Kαρλεττίδου Mαρία ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 530

(2000) 3 ΑΑΔ 530

[*530]25 Σεπτεμβρίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2564)

 

Ο Περί Κτηματομεσιτών Νόμος του 1987 (Ν.66/87) ― Άρθρο 6(1) ― Ερμηνεία της φράσης «δεκαετής πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία» ― Δεν απαιτείται να είναι το αποτέλεσμα πλήρους απασχολήσεως, αλλά και μερικής απασχολήσεως.

H εφεσείουσα προσέβαλε με την έφεσή της την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προσφυγή της κατά της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών να απορρίψει ιεραρχική προσφυγή της κατά της απόφασης απόρριψης αιτήματος για εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών απορρίφθηκε.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η παράγραφος (στ) του Αρθρου 6(1) του περί Κτηματομεσιτών Νόμου (Ν.66/87) απαιτεί όπως ο υποψήφιος για εγγραφή «έχει δεκαετή πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία». Η δεύτερη επιφύλαξη του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι «πρόσωπα άτινα δύνανται να αποδείξωσιν ότι κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου ήσκουν κατά κύριον λόγον το επάγγελμα του Κτηματομεσίτου δεν είναι απαραίτητον όπως έχωσι τα εν ταις παραγράφοις (β) και (στ) αναφερόμενα προσόντα.» Διαβάζοντας την παράγραφο (στ) σε συνάρτηση με τη δεύτερη επιφύλαξη, και κατ’ αντιδιαστολή προς αυτή, κρίνεται ότι η δεκαετής πείρα, περί της οποίας η παράγραφος (στ), δεν χρειάζεται να έχει αποκτηθεί κατά την άσκηση του επαγγέλματος του κτημα[*531]τομεσίτη «κατά κύριο λόγο». Κάτι λιγότερο χρειάζεται. Διαφορετικά, η δεύτερη επιφύλαξη, με την οποία εισάγεται εξαίρεση στην αρχή της δεκαετούς πείρας, δεν θα είχε ουσιαστικό νόημα. A fortiori, η δεκαετής πείρα δεν χρειάζεται να έχει αποκτηθεί μετά από «πλήρη απασχόληση σε κτηματομεσιτική εργασία». Και τούτο διότι «πλήρης απασχόληση» σημαίνει κάτι ακόμη περισσότερο από απασχόληση «κατά κύριο λόγο». Σημαίνει αποκλειστική και εξ ολοκλήρου απασχόληση. Η ορθή ερμηνεία της παραγράφου (στ) είναι ότι αυτή δεν προϋποθέτει ούτε «πλήρη» ούτε «κατά κύριο λόγο» απασχόληση σε κτηματομεσιτική εργασία. Αρκεί εύλογα επαρκής, έστω μερική, και τούτο είναι θέμα βαθμού, ουσιαστική απασχόληση και εμπειρία σε κτηματομεσιτική εργασία, για δέκα, τουλάχιστον, χρόνια.

Ενόψει των πιο πάνω, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η έφεση πρέπει να επιτραπεί. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα για το λόγο ότι είναι προϊόν νομικής πλάνης ως προς την ορθή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ερμηνεία της παραγράφου (στ) του Αρθρου 6(1) του Νόμου. Ερμηνεία στη βάση της οποίας και θα πρέπει να επανεξεταστεί το αίτημα της αιτήτριας.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γ. Νικολάου, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 438/96, ημερ. 5/12/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών με την οποία απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή της κατά της απορριπτικής απόφασης του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών αίτημά της για εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών.

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα εργαζόταν επί πλήρους βάσεως σε εμπορική Τράπεζα από το 1968 μέχρι το 1993. Τα καθήκοντά της στην Τράπεζα, αν και περιλάμβαναν κάποιες κτηματομεσιτικές εργασίες,  δεν συνδέονταν άμεσα με τη κτηματομεσιτική. [*532]Ωστόσο, καθόλο αυτό το διάστημα – ακόμα και λίγο ενωρίτερα – η εφεσείουσα, παράλληλα με την εργασία της στην Τράπεζα, ασχολείτο και με κτηματομεσιτικές εργασίες σε συνεργασία με τον πατέρα της, ράπτη στο επάγγελμα, ο οποίος συνδύαζε, με το κύριο εκείνο επάγγελμά του, τη κτηματομεσιτική και τη διαχείριση χώρου στάθμευσης. Διατηρούσαν μάλιστα και σχετικό γραφείο.

Με αίτησή της, ημερομηνίας 10.3.1995, η εφεσείουσα αποτάθηκε στο Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών (το Συμβούλιο) για εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών δυνάμει του περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 1987 (Νόμος 66/87), όπως τροποποιήθηκε (ο Νόμος). Με απόφασή του, ημερομηνίας 8.8.1995, το Συμβούλιο απέρριψε την αίτηση με το αιτιολογικό ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι «έχει δεκαετή πείρα περί τη κτηματομεσιτική εργασία όπως απαιτείται από το άρθρο 6(1)(στ) του Νόμου».  Κατά της απόφασης του Συμβουλίου η εφεσείουσα υπέβαλε, στις 5.9.1995, ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 16 Α του Νόμου. Ο Υπουργός, διερευνώντας την υπόθεση, απευθύνθηκε προς το Συμβούλιο το οποίο τον πληροφόρησε για τα γεγονότα.  Ήταν αυτά που προαναφέραμε. Τα είχε επικαλεσθεί η εφεσείουσα και δεν αμφισβητήθηκαν. Πάνω σ’ αυτά στηρίχθηκε και η απόφαση του Συμβουλίου. Ο λειτουργός, στον οποίο ανατέθηκε από τον Υπουργό η συγκέντρωση των στοιχείων και η υποβολή πρότασης, υπέβαλε, στις 4.3.1996, υπόμνημα το οποίο κατέληγε ως εξής:

«5. Ενόψει των πιο πάνω στοιχείων είναι φανερό ότι η προσφεύγουσα, καίτοι ασχολήθηκε με κτηματομεσιτικές εργασίες είτε στην εκτέλεση των καθηκόντων της στην Τράπεζα ή βοηθώντας τον πατέρα της εντούτοις δε μπορεί να θεωρηθεί ότι απέκτησε «δεκαετή πείραν περί την κτηματομεσιτικήν εργασίαν» όπως προβλέπει το άρθρο 6 του Νόμου και ότι το Συμβούλιο ορθά απέρριψε την αίτηση εγγραφής.

6. Εισηγούμαι απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής.»

Πιο κάτω, με ημερομηνία 5.3.1996, φαίνεται η μονολεκτική απόφαση του Υπουργού ότι η ιεραρχική προσφυγή «απορρίπτεται».

Απορρίπτοντας την προσφυγή, ο πρωτόδικος Δικαστής ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Ως προς την αιτιολογία, αυτή προκύπτει επαρκώς από την παράγραφο 5 του μνημονίου την οποία παρέθεσα.  Απομένει για [*533]εξέταση η θέση ότι ο Υπουργός πλανήθηκε ως προς το τι, ορθά ερμηνευομένη, διαλαμβάνει η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 6(1) του Νόμου η οποία έχει ως εξής:

«Νοείται περαιτέρω ότι πρόσωπα άτινα δύνανται να αποδείξωσιν ότι κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου ήσκουν κατά κύριον λόγον το επάγγελμα του Κτηματομεσίτου δεν είναι απαραίτητον όπως έχωσι τα εν τας παραγράφοις (β) και (στ) αναφερόμενα προσόντα.»

Κατά την άποψή μου, ακόμα και με την πιο ευρεία ερμηνεία της εδώ κρίσιμης πρότασης «ήσκουν κατά κύριον λόγον το επάγγελμα» δεν θα καλύπτετο η περίπτωση της αιτήτριας.  Η οποία στην περίοδο που ενδιαφέρει προδήλως ασκούσε «κατά κύριον λόγον» τραπεζικές εργασίες ως υπάλληλος εμπορικής τράπεζας. Η απόφαση του Υπουργού ήταν εν προκειμένω όχι μόνο λογικά εφικτή αλλά και αναπόφευκτη.»

Ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ στις 8.5.1987.

Η έφεση επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής, στηριζόμενος στη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 6(1) του Νόμου, κατέληξε ότι «η απόφαση του Υπουργού ήταν εν προκειμένω όχι μόνο λογικά εφικτή αλλά και αναπόφευκτη» για το λόγο ότι η εφεσείουσα δεν ζήτησε άδεια στη βάση της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 6(1) του Νόμου, αλλά στη βάση της παραγράφου (στ) του άρθρου 6(1) του Νόμου. Η δε αίτησή της απορρίφθηκε λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της παραγράφου (στ) του άρθρου 6(1) και όχι λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 6(1) πάνω στην οποία ούτε η εφεσείουσα αλλά ούτε και ο καθ’ ου η αίτηση στηρίχθηκε. Η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της παραγράφου (στ) του άρθρου 6(1) συνίστατο στην προσέγγιση, συνωδά με σχετική γνωμάτευση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας πάνω στην οποία στηρίχθηκε τόσο το Συμβούλιο όσο και ο καθ’ ου η αίτηση Υπουργός, ότι η δεκαετής πείρα η οποία απαιτείται σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο (στ) «δεν μπορεί λογικά να είναι άλλη από την πείρα που αποκτάται σαν αποτέλεσμα δεκαετούς πλήρους απασχολήσεως σε κτηματομεσιτική εργασία».  Άλλως πως ο νομοθέτης θα μιλούσε για «μερική» πείρα «περί την κτηματομεσιτική εργασία».»

Έχουμε την άποψη ότι ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης ευσταθεί.

[*534]Το άρθρο 6(1) του Νόμου, στο βαθμό που ενδιαφέρει για τους σκοπούς της έφεσης, έχει ως εξής:

«6.-(1) Πας πολίτης της Δημοκρατίας δικαιούται να εγγραφή ως κτηματομεσίτης εάν το Συμβούλιον πεισθή ότι είναι καλού χαρακτήρος και –

……………………………………………………………………………………………………………………………………

(στ) έχει δεκαετή πείραν περί την κτηματομεσιτικήν εργασίαν:

……………………………………………………………………………………………………………………………………

Νοείται περαιτέρω ότι πρόσωπα άτινα δύνανται να αποδείξωσιν ότι κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου ήσκουν κατά κύριον λόγον το επάγγελμα του Κτηματομεσίτου δεν είναι απαραίτητον όπως έχωσι τα εν ταις παραγράφοις (β) και (στ) αναφερόμενα προσόντα.»

Η πιο πάνω παράγραφος (στ) του άρθρου 6(1) απαιτεί όπως ο υποψήφιος για εγγραφή «έχει δεκαετή πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία». Η δεύτερη επιφύλαξη του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι «πρόσωπα άτινα δύνανται να αποδείξωσιν ότι κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου ήσκουν κατά κύριον λόγον το επάγγελμα του Κτηματομεσίτου δεν είναι απαραίτητον όπως έχωσι τα εν ταις παραγράφοις (β) και (στ) αναφερόμενα προσόντα.» Διαβάζοντας την παράγραφο (στ) σε συνάρτηση με τη δεύτερη επιφύλαξη, και κατ’ αντιδιαστολή προς αυτή, κρίνουμε ότι η δεκαετής πείρα, περί της οποίας η παράγραφος (στ), δεν χρειάζεται να έχει αποκτηθεί κατά την άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη «κατά κύριο λόγο». Κάτι λιγότερο χρειάζεται.  Διαφορετικά, η δεύτερη επιφύλαξη, με την οποία εισάγεται εξαίρεση στην αρχή της δεκαετούς πείρας, δεν θα είχε ουσιαστικό νόημα. A fortiori, η δεκαετής πείρα δεν χρειάζεται να έχει αποκτηθεί μετά από «πλήρη απασχόληση σε κτηματομεσιτική εργασία». Και τούτο διότι «πλήρης απασχόληση» σημαίνει κάτι ακόμη περισσότερο από απασχόληση «κατά κύριο λόγο». Σημαίνει αποκλειστική και εξ ολοκλήρου απασχόληση.  Η ορθή ερμηνεία της παραγράφου (στ) είναι ότι αυτή δεν προϋποθέτει ούτε «πλήρη» ούτε «κατά κύριο λόγο» απασχόληση σε κτηματομεσιτική εργασία. Αρκεί εύλογα επαρκής, έστω μερική, και τούτο είναι θέμα βαθμού, ουσιαστική απασχόληση και εμπειρία σε κτηματομεσιτική εργασία, για δέκα, τουλάχιστον, χρόνια.*

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η έφεση πρέπει να επιτραπεί.  Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, στη βάση των περιστατικών της υπόθεσης, δεν εγειρόταν, ούτε και τέθηκε, θέμα εφαρμογής της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 6(1) του Νόμου, όπως αποφάσισε ο πρωτόδικος Δικαστής, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα για το λόγο ότι είναι προϊόν νομικής πλάνης ως προς την ορθή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ερμηνεία της παραγράφου (στ) του άρθρου 6(1) του Νόμου.  Ερμηνεία στη βάση της οποίας και θα πρέπει να επανεξεταστεί το αίτημα της αιτήτριας.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας, πρωτόδικα και κατ’ έφεση.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο