Γεωργιάδης Kώστας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 515

(2000) 3 ΑΑΔ 515

[*515]25 Σεπτεμβρίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,

Εφεσείων - Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2551)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχική Διαδικασία ― Γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα βάσει του Αρθρου 84 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου ― Δεσμευτική για την ΕΔΥ ― Ελέγχεται από το Δικαστήριο, ως προς τη νομιμότητά της.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχικές ποινές ― Η επιλογή της ποινής δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Δικαστηρίου ― Εφόσον η ποινή εμπίπτει εντός των ορίων της εξουσίας της ΕΔΥ, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει.

Έξοδα ― Ακολουθούν το αποτέλεσμα.

Ο εφεσείων επεδίωξε με την έφεσή του ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προσφυγή του κατά της απόφασης για την αναγκαστική αφυπηρέτησή του, που ακολούθησε μετά την ποινική καταδίκη του, απορρίφθηκε.

Ανάμεσα στα ζητήματα που συζητήθηκαν το κύριο αφορούσε στο κατά πόσο η ΕΔΥ κατά την άσκηση της εξουσίας της δεσμεύεται από την γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, που δίδεται βάσει του Άρθρου 84 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90).

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το κυρίαρχο εν προκειμένω, είναι η νομοθετική διάταξη, Αρθρο 84 [*516]του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90), που διέπει το θέμα και, σε πλήρη συμφωνία προς την πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει, πως σαφώς η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα είναι, στο πλαίσιο της νομοθετικής ρύθμισης, δεσμευτική για την ΕΔΥ. Επίσης το Δικαστήριο συμφωνεί με την πρωτόδικη προσέγγιση αναφορικά και με τα άλλα θέματα που συζητήθηκαν σε σχέση με την απόφανση του Γενικού Εισαγγελέα και καταλήγει πως οι σχετικοί λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι.

2.  Αναφορικά με την επιβλητέα πειθαρχική ποινή, η πλειοψηφία της ΕΔΥ συνυπολόγισε όσα προτάθηκαν προς μετριασμό, σημειώνοντας όμως ταυτόχρονα τη σοβαρότητα των αδικημάτων αλλά και το ότι έχουν "έμμεση σχέση με την υπηρεσία του ως Λειτουργού στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, όπου η τιμιότητα και η ακεραιότητα χαρακτήρα, αποτελούν θεμελιώδη χαρακτηριστικά του λειτουργού".

     Πρωτοδίκως η διαδικασία χαρακτηρίστηκε ως άμεπτη, κρίθηκε ότι η ΕΔΥ ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής της εξουσίας και εξηγήθηκε, με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, ότι η επιλογή ποινής δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

     Ενώπιον του Δικαστηρίου ο λόγος έφεσης ως προς την ποινή προωθήθηκε κυρίως κατά διασύνδεση προς όσα υποστηρίχτηκαν, αναφορικά με τη δεσμευτικότητα της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, ως προς την οποία το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί.  Κατά τα άλλα, τέθηκε ζήτημα ύπαρξης δυνατότητας ελέγχου της "προτίμησης" της πλειοψηφίας ως προς την επιλογή της ποινής και έγινε αναφορά σε έλλειψη αναλογικότητας αφού ο εφεσείων είχε ήδη τιμωρηθεί από το ποινικό Δικαστήριο.

     Όσα υποστηρίχτηκαν αφορούν στην εκτίμηση της βαρύτητας στοιχείων που συνυπολογίστηκαν και δεν παρέχεται περιθώριο για παρέμβαση. Η ΕΔΥ επέβαλε ποινή που ενέπιπτε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας της, όπως τα καθορίζει ο Νόμος και η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

3.  Εγέρθηκε ως τελευταίο ζήτημα, η επιδίκαση των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας σε βάρος του αιτητή. Οι αρχές εξηγήθηκαν σε σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας.

     Το Δικαστήριο δεν έχει ικανοποιηθεί, ότι συντρέχουν λόγοι για [*517]ανατροπή του τρόπου με τον οποίο ο πρωτόδικος Δικαστής έχει ασκήσει τη διακριτική του εξουσία.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210,

Αζίνας ν. Δημοκρατίας�(1999) 3 Α.Α.Δ. 508,

Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778,

Κασάπης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43,

Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85,

Χατζηγεωργίου ν.  Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γ. Νικολάου, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 671/96,  ημερ. 10/11/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης της ΕΔΥ ημερ. 17/6/96, με την οποία του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, από 18/6/96.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν Βοηθός Φοροθέτης (Φόρου Εισοδήματος) στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων. Η ΕΔΥ, με απόφασή της ημερομηνίας 17.6.96, του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης από 18.6.96.  Άσκησε προσφυγή κατά του κύρους της απόφασης και η έφεση αφορά στην ορθότητα της απόφασης του συναδέλφου μας με την οποία την απέρριψε πρωτοδίκως.

Έναυσμα για την πειθαρχική διαδικασία αποτέλεσε η καταδί[*518]κη του εφεσείοντα από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην ποινική υπόθεση αρ. 5304/94. Όλα τα σχετικά στοιχεία καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση:

Στις 5 Δεκεμβρίου 1995 ο αιτητής καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, κατόπιν παραδοχής του στην ποινική υπόθεση 5304/94, σε συντρέχουσες ποινές εξάμηνης φυλάκισης με αναστολή, σε δύο κατηγορίες για αδικήματα απόσπασης εμπορευμάτων και χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σε δύο άλλες αντίστοιχες κατηγορίες για έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του ίδιου νόμου, τις οποίες επίσης παραδέχθηκε, δεν του επιβλήθηκε ποινή επειδή οι επιταγές ήταν άρρηκτα συνυφασμένες με τις κατηγορίες για ψευδείς παραστάσεις. Υπήρχε στην υπόθεση και συγκατηγορούμενος ο οποίος επίσης καταδικάστηκε. Οι κατηγορίες ήταν κοινές και για τους δύο, στη βάση του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

Η ουσία της υπόθεσης συνίστατο στα εξής:  Ο αιτητής εξέδωσε δύο μεταχρονολογημένες επιταγές για ποσό £150.- η κάθε μια, γνωρίζοντας ότι η οικονομική του κατάσταση δεν θα επέτρεπε να τιμηθούν στη λήξη τους και τις παρέδωσε στον συγκατηγορούμενό του για να τις χρησιμοποιήσει. Ο συγκατηγορούμενος, γνωρίζοντας κι εκείνος την κατάσταση, το έπραξε, παρουσιάζοντας τις επιταγές προς εξαργύρωση σε δύο καταστήματα για δικό του όφελος. Με αποτέλεσμα την απόσπαση μερικώς εμπορευμάτων και μερικώς χρημάτων.

Στην επιμέτρηση της ποινής το δικαστήριο, με παράκληση του αιτητή, έλαβε υπόψη και τέσσερα άλλα αδικήματα έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρυσμα για τα οποία εκκρεμούσαν ισάριθμες ποινικές υποθέσεις.  Από τη διάπραξη εκείνων των αδικημάτων είχε αποκομίσει οικονομικό όφελος ύψους £5.250. Ας σημειωθεί ότι βαρυνόταν με προηγούμενη καταδίκη, ημερ. 14 Φεβρουαρίου 1991, για παρόμοιο αδίκημα - έκδοση επιταγής χωρίς αντικρυσμα - σε σχέση με το οποίο του επιβλήθηκε πρόστιμο £180 και ότι σε μία άλλη υπόθεση της ίδιας φύσης - ιδιωτική ποινική - την οποία δεν γνώριζε η Αστυνομία και την οποία ο ίδιος αποκάλυψε στο δικαστήριο, του επιβλήθηκε, έξι μήνες ενωρίτερα από την ποινή στην παρούσα, άμεση φυλάκιση δύο μηνών. Δεν συνυπολογίστηκε όμως αυτή ως προηγούμενη καταδίκη.

[*519]Το πρώτο ζήτημα που απασχόλησε αφορούσε στη διεργασία που απέληξε στη θεώρηση των αδικημάτων της απόσπασης με ψευδείς παραστάσεις ως ενεχόντων “έλλειψη τιμιότητας”, στο πλαίσιο του άρθρου 84 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90, όπως τροποποιήθηκε). Στην περίπτωση καταδίκης για αδίκημα τέτοιας φύσης, η ΕΔΥ, χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης, προχωρεί στη διαδικασία επιβολής πειθαρχικής ποινής. Θα παραθέσουμε το άρθρο και θα αναφερθούμε στις ενέργειες που προκάλεσαν την αντιγνωμία.

“84. - (1) Όταν δημόσιος υπάλληλος καταδικαστεί για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, είτε η καταδίκη επικυρωθεί ύστερα από έφεση είτε δεν ασκηθεί έφεση η Επιτροπή λαμβάνει όσο γίνεται πιο γρήγορα αντίγραφο των πρακτικών της διαδικασίας του δικαστηρίου που δίκασε την υπόθεση και του δικαστηρίου στο οποίο τυχόν ασκήθηκε έφεση.

(2) Μέσα σε προθεσμία που θα καθοριστεί, μέχρις ότου δε η προθεσμία αυτή καθοριστεί μέσα σε δυο εβδομάδες από τη λήψη του αντίγραφου των πρακτικών της διαδικασίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή ζητά τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, κατά πόσο το αδίκημα ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αποφαίνεται πάνω σ’ αυτό το γρηγορότερο και σε περίπτωση καταφατικής γνωμοδότησης η Επιτροπή, χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης και αφού δώσει στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο την ευκαιρία να ακουστεί, προβαίνει στην επιβολή της πειθαρχικής ποινής την οποία θα δικαιολογούσαν οι περιστάσεις.

(3) Υπάλληλος που καταδικάστηκε για τέτοιο ποινικό αδίκημα δε λαμβάνει οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του από την ημερομηνία της καταδίκης και μέχρι τη συμπλήρωση της εξέτασης της υπόθεσής του από την Επιτροπή.”

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών γνωστοποίησε προς την ΕΔΥ το γεγονός της καταδίκης, λήφθηκαν τα πρακτικά της ποινικής υπόθεσης και η ΕΔΥ απευθύνθηκε προς το Γενικό Εισαγγελέα. Ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάνθηκε ότι τα αδικήματα απόσπασης με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, “συνιστούν ποινικά αδικήματα τα οποία ενέχουν έλλειψη τιμιότητας,” και η ΕΔΥ, αντίθετα προς την άποψη του δικηγόρου του εφεσείοντα, έκρινε ότι δεσμευόταν ως προς τη φύση των αδικημάτων από τη γνωμάτευση [*520]του Γενικού Εισαγγελέα. Προχώρησε, επομένως, χωρίς οτιδήποτε άλλο, στη διαδικασία επιβολής ποινής.

Υποστηρίχτηκε πρωτόδικως πως η ΕΔΥ ερμήνευσε λανθασμένα το άρθρο 84. Κατά την εισήγηση, το άρθρο 84 δεν καθιστά δεσμευτική τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα η οποία, εν πάση περιπτώσει, ήταν εσφαλμένη και αναιτιολόγητη. Ο συνάδελφός μας, αφού σημείωσε πως δεν εγειρόταν ζήτημα συνταγματικής φύσης, έκρινε ως εξής:

“Κατά την κρίση μου, η άποψη της ΕΔΥ περί της δεσμευτι-κότητας της γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα είναι ορθή. Η πρόνοια στο εδάφιο 2 του άρθρου 84 ότι ο Γενικός Εισαγγελέας “αποφαίνεται” και ότι “σε περίπτωση καταφατικής γνωμοδότησης” η ΕΔΥ προχωρεί “χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης” προσδιορίζει με σαφήνεια το καθεστώς και δεν αφήνει χώρο για άλλη ερμηνεία.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η γνωμοδότηση δεν ελέγχεται δικαστικά. Εν προκειμένω όμως αναδεικνύεται ορθή. Απαραίτητο συσταστικό στοιχείο του αδικήματος της απόσπασης με ψευδείς παραστάσεις είναι, σύμφωνα με το άρθρο 298 του Ποινικού Κώδικα, και ο “σκοπός καταδολίευσης”. Είναι νομίζω αυτόδηλο ότι αυτό σημαίνει “έλλειψη τιμιότητας”. Ειδική αιτιολογία δεν χρειάζεται.  Ο τρόπος με τον οποίο ο αιτητής συμμετέσχε στη διάπραξη των αδικημάτων δεν αμβλύνει αυτό το στοιχείο. Όπως δεν το αμβλύνει το ότι ο συγκατηγο- γορούμενός του ήταν που αποκόμισε το οικονομικό όφελος.”

Επαναφέρεται το ίδιο θέμα με τους λόγους έφεσης, στο πλαίσιο της ανάπτυξης των οποίων επιχειρήθηκαν παραλληλισμοί είτε προς άλλες  νομοθετικές διατάξεις είτε προς τα κρατούντα, σύμφωνα με την ελληνική βιβλιογραφία και τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφορικά με τη φύση και την επενέργεια των γνωμοδοτήσεων. Ήταν εν τέλει η εισήγηση του εφεσείοντα πως η ΕΔΥ όφειλε να ασκήσει έλεγχο νομιμότητας της “άποψης” του Γενικού Εισαγγελέα και πως η πλάνη της ότι ήταν δεσμευτική, συνιστούσε λόγο ακυρότητας.

Το κυρίαρχο εν προκειμένω είναι η νομοθετική διάταξη που διέπει το θέμα και, σε πλήρη συμφωνία προς την πρωτόδικη απόφαση, κρίνουμε πως σαφώς η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα είναι, στο πλαίσιο της νομοθετικής ρύθμισης, δεσμευτική για την ΕΔΥ. Επίσης συμφωνούμε με την πρωτόδικη προσέγγιση αναφο[*521]ρικά και με τα άλλα θέματα που συζητήθηκαν σε σχέση με την απόφανση του Γενικού Εισαγγελέα και καταλήγουμε πως οι σχετικοί λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι.

Αναφορικά με την επιβλητέα πειθαρχική ποινή, η πλειοψηφία της ΕΔΥ συνυπολόγισε όσα προτάθηκαν προς μετριασμό, σημειώνοντας όμως ταυτόχρονα τη σοβαρότητα των αδικημάτων αλλά και το ότι έχουν “έμμεση σχέση με την υπηρεσία του ως Λειτουργού στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, όπου η τιμιότητα και η ακεραιότητα χαρακτήρα αποτελούν θεμελιώδη χαρακτηριστικά του λειτουργού”.

Πρωτοδίκως η διαδικασία χαρακτηρίστηκε ως άμεπτη, κρίθηκε ότι η ΕΔΥ ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής της εξουσίας και εξηγήθηκε, με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, ότι η επιλογή ποινής δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Ενώπιόν μας ο λόγος έφεσης ως προς την ποινή προωθήθηκε κυρίως κατά διασύνδεση προς όσα υποστηρίχτηκαν αναφορικά με τη δεσμευτικότητα της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, ως προς την οποία έχουμε ήδη αποφανθεί. Κατά τα άλλα, τέθηκε ζήτημα ύπαρξης δυνατότητας ελέγχου της “προτίμησης” της πλειοψηφίας ως προς την επιλογή της ποινής και έγινε αναφορά σε έλλειψη αναλογικότητας αφού ο εφεσείων είχε ήδη τιμωρηθεί από το ποινικό Δικαστήριο. Αναφορά στη Μοzoras (ανωτέρω) και στην αρχή την οποία υιοθέτησε, δεν έγινε. Ούτε και σε μεταγενέστερες αποφάσεις, επίσης της Ολομέλειας, που ακολούθησαν την έκδοση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης. Έχουμε συναφώς υπόψη μας τις υποθέσεις Ανδρέας Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508 και Σαλώμη Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778, στις οποίες υιοθετήθηκε η Μοzoras και σειρά άλλων που την ακολούθησαν. Στη δεύτερη, με αναφορά και στην πρώτη, εκτίθενται τα όρια του δικαστικού ελέγχου που είναι δυνατό να ασκηθεί. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση που εξέδωσε ο Νικήτας Δ.:

“Η θέση της νομολογίας στο συζητούμενο θέμα έχει επαναβεβαιωθεί πρόσφατα από την Ολομέλεια στην Ανδρέας Αζίνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508. Εκδίδοντας την απόφαση ο Π. Αρτέμης Δ. αναφέρει:

‘Έχει ....... νομολογηθεί πως το Διοικητικό Δικαστήριο δεν [*522]έχει εξουσία με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος να ελέγχει, μεταξύ άλλων, την αυστηρότητα πειθαρχικής ποινής.’

Η απόφαση παραπέμπει στην υπόθεση Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210.

Και συνεχίζει ως εξής:

Οι πιο πάνω αρχές επιβεβαιώθηκαν και στις υποθέσεις Republic v. L. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, Θεοδωρίδης ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 1457 και Παπαφώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1302.

Είναι χρήσιμο να παραπέμψουμε και στα Πορίσματα Νομολογίας του Σ.τ.Ε 1929-1959, σελ. 414, όπου προδιαγράφεται ο ίδιος ακριβώς ρόλος του ακυρωτικού δικαστηρίου στο πειθαρχικό δίκαιο:

“Περαιτέρω γίνεται δεκτόν, ότι εις την πειθαρχικήν διαδικασίαν, η εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών των συνιστώντων το πειθαρχικόν παράπτωμα και η στάθμισις της βαρύτητος αυτών προς επιβολήν της αρμοζούσης εκάστοτε ποινής ανήκουσιν εις την διακριτικήν εξουσίαν της Διοικήσεως και διαφεύγουσι τον έλεγχον του Συμβουλίου Επικρατείας δικάζοντος επί ακυρώσει, πλην εάν συντρέχη κατάχρησις ή κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα.

Ο υπό του αρμοδίου όμως οργάνου χαρακτηρισμός ωρισμένων πραγματικών περιστατικών ως συνιστώντων ή μη πειθαρχικόν παράπτωμα, δεν αποτελεί ουσιαστικήν κρίσιν διαφεύγουσαν τον ακυρωτικόν έλεγχον του Σ.τ.Ε., αλλά νομικόν χαρακτηρισμόν των πραγματικών αυτών περιστατικών και υπαγωγήν των εις συγκεκριμένον κανόνα δικαίου ..... ήτοι ενέργειαν ελεγχομένην ακυρωτικώς.’

Τις παραμέτρους του δικαστικού ελέγχου συμπληρώνει η παρακάτω περικοπή στη σελ. 415:

‘Εγένετο περαιτέρω δεκτόν ότι είναι γενικώς απαράδεκτοι λόγοι ακυρώσεως πλήττοντες την ουσιαστικήν κρίσιν και εκτίμησιν του ανακριτικού συμβουλίου .......... ως π.χ. εκείνοι, δι’ ων προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμησις των αποδει[*523]κτικών στοιχείων .... ή εσφαλμένη κρίσις ως προς την υποκειμενικήν υπαιτιότητα του πειθαρχικώς διωκομένου αξιωματικού ....... ή προς την επιμέτρησιν της ποινής  ........ Πλάνη όμως περί τα πράγματα, λόγω αντικειμενικής ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών, άτινα ήσκησαν ουσιώδη επιρροήν εις την διαμόρφωσιν της κρίσεως του ανακριτικού συμβουλίου, επάγεται ακυρότητα της γνωμοδοτήσεως αυτού ......”

Όσα υποστηρίχτηκαν αφορούν στην εκτίμηση της βαρύτητας στοιχείων που συνυπολογίστηκαν και δεν παρέχεται περιθώριο για παρέμβαση. Η ΕΔΥ επέβαλε ποινή που ενέπιπτε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας της όπως τα καθορίζει ο Νόμος και η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

Εγείρεται ως τελευταίο ζήτημα η επιδίκαση των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας σε βάρος του αιτητή. Οι αρχές εξηγήθηκαν σε σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας. (Βλ. Ανδρόνικος Κασάπης κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43, Αντώνιος Ι. Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85 και Χριστόδουλος Χ. Γ. Χατζηγεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.) Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν λόγοι για ανατροπή του τρόπου με τον οποίο ο συνάδελφος μας έχει ασκήσει τη διακριτική του εξουσία. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο