Kυπριακή Δημοκρατία ν. P.A. College Ltd (2000) 3 ΑΑΔ 400

(2000) 3 ΑΑΔ 400

[*400]5 Ιουλίου, 2000

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚH ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

v.

P.A. COLLEGE LTD.,

Eφεσιβλήτων-Αιτητών.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2450)

 

Ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμος του 1987 (Ν. 1/87) ― Άρθρο 34 ― Δυνατότητα θέσπισης Κανονισμών ― Εφόσον οι αρχικοί κρίθηκαν άκυροι, η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να προχωρήσει με την έκδοση νέων, πριν την εξέταση αίτησης, εύλογη και νόμιμη εντός των διατάξεων του Νόμου.

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν τη νομιμότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να διορίσει Επιτροπή Αξιολόγησης, για εφαρμογή του Άρθρου 30 του Ν. 1/87, ακυρώθηκε.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αρνήθηκε, μήτε και παρέλειψε να διορίσει την πιο πάνω Επιτροπή.  Μολονότι ο Νόμος θα μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς την έκδοση κανονισμών, εντούτοις, και εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο επέλεξε την έκδοση κανονισμών, σύμφωνα με το Άρθρο 34(1) του Νόμου, εδικαιολογείτο, μετά την κήρυξη των ως ως ultra vires, να επανέλθει με την έκδοση νέων.  Είναι ορθή η θέση που υιοθέτησε το Υπουργικό Συμβούλιο. 

Η εξουσιοδότηση του Νόμου προς το Υπουργικό Συμβούλιο, για την έκδοση κανονισμών, είναι δυνητική, όπως ρητά διατυπώνε[*401]ται στο Αρθρο 34(1).  Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την εξουσία, που του παρέχεται από το Νόμο. 

Η δυνητική εξουσία που έδωσε ο Νομοθέτης στο Υπουργικό Συμβούλιο, παίρνει πιο ουσιαστικό περιεχόμενο, ενόψει και των διατάξεων του τελευταίου Αρθρου του Νόμου, 37, που προβλέπει πως η έναρξη της ισχύος του αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου, 1987, εκτός του Μέρους V, που θα αρχίζει σε ημερομηνία που ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Και το Μέρος V του Νόμου περιέχει τα Άρθρα 30 και 34, που αναφέρονται, όπως λέχθηκε πιο πάνω, στο διορισμό της Επιτροπής Αξιολόγησης από το Υπουργικό Συμβούλιο, και στην έκδοση κανονισμών που να ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, και τη διαδικασία της εκπαιδευτικής αξιολόγησης. 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους Καθ’ ων η αίτηση κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φρ. Νικολαΐδης, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. 734/95, ημερ. 9/5/97, με την οποία έγινε αποδεκτή η προσφυγή των αιτητών και κρίθηκε άκυρη η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να προχωρήσουν στο διορισμό Επιτροπής Αξιολόγησης ώστε να προβεί στην εκπαιδευτική αξιολόγηση πιστοποίηση των κλάδων σπουδών τους οποίου προσέφεραν οι αιτητές ως ιδιοκτήτες ιδιωτικής σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Ρ. Βραχίμη - Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Θα αρχίσουμε με αναφορά στα γεγονότα, χρήσιμα για την επίλυση του μοναδικού ζητήματος που εγείρεται στην έφεση. Η εφεσίβλητη εταιρεία, αιτήτρια πρωτοδίκως, είναι ιδιοκτήτρια ιδιωτικής σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στις 22.2.93 υπέβαλε αίτηση για εκπαιδευτική αξιολόγηση - πιστοποίηση των κλάδων σπουδών που πρόσφερε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νόμου του 1987, Ν.1/87. Ακολούθως, και βάσει της διαδικασίας που προβλέπει ο Νόμος, υπέβαλε έκθεση αυτοπαρουσίασης-αξιολόγησης στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας, καταβάλλο[*402]ντας και τα σχετικά τέλη ύψους £2.000.  Το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης Πιστοποίησης εισηγήθηκε στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού απόρριψη της αίτησης, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή. Μετά την πάροδο κάποιου χρόνου ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας έδωσε γνωμάτευση πως οι διατάξεις των Κανονισμών, που είχε θεσπίσει το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 34 του Νόμου, ήσαν έξω από το εξουσιοδοτικό πλαίσιο που καθόριζε το πιο πάνω άρθρο. Μολονότι δεν ενδιαφέρει άμεσα την υπόθεση που μας απασχολεί, ο Γενικός Εισαγγελέας εξέφρασε τη γνώμη πως οι πρόνοιες του Καν.69 των Κανονισμών απέληγαν σε ανάμειξη της Βουλής των Αντιπροσώπων σε θέματα διοίκησης, προσβάλλοντας έτσι την αρχή της διάκρισης των τριών λειτουργιών της πολιτείας, όπως αυτές καθορίζονται και αποδίδονται στις τρεις εξουσίες. Με βάση τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα η Δημοκρατία δέχθηκε στις 29.3.95 ακύρωση της απόρριψης αιτήματος για αξιολόγηση των σπουδών που παρείχαν οι προσφεύγοντες σε άλλη προσφυγή, την 266/95. Είχε και η εφεσίβλητη καταχωρίσει προσφυγή, 274/95, εναντίον της απόρριψης για αξιολόγηση-πιστοποίηση των προγραμμάτων της, στους κλάδους Business Administration and Computing and Information Sience.  Η προσφυγή όμως αυτή αποσύρθηκε, μετά που η Δημοκρατία ανακάλεσε τη σχετική διοικητική απόφαση, ενόψει της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα και του αποτελέσματος στην προσφυγή 266/95, που αναφέρουμε πιο πάνω. Μετά την ανάκληση η εφεσίβλητη κάλεσε τον Υπουργό Παιδείας και Πoλιτισμού να προχωρήσει, σύμφωνα με το άρθρο 30 του Νόμου, στην αξιολόγηση του κλάδου σπουδών που παρείχε. Η απάντησή του ήταν πως τούτο θα γίνει μόλις θεσπιστούν νέοι κανονισμοί, που να διέπουν τη διαδικασία της εκπαιδευτικής αξιολόγησης-πιστοποίησης κλάδου σπουδών, εφόσον αυτοί που είχαν  θεσπιστεί κρίθηκαν ultra vires του Νόμου.

Η εφεσίβλητη καταχώρισε την προσφυγή, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, με την οποία ζητούσε να κηρυχθεί άκυρη η παράλειψη των εφεσειόντων να μη εφαρμόσουν τις διατάξεις του άρθρου 30 του Νόμου 1/87, και ειδικώτερα την παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να συστήσει την επιτροπή που προβλέπεται στο εδάφιο 2 του άρθρου 30 του Νόμου, για να προχωρήσει η αξιολόγηση, σύμφωνα με το αίτημά της. 

Ο συνάδελφος, που δίκασε πρωτόδικα την υπόθεση αποδέκτηκε την προσφυγή.  Εξέδωσε δε, δυνάμει του άρθρου 146.4(γ) του Συντάγματος, δήλωση πως ό,τι είχε παραλειφθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, αναφορικά με το διορισμό Επιτροπής Αξιολόγησης, θα έπρεπε να εκτελεστεί. 

[*403]Η Δημοκρατία εφεσιβάλλει αυτή την απόφαση, που είναι το αντικείμενο της έφεσης που μας απασχολεί.

Καθώς σημειώσαμε στην αρχή της απόφασής μας, ένα είναι το νομικό ζήτημα που εγείρεται, για το οποίο και εκφράστηκαν  διϊστάμενες απόψεις των δικηγόρων των μερών. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγείται πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν παρέλειψε να εκτελέσει οποιαδήποτε νομίμως οφειλόμενη υποχρέωση.  Αντίθετα, υποστήριξε, πως η θέση του διοικητικού οργάνου, όπως εκφράστηκε στην εφεσίβλητη, ήταν πως η αξιολόγηση του κλάδου σπουδών της θα γινόταν μόλις θεσπίζονταν νέοι κανονισμοί. Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης διατείνεται όμως πως η θέσπιση κανονισμών δεν είναι προϋπόθεση για την αξιολόγηση - πιστοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 30 του Νόμου, το οποίο λειτουργεί αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την ύπαρξη Κανονισμών. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 30 η εκπαιδευτική αξιολόγηση - πιστοποίηση κλάδου σπουδών, διενεργείται από τον Υπουργό μετά από εισήγηση που υποβάλλεται προς αυτόν από Επιτροπή που διορίζεται προς τούτο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το Υπουργικό Συμβούλιο ως εκ τούτου, συνεχίζει η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης, όφειλε να διορίσει την Επιτροπή αυτή για να προχωρήσει στην αξιολόγηση - πιστοποίηση, και να υποβάλει την εισήγησή της στον Υπουργό.

Η δική μας άποψη είναι, με εκτίμηση, διαφορετική απ’ αυτή που εκφράστηκε πρωτοδίκως. Υπενθυμίζουμε πως, με το αιτητικό της προσφυγής, επιδιώκεται δήλωση του Δικαστηρίου πως η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να διορίσει επιτροπή για να προβεί στην εκπαιδευτική αξιολόγηση - πιστοποίηση, είναι άκυρη. Έχουμε τη γνώμη πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αρνήθηκε, μήτε και παρέλειψε να διορίσει την πιο πάνω Επιτροπή. Μολονότι ο Νόμος θα μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς την έκδοση κανονισμών, εντούτοις, και εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο επέλεξε την έκδοση κανονισμών, σύμφωνα με το άρθρο 34(1) του Νόμου, εδικαιολογείτο, μετά την κήρυξη των ως ως ultra vires, να επανέλθει με την έκδοση νέων.

Είναι ορθή, κατά την άποψή μας, η θέση που υιοθέτησε το Υπουργικό Συμβούλιο. Το άρθρο 34(1) του Νόμου έχει ως εξής:

34.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη Κανονισμούς δημοσιευομένους εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας διά τον καθορισμόν παντός θέματος όπερ χρήζει ή είναι δεκτικόν καθορισμού και διά την καλυτέραν εφαρ[*404]μογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Η εξουσιοδότηση του Νόμου προς το Υπουργικό Συμβούλιο, για την έκδοση κανονισμών, είναι δυνητική, όπως ρητά διατυπώνεται στο άρθρο. Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την εξουσία, που του παρέχεται από το Νόμο. Επιπλέον, επισημαίνουμε και το εδάφιο (2)(α) του άρθρου, που λέει:

(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1), οιοιδήποτε Κανονισμοί δύνανται -

(α)   να ρυθμίζωσι τον τρόπον και την διαδικασίαν της εκπαιδευτικής αξιολογήσεως - πιστοποιήσεως κλάδων σπουδών.

Η δυνητική εξουσία που έδωσε ο Νομοθέτης στο Υπουργικό Συμβούλιο, παίρνει πιο ουσιαστικό περιεχόμενο, ενόψει και των διατάξεων του τελευταίου άρθρου του Νόμου, 37, που προβλέπει πως η έναρξη της ισχύος του αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου, 1987, εκτός του Μέρους V, που θα αρχίζει σε ημερομηνία που ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Και το Μέρος V του Νόμου περιέχει τα άρθρα 30 και 34, που αναφέρονται, όπως είπαμε πιο πάνω, στο διορισμό της Επιτροπής Αξιολόγησης από το Υπουργικό Συμβούλιο, και στην έκδοση κανονισμών που να ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, και τη διαδικασία της εκπαιδευτικής αξιολόγησης. Μολονότι δεν ενδιαφέρει άμεσα την παρούσα έφεση, οι Κανονισμοί έχουν ήδη θεσπιστεί, εκδόθηκε δε και σχετική απόφαση αναφορικά με την αξιολόγηση-πιστοποίηση του κλάδου σπουδών της εφεσιβλήτης.

Μια παρατήρηση, σε παρένθεση, που κρίνουμε ωφέλιμο να γίνει, είναι πως η ίδια η εφεσίβλητη βάσισε την προσφυγή της, 274/95, στην οποία κάνουμε αναφορά πιο πάνω, μεταξύ άλλων, και στα πιο κάτω νομικά σημεία. Αντιγράφουμε:

«1. Ο Ν.1/87 όπως τροποποιήθηκε από τους Ν.44/90 και 93/90 έκαμε πρόνοια για Σχολές τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και για κριτήρια και επίπεδα εκπαιδευτικής αξιολόγησης.

2. Σύμφωνα  με το άρθρο 34 του πιο πάνω Νόμου είναι δυνατό για ορισμένους σκοπούς να εκδοθούν Κανονισμοί.

3. Με την Κ.Δ.Π. 201/92 εξεδόθησαν Κανονισμοί οι οποίοι για τον ισχυρισμό του αιτητή είναι ultra vires.

[*405]4. Διαζευκτικά και υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω οι πιο πάνω Κανονισμοί πρέπει να ακολουθούνται.

5. Τα άρθρα 30 και 34(2) του Ν.1/87 δεν παραχωρούν εξουσία διορισμού ομάδων αξιολόγησης. Εν πάση περιπτώσει δεν τηρούνται τα εχέγγυα γνώσεων και πληρότητας των μελών αυτών.

6. Οι εκδοθέντες Κανονισμοί είναι ultra vires και αναμειγνύουν όργανο μη προβλεπόμενο στο Νόμο».

Με το νομικό, δηλαδή, σημείο της παραγρ.5, υποβάλλεται πως τα άρθρα 30 και 34(2) του Νόμου δεν παρέχουν εξουσία διορισμού ομάδων αξιολόγησης, σε πλήρη αντίκρουση με την εισήγηση που έκανε η ίδια η εφεσίβλητη στην παρούσα προσφυγή της, όπου ισχυρίζεται πως το άρθρο 30 υποχρεώνει το Υπουργικό Συμβούλιο να συστήσει επιτροπή αξιολόγησης.

Με τις πιο πάνω σκέψεις, η έφεση της Κυπριακής Δημοκρατίας γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσφυγή των εφεσιβλήτων απορρίπτεται με έξοδα στο κάτω Δικαστήριο και εδώ.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο