Hλιόπουλος Kωνσταντίνος ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (2000) 3 ΑΑΔ 438

(2000) 3 ΑΑΔ 438

[*438]21 Ιουλίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2452)

 

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αιτιολογία ― Απουσία αιτιολογίας της πλειοψηφίας αναφορικά με την απόφασή της που να είναι ικανή να καταστήσει δυνατό τον έλεγχο του Δικαστηρίου ― Δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η αναζήτηση στους φακέλους των δεδομένων που δυνατόν να βάρυναν στην κρίση του διοικητικού οργάνου ― Εκτός αν η αιτιολογία δυνατόν να συμπληρωθεί από αναντίλεκτα στοιχεία που συνθέτουν την υπεροχή του προαχθέντος.

Ο εφεσείων, του οποίου η προσφυγή κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους είχε απορριφθεί πρωτοδικώς, εφεσίβαλε την απόφαση.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, έκανε δεχτή την έφεση και ακύρωσε την διοικητική απόφαση.

Δέχτηκε ως βάσιμο, τον λόγο εφέσεως, που αφορούσε στο αναιτιολόγητο της απόφασης των εφεσιβλήτων να προάξουν το ενδιαφερόμενο μέρος. Τονίστηκε στην απόφαση το γεγονός, ότι η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία, χωρίς την εξειδίκευση συγκεκριμένης αιτιολογίας για την επιλογή του προαχθέντος, αντί του προταθέντος εφεσείοντος από τη μειοψηφία.

Το Δικαστήριο σχολίασε πως δεν αποτελεί δικό του έργο να εντοπίσει από τους φακέλους τα δεδομένα εκείνα που τυχόν βάρυναν στη λήψη της απόφασης. Ως προς το ζήτημα της συμπλήρωσης [*439]της αιτιολογίας από τους φακέλους, αναφέρθηκε πως αυτό είναι δυνατόν εφόσον προκύπτει από στοιχεία που καθιστούν αναντίρρητα δεδομένα υπέρ της υπεροχής του επιλεγέντος.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (Π. Καλλής, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 547/96, ημερ. 7/5/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σταθμού (Λειτουργία) Ηλεκτροπαραγωγός Σταθμός Δεκέλειας.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Στιβαρού για Γ. Κακογιάννη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ημερομηνίας 9.4.96, ο Ανδρέας Κόσσιφος προάχθηκε στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σταθμού (Λειτουργία) Ηλεκτροπαραγωγός Σταθμός Δεκέλειας.  Εφεσιβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή που ασκήθηκε κατά του κύρους της προαγωγής.

Στη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου συμμετέσχε ο Πρόεδρος και πέντε από τα οκτώ μέλη του. Στο πρακτικό που τηρήθηκε καταγράφονται όσα μελέτησαν και αξιολόγησαν. Θα τα σημειώσουμε ένα προς ένα. Θα γνωρίσουμε έτσι τα επί μέρους στοιχεία και θα μπορέσουμε να αντικρύσουμε στην ορθή της διάσταση την εισήγηση πως, σε τελική ανάλυση, βρισκόμαστε μπροστά σε μια εντελώς αναιτιολόγητη απόφαση. Αυτά ήταν:

(α)   Η εισήγηση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής για  προαγωγές Επιστημονικού Προσωπικού. Η Επιτροπή αυτή απο[*440]τελείτο από διευθυντικά στελέχη της Αρχής και εκπροσώπους των Συντεχνιών των Υπαλλήλων. Έκρινε τρεις ως επικρατέστερους και τους ανέφερε με αλφαβητική σειρά. Τον εφεσείοντα, τον προαχθέντα και τρίτο. Όπως σημείωσε, καθοδηγήθηκε από την πείρα, την αξία και την ικανότητά τους στην υπηρεσία. Εκείνο που προσλαμβάνει σημασία σε ό,τι αφορά στις διεκδικήσεις των μερών, είναι οι απόψεις τις οποίες εξέφρασε ενώπιον της Επιτροπής, όπως τις κατέγραψε στα πρακτικά της, ο Διευθυντής του Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού Δεκέλειας. Πληροφόρησε την Επιτροπή πως και οι δυο είχαν ευρύτατη πείρα στο τμήμα λειτουργίας των σταθμών και περαιτέρω πως, ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε “ευρεία πείρα στο τμήμα συντήρησης οργάνων του σταθμού”, ο εφεσείων είχε “ευρύτατη πείρα στο τμήμα ηλεκτρολογικής συντήρησης σταθμού”. Διατύπωσε όμως και περαιτέρω αξιολογικές κρίσεις, σαφώς θεωρώντας τον εφεσείοντα ως υπέρτερο. Τις οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες του ενδιαφερομένου προσώπου τις χαρακτήρισε ως πολύ καλές. Εκείνες του εφεσείοντα ως εξαιρετικές και πολύ καλές αντιστοίχως. Τελικά, έβλεπε διαφορά και σε σχέση με την απόδοσή τους. Εκείνη του ενδιαφερομένου προσώπου ήταν, όπως ανέφερε, πολύ ικανοποιητική. Του εφεσείοντα, εξαιρετική.

(β)   Η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής για θέματα προσωπικού. Αυτή η Υπεπιτροπή απαρτιζόταν από τον Πρόεδρο και άλλα δυο μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής οι οποίοι και συμμετέσχαν στη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας ως έρεισμά της, μεταξύ άλλων φυσικά, και τη σύστασή τους. Η Υπεπιτροπή, αφού όπως αναφέρει μελέτησε όλα τα στοιχεία, κατέληξε πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν ο καλύτερος διαθέσιμος υποψήφιος. Τι τον ξεχώριζε, δεν εξήγησε. Παραθέτει όμως στο πρακτικό της τις απόψεις του Διευθυντή της Αρχής σύμφωνα με τις οποίες το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερέχει των άλλων “σε αρχαιότητα και πείρα η δε αξία, επίδοση και απόδοσή του στην υπηρεσία είναι ίση με τους άλλους δυο υποψήφιους.”

(γ)   Τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων, ο προσωπικός τους φάκελος, η πείρα, η αξία, ικανότητα, αρχαιότητα στην Αρχή, τα προσόντα τους σε συσχετισμό προς το σχέδιο υπηρεσίας, η επίδοσή τους στην υπηρεσία, η σύσταση του Διευθυντή όπως την επανέλαβε και ενώπιόν του Διοικητικού Συμβουλίου και οι εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης για τους υποψηφίους.

[*441]Ακολουθεί, ως δεύτερο μέρος, η απόφαση που λήφθηκε. Σημειώνεται στο πρακτικό πως έγιναν διαβουλεύσεις αλλά αυτή η προσθήκη δεν διαφωτίζει. Δεν αναφέρεται το περιεχόμενό τους. Έγινε ψηφοφορία και, με πέντε ψήφους υπέρ και μια εναντίον, επελέγη το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Τι ήταν εκείνο που μέτρησε στη σκέψη των μελών δεν είναι δυνατό να εξαχθεί από το ίδιο το πρακτικό. Το πρώτο μέρος του, η απαρίθμηση δηλαδή των στοιχείων που μελετήθηκαν και αξιολογήθηκαν, ήταν κοινό για όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Εν τούτοις, στη βάση αυτού του κοινού υπόβαθρου, εκδηλώθηκε διαφωνία η αιτία της οποίας παραμένει άγνωστη.

Είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορεί, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Επίσης πως δεν αναμένεται, κατά την αιτιολόγηση, να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων. Αναμένεται όμως να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, το θέσαμε ως εξής:

Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς το τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου. Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959 σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου “για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή”. (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. [*442]Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56).”

Στην πρωτόδικη απόφαση αναφέρονται ουσιώδη πράγματι δεδομένα αλλά αγόμεθα σε διαφορετική κατάληξη σε σχέση με την επενέργειά τους. Τα ακαδημαϊκά προσόντα ήταν ένα από τα στοιχεία στα οποία παρέπεμψε το Διοικητικό Συμβούλιο.  Όμως, όπως αναγνωρίζεται και στην πρωτόδικη απόφαση, υπερέχει σ’ αυτά ο εφεσείων.  Το σχέδιο υπηρεσίας δεν παρέχει πλεονέκτημα για τέτοιο λόγο και είναι ορθό πως υπεροχή σ΄αυτό τον τομέα μπορεί, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, να μην θεμελιώνει έκδηλη υπεροχή, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως.  Αυτά όμως δεν μπορούν να είναι απάντηση όταν το ζητούμενο είναι η αιτιολογία της απόφασης. Εκείνο που με ασφάλεια μπορεί να λεχθεί είναι πως τα προσόντα των υποψηφίων δεν προσφέρονται ως αιτιολογικό στήριγμα της κρίσης ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν ο καλύτερος.

Ισχύει το ίδιο και σε σχέση με τις ετήσιες αξιολογήσεις του ενδιαφερομένου προσώπου και του εφεσείοντα. Ο Διευθυντής τους χαρακτήρισε ως ισοδύναμους από αυτή την άποψη και πάνω σ’ αυτή τη βάση δεν μπορεί να ήταν ούτε οι αξιολογήσεις ο παράγων που οδήγησε στην επιλογή που έγινε. Δεν εξαντλείται όμως σ’ αυτά αυτό το θέμα. Εγείρεται περαιτέρω ζήτημα, συναρτημένο και αυτό προς την καθόλου αιτιολόγηση της απόφασης. Στην πραγματικότητα οι αξιολογήσεις του εφεσείοντα ήταν καλύτερες. Τα στοιχεία καταγράφονται στην πρωτόδικη αποφαση. Για τα χρόνια 1990 - 1994 που λήφθηκαν υπόψη, ο εφεσείων είχε βαθμολογηθεί 11 φορές με “Α” και 29 φορές με Β+. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πέντε φορές με Α, 34 φορές με Β+ και μια με Β. Στην πρωτόδικη απόφαση, ενώ σημειώνεται πως “δεν υπάρχει φόρμουλα για εξαγωγή της γενικής βαθμολογίας”, γίνεται αναφορά σε νομολογία που αναφέρεται στη σημασία της γενικής εικόνας που παρουσιάζει η συνολική βαθμολογία, στο πλαίσιο του τότε ισχύοντος συστήματος αξιολόγησης στη δημόσια υπηρεσία.  Και αφού αναγνωρίζεται πως “ο αιτητής υπερέχει ελαφρώς σε ό,τι αφορά ορισμένα από τα κριτήρια”, θεωρείται ότι “η γενική συνολική εικόνα που αναδύεται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις είναι εκείνη του ‘πολύ ικανοποιητικός’ και θέτει επομένως τους δυο υποψηφίους περίπου στην ίδια μοίρα”. Η υπεροχή που σημειώθηκε, όπως εξηγήθηκε, δεν προσδίδει έκδηλη υπεροχή στον εφεσείοντα. Ήταν και η εκτίμηση του Διευθυντή ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου πως ήταν ισοδύναμοι, αλλά υπήρχε και διαφορετική ερμηνεία των δεδομένων. Ο Διευθυντής του Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού Δεκέλειας, όπως είδαμε, αναφέρθηκε σε εξαιρετική επίδοση του εφεσεί[*443]οντα και σε πολύ ικανοποιητική του ενδιαφερομένου προσώπου. Περαιτέρω, σε εξαιρετικές οργανωτικές ικανότητες του εφεσείοντα και πολύ καλές του ενδιαφερομένου προσώπου, τομέας που ενόψει των καθηκόντων της θέσης όπως τα καταγράφει το σχέδιο υπηρεσίας, προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία. Πώς αξιολογήθηκαν αυτά τα δεδομένα, τι ακριβώς έκρινε το Διοικητικό Συμβούλιο ως βαρύνον ή ως ορθό ενόψει, μάλιστα, των διαφορετικών εκτιμήσεων που διατυπώθηκαν ενώπιόν του και ποια ήταν τελικά η βάση πάνω στην οποία προχώρησε, στην απουσία εξήγησης, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Όπως δε και στην περίπτωση των προσόντων, αφού αποκαλύπτεται κενό αιτιολογίας δεν παρέχεται δυνατότητα αναζήτησης από το Δικαστήριο της συγκριτικής αξίας των μελών και ενδεχόμενης έκδηλης υπεροχής του εφεσείοντα.

Έχουμε άλλη γνώμη και σε σχέση με την πείρα. Τα δεδομένα τα έχουμε παραθέσει. Ο Διευθυντής του Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού Δεκέλειας τους εξομοίωσε ως προς την πείρα στο τμήμα λειτουργίας των σταθμών και είναι ορθή η επισήμανση στην πρωτόδικη απόφαση πως, από εκεί και πέρα, αναφέρθηκε στην πείρα τους σε διαφορετικά τμήματα με επακόλουθο να μην είναι δυνατή περαιτέρω σύγκριση.  Θα αναμέναμε διευκρίνιση του θέματος αλλά στη βάση της πιο πάνω διατύπωσης δεν μπορεί να εξαχθεί υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου σε πείρα. Σε υπέρτερη πείρα του αναφέρθηκε ο Διευθυντής της Αρχής χωρίς όμως οποιαδήποτε εξήγηση ή εξειδίκευση ή συσχετισμό προς τα άλλα που δηλώθηκαν για τη συγκριτική πείρα τους. Στην πρωτόδικη απόφαση διαπιστώνεται πως η υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου σε πείρα υποστηρίζεται πλήρως από τα στοιχεία του φακέλου, ειδικά την περισσότερη υπηρεσία του ενδιαφερομένου προσώπου σε ψηλόβαθμη θέση με πολύ ικανοποιητική απόδοση.  Δεν μπορούμε όμως να δεκτούμε πως δικαιολογείται να αποδοθεί στο διευθυντή αυτή η σκέψη. Ούτε, κατ’ επέκταση, στο Διοικητικό Συμβούλιο που δεν εζήτησε καμιά διευκρίνιση ούτε αναφέρθηκε στο θέμα. Όπως σημειώσαμε, έκαμε, όπως και για όλα τα άλλα, γενική αναφορά στην πείρα, για να έχουμε μάλιστα στο τέλος, ως επιστέγασμα του ίδιου ακριβώς πρακτικού, τη διαφωνία που εκδηλώθηκε κατά τη ψηφοφορία.  Σημειώνουμε συναφώς πως ο εφεσείων εισηγείται πως δεν θα ήταν και επιτρεπτό καν να ληφθεί υπόψη, για οποιονδήποτε λόγο, η μακρύτερη υπηρεσία του ενδιαφερομένου προσώπου σε ψηλόβαθμη θέση. Αυτό γιατί δυο προαγωγές του ενδιαφερομένου προσώπου ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο ως αποτέλεσμα των προσφυγών 116/92 και 128/94. Ενόψει όμως των πιο πάνω δεν εγείρεται για εξέταση αυτό το ιδιαίτερο θέμα.

[*444]Καταλήγουμε πως η προσβαλόμενη απόφαση, ως αναιτιολόγητη, πρέπει να ακυρωθεί. Έχουν εγερθεί και άλλα ζητήματα αλλά δεν χρειάζεται να τα διερευνήσουμε. Το ένα αναφέρεται στο γεγονός της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης κατά τη συγκεκριμένη συνεδρία του διοικητικού συμβουλίου και το δεύτερο στη βαθμολογία του ενδιαφερομένου προσώπου, σε ένα στοιχείο, το 1994. Δεν εξυπηρετεί ενόψει της κατάληξής μας να επεκταθούμε προς τέτοιες κατευθύνσεις.

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο