(2000) 3 ΑΑΔ 480
[*480]25 Σεπτεμβρίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ,
2. INTERWOOD TRADING LIMITED,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2344)
Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ― Ο περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμος (Κεφ.199) ― Άρθρο 44 ― Καθορισμός για σκοπούς του Νόμου του «κάτοικου Κύπρου»― Εξουσία που ασκείται με την έκδοση οδηγιών δυνάμει του άρθρου αυτού ― Βάσει τέτοιων οδηγιών μέτοχος υπεράκτιας εταιρείας θεωρήθηκε κάτοικος Κύπρου, όπως και η εταιρεία του ― Ισχυρισμός περί παραβίασης κεκτημένου δικαιώματος απορρίφθηκε ― Ανασκόπηση της νομολογίας, ως προς τη δυνατότητα αλλαγής της διοικητικής πρακτικής.
Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ― Τροποποίηση καθεστώτος ελέγχου συναλλάγματος για νυμφευμένους με Κύπριες ― Ισχυρισμός περί παραβίασης της Συμφωνίας Αμοιβαίας Προώθησης και Προστασίας των Επενδύσεων μεταξύ Κύπρου - Ελλάδος, παραγνωρίζει το γεγονός ότι η συμφωνία προστατεύει «επενδύσεις» στο έδαφος της Κύπρου, πράγμα που δεν αφορά υπεράκτια εταιρεία.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία η προσφυγή τους κατά της απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας να τους θεωρήσει, βάσει οδηγιών, για σκοπούς ελέγχου συναλλάγματος δυνάμει του Άρθρου 44 του Κεφ. 199, ως κάτοικους Κύπρου, απορρίφθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
[*481]1. Με τον πρώτο λόγο έφεσης εκλαμβάνεται πως θίγηκαν κεκτημένα δικαιώματα των αιτητών. Και, ενόψει τούτου, θεωρείται πως η "δήλωση πολιτικής", όπως χαρακτηρίστηκαν οι οδηγίες αναφορικά με το ποιοι θα θεωρούνταν ως κάτοικοι Κύπρου, ήταν ανεφάρμοστη για τους αιτητές. Όπως το θέτουν στο περίγραμμά τους, επειδή "ουδέποτε δημοσιεύθηκε ή κατέστη με άλλο τρόπο γνωστή στο ευρύ κοινό". Παρέπεμψαν σε αποφάσεις αναφορικά με τη δυνατότητα ελέγχου διοικητικής πολιτικής, όχι αυτοτελώς αλλά όταν αυτή υιοθετείται και ενσωματώνεται σε διοικητική πράξη. Kατά τα λοιπά, ως προς την ουσία δηλαδή του επιχειρήματος, επικαλέστηκαν νομολογία ως προς την υποχρέωση της διοίκησης να επιδεικνύει ότι περιεκτικά αποδίδεται με τον όρο "καλή πίστη". Eιδικότερα, αναφέρθηκαν στην απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου στην Α-G of Hong Kong v. Ng Yuen Shiu [1983] 2 A.C. 629, στην οποία επαναλήφθηκε η αρχή πως η διοίκηση δεσμεύεται από διακηρύξεις της ("undertakings") αναφορικά με τη διαδικασία που θα ακολουθήσει, νοουμένου ότι αυτή δεν προσκρούει στο καθήκον της. Στην πιο πάνω υπόθεση αποδοκιμάστηκε η μη παροχή στον αιτητή ευκαιρίας να ακουστεί, όχι γιατί γενικώς είχε τέτοιο δικαίωμα στην περίπτωση αλλά γιατί θεμελιώθηκε έννομη προσδοκία του (legitimate expectation) ότι θα ακουόταν, ενόψει προηγούμενων δεσμεύσεων που ανακοινώθηκαν.
Δεν έχει τεκμηριωθεί καμιά από τις προϋποθέσεις στις οποίες οι εφεσείοντες στήριξαν τα επιχειρήματά τους. Στην έκταση που υπονοούν πως απέκτησαν δικαίωμα αναφαίρετο, σε κάθε περίπτωση, να θεωρούνται μη κάτοικοι της Κύπρου εσαεί, παραγνωρίζουν σειρά αποφάσεών, στις οποίες δεν έχουν αναφερθεί, αναφορικά με την αντιδιαστολή των κεκτημένων δικαιωμάτων προς την απλή προσδοκία απόκτησής τους και συνεπώς την αρχή πως κανένας δεν έχει κεκτημένο δικαίωμα στη μη αλλαγή ορισμένης νομοθετικής ρύθμισης. Eπίσης παραγνωρίζουν τη νομολογία αναφορικά με τη δυνατότητα πρόσδοσης αναδρομικής ισχύος σε νομοθετική ρύθμιση, εκτός στις ειδικές περιπτώσεις όπου αυτό αποκλείεται από το Σύνταγμα, η οποία εξυπακούει και δυνατότητα κατάργησης κτηθέντων δικαιωμάτων.
Στην παρούσα υπόθεση και εφόσον δεν προσεγγιστούν οι οδηγίες αναφορικά με το πότε ένας θεωρείται ως κάτοικος Κύπρου για τους σκοπούς του Νόμου, ως κανονιστικού περιεχομένου, αυτές υπόκεινται σε διαφοροποίηση. Δεν εκδίδονται για να αποτελέσουν οριστική ρύθμιση. Κατά το Άρθρο 26(1) του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1:
"όταν νόμος παρέχει εξουσία ή επιβάλλει καθήκον, εκτός εάν φαίνεται το αντίθετο, η εξουσία δύναται να ασκηθεί και το καθήκον θα εκτελείται από καιρό σε καιρό, όταν καθίσταται αναγκαίο."
[*482] Δεν υποστηρίκτηκε και δεν μπορεί να εντοπιστεί αντίθετη πρόθεση ως προς την εξουσία που παρέχει το Άρθρο 44. Τουναντίον, σύμφωνα με το Άρθρο 40(α)(β) του Κεφ. 199, οδηγίες που εκδίδονται βάσει οποιασδήποτε διαταγής του, "δύνανται να ανακληθούν ή τροποποιηθούν από μεταγενέστερες οδηγίες."
2. Το πρώτο που πρέπει να εξεταστεί είναι το θέμα που εγείρεται με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν πως η πρωτόδικη απόφαση ήταν αντιφατική γιατί απέρριψε τον ισχυρισμό ότι υπήρχε κατάχρηση εξουσίας ενώ δέχτηκε, σε άλλο σημείο, πως δεν διεξάχθηκε η δέουσα έρευνα. Υπάρχει παρανόηση. Στην πρωτόδικη απόφαση πράγματι αναφέρεται πως δεν εξετάστηκαν οι περίοδοι απουσίας του αιτητή 1 στο εξωτερικό και το γεγονός ότι ουδέποτε εξέφρασε την επιθυμία ή την πρόθεση ή αποτάθηκε για την απόκτηση κυπριακής ιθαγένειας. Δεν καταλογίστηκε όμως ελλιπής έρευνα, δεν υπάρχει αντίφαση και δεν πάσχει η υπαγωγή της περίπτωσης στη νέα ρύθμιση. Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση τα πιο πάνω ήταν άσχετα αφού δεν αντιστοιχούσαν σε οποιοδήποτε από τους όρους που καθορίστηκε να διέπουν το θέμα, βάσει των οποίων ο αιτητής 1 ορθά θεωρήθηκε, για τους σκοπούς του νόμου, κάτοικος Κύπρου.
3. Σε σχέση τώρα με την καλή πίστη ή, στο ίδιο πλαίσιο, της έννομης προσδοκίας που επικαλούνται οι εφεσείοντες. Προκύπτει και από τη βιβλιογραφία και τη νομολογία στην οποία παρέπεμψαν οι εφεσείοντες, πως μπορεί να τίθεται ζήτημα τέτοιας προσδοκίας ή γενικότερα κακής πίστης ή αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης όταν με τη στάση της δημιούργησε ορισμένη εντύπωση ως προς τον τρόπο χειρισμού ορισμένου θέματος. Δεν είναι σε καμιά περίπτωση αντιφατική ή γενικότερα κακόπιστη ή καταλυτική έννομων προσδοκιών αυτή καθ’ εαυτή η άσκηση εξουσίας προς ουσιαστική ρύθμιση ορισμένου θέματος, όταν η διοίκηση έχει εκ του νόμου εξουσία νέων ρυθμίσεων. Σε τέτοια περίπτωση, κάθε υφιστάμενη ρύθμιση και, κατά συνέπεια, κάθε επίπτωσή της, ευνοϊκή ή δυσμενής για τα πρόσωπα στα οποία αφορά, διαρκεί ενόσω δεν διαφοροποιείται, κατά τη δυναμική που ενυπάρχει, σύμφωνα με την εξουσιοδότηση που παρέχει ο νόμος.
Δεν έχουμε στην προκειμένη περίπτωση δήλωση ή παράσταση ή άλλη συμπεριφορά της διοίκησης προς οποιαδήποτε κατεύθυνση και καμιά δέσμευσή της που θα ήταν δυνατό να δημιουργήσει ζήτημα αντιφατικής δράσης ή έννομης προσδοκίας ως στοιχείο της άποψης πως πάσχει η διοικητική ενέργεια κατά την αρχή της καλής πίστης. Ό,τι έχουμε είναι άσκηση εξουσίας προς διαφορετική ρύθμιση ορισμένης κατάστασης, όπως την παρέχει ο Νόμος, όταν διαπι[*483]στώθηκε πως αυτό επιβάλλει η θεμελιώδης αρχή της ισότητας. Επίσης, δεν έχει καταδειχθεί, με αναφορά σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο, πως για να ήταν έγκυρη η αλλαγή θα έπρεπε πρώτα να δημοσιευθεί ή να καταστεί με άλλο τρόπο, ειδικά ή ευρύτερα, γνωστή. Ούτε απασχόλησε κατά την προώθηση αυτής της θέσης το Άρθρο 40(2)(γ) του Κεφ. 199 σύμφωνα με το οποίο οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει οποιασδήποτε διάταξής του, δίδονται στα πρόσωπα εκείνα και με τον τρόπο που κρίνεται κατάλληλος και "αν δίδονται με τον τρόπο αυτό είναι έγκυρες για όλους τους σκοπούς".
4. Τα υπόλοιπα από τους λόγους έφεσης αφορούν στη Συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για την Αμοιβαία Προώθηση και Προστασία των Επενδύσεων που συνομολογήθηκε και δημοσιεύθηκε, δυνάμει του Αρθρου 169.1 του Συντάγματος, στις 8.5.92. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν πως η νέα ρύθμιση προσκρούει στα συνομολογηθέντα και βάλλει κατά της πρωτόδικης απόφασης με την εισήγηση πως είναι αναιτιολόγητη και αντιφατική με συνέπεια να καθίσταται ακατανόητο το σκεπτικό της απόρριψης του επιχειρήματός τους.
Είναι ιδιαίτερα συνοπτική η πρωτόδικη απόφαση πάνω σ’ αυτό το θέμα. Εξηγείται σ’ αυτήν πως η συμφωνία δεν καλύπτει την περίπτωση του αιτητή 1, ο οποίος την είχε επικαλεστεί ως έλληνας πολίτης, αφού "το νομικό καθεστώς υπό το οποίο εκινούντο οι επιχειρήσεις του ήταν αυτό της υπεράκτιας εταιρείας" οπότε εφαρμόστηκε ό,τι ίσχυε για "ξένες εταιρείες". Οι καθ’ ων η αίτηση υπέδειξαν, υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, πως ήταν εύστοχη η εξήγηση που δόθηκε πρωτοδίκως αφού, όπως υποστήριξαν, δεν υπάρχει στην περίπτωση "επένδυση" προστατευόμενη από τη Συμφωνία. Η Συμφωνία αναφέρεται σε επενδύσεις στο έδαφος της Κύπρου και όλες ανεξαιρέτως οι δραστηριότητες των αιτητών 2, τις μετοχές των οποίων ο αιτητής 1 προβάλλει ως "επενδύσεις", διεξάγονταν αποκλειστικά στο εξωτερικό ενώ, παράλληλα, απαγορευόταν η χρηματοδότησή τους από Κυπριακές πηγές. Ο αιτητής 1 εμφανίζει "επενδύσεις" του να έχουν επηρεαστεί επειδή οι αιτητές 2 δεν θα λειτουργούσαν πλέον ως υπεράκτια εταιρεία παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι οι νέες οδηγίες, στην πραγματικότητα, αφορούσαν όχι στις μετοχές του αλλά στον ίδιο και στο καθεστώς του ως κατοίκου της Κύπρου. Είναι επειδή ο ίδιος, όπως και κάθε άλλος στη θέση του χωρίς εξαίρεση, κατά ενάσκηση εξουσίας που παρέχει ο Νόμος, θεωρείται ως μη δικαιούμενος ορισμένης μεταχείρισης για συναλλαγματικούς σκοπούς που επήλθαν οι επιπτώσεις και στο καθεστώς των αιτητών 2.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
[*484]Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Foodpax Ltd and Others v. Δημοκρατία (1989) 3 Α.Α.Δ. 1922,
Savvidou v. Republic (1970) 3 C.L.R. 118,
Pernaros v. Republic (1975) 3 C.L.R. 175,
Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220,
Kyriakou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1845,
Tingiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181,
Ιεροπούλου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3913,
UniStores (Bonded & General) Ltd v. Δήμου Λευκωσίας, (1992) 4 Α.Α.Δ. 2268,
A-G of Hong Kong v. Ng Yuen Shiu (1983) 2 A.C. 629,
Stavrou and Another v. Republic (1986) 3 C.L.R. 276,
Meleti and Others v. Cyprus Port Authority (1986) 3 C.L.R. 418,
Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332,
Costa and Others v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2000,
Papanicopoulos and Others v. Morphou Cooperative Credit Society (1986) 1 C.L.R. 288,
Pantazi v. Bata (Cyprus) Ltd (1987) 1 C.L.R. 350,
Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γ. Παπαδόπουλος, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 1008/94, ημερ. 10/9/96, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της απόφασης απόδοσης σ’ αυτούς της ιδιότητας του κατοίκου της Κύπρου.
[*485]Κ. Γεωργίου με Χρ. Χριστοφή για Α. Νεοκλέους, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚHTAΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής 1, ως έλληνας πολίτης, εξασφάλιζε από το 1987 άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας στην Κύπρο. Από το 1989, οπότε χορηγήθηκε άδεια στους αιτητές 2 για έκδοση προς τον αιτητή 1 των 999 από τις 1000 μετοχές τους, αυτοί λειτουργούσαν πάνω σε υπεράκτια βάση. Ο αιτητής 1 και κατ’ επέκταση οι αιτητές 2, στη βάση των τότε ισχυόντων, είχαν το καθεστώς μη κατοίκου της Κύπρου για σκοπούς ελέγχου συναλλάγματος.
Είναι κοινός τόπος πως η εξουσία για τέτοιο καθορισμό ασκείται με την έκδοση οδηγιών δυνάμει του άρθρου 44 του περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμου, Κεφ. 199 από την Κεντρική Τράπεζα και δεν αμφισβητείται αυτή καθ’ εαυτή η δυνατότητα ρύθμισης αναφορικά με το ποιος θεωρείται για όλους ή οποιουσδήποτε από τους σκοπούς του Νόμου, ως κάτοικος της Κύπρου. Υπό αμφισβήτηση τίθεται η αλλαγή που επήλθε από το 1993.
Η αλλαγή δεν αφορούσε ειδικά στους αιτητές. Συσχετίστηκε η ρύθμιση προς άλλες, κρίθηκε ότι εδημιουργείτο καθεστώς ανισότητας σε βάρος άλλης κατηγορίας προσώπων και αποφασίστηκε νέος καθορισμός. Αλλοδαποί νυμφευόμενοι με Κυπρίες θα θεωρούνταν μόνιμοι κάτοικοι με την πάροδο πέντε χρόνων από την εγκατάστασή τους στην Κύπρο. Το ίδιο αν νυμφεύονταν στην Κύπρο με Κυπρίες με την πάροδο πέντε χρόνων από το γάμο τους. Είναι σαφές πως αυτά δεν έχουν σχέση προς τις γενικές αρχές στη βάση των οποίων προσδιορίζεται το καθεστώς του μόνιμου κατοίκου. Οι όροι που χρησιμοποιούνται είναι καθαρά τεχνικοί, προσαρμοσμένοι στις ιδιαίτερες ανάγκες της νομοθεσίας για τους σκοπούς της οποίας εισάγονται.
Ο αιτητής 1 νυμφεύθηκε στην Κύπρο με Κυπρία το 1987 και, με επιστολή της Κεντρικής Τράπεζας ημερομηνίας 29.9.94, ενημερώθηκε ως εξής:
[*486]“Με τα δεδομένα της περίπτωσής σας θεωρείστε για συναλλαγματικούς σκοπούς κάτοικος Κύπρου.”
Επισημάνθηκε, στην ίδια επιστολή, ότι και οι αιτητές 2 θα θεωρούνταν πλέον ως κάτοικοι Κύπρου και τους γνωστοποιήθηκαν οι συνέπειες και οι περιορισμοί που προέκυπταν.
Στην προσφυγή που άσκησαν διατυπώθηκαν τέσσερα αιτήματα. Το πρώτο αφορούσε στην απόδοση στους αιτητές της ιδιότητας του κατοίκου της Κύπρου. Τα άλλα αφορούσαν στις επιπτώσεις, ειδικά στη δυνατότητα διατήρησης λογαριασμού σε ξένο συνάλλαγμα χωρίς άδεια από την Κεντρική Τράπεζα και τέθηκε πρωτοδίκως θέμα αναφορικά με το κατά πόσο συνιστούσαν εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Ο συνάδελφός μας έκρινε πως ήταν εκτελεστή μόνο η απόφαση σύμφωνα με την οποία ο αιτητής 1 θα εθεωρείτο κάτοικος Κύπρου. Όσα ακολούθησαν ήταν πράξεις εκτέλεσης και οι θεραπείες 2 μέχρι 4 κρίθηκαν απαράδεκτες. Δεν εγείρεται στην έφεση, από οποιαδήποτε πλευρά, ζήτημα αναφορικά με αυτή τη ταξινόμηση και οφείλουμε να προχωρήσουμε πάνω στη βάση της. Εννοείται, όμως, με γνώμονα την αληθινή έννοια της νομοθετικής ρύθμισης που διέπει την περίπτωση.
Το πρώτο που πρέπει να εξεταστεί είναι το θέμα που εγείρεται με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν πως η πρωτόδικη απόφαση ήταν αντιφατική γιατί απέρριψε τον ισχυρισμό ότι υπήρχε κατάχρηση εξουσίας ενώ δέκτηκε, σε άλλο σημείο, πως δεν διεξάχθηκε η δέουσα έρευνα. Υπάρχει παρανόηση. Στην πρωτόδικη απόφαση πράγματι αναφέρεται πως δεν εξετάστηκαν οι περίοδοι απουσίας του αιτητή 1 στο εξωτερικό και το γεγονός ότι ουδέποτε εξέφρασε την επιθυμία ή την πρόθεση ή αποτάθηκε για την απόκτηση κυπριακής ιθαγένειας. Δεν καταλογίστηκε όμως ελλιπής έρευνα, δεν υπάρχει αντίφαση και δεν πάσχει η υπαγωγή της περίπτωσης στη νέα ρύθμιση. Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση τα πιο πάνω ήταν άσχετα αφού δεν αντιστοιχούσαν σε οποιοδήποτε από τους όρους που καθορίστηκε να διέπουν το θέμα, βάσει των οποίων ο αιτητής 1 ορθά θεωρήθηκε, για τους σκοπούς του νόμου, κάτοικος Κύπρου.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης εκλαμβάνεται πως θίγηκαν κεκτημένα δικαιώματα των αιτητών. Και, ενόψει τούτου, θεωρείται πως η “δήλωση πολιτικής”, όπως χαρακτηρίστηκαν οι οδηγίες αναφορικά με το ποιοι θα θεωρούνταν ως κάτοικοι Κύπρου, ήταν ανεφάρμοστη για τους αιτητές. Όπως το θέτουν στο περίγραμμά τους, επειδή “ουδέποτε δημοσιεύθηκε ή κατέστη με άλλο τρόπο γνωστή στο [*487]ευρύ κοινό”. Παρέπεμψαν στις υποθέσεις Foodpax Ltd and Others v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1922, Savvidou v. Republic (1970) 3 C.L.R. 118 και Andreas Pernaros v. Republic (Council of Ministers and Others) (1975) 3 C.L.R. 175, αναφορικά με τη δυνατότητα ελέγχου διοικητικής πολιτικής, όχι αυτοτελώς αλλά όταν αυτή υιοθετείται και ενσωματώνεται σε διοικητική πράξη. (Βλ. συναφώς και Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Kyriakou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1845, Tingiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181.) Kατά τα λοιπά, ως προς την ουσία δηλαδή του επιχειρήματος, επικαλέστηκαν πρώτα τους Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο 2η έκδοση σελ. 133 και 134, Ν. Χρ. Χαραλάμπους - Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης σελ. 83 και τις υποθέσεις Φρόσω Ιεροπούλου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3913 και Τhe UniStores (Bonded & General) Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2268. Αφορούν όλα στην υποχρέωση της διοίκησης να επιδεικνύει ότι περιεκτικά αποδίδεται με τον όρο “καλή πίστη”. Επίσης, προς την ίδια κατεύθυνση, τον Sir William Wade, Administrative Law 6η έκδοση σελ. 423 - 424 κάτω από το κεφάλαιο “Inconsistency, unfairness and breach of undertakings”. Eιδικότερα, ως προς τα τελευταία, την απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου στην Α-G of Hong Kong v. Ng Yuen Shiu [1983] 2 A.C. 629, στην οποία επαναλήφθηκε η αρχή πως η διοίκηση δεσμεύεται από διακηρύξεις της (“undertakings”) αναφορικά με τη διαδικασία που θα ακολουθήσει, νοουμένου ότι αυτή δεν προσκρούει στο καθήκον της. Στην πιο πάνω υπόθεση αποδοκιμάστηκε η μη παροχή στον αιτητή ευκαιρίας να ακουστεί όχι γιατί γενικώς είχε τέτοιο δικαίωμα στην περίπτωση αλλά γιατί θεμελιώθηκε έννομη προσδοκία του (legitimate expectation) ότι θα ακουόταν, ενόψει προηγούμενων δεσμεύσεων που ανακοινώθηκαν. (Βλ. και την ανάλυση στον Garner’s Administrative Law 8th ed. σελ. 263).
Δεν έχει τεκμηριωθεί καμιά από τις προϋποθέσεις στις οποίες οι εφεσείοντες στήριξαν τα επιχειρήματά τους. Στην έκταση που υπονοούν πως απέκτησαν δικαίωμα αναφαίρετο, σε κάθε περίπτωση, να θεωρούνται μη κάτοικοι της Κύπρου εσαεί, παραγνωρίζουν σειρά αποφάσεών μας, στις οποίες δεν έχουν αναφερθεί, αναφορικά με την αντιδιαστολή των κεκτημένων δικαιωμάτων προς την απλή προσδοκία απόκτησής τους και συνεπώς την αρχή πως κανένας δεν έχει κεκτημένο [*488]δικαίωμα στη μη αλλαγή ορισμένης νομοθετικής ρύθμισης. Αυτά τονίστηκαν κατ’ επανάληψη στο πλαίσιο της δυνατότητας αλλαγής σχεδίων υπηρεσίας, συνέπεια των οποίων ήταν ο αποκλεισμός προσώπων τα οποία στη βάση των ως τότε ισχυόντων, ήταν προσοντούχοι υποψήφιοι. Εξηγήθηκε, μάλιστα, πως ήταν αβάσιμη και η εισήγηση πως επιβαλλόταν η δημοσίευση των νέων σχεδίων υπηρεσίας. Όπως αποφασίστηκε, δεν προέκυπτε τέτοια υποχρέωση ως όρος για το κύρος της αλλαγής ή το εφαρμόσιμο της αλλαγής. (Βλ. Stavros Stavrou and Another v. Republic (1986) 3 C.L.R. 276, Antonis Meleti and Others v. The Cyprus Port Authority 1986 3 C.L.R. 418, Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332, Costa and Others v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2000.) Eπίσης παραγνωρίζουν τη νομολογία μας αναφορικά με τη δυνατότητα πρόσδοσης αναδρομικής ισχύος σε νομοθετική ρύθμιση, εκτός στις ειδικές περιπτώσεις όπου αυτό αποκλείεται από το Σύνταγμα, η οποία εξυπακούει και δυνατότητα κατάργησης κτηθέντων δικαιωμάτων. Σχετική είναι η απόφαση της Ολομέλειας Savvas Papanicopoulos and Others v. Morphou Cooperative Credit Society (1986) 1 C.L.R. 288 και συναφώς η Μarina Pantazi v. Bata (Cyprus) Ltd (1987) 1 C.L.R. 350 στην οποία αλλοδαποί, ως τότε καλυπτόμενοι, εξαιρέθηκαν από την προστασία της περί Ελέγχου Ενοικιάσεων Νομοθεσίας. (Βλ. συναφώς Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419.)
Στην παρούσα υπόθεση και εφόσον δεν προσεγγίζουμε τις οδηγίες αναφορικά με το πότε ένας θεωρείται ως κάτοικος Κύπρου για τους σκοπούς του Νόμου ως κανονιστικού περιεχομένου, αυτές υπόκεινται σε διαφοροποίηση. Δεν εκδίδονται για να αποτελέσουν οριστική ρύθμιση. Κατά το άρθρο 26(1) του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1
“όταν νόμος παρέχει εξουσία ή επιβάλλει καθήκον, εκτός εάν φαίνεται το αντίθετο, η εξουσία δύναται να ασκηθεί και το καθήκον θα εκτελείται από καιρό σε καιρό όταν καθίσταται αναγκαίο.”
Δεν υποστηρίκτηκε και δεν μπορούμε να εντοπίσουμε αντίθετη πρόθεση ως προς την εξουσία που παρέχει το άρθρο 44. Τουναντίον, σύμφωνα με το άρθρο 40(α)(β) του Κεφ. 199 οδηγίες που εκδίδονται βάσει οποιασδήποτε [*489]διαταγής του, “δύνανται να ανακληθούν ή τροποποιηθούν από μεταγενέστερες οδηγίες.”
Σε σχέση τώρα με την καλή πίστη ή, στο ίδιο πλαίσιο, της έννομης προσδοκίας που επικαλούνται οι εφεσείοντες. Προκύπτει και από τη βιβλιογραφία και τη νομολογία στην οποία παρέπεμψαν οι εφεσείοντες πως μπορεί να τίθεται ζήτημα τέτοιας προσδοκίας ή γενικότερα κακής πίστης ή αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης όταν με τη στάση της δημιούργησε ορισμένη εντύπωση ως προς τον τρόπο χειρισμού ορισμένου θέματος. Δεν είναι σε καμιά περίπτωση αντιφατική ή γενικότερα κακόπιστη ή καταλυτική έννομων προσδοκιών αυτή καθ’ εαυτή η άσκηση εξουσίας προς ουσιαστική ρύθμιση ορισμένου θέματος, όταν η διοίκηση έχει εκ του νόμου εξουσία νέων ρυθμίσεων. Σε τέτοια περίπτωση, κάθε υφιστάμενη ρύθμιση και, κατά συνέπεια, κάθε επίπτωσή της, ευνοϊκή ή δυσμενής για τα πρόσωπα στα οποία αφορά, διαρκεί ενόσω δεν διαφοροποιείται, κατά τη δυναμική που ενυπάρχει, σύμφωνα με την εξουσιοδότηση που παρέχει ο νόμος. Όπως παρατηρεί ο Δαγτόγλου σε ένα σημείο του αποσπάσματος που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες,
“η επιδίωξη δημόσιου συμφέροντος στους διαρκώς μεταβαλλόμενους και διεθνώς επηρεαζομένους όρους της οικονομικής κυρίως ζωής επιβάλλει την ευελιξία, προσαρμοστικότητα και δυνατότητα της διοίκησης να μεταβάλλει πορεία, όπου το κρίνει αναγκαίο”.
(Βλ. επίσης Garner’s (ανωτέρω) σελ. 200 - 211 κάτω από την επικεφαλίδα “Fettering freedom as to exercise of powers by estoppel”, Jurgen Scharze European Administrative Law έκδοση 1992 σελ. 1079 κ.επ. κάτω από τον τίτλο Self-binding by the Authorities and the Protection of Legitimate Expectations και Stephen Weatherill & Paul Beaumont, EU Law, 3η έκδοση 290 κ.επ. κάτω από τον τίτλο “Legitimate Expectations”).
Δεν έχουμε στην προκειμένη περίπτωση δήλωση ή παράσταση ή άλλη συμπεριφορά της διοίκησης προς οποιαδήποτε κατεύθυνση και καμιά δέσμευσή της που θα ήταν δυνατό να δημιουργήσει ζήτημα αντιφατικής [*490]δράσης ή έννομης προσδοκίας ως στοιχείο της άποψης πως πάσχει η διοικητική ενέργεια κατά την αρχή της καλής πίστης. Ό,τι έχουμε είναι άσκηση εξουσίας προς διαφορετική ρύθμιση ορισμένης κατάστασης, όπως την παρέχει ο Νόμος, όταν διαπιστώθηκε πως αυτό επιβάλλει η θεμελιώδης αρχή της ισότητας. Παρεμπιπτόντως, σημειώνουμε πως ούτε και επ’ αυτού του τελευταίου αναπτύχθηκε ιδιαίτερο επιχείρημα. Επίσης, δεν έχει καταδειχθεί, με αναφορά σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο, πως για να ήταν έγκυρη η αλλαγή θα έπρεπε πρώτα να δημοσιευθεί ή να καταστεί με άλλο τρόπο, ειδικά ή ευρύτερα, γνωστή. Ούτε απασχόλησε κατά την προώθηση αυτής της θέσης το άρθρο 40(2)(γ) του Κεφ. 199 σύμφωνα με το οποίο οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει οποιασδήποτε διάταξής του, δίδονται στα πρόσωπα εκείνα και με τον τρόπο που κρίνεται κατάλληλος και “αν δίδονται με τον τρόπο αυτό είναι έγκυρες για όλους τους σκοπούς”.
Τα υπόλοιπα από τους λόγους έφεσης αφορούν στη Συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για την Αμοιβαία Προώθηση και Προστασία των Επενδύσεων που συνομολογήθηκε και δημοσιεύθηκε, δυνάμει του άρθρου 169.1 του Συντάγματος, στις 8.5.92. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν πως η νέα ρύθμιση προσκρούει στα συνομολογηθέντα και βάλλει κατά της πρωτόδικης απόφασης με την εισήγηση πως είναι αναιτιολόγητη και αντιφατική με συνέπεια να καθίσταται ακατανόητο το σκεπτικό της απόρριψης του επιχειρήματός τους.
Είναι ιδιαίτερα συνοπτική η πρωτόδικη απόφαση πάνω σ’ αυτό το θέμα αλλά δεν μπορούμε να συμμεριστούμε τις απόψεις των εφεσειόντων. Εξηγείται σ’ αυτήν πως η συμφωνία δεν καλύπτει την περίπτωση του αιτητή 1, ο οποίος την είχε επικαλεστεί ως έλληνας πολίτης, αφού “το νομικό καθεστώς υπό το οποίο εκινούντο οι επιχειρήσεις του ήταν αυτό της υπεράκτιας εταιρείας” οπότε εφαρμόστηκε ό,τι ίσχυε για “ξένες εταιρείες”. Οι καθ’ ων η αίτηση υπέδειξαν, υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, πως ήταν εύστοχη η εξήγηση που δόθηκε πρωτοδίκως αφού, όπως υποστήριξαν, δεν υπάρχει στην περίπτωση “επένδυση” προστατευόμενη από τη Συμφωνία. Η Συμφωνία αναφέρεται σε επενδύσεις στο έδαφος της Κύπρου και όλες ανεξαιρέτως οι δραστηριότητες των αιτητών 2, τις μετοχές των οποίων ο αιτητής 1 προβάλλει ως “επενδύσεις”, διεξάγονταν αποκλειστικά στο εξωτερικό ενώ, παράλληλα, απαγορευόταν η χρηματοδότησή τους από Κυπριακές πηγές. Επιχείρημα ουσίας σε σχέση με το θέμα, αυτό της εφαρμογής της Συμφωνίας στην περίπτωση της κατοχής μετοχών υπεράκτιας εταιρείας δεν διατυπώθηκε από τους εφεσείοντες και δεν τεκμηριώνεται λόγος για τον οποίο θα μπορούσαμε να παρέμβουμε για να ανατρέψουμε την πρωτόδικη απόφαση. Ανεξάρτητα από αυτό, ο αιτητής 1 εμφανίζει “επενδύσεις” του να έχουν επηρεαστεί επειδή οι αιτητές 2 δεν θα λειτουργούσαν πλέον ως υπεράκτια εταιρεία παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι οι νέες οδηγίες, στην πραγματικότητα, αφορούσαν όχι στις μετοχές του αλλά στον ίδιο και στο καθεστώς του ως κατοίκου της Κύπρου. Είναι επειδή ο ίδιος, όπως και κάθε άλλος στη θέση του χωρίς εξαίρεση, κατά ενάσκηση εξουσίας που παρέχει ο Νόμος, θεωρείται ως μη δικαιούμενος ορισμένης μεταχείρισης για συναλλαγματικούς σκοπούς που επήλθαν οι επιπτώσεις και στο καθεστώς των αιτητών 2.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο