτω από το Άρθρο 146.4.

Ο κ. Αγγελίδης επικαλούμενος την Αntoniοs Kourris v. The Supreme Council of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390, υπέβαλε ότι τυπικές παρεκβάσεις από τα θέσμια δεν αφήνονται να αποτελέσουν τροχοπέδη στην άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Ό,τι παραγνωρίζει είναι ότι εξέλειπε το πλαίσιο μέσα στο οποίο το αίτημά του θα μπορούσε να υποβληθεί και να εξεταστεί. Τούτου δοθέντος η αίτηση που εξετάζουμε παραμένει μετέωρη. Η τύχη της δεν μπορεί να είναι άλλη από την απόρριψή της.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο