Bραχίμης Pοβέρτος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 498

(2000) 3 ΑΑΔ 498

[*498]25 Σεπτεμβρίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΡΟBEΡΤΟΣ ΒΡΑΧΙΜΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

    ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2435)

 

Έννομο Συμφέρον ― Επιτυχόντος αιτητή σε προσφυγή να προσβάλει τον αναδρομικό διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους που λήφθηκε κατ’ επανεξέταση της ακυρωτικής απόφασης ― Στερείτο εννόμου συμφέροντος, εφόσον στο αιτητικό της προσφυγής του δεν πρόσβαλλε την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους αντί του ιδίου.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Αυτεπάγγελτη εξέταση ― Ζητήματα εννόμου συμφέροντος, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως ― Δεν απαιτείται όπως παρασχεθεί το δικαίωμα αγόρευσης του αιτητή επί του ζητήματος.

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Δικαίωμα για αποζημιώσεις βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος ― Δεν επηρεάζεται από το γεγονός της επανεξέτασης της υπόθεσης και αναδρομικού διορισμού εκ νέου του ενδιαφερόμενου μέρους ― Ισχυρισμός πως η επανεξέταση και ο αναδρομικός διορισμός αποσκοπούσε στην παρεμπόδιση διεκδίκησης αποζημιώσεων, βάσει αγωγής που είχε ήδη καταχωρηθεί, απορρίφθηκε.

Ο εφεσείων πρόσβαλε την νομιμότητα της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία κρίθηκε πως ο ίδιος στερείτο, με τον τρόπο που διατυπώθηκε το αιτητικό της προσφυγής του, εννόμου συμφέροντος να προσβάλει τον αναδρομικό διορισμό εκτάκτου δημοσίου υπαλλήλου στην ίδια θέση κατά την επανεξέταση.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την [*499]έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Με την έφεση προβάλλεται ο ισχυρισμός, ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο εφεσείων δεν προσβάλλει το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους αντί του ιδίου. Είναι προφανές, ισχυρίστηκε ο εφεσείων, τόσο από τη διατύπωση του αιτητικού της προσφυγής, όσο και από το περιεχόμενο των δικογράφων ότι με την προσφυγή προσβαλλόταν συγκεκριμένα ο μετά την επανεξέταση αναδρομικός διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους, αντί του ιδίου.  Περαιτέρω σημειώθηκε ότι το θέμα του εννόμου συμφέροντος δεν τέθηκε από οποιανδήποτε πλευρά και με τον τρόπο αυτό ο εφεσείων στερήθηκε ουσιαστικά του δικαιώματος να διατυπώσει την εκδοχή του.

     Κατ’ αρχήν θα πρέπει να λεχθεί ότι ασφαλώς και δεν έχει καμιά σημασία αν το θέμα του εννόμου συμφέροντος δεν τέθηκε από οποιανδήποτε πλευρά. Θέματα δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι το έννομο συμφέρον μπορούν να εξεταστούν και αυτεπαγγέλτως, έστω κι αν καμιά πλευρά δεν τα εγείρει.  Περιττό ακόμα να λεχθεί ότι το Άρθρο 146 του Συντάγματος θέτει ως προϋπόθεση της καταχώρησης της προσφυγής την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος.

     Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με την επιχειρηματολογία που προβάλλεται από τον εφεσείοντα.  Κατ’ αρχήν δεν είναι ορθό ότι από την διατύπωση του αιτητικού της προσφυγής ή από το περιεχόμενο των δικογράφων προκύπτει ότι προσβάλλεται ο μετά την επανεξέταση αναδρομικός διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους, αντί του αιτητή. Αντίθετα, ούτε στην προσφυγή, αλλά ούτε και στις γραπτές αγορεύσεις, που καταχωρήθηκαν, γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε σύγκριση μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και του εφεσείοντα. Και κάτι τέτοιο δεν μπορούσε βέβαια να γίνει γιατί ο εφεσείων δεν μπορούσε από τη μια να ισχυρίζεται ότι ο αναδρομικός διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους για περίοδο που είχε ήδη λήξει, είναι παράνομος και από την άλλη να ισχυρίζεται ότι θα έπρεπε να διοριστεί στη θέση ο ίδιος. Οι νομικοί λόγοι που προβάλλονται στην προσφυγή αναφέρονται, όπως ο ίδιος ο δικηγόρος του εφεσείοντα παραδέχεται στο περίγραμμά του, στην κατ’ ισχυρισμό παρανομία της νέας απόφασης για αναδρομικό διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους.

     Η αίτηση ακυρώσεως θεωρείται απαράδεκτη ελλείψει συμφέροντος, όταν αυτή στρέφεται κατά πράξης, της οποία η ακύρωση δεν θα οφελέσει τον αιτούντα ή δεν θα τον βλάψει.

[*500]2.      Προβλήθηκε ο ισχυρισμός, ότι ο αναδρομικός διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους, αποσκοπούσε στο να στερηθεί ο εφεσείων του δικαιώματος αποζημίωσης δυνάμει του Άρθρου 146.6. του Συντάγματος σε σχέση με την ακύρωση του αρχικού διορισμού. Το όποιο δικαίωμα για αποζημιώσεις δυνατόν να έχει ο εφεσείων, δικαίωμα που όπως γίνεται αντιληπτό έχει ήδη διεκδικήσει με την καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο, πηγάζει από την ακύρωση του πρώτου διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους που έγινε στην προσφυγή υπ’ αρ. 1058/94. Το Δικαστήριο δεν βλέπει πως το τυχόν δικαίωμά του αυτό, μπορεί να επηρεαστεί από οποιανδήποτε μεταγενέστερη διοικητική πράξη. Ακόμα και η οποιαδήποτε αιτιολογία του νέου διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν είναι δυνατόν να έχει οποιανδήποτε σχέση με την έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης του αρχικού του διορισμού, που ήταν και η αιτία ακύρωσής της.

     Για τους ίδιους λόγους το Δικαστήριο δεν συμφωνεί ούτε με τον ισχυρισμό που προβάλλεται στον τρίτο λόγο έφεσης, ότι ο εκ νέου διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους αποσκοπούσε σε επέμβαση στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστή.

3.  Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ο εφεσείων δεν ακούστηκε επί των εγερθέντων θεμάτων, μια και το Δικαστήριο προχώρησε εσφαλμένα να απορρίψει την προσφυγή χωρίς να του δώσει το δικαίωμα να ακουστεί, αποστερώντας του έτσι το δικαίωμα δίκαιης δίκης, αρκεί να λεχθεί ότι δικαίωμα ακρόασης έχουν σύμφωνα με το Σύνταγμα τα πρόσωπα τα οποία έχουν έννομο ενεστώς συμφέρον. Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο κατέληξε και ορθά, ότι ο εφεσείων, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του αιτητικού της προσφυγής του, στερείται εννόμου συμφέροντος και συνεπώς δεν μπορούσε ούτως ή άλλως να ακουστεί.

     Τυχόν κατά την επανεξέταση επιλογή του εφεσείοντα αναδρομικά, δεν θα του στερούσε το δικαίωμα να διεκδικήσει αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, έστω κι αν στην πράξη δεν ήταν δυνατόν να διοριστεί αναδρομικά. Εξ άλλου αξίζει να σημειωθεί ότι ο αρχικός διορισμός που ήταν εξάμηνος παρατάθηκε για διάφορες χρονικές περιόδους μέχρι και την 31.12.1996 και η επανεξέταση ήταν απαραίτητη εφ’ όσον ο αρχικός διορισμός αποτελούσε τη βάση όλων των μεταγενέστερων παρατάσεων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Crown Insurance Agencies Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 546,

[*501]Αντωνιάδου v. Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 1879,

Ασπρής v. Δήμου Λευκωσίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 908.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χ''Τσαγγάρης, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 754/95, ημερ. 12/3/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά του αναδρομικού διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Εμβρυολόγου Κυτταρογεννητικής, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας και κατά της ενέργειας επανεξέτασης διορισμού εκτάκτου υπαλλήλου συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας, η οποία είχε λήξει πριν την επανεξέταση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Κ. Μιχαηλίδης με Σ. Μαμαντόπουλο, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Oι ρίζες της παρούσας υπόθεσης είναι παλιές. Οι Ιατρικές Υπηρεσίες και οι Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας ανακοίνωσαν σύμφωνα με τον περί Προσλήψεως Εκτάκτων Υπαλλήλων (Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία) Νόμο του 1985, Ν.99/85, ότι δέχονται αιτήσεις, μεταξύ άλλων, για την πλήρωση της θέσης Εμβρυολόγου-Κυτταρογεννητικής. Υποβλήθηκαν επτά συνολικά αιτήσεις, μεταξύ των οποίων του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους. Ύστερα από σχετική διαδικασία η αρμόδια αρχή, με βάση τη σύσταση της Επιτροπής Επιλογής, διόρισε στη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος.

Η αρχική επί έκτακτης βάσης απασχόληση του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν εξάμηνη από τον Οκτώβρη του 1994 μέχρι τον Απρίλη του 1995. Η απασχόληση παρατάθηκε αρχικά μέχρι 30 Ιουνίου 1995, ενώ έκτοτε δόθηκαν διάφορες παρατάσεις.  Ο εφεσείων προσέβαλε με την προσφυγή υπ’ αρ. 1058/94 τον αρχικό διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους και με τις προσφυγές υπ’ αρ. 593/95 και [*502]634/95 τις παρατάσεις του διορισμού.

Ύστερα από διαπίστωση ότι στο φάκελο της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης δεν υπήρχε γραπτή αιτιολογημένη απόφαση, ο δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση και ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους δήλωσαν ότι το κενό καθιστούσε το διορισμό άκυρο και έτσι το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερ. 23.6.1995, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Για τους ίδιους λόγους οι καθ’ ων η αίτηση αποδέκτηκαν στις 5.3.1996 ακύρωση και της παράτασης του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους που είχε προσβληθεί από τον εφεσείοντα με την προσφυγή υπ’ αρ. 593/95. Η προσφυγή υπ’ αρ. 634/95 αποσύρθηκε στις 15.1.1995. Στη συνέχεια ο εφεσείων καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή με την οποία αξιώνει αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6. του Συντάγματος.

Μετά την ακύρωση από το Δικαστήριο του αρχικού διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους που έγινε στην προσφυγή υπ’ αρ. 1058/94, η Επιτροπή Επιλογής επανεξέτασε το θέμα και σύστησε και πάλι προς διορισμό το ενδιαφερόμενο μέρος και ένα άλλο υποψήφιο. Ο Υπουργός Υγείας, που ήταν η αρμόδια αρχή, διόρισε με αιτιολογημένη απόφασή του το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση αναδρομικά από 13.10.1994. 

Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με την οποία  αξιώνει ακύρωση του αναδρομικού διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους εκκρεμουσών των προσφυγών υπ’ αρ. 593/95 και 634/95. Αξιώνει επίσης δήλωση του Δικαστηρίου ότι η ενέργεια επανεξέτασης για διορισμό εκτάκτου συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας που έληξε πριν την επανεξέταση και η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους αναδρομικά στη θέση, όταν είχε καταστεί ανέφικτη η προσφορά εργασίας, μια και είχε παρέλθει ο σχετικός χρόνος της σύμβασης, έγινε με μόνο σκοπό την παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα και/ή ως επέμβαση της διοίκησης στη δικαστική κρίση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 12.3.1997 απέρριψε την προσφυγή γιατί κατέληξε ότι όπως είχε διατυπωθεί, δεν επέτρεπε εξέταση της ουσίας, αφού ο εφεσείων εστερείτο εννόμου συμφέροντος. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.

Στην πρωτόδικη απόφαση επισημαίνεται ότι εκείνο που προσβάλ[*503]λεται με την προσφυγή είναι το δικαίωμα των καθ’ ων η αίτηση να επανεξετάσουν το θέμα του διορισμού και να προβούν σε νέο αναδρομικό διορισμό.  Η ενέργεια αυτή προσβάλλεται ως αποσκοπούσα να στερήσει το δικαίωμα αποζημίωσης στον εφεσείοντα δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος σε σχέση με την ακύρωση του αρχικού διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους. 

Το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο εφεσείων δεν προβάλλει τον ισχυρισμό ότι έπρεπε να διοριστεί ο ίδιος, αντί το ενδιαφερόμενο μέρος. Σημειώνεται επίσης ότι η επιχειρηματολογία του εφεσείοντα επικεντρώθηκε στον ισχυρισμό ότι η επανεξέταση του θέματος έγινε για αλλότριο σκοπό, ώστε να παρασχεθεί εκ των υστέρων αιτιολογία της σύστασης του ενδιαφερόμενου μέρους και του άλλου υποψήφιου και με τον τρόπο αυτό να αποστερηθεί ο εφεσείων της διεκδίκησης των δικαιωμάτων του για αποζημιώσεις. 

Με την έφεση προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο εφεσείων δεν προσβάλλει το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους αντί του ιδίου. Είναι προφανές, ισχυρίζεται ο εφεσείων, τόσο από τη διατύπωση του αιτητικού της προσφυγής, όσο και από το περιεχόμενο των δικογράφων ότι με την προσφυγή προσβαλλόταν συγκεκριμένα ο μετά την επανεξέταση αναδρομικός διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους, αντί του εφεσείοντα. Περαιτέρω σημειώνεται ότι το θέμα του εννόμου συμφέροντος δεν τέθηκε από οποιανδήποτε πλευρά και με τον τρόπο αυτό ο εφεσείων στερήθηκε ουσιαστικά του δικαιώματος να διατυπώσει την εκδοχή του.

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να πούμε ότι ασφαλώς και δεν έχει καμιά σημασία αν το θέμα του εννόμου συμφέροντος δεν τέθηκε από οποιανδήποτε πλευρά. Θέματα δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι το έννομο συμφέρον μπορούν να εξεταστούν και αυτεπαγγέλτως, έστω κι αν καμιά πλευρά δεν τα εγείρει. Περιττόν ακόμα να υπενθυμίσουμε ότι το Άρθρο 146 του Συντάγματος θέτει ως προϋπόθεση της καταχώρησης της προσφυγής την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος.

Δεν συμφωνούμε με την επιχειρηματολογία που προβάλλεται από τον εφεσείοντα.  Κατ’ αρχήν δεν είναι ορθό ότι από τη διατύπωση του αιτητικού της προσφυγής ή από το περιεχόμενο των δικογράφων προκύπτει ότι προσβάλλεται ο μετά την επανεξέταση αναδρομικός διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους, αντί του αιτητή. Αντίθετα, ούτε στην προσφυγή, αλλά ούτε και στις γραπτές αγορεύσεις που καταχωρήθηκαν γίνεται οποιαδήποτε αναφο[*504]ρά σε σύγκριση μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και του εφεσείοντα. Και  κάτι τέτοιο δεν μπορούσε βέβαια να γίνει γιατί ο εφεσείων δεν μπορούσε από τη μια να ισχυρίζεται ότι ο αναδρομικός διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους για περίοδο που είχε ήδη λήξει, είναι παράνομος και από την άλλη να ισχυρίζεται ότι θα έπρεπε να διοριστεί στη θέση ο ίδιος. Οι νομικοί λόγοι που προβάλλονται στην προσφυγή αναφέρονται, όπως ο ίδιος ο δικηγόρος του εφεσείοντα παραδέχεται στο περίγραμμά του, στην κατ’ ισχυρισμό παρανομία της νέας απόφασης για αναδρομικό διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η αίτηση ακυρώσεως θεωρείται απαράδεκτη ελλείψει συμφέροντος, όταν αυτή στρέφεται κατά πράξης της οποίας η ακύρωση δεν θα οφελέσει τον αιτούντα ή δεν θα τον βλάψει (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 260, Crown Insurance Agencies Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 546).

Το γεγονός ότι στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του εφεσείοντα στην πρωτόδικη διαδικασία προβλήθηκε επιχειρηματολογία ως προς την κανονικότητα της σύστασης της Επιτροπής και την ορθότητα της διαδικασίας της, δεν μεταβάλλει τη διατύπωση της προσφυγής και το αιτητικό της. Το πιο πάνω επιχείρημα αναφέρεται στην ουσία που δεν μπορεί να εξεταστεί λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.

Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο αναδρομικός διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους αποσκοπούσε στο να στερηθεί ο εφεσείων του δικαιώματος αποζημίωσης δυνάμει του Άρθρου 146.6. του Συντάγματος σε σχέση με την ακύρωση του αρχικού διορισμού. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν αντιλαμβανόμαστε τη βάση του επιχειρήματος. Το όποιο δικαίωμα για αποζημιώσεις δυνατόν να έχει ο εφεσείων, δικαίωμα που όπως αντιλαμβανόμαστε έχει ήδη διεκδικήσει με την καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο, πηγάζει από την ακύρωση του πρώτου διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους που έγινε στην προσφυγή υπ’ αρ. 1058/94. Δεν βλέπουμε πως το τυχόν δικαίωμά του αυτό μπορεί να επηρεαστεί από οποιανδήποτε μεταγενέστερη διοικητική πράξη.  Ακόμα και η οποιαδήποτε αιτιολογία του νέου διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους δεν είναι δυνατόν να έχει οποιανδήποτε σχέση με την έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης του αρχικού του διορισμού, που ήταν και η αιτία ακύρωσής της.

Για τους ίδιους λόγους δεν συμφωνούμε ούτε με τον ισχυρι[*505]σμό που προβάλλεται στον τρίτο λόγο έφεσης, ότι ο εκ νέου διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους αποσκοπούσε σε επέμβαση στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστή.

Τίποτε από όσα έχουν λεχθεί δεν πείθει ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένη και ότι ο εφεσείων είχε έννομο συμφέρον να προσφύγει. Δεν συμφωνούμε ότι το Δικαστήριο προχώρησε σε δικό του πρωτογενή συλλογισμό και κρίση έξω από τα δεδομένα. Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ο εφεσείων δεν ακούστηκε επί των εγερθέντων θεμάτων μια και το Δικαστήριο προχώρησε εσφαλμένα να απορρίψει την προσφυγή χωρίς να του δώσει το δικαίωμα να ακουστεί, αποστερώντας του έτσι το δικαίωμα δίκαιης δίκης, αρκεί να λεχθεί ότι δικαίωμα ακρόασης έχουν σύμφωνα με το Σύνταγμα τα πρόσωπα τα οποία έχουν έννομο ενεστώς συμφέρον. Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο κατέληξε και ορθά, ότι ο εφεσείων, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του αιτητικού της προσφυγής του, στερείται εννόμου συμφέροντος και συνεπώς δεν μπορούσε ούτως ή άλλως να ακουστεί.

Σημειώνουμε ότι ακόμα και η τυχόν κατά την επανεξέταση επιλογή του εφεσείοντα αναδρομικά δεν θα του στερούσε το δικαίωμα να διεκδικήσει αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, έστω κι αν στην πράξη δεν ήταν δυνατόν να διοριστεί αναδρομικά. Εξ άλλου αξίζει να σημειωθεί ότι ο αρχικός διορισμός που ήταν εξάμηνος παρατάθηκε για διάφορες χρονικές περιόδους μέχρι και την 31.12.1996 και η επανεξέταση ήταν απαραίτητη εφ’ όσον ο αρχικός διορισμός αποτελούσε τη βάση όλων των μεταγενέστερων παρατάσεων.

Καθοδήγηση αντλήσαμε από την υπόθεση Αντωνιάδου ν. Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 1879, η οποία ασχολήθηκε με παρόμοιο θέμα σε προσφυγή για ακύρωση ύστερα από επανεξέταση αναδρομικού διορισμού. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι επιβαλλόταν στην περίπτωση εκείνη η ενεργός συμμόρφωση του ΘΟΚ με την επανεξέταση του θέματος, παρ’ όλον ότι η ακυρωθείσα πράξη ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και η περίοδος αυτή είχε λήξει πριν την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης. Όπως επισημαίνεται σε περίπτωση που κατά την επανεξέταση η αιτήτρια θα επιλεγόταν ως η πλέον κατάλληλη για διορισμό αντί του ενδιαφερόμενου μέρους, θα διοριζόταν ασφαλώς αναδρομικά για την περίοδο στην οποία αναφερόταν η ακυρωθείσα απόφαση και τότε θα εδικαιούτο αποζημιώσεις για την απώλεια της ευκαιρίας να εργαστεί και το μισθό, έστω κι αν δεν ήταν φυσικά δυνατό να εργαστεί αναδρομικά κατά την περίοδο εκείνη. Με [*506]τον τρόπο αυτό, συνεχίζει η ίδια απόφαση, θα γινόταν πλήρης αποκατάσταση της αιτήτριας μέσα στην έννοια του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος και το δικαίωμα για αποζημιώσεις θα αποτελούσε θέμα του ιδιωτικού δικαίου σε αντιδιαστολή προς την υποχρέωση του Άρθρου 146.5  που βρίσκεται στο χώρο του δημόσιου δικαίου. Στην ίδια υπόθεση το Δικαστήριο κατέληξε ότι η επανεξέταση του θέματος σε συμμόρφωση προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν αποτελεί από μόνη της λόγο ακύρωσης (βλέπε επίσης Ασπρής ν. Δήμου Λευκωσίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 908).

Εν όψει των πιο πάνω η παρούσα έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο