(2000) 3 ΑΑΔ 420
[*420]19 Ιουλίου, 2000
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΛΙΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2556)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συμβουλευτική Επιτροπή ― Εξαιρείται από τέτοια διαδικασία θέση Προϊστάμενου Τμήματος ― Ζήτημα κατά πόσο η θέση θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως τέτοια, βάσει ερμηνείας του Σχεδίου Υπηρεσίας κατά παράβαση των Περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91), που δεν πρόβλεπαν για τέτοιο Τμήμα ― Αρνητική η απάντηση ― Το ζήτημα ρυθμίζεται ρητά από τους σχετικούς Κανονισμούς.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Σχέδια Υπηρεσίας ― Καθορίζουν τα καθήκοντα και τα προσόντα μιας θέσης ― Η ίδια η θέση δημιουργείται με νόμο.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Συμβουλευτική Επιτροπή ― Συγκρότησή της βάσει του Άρθρου 32(3) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου ― Δεν απαιτείται όπως τα υπόλοιπα μέλη, άλλα από τον Γενικό Διευθυντή, κατέχουν θέση ιεραρχικά κατώτερη αυτού, όπως ισχύει για το Άρθρο 32(1)(α) ― Δεν μπορεί να υποτεθεί εφόσον δεν προβλέπεται.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊστάμενου ― Δεν απαιτείται αιτιολογία ― Αξιολόγηση του ιδίου ως προς τις συνεντεύξεις, δεν αποτέλεσε στοιχείο κρίσης, αλλά βοήθημα για το έργο της ΕΔΥ― Νόμιμα η σύσταση λήφθηκε υπόψη.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Απόφαση πλειοψηφίας ― Έργο του Δικαστηρίου, ο έλεγχος νομιμότητας και όχι η δική του κρίση επί της ουσίας ― Νόμιμη η βαρύτητα που δόθηκε στη [*421]σύσταση του Διευθυντή.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Έκθεση Συμβουλευτικής ― Λαμβάνεται υπόψη από την ΕΔΥ ― Ένα από τα στοιχεία του περιεχομένου της και η κρίση της για την προφορική συνέντευξη ενώπιόν της ― Νόμιμα λήφθηκε υπόψη.
Με την έφεσή του ο εφεσείων πρόβαλε τα ίδια επιχειρήματα προς υποστήριξη των λόγων ακυρώσεως που απορρίφθηκαν πρωτόδικα.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η πληρωθείσα θέση δεν ήταν θέση Προϊσταμένου Τμήματος. Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου:
“ ‘Τμήμα’ σημαίνει Τμήμα, Υπηρεσία ή Γραφείο που υπάγεται σε Υπουργείο, όπως θα καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και περιλαμβάνει και το Γενικό Λογιστήριο."
Κατ’ ακολουθία καθορίστηκαν τα διάφορα Τμήματα με τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91), βάσει του Άρθρου 87 του Νόμου. Προβλέπεται στον Καν. 3 ότι:
"Για τους σκοπούς του Νόμου Τμήματα θεωρούνται τα αναφερόμενα στον Πρώτο Πίνακα."
Στον Πίνακα αναφέρονται, εξαντλητικά, ως Τμήματα του Υπουργείου Παιδείας μόνο τα εξής:
"Υπουργείο Παιδείας:
Σχολή Κωφών
Σχολή Τυφλών
Πολιτιστικές Υπηρεσίες
Τεχνικές Υπηρεσίες
Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών."
Η εισήγηση που υποβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντος ότι παρά τις διατάξεις αυτές θα πρέπει κανείς να ανατρέξει γενικότερα στο καθεστώς παιδείας όπως αυτό διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα της θέσπισης του περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και περί Υπουργείου Παιδείας Νόμου του 1965 (Ν. 12/65 όπως τροποποιήθηκε) ώστε να κα[*422]τατάξει τη θέση σε ό,τι ενδεχομένως θα διακρίνει ως την όλη δομή, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτή, γιατί αυτό θα σήμαινε αναίρεση των εν λόγω ρητών διατάξεων. Έγινε αναφορά και στον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 1996, για συγκριτική θεώρηση της θέσης, χωρίς όμως να προκύψει ο,τιδήποτε επί του προκειμένου. Ούτε και είναι δυνατό να γίνει αποδεχτή η επιπλέον εισήγηση, ότι το θέμα εδώ ρυθμίζεται από το ίδιο το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, το οποίο, όπως ορίζει το Αρθρο 27 του Νόμου, καταρτίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο με Κανονισμό. Αναφέρεται στο σχέδιο, σε σχέση με τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης, πως ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης "Προΐσταται της Διευθύνσεως Μέσης Γενικής Εκπαιδεύσεως". Κατά την εισήγηση, η εν λόγω Διεύθυνση καθίσταται ως εκ τούτου "Τμήμα" αφού έχει προϊστάμενο.
2. Η θέση "δημιουργείται με νόμο που καθορίζει τον τίτλο και το μισθό ή τη μισθοδοτική κλίμακα της θέσης": Άρθρο 21. Και ο Κανονισμός, που αφορά το σχέδιο υπηρεσίας, καθορίζει "Τα γενικά καθήκοντα και ευθύνες κάποιας θέσης και τα προσόντα που απαιτούνται .....". Εξ ορισμού το σχέδιο υπηρεσίας λειτουργεί εντός της θέσης στην οποία αυτά ανήκουν. Δεν προορίζεται ως μέσο καθορισμού της δομής στην οποία η θέση εντάσσεται. Και δεν μπορούσε να καθορίσει, για τους σκοπούς του Αρθρου 2, "Τμήμα" στο οποίο να ανήκε η θέση, αφού αφορά μόνο στα εσωτερικά της γνωρίσματα.
3. Η εν προκειμένω σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με μέλη τρεις άλλους ομοιόβαθμους Γενικούς Διευθυντές και το Γενικό Ελεγκτή, ήταν νόμιμη. Δεν μπορεί να γίνει δεχτή η εισήγηση, ότι τα μέλη της Συμβουλευτικής θα έπρεπε οπωσδήποτε να κατείχαν θέσεις ιεραρχικά αμέσως κατώτερες από εκείνη του Γενικού Διευθυντή που ήταν ο πρόεδρος. Το ότι το εδάφιο (1) του Άρθρου 32, το οποίο εδώ δεν ίσχυε, προβλέπει τέτοια σειρά, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει αυτή να υποτεθεί και στην περίπτωση του εδαφίου (3) παρόλο που δεν την προβλέπει.
4. Ούτε και στο ρόλο του Γενικού Διευθυντή ενώπιον της Ε.Δ.Υ. διακρίνεται οποιαδήποτε πλημμέλεια. Φαίνεται από το σχετικό πρακτικό, ότι η αξιολόγηση στην οποία προέβη ως προς τις συνεντεύξεις, η όντως αναιτιολόγητη, δεν αποτέλεσε στοιχείο κρίσης αλλά μόνο βοήθημα για την Ε.Δ.Υ. Ως προς την σύσταση του Γενικού Διευθυντή, παρατηρείται πως αυτή διατυπώθηκε χωρίς να συνοδεύεται από αιτιολογία. Δεν την απαιτεί σε τέτοια περίπτωση ο Νόμος. Και δεν δικαιολογείται η σύνδεση με ό,τι ο Γενικός Διευθυντής ενωρίτερα ανέφερε προς υποβοήθηση του έργου της Ε.Δ.Υ., σε σχέση με την προφορική εξέταση. Θεωρείται λοι[*423]πόν νόμιμη η σύσταση.
5. Απομένει το κατά πόσο τα όσα συνέθεταν την περίπτωση εύλογα τα αντίκρισε η Ε.Δ.Υ. για να καταλήξει στην απόφαση για διορισμό του ενδιαφερομένου προσώπου αντί του αιτητή. Επρόκειτο για απόφαση πλειοψηφίας.
Το έργο του Δικαστηρίου δεν έχει σχέση με την άποψή του ως προς το που βάραινε η πλάστιγγα. Περιορίζεται στη διακρίβωση της νομιμότητας.
Τέθηκαν σχετικά δύο επί μέρους σημεία. Το πρώτο ήταν ότι η χωρίς αιτιολογία σύσταση, παρόλο που ο Νόμος την επέτρεπε, εδώ δεν μπορούσε να προσμετρήσει ουσιωδώς. Είναι βέβαια αυτονόητο ότι η σημασία της σύστασης συναρτάται με την πειστικότητα της όποιας εξήγησης γι’ αυτήν. Δεν διακρίνεται όμως επ’ αυτού ο,τιδήποτε άτοπο στην προσέγγιση της πλειοψηφίας κατά τη στάθμιση.
6. Το δεύτερο τεθέν σημείο, ήταν ότι η πλειοψηφία δεν θα έπρεπε να λάβει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην προφορική εξέταση που διεξήγαγε. Προβλέπεται στο Άρθρο 34(9) του Νόμου, ότι η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει υπόψη, ανάμεσα σε άλλα, και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Μέρος της οποίας ήταν βέβαια και τα αποτελέσματα της εκεί προφορικής εξέτασης. Ο συνυπολογισμός λοιπόν εκείνων των αποτελεσμάτων ήταν νόμιμος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Ιακωβίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Σ. Νικήτας, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 279/96, ημερ. 19/11/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, κλίμακα Α15.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
[*424]Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων προσέβαλε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, τη δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 1 Μαρτίου 1996, με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Γεώργιος Πουλλής διορίστηκε από 1 Φεβρουαρίου 1996 στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, στην κλίμακα Α.15.
Οι λόγοι τους οποίους ο εφεσείων προέβαλε για ακύρωση της απόφασης ήταν ότι, πρώτο, δεν θα έπρεπε να είχε εξεταστεί η περίπτωση από Συμβουλευτική Επιτροπή κι αυτό διότι, καθώς πρότεινε, επρόκειτο για θέση Προϊσταμένου Τμήματος η οποία, βάσει του άρθρου 32(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε), εξαιρείται από τέτοια διαδικασία· δεύτερο, ότι αν δεν ίσχυε το πρώτο, η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν ήταν νόμιμη αφού, κατά τον εφεσείοντα, δεν έγινε σύμφωνα με το Νόμο· τρίτο, ότι στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. διαδικασία ο Γενικός Διευθυντής, ο οποίος παρέστη ως Προϊστάμενος, δεν είχε δικαίωμα “να προβεί σε κρίση” ως προς την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση αλλά, και να είχε τέτοιο δικαίωμα, θα έπρεπε να την είχε αιτιολογήσει και αυτό δεν το έπραξε, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται συνακόλουθα η εν τέλει σύσταση στην οποία προέβη και η οποία υπό άλλες συνθήκες δεν θα χρειαζόταν αιτιολογία ενόψει του άρθρου 34(9) εφόσον επρόκειτο για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής· και, τέταρτο, ότι εν πάση περιπτώσει τα ενώπιον της Ε.Δ.Υ. στοιχεία, εκείνα που νόμιμα θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, δεν δικαιολογούσαν την προτίμηση για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Οι ίδιοι λόγοι προτάθηκαν και αναπτύχθηκαν, κατόπιν αποτυχίας πρωτόδικα, και ενώπιόν μας. Καταλήξαμε, σε όλους, στην ίδια άποψη με εκείνη του συναδέλφου που επιλήφθηκε της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό.
[*425]Είναι νομίζουμε σαφές ότι η πληρωθείσα θέση δεν ήταν θέση Προϊσταμένου Τμήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου:
“‘Τμήμα’ σημαίνει Τμήμα, Υπηρεσία ή Γραφείο που υπάγεται σε Υπουργείο, όπως θα καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και περιλαμβάνει και το Γενικό Λογιστήριο.”
Κατ’ ακολουθίαν καθορίστηκαν τα διάφορα Τμήματα με τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91), βάσει του άρθρου 87 του Νόμου. Προβλέπεται στον Καν. 3 ότι:
“Για τους σκοπούς του Νόμου Τμήματα θεωρούνται τα αναφερόμενα στον Πρώτο Πίνακα.”
Στον Πίνακα αναφέρονται, εξαντλητικά, ως Τμήματα του Υπουργείου Παιδείας μόνο τα εξής:
“Υπουργείο Παιδείας:
Σχολή Κωφών
Σχολή Τυφλών
Πολιτιστικές Υπηρεσίες
Τεχνικές Υπηρεσίες
Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών.”
Η εισήγηση που υποβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντος ότι παρά τις διατάξεις αυτές θα πρέπει κανείς να ανατρέξει γενικότερα στο καθεστώς παιδείας όπως αυτό διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα της θέσπισης του περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και περί Υπουργείου Παιδείας Νόμου του 1965 (Ν. 12/65 όπως τροποποιήθηκε) ώστε να κατατάξει τη θέση σε ό,τι ενδεχομένως θα διακρίνει ως την όλη δομή, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτή γιατί αυτό θα σήμαινε αναίρεση των εν λόγω ρητών διατάξεων. Έγινε αναφορά και στον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 1996, για συγκριτική θεώρηση της θέσης, χωρίς όμως να προκύψει ο,τιδήποτε επί του προκειμένου. Ούτε και είναι δυνατό να αποδεχθούμε την επιπλέον εισήγηση ότι το θέμα εδώ ρυθμίζεται από το ίδιο το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης το οποίο, όπως ορίζει το άρθρο 27 του Νόμου, καταρτίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο με Κανονισμό. Αναφέρεται στο σχέδιο, σε σχέση με τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης, πως ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης “Προΐσταται της Διευθύνσεως Μέσης Γενικής [*426]Εκπαιδεύσεως”. Κατά την εισήγηση, η εν λόγω Διεύθυνση καθίσταται ως εκ τούτου “Τμήμα” αφού έχει προϊστάμενο. Επισημαίνουμε ότι η θέση “δημιουργείται με νόμο που καθορίζει τον τίτλο και το μισθό ή τη μισθοδοτική κλίμακα της θέσης”: άρθρο 21. Και ο Κανονισμός, που αφορά το σχέδιο υπηρεσίας, καθορίζει “Τα γενικά καθήκοντα και ευθύνες κάποιας θέσης και τα προσόντα που απαιτούνται .....”. Εξ ορισμού το σχέδιο υπηρεσίας λειτουργεί εντός της θέσης στην οποία αυτά ανήκουν. Δεν προορίζεται ως μέσο καθορισμού της δομής στην οποία η θέση εντάσσεται. Και δεν μπορούσε να καθορίσει, για τους σκοπούς του άρθρου 2, “Τμήμα” στο οποίο να ανήκε η θέση αφού αφορά μόνο στα εσωτερικά της γνωρίσματα. Χρειαζόταν λοιπόν Συμβουλευτική Επιτροπή.
Ως προς τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με δεδομένο ότι δεν ήταν δυνατό να συσταθεί βάσει του άρθρου 32(1)(α) αφού δεν υπήρχαν στο Υπουργείο τέσσερις άλλοι κατά σειρά λειτουργοί που να ακολουθούσαν ιεραρχικά το Γενικό Διευθυντή, όπως εκεί ορίζεται, και επομένως εφαρμογή είχε το εδάφιο (3) υπό το κράτος πάντοτε του εδαφίου (2), σύμφωνα με το οποίο τα μέλη “σε όλες τις περιπτώσεις πρέπει να κατέχουν θέση ή τάξη ιεραρχικά ανώτερη από τη θέση που θα πληρωθεί”, η εν προκειμένω σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με μέλη τρεις άλλους ομοιόβαθμους Γενικούς Διευθυντές και το Γενικό Ελεγκτή, ήταν νόμιμη. Δεν μπορούμε να δεχθούμε την εισήγηση ότι τα μέλη της Συμβουλευτικής θα έπρεπε οπωσδήποτε να κατείχαν θέσεις ιεραρχικά αμέσως κατώτερες από εκείνη του Γενικού Διευθυντή που ήταν ο πρόεδρος. Το ότι το εδάφιο (1) του άρθρου 32, το οποίο εδώ δεν ίσχυε, προβλέπει τέτοια σειρά, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει αυτή να υποτεθεί και στην περίπτωση του εδαφίου (3) παρόλον που δεν την προβλέπει.
Ούτε και στο ρόλο του Γενικού Διευθυντή ενώπιον της Ε.Δ.Υ. διακρίνουμε οποιαδήποτε πλημμέλεια. Φαίνεται από το σχετικό πρακτικό ότι η αξιολόγηση στην οποία προέβη, η όντως αναιτιολόγητη, δεν αποτέλεσε στοιχείο κρίσης αλλά μόνο βοήθημα για την Ε.Δ.Υ. να σχηματίσει τη δική της άποψη η οποία, ας σημειωθεί, διέφερε από εκείνη του Γενικού Διευθυντή πλην στην περίπτωση του εφεσείοντος. Έτσι άλλωστε ήταν που η Ολομέλεια αντιμετώπισε τέτοιου είδους ζήτημα στην Ιακωβίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28. Ως προς την εν συνεχεία σύσταση του Γενικού Διευθυντή, παρατηρούμε πως αυτή διατυπώθηκε χωρίς να συνοδεύεται από αιτιολογία. Δεν την απαιτεί σε τέτοια περίπτωση ο Νόμος. Και δεν νομίζουμε πως δικαιολογείται η σύνδεση με ό,τι ο Γενικός Διευθυντής [*427]ενωρίτερα ανέφερε προς υποβοήθηση του έργου της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με την προφορική εξέταση. Θεωρούμε λοιπόν νόμιμη τη σύσταση.
Απομένει το κατά πόσο τα όσα συνέθεταν την περίπτωση εύλογα τα αντίκρυσε η Ε.Δ.Υ. για να καταλήξει στην απόφαση για διορισμό του ενδιαφερομένου προσώπου αντί του αιτητή. Επρόκειτο για απόφαση πλειοψηφίας. Το μέλος της Ε.Δ.Υ. Α. Καραγιώργης υποστήριξε την επιλογή του αιτητή. Πλειοψηφία και μειοψηφία στάθμισαν με προσοχή ό,τι μπορούσε να προσμετρήσει στο αποτέλεσμα και το εξήγησαν με σαφήνεια. Επρόκειτο για έργο λεπτό και δύσκολο. Το δικό μας δεν έχει σχέση με την άποψή μας ως προς το που βάραινε η πλάστιγγα. Περιορίζεται στη διακρίβωση της νομιμότητας.
Τέθηκαν σχετικά δύο επί μέρους σημεία. Το πρώτο ήταν ότι η χωρίς αιτιολογία σύσταση, παρόλον που ο Νόμος την επέτρεπε, εδώ δεν μπορούσε να προσμετρήσει ουσιωδώς. Είναι βέβαια αυτονόητο ότι η σημασία της σύστασης συναρτάται με την πειστικότητα της όποιας εξήγησης γι’ αυτήν. Δεν διακρίναμε όμως επ’ αυτού ο,τιδήποτε άτοπο στην προσέγγιση της πλειοψηφίας κατά τη στάθμιση. Το δεύτερο τεθέν σημείο ήταν ότι η πλειοψηφία δεν θα έπρεπε να λάβει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην προφορική εξέταση που διεξήγαγε. Ας σημειωθεί ότι η Συμβουλευτική αξιολόγησε τον αιτητή ως πάρα πολύ καλό και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως εξαίρετο ενώ η Ε.Δ.Υ., στη δική της προφορική εξέταση, βαθμολόγησε και τους δύο ως πάρα πολύ καλούς, με 86 όμως τον αιτητή και 84 το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Προβλέπεται στο άρθρο 34(9) του Νόμου ότι η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει υπόψη, ανάμεσα σε άλλα, και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Μέρος της οποίας ήταν βέβαια και τα αποτελέσματα της εκεί προφορικής εξέτασης. Ο συνυπολογισμός λοιπόν εκείνων των αποτελεσμάτων ήταν νόμιμος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο