(2000) 3 ΑΑΔ 507
[*507]25 Σεπτεμβρίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2427)
Διοικητική πράξη ― Βεβαιωτική ― Χαρακτηριστικά της ― «Νέα έρευνα» ― Έννοια.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός έλεγχος ― Το Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή εξουσία ― Εν προκειμένω κρίση του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα, αποσκοπούσε στην κρίση του κατά πόσο η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογη.
Έξοδα ― Ακολουθούν το αποτέλεσμα ― Δεν αποδείχθηκε λόγος απόκλισης.
Ο εφεσείων επιχείρησε με την έφεσή του, να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία η προσφυγή του κατά της απόφασης των εφεσιβλήτων να απορρίψουν αίτημα για επαναπροσδιορισμό της τελωνειακής αξίας του αυτοκινήτου που εισήγαγε στην Κύπρο, απορρίφθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι εκτελεστές και δεν μπορούν να είναι αντικείμενο προσφυγής με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Πράξη που περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν έχει ληφθεί ύστερα από νέα έρευνα και αφού λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία, που έστω και αν προ[*508]ϋπήρχαν ήταν άγνωστα και δεν λήφθηκαν υπόψη νωρίτερα.
Στις βεβαιωτικές πράξεις δεν περιέχεται οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της διοίκησης σε προγενέστερη επιταγή. Νεότερη πράξη θεωρείται βεβαιωτική προγενέστερης αν υπάρχει ταυτότητα της αρχής που έχει εκδώσει τις δύο πράξεις, ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν, ταυτότητα της νόμιμης διαδικασίας, ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων και τέλος ταυτότητα του διατακτικού.
Το τι αποτελεί νέα έρευνα που θα καθιστούσε τη νέα πράξη εκτελεστή είναι ζήτημα πραγματικό. Νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπόψη νέων ουσιωδών ή πραγματικών στοιχείων. Το νέο υλικό κρίνεται αυστηρά, ούτως ώστε να μην υπάρχει καταστρατήγηση της προθεσμίας προσβολής εκτελεστής πράξης με τη δημιουργία νέας πράξης που εκδόθηκε κατ’ επίφαση μεν νέας έρευνας, κατ’ ουσίαν όμως επί τη βάσει των ιδίων στοιχείων.
Στην παρούσα περίπτωση ούτε στην επιστολή του αιτητή ημερ. 29.5.1995, αλλά ούτε και στην επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 20.6.1995 παρέχονται οποιαδήποτε νέα στοιχεία που να δικαιολογούν επανεξέταση της υπόθεσης. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερ. 4.7.1995 δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά αντίθετα βεβαιωτική της προηγούμενης απόφασης των καθ’ ων η αίτηση.
2. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την προσφυγή χωρίς να επιλύσει όλα τα εγερθέντα νομικά σημεία και ότι εσφαλμένα έκρινε ότι δεν εφαρμόζεται η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου. Στο περίγραμμα για τον εφεσείοντα δεν γίνεται αναφορά σε οποιονδήποτε μη επιλυθέν νομικό σημείο, αλλά προβάλλεται επιχειρηματολογία για να δειχθεί ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν εφαρμόζεται η Συμφωνία. Ειδική αναφορά στο περίγραμμα γίνεται στη θέση του Δικαστηρίου ότι η χρονική συνάρτηση αγοράς και εξαγωγής του οχήματος με την εισαγωγή του στη χώρα προορισμού πρέπει να είναι άμεση ή εντός μόνο εύλογου αναγκαίου χρονικού διαστήματος. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι στη Συμφωνία δεν προνοείται ότι τα εμπορεύματα που εισάγονται θα πρέπει να τελωνίζονται αμέσως με την εισαγωγή τους.
Η αναφορά του Δικαστηρίου στη χρονική συνάρτηση μεταξύ της αγοράς και της εισαγωγής του στην Κύπρο έγινε για να καταδειχθεί το εύλογο της απόφασης του Εφόρου. Ασφαλώς και ο χρόνος που [*509]παρήλθε είναι ένα στοιχείο που έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ορθά ότι αυτοκίνητο που αγοράστηκε στην Αγγλία στις 23.7.1993 και εισήχθη τελικά στην Κύπρο στις 18.2.1995, δεκαεννιά ολόκληρους μήνες αργότερα, δεν αγοράστηκε με πρόθεση την εξαγωγή του στην Κύπρο. Ο ισχυρισμός ότι ο χρόνος που διέρρευσε ήταν αναγκαίος για διευθέτηση της αποστολής των προσωπικών αντικειμένων του αιτητή δεν αντέχει σε σχολιασμό γιατί είναι φανερό ότι δεν χρειάζονται δεκαοκτώ τόσοι μήνες για το σκοπό αυτό.
Σημειώνουμε επίσης ότι αντίθετα με ό,τι ισχυρίζεται ο εφεσείων, το Δικαστήριο δεν εξέτασε τα νέα στοιχεία και αποφάσισε πρωτογενώς τι θα αποφάσιζε η διοίκηση αν τα εξέταζε. Δεν άσκησε σε οιονδήποτε χρόνο πρωταρχική εξουσία.
Η εκτίμηση των γεγονότων από τη διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστηρίου. Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει στα γεγονότα και την εκτίμησή τους, μόνο αν λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, τα συμπεράσματα της διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, ή αν η διοίκηση έχει υπερβεί τη διακριτική της ευχέρεια.
Αυτό έγινε και στην παρούσα υπόθεση όπου το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα ενώπιόν του στοιχεία, κατέληξε ότι η απόφαση της διοίκησης ήταν εύλογη και νόμιμη. Και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
3. Τέλος για το παράπονο του εφεσείοντα για καταδίκη του στα έξοδα αρκεί να λεχθεί ότι αποτελεί βασικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο δεν έχει ικανοποιηθεί, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να αποστεί από τον κανόνα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σιακαλλής v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519,
Ζίττης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394,
Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594,
Matsas v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1448.
[*510]Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Π. Αρτέμης, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 666/95, ημερ. 20/2/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης του Τμήματος Τελωνείων ημερ. 11/5/95, για μη επαναπροσδιορισμό της τελωνειακής αξίας του αυτοκινήτου του και κατά της απόφασης του ιδίου Τμήματος ημερ. 4/7/95, με την οποία αρνήθηκε να επανεξετάσει το αίτημά του.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ελ. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O εφεσείων-αιτητής που κατά τον ουσιώδη χρόνο κατοικούσε στη Δανία, αγόρασε στις 23.7.1993, από το Ηνωμένο Βασίλειο ένα αυτοκίνητο μάρκας SAAB το οποίο μετέφερε στη Δανία. Το αυτοκίνητο εισήχθη προσωρινά στην Κύπρο στις 16.9.1993 αδασμολόγητο και μετά από εξαγωγή του, έγινε επανεισαγωγή του στις 18.2.1995.
Στις 24.2.1995 ο εφεσείων κατέθεσε διασάφηση για τελωνισμό του αυτοκινήτου και πλήρωσε δασμούς και φόρους με βάση τη δοθείσα του αξία. Κατέθεσε επίσης ποσό £8.296 ως παρακαταθήκη.
Το Τελωνείο ζήτησε από τον εφεσείοντα ορισμένα στοιχεία, αλλά τελικά θεώρησε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 1 της Συμφωνίας για την εφαρμογή του Άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (Γ.Σ.Δ.Ε.), γιατί τα περιστατικά της υπόθεσης δεν έδειχναν ότι η πώληση του αυτοκινήτου έγινε για εξαγωγή με προορισμό την χώρα εισαγωγής, την Κύπρο, όπως προβλέπεται από την πιο πάνω Συμφωνία.
Ο εφεσείων ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων, ημερ. 11.5.1995. Απάντησε με επιστολή ημερ. 29.5.1995 στην οποία ισχυριζόταν ότι αγόρασε το αυτοκίνητο με σκοπό την εισαγωγή του στην Κύπρο λόγω επαναπατρισμού, ενώ η διέλευσή του από τη Δανία σκοπό είχε την περισυλλογή των προσωπικών του αντικειμένων. Ανέφερε επίσης ότι το αυτοκίνητο είχε το τι[*511]μόνι στη δεξιά πλευρά, γεγονός που αποδεικνύει ότι το αγόρασε με σκοπό την εισαγωγή του στην Κύπρο. Κατέληγε στην πιο πάνω επιστολή ότι εν όψει των πιο πάνω πρόσθετων πληροφοριών η απόφαση του Τμήματος Τελωνείων θα έπρεπε να αναθεωρηθεί. Οι ίδιοι ισχυρισμοί επαναλήφθηκαν και σε επιστολή του δικηγόρου του προς το Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 20.6.1995.
Το Τμήμα Τελωνείων με επιστολή του προς τον εφεσείοντα εμμένει στη θέση του ότι τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του δεν αποδεικνύουν ότι το αυτοκίνητο είχε πωληθεί προς εξαγωγή με προορισμό την Κυπριακή Δημοκρατία και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το Άρθρο 1 της Συμφωνίας.
Ο εφεσείων με προσφυγή του προσέβαλε όχι μόνο την απόφαση που περιέχεται στην επιστολή του Τμήματος Τελωνείων ημερ. 11.5.1995, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για επαναπροσδιορισμό της τελωνειακής αξίας του αυτοκινήτου του, αλλά και την απόφαση του ιδίου Τμήματος ημερ. 4.7.1995, με την οποία ουσιαστικά το Τμήμα αρνήθηκε να επανεξετάσει ή απέρριψε το αίτημά του. Το Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή κατέληξε ότι η μεν επιστολή ημερ. 4.7.1995 δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά βεβαιωτική της προηγούμενης απόφασης, ενώ η απόφαση του Τμήματος Τελωνείων που περιέχεται στην επιστολή ημερ. 1.5.1995 ήταν ορθή.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε την επιστολή ημερ. 4.7.1995 ως βεβαιωτική της απόφασης που περιέχεται στην επιστολή ημερ. 11.5.1995, ενώ παράλληλα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η προσφυγή χωρίς επίλυση όλων των εγερθέντων νομικών σημείων. Τέλος ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα ο εφεσείων καταδικάστηκε στην καταβολή εξόδων.
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι εκτελεστές και δεν μπορούν να είναι αντικείμενο προσφυγής με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Πράξη που περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν έχει ληφθεί ύστερα από νέα έρευνα και αφού λήφθηκαν υπ’ όψιν νέα στοιχεία που έστω και αν προϋπήρχαν ήταν άγνωστα και δεν λήφθηκαν υπ’ όψιν νωρίτερα (βλέπε μεταξύ άλλων Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, 524).
Στις βεβαιωτικές πράξεις δεν περιέχεται οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της διοίκησης σε προγενέστερη [*512]επιταγή. Όπως επισημαίνεται και στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Ζίττη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, νεότερη πράξη θεωρείται βεβαιωτική προγενέστερης αν υπάρχει ταυτότητα της αρχής που έχει εκδόσει τις δύο πράξεις, ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν, ταυτότητα της νόμιμης διαδικασίας, ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων και τέλος ταυτότητα του διατακτικού (βλέπε Θ. Τσάτσου, Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Τρίτη Έκδοση, σελ. 131,132).
Το τι αποτελεί νέα έρευνα που θα καθιστούσε τη νέα πράξη εκτελεστή είναι ζήτημα πραγματικό. Νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπ’ όψιν νέων ουσιωδών ή πραγματικών στοιχείων. Το νέο υλικό κρίνεται αυστηρά, ούτως ώστε να μην υπάρχει καταστρατήγηση της προθεσμίας προσβολής εκτελεστής πράξης με τη δημιουργία νέας πράξης που εκδόθηκε κατ’ επίφαση μεν νέας έρευνας, κατ’ ουσίαν όμως επί τη βάσει των ιδίων στοιχείων (Μ. Στασινόπουλος, Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών, Τέταρτη Έκδοση, σελ. 176. Βλέπε επίσης Τσάτσου, ανωτέρω, σελ. 136 και επ.).
Στην παρούσα περίπτωση ούτε στην επιστολή του αιτητή ημερ. 29.5.1995, αλλά ούτε και στην επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 20.6.1995 παρέχονται οποιαδήποτε νέα στοιχεία που να δικαιολογούν επανεξέταση της υπόθεσης. Είναι αλήθεια ότι στις επιστολές αυτές γίνεται αναφορά σε κάποια γεγονότα όπως για παράδειγμα το ότι το αυτοκίνητο έχει το τιμόνι στη δεξιά πλευρά, αλλά τα γεγονότα αυτά δεν συνιστούν νέα στοιχεία. Περαιτέρω οι διάφοροι ισχυρισμοί που παρατίθενται στην επιστολή όπως για παράδειγμα το ότι ο αιτητής επαναπατρίσθηκε, πράγματι συνιστούν επιχειρηματολογία. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερ. 4.7.1995 δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά αντίθετα βεβαιωτική της προηγούμενης απόφασης των καθ’ ων η αίτηση.
Παραμένει προς εξέταση ο λόγος έφεσης που εγείρεται εναντίον του μέρους της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου που αναφέρεται στην απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 11.5.1995. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την προσφυγή χωρίς να επιλύσει όλα τα εγερθέντα νομικά σημεία και ότι εσφαλμένα έκρινε ότι δεν εφαρμόζεται η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου. Στο περίγραμμα για τον εφεσείοντα δεν γίνεται αναφορά σε οποιονδήποτε μη επιλυθέν νομικό σημείο, αλλά προβάλλεται επιχειρηματολογία για να δειχθεί ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν εφαρμόζεται η Συμφωνία. [*513]Ειδική αναφορά στο περίγραμμα γίνεται στη θέση του Δικαστηρίου ότι η χρονική συνάρτηση αγοράς και εξαγωγής του οχήματος με την εισαγωγή του στη χώρα προορισμού πρέπει να είναι άμεση ή εντός μόνο εύλογου αναγκαίου χρονικού διαστήματος. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι στη Συμφωνία δεν προνοείται ότι τα εμπορεύματα που εισάγονται θα πρέπει να τελωνίζονται αμέσως με την εισαγωγή τους.
Η αναφορά του Δικαστηρίου στη χρονική συνάρτηση μεταξύ της αγοράς και της εισαγωγής του στην Κύπρο έγινε για να καταδειχθεί το εύλογο της απόφασης του Εφόρου. Ασφαλώς και ο χρόνος που παρήλθε είναι ένα στοιχείο που έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν. Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ορθά ότι αυτοκίνητο που αγοράστηκε στην Αγγλία στις 23.7.1993 και εισήχθη τελικά στην Κύπρο στις 18.2.1995, δεκαενιά ολόκληρους μήνες αργότερα, δεν αγοράστηκε με πρόθεση την εξαγωγή του στην Κύπρο. Ο ισχυρισμός ότι ο χρόνος που διέρρευσε ήταν αναγκαίος για διευθέτηση της αποστολής των προσωπικών αντικειμένων του αιτητή δεν αντέχει σε σχολιασμό γιατί είναι φανερό ότι δεν χρειάζονται δεκαοκτώ τόσοι μήνες για το σκοπό αυτό.
Σημειώνουμε επίσης ότι αντίθετα με ό,τι ισχυρίζεται ο εφεσείων, το Δικαστήριο δεν εξέτασε τα νέα στοιχεία και αποφάσισε πρωτογενώς τι θα αποφάσιζε η διοίκηση αν τα εξέταζε. Αντίθετα, κατέληξε ότι δεν υπήρχαν νέα στοιχεία που να καθιστούν τη δεύτερη απόφαση εκτελεστή. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογη και την επικύρωσε. Δεν άσκησε σε οιονδήποτε χρόνο πρωταρχική εξουσία.
Η εκτίμηση των γεγονότων από τη διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστηρίου. Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει στα γεγονότα και την εκτίμησή τους μόνο αν λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα στοιχεία στο σύνολό τους, τα συμπεράσματα της διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, ή αν η διοίκηση έχει υπερβεί τη διακριτική της ευχέρεια (Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594 και Matsas v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1448).
Αυτό έγινε και στην παρούσα υπόθεση όπου το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ενώπιόν του στοιχεία κατέληξε ότι η απόφαση της διοίκησης ήταν εύλογη και νόμιμη. Έτσι καταλήγουμε ότι και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Τέλος για το παράπονο του εφεσείοντα για καταδίκη του στα [*514]έξοδα αρκεί να λεχθεί ότι αποτελεί βασικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να αποστεί από τον κανόνα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο