Maouris Andreas Estates Ltd ν. Kυπριακού Oργανισμού Tουρισμού (2000) 3 ΑΑΔ 550

(2000) 3 ΑΑΔ 550

[*550]29 Σεπτεμβρίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ANDREAS MAOURIS ESTATES LTD.,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΟY ΟΡΓΑΝΙΣΜΟY ΤΟΥΡΙΣΜΟY,

Εφεσίβλητου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2505)

 

Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ― Εκχώρηση εξουσίας έγκρισης ονομάτων ξενοδοχείων στον Γενικό Διευθυντή ― Νόμιμη η εκχώριση, βάσει του Άρθρου 5(6) του Νόμου 54/69 (όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 2 του περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 16/85).

Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ― Έγκριση ονόματος ξενοδοχείου ― Αρμοδιότητα του ΚΟΤ που εκχωρήθηκε στον Γενικό Διευθυντή ― Διακριτική ευχέρεια απόρριψης ονομάτων που κατά την κρίση του Οργανισμού (και μετά την εκχώρηση του Γενικού Διευθυντή) δυνατόν να προκαλέσουν σύγχυση ― Εξουσία ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη από τις εξουσίες του Εφόρου Εταιρειών για έγκριση ονομάτων εταιρειών βάσει του Κεφ. 116 ― Αιτιολογία της απόφασης νόμιμη, εφόσον συνδέεται με τη δυνατότητα πρόκλησης σύγχυσης ― Εύλογη υπό τις περιστάσεις.

Έξοδα ― Ακολουθούν το αποτέλεσμα ― Το γεγονός ότι επιτυχών διάδικος είναι η διοίκηση δεν αποτελεί λόγο απόκλισης από τον κανόνα.

Η εφεσείουσα εταιρεία προσέβαλε πρωτοδικώς την απόφαση της Γενικής Διευθύντριας του Κ.Ο.Τ να απορρίψει αίτημά της για έγκριση ονόματος συγκροτήματος οργανωμένων διαμερισμάτων στο Παραλίμνι. Η προσφυγή απερρίφθη και ακολούθησε η παρούσα έφεση, με την οποία αμφισβητείται η νομιμότητα της εκκαλούμενης απόφασης.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την [*551]έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Με τον πρώτο λόγο προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη απόφαση αρμοδίως λήφθηκε από τη Γενική Διευθύντρια του ΚΟΤ, ως λανθασμένη, αφού, ως ισχυρίζεται, το Αρθρο 9 του Νόμου 40/69 εναποθέτει την εξουσία αυτή στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΟΤ.

     Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο Νόμος αρ. 54/69, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 16/85, δεν αφορά ούτε τροποποίησε το Νόμο αρ. 40/69 και ειδικότερα το Αρθρο 9.

     Είναι φανερό ότι η εκχώρηση της εξουσίας στη Γενική Διευθύντρια από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΟΤ έγινε δυνάμει του Αρθρου 5(6) του Νόμου αρ. 54/69 όπως τροποποιήθηκε από το Αρθρο 2 του περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 16/85. Το Αρθρο 5(6) προβλέπει:-

           

«(6) Το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται να μεταβιβάζη αρμοδιότητάς του εις τον Γενικόν Διευθυντήν ή εις Επιτροπάς εκ μελών αυτού, εις τας οποίας δύναται να συμμετέχη και ο Γενικός Διευθυντής ή και έτεροι Λειτουργοί του Οργανισμού.  Το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται επίσης να συνιστά συμβουλευτικάς επιτροπάς εξ ατόμων εκπροσωπούντων οργανισμούς σχέσιν έχοντας με την τουριστικήν βιομηχανίαν ή και εξ άλλων προσώπων ή και λειτουργών του Οργανισμού».

     Στην ερμηνευτική διάταξη του Αρθρου 2 του Νόμου 40/69 για τον όρο "Οργανισμός" αναφέρεται:-

"‘Οργανισμός’ σημαίνει τον Κυπριακόν Οργανισμόν Τουρισμού (Κ.Ο.Τ.) του ιδρυθέντα διά του περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Νόμου .......".

     Κατά συνέπεια η αναφορά στο Νόμο αρ. 40/69 σε οργανισμό εννοεί τον ΚΟΤ όπως διέπεται από τις διατάξεις του ιδρυτικού και θεσμικού Νόμου αρ. 54/69.

     Και εφόσον δυνάμει του Άρθρου 9 του Νόμου αρ. 40/69, η αρμοδιότητα έγκρισης της ονομασίας ξενοδοχειακής μονάδας εναποτίθεται στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΟΤ, έπεται ότι η εξουσία αυτή είναι δυνατό να εκχωρηθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο στη Γενική Διευθύντρια του Οργανισμού, δυνάμει του Αρ[*552]θρου 5(6) του θεσμικού Νόμου αρ. 54/69.

     Ορθά κατά συνέπεια το Διοικητικό Συμβούλιο με απόφασή του ημερ. 22.6.88, ενέκρινε και εκχώρησε στη Γενική Διευθύντρια δυνάμει του εδαφίου 6 του Άρθρου 5 του νόμου, την εξουσία και αρμοδιότητα να εγκρίνει τις ονομασίες των ξενοδοχειακών καταλυμάτων.  Έπεται ότι η Γενική Διευθύντρια είχε την αρμοδιότητα να αποφασίσει επί του θέματος.

2.  Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε επαρκής αιτιολογία στην επίδικη απόφαση. Υποστηρίζει δε ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε πρωτογενώς να προχωρήσει σε δική του κρίση για ό,τι αφορά την εμπορική επωνυμία των εφεσειόντων κατά το Κεφ. 116».

     Όσον αφορά το δεύτερο μέρος της εισήγησης των εφεσειόντων, παρατηρείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα που ήγειραν οι εφεσείοντες, μόνο ως προς τη νομική θέση και την ερμηνεία των δύο νομοθετημάτων. Πουθενά δεν διακρίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να συμπληρώσει το ίδιο την αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Αναφέρεται στη σελίδα 6 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης:-

     «Στην κρινόμενη περίπτωση το γεγονός της εγγραφής της εμπορικής επωνυμίας, δυνάμει του Κεφ. 116, δεν αφαιρεί από τον Οργανισμό τις εξουσίες που του παρέχονται από το πιο πάνω Άρθρο 9 του Νόμου 40/69 για την έγκριση των ονομάτων των Ξενοδοχείων. Δεν εγείρεται καθόλου θέμα αναγνώρισης της πράξεως της Εφόρου Εταιρειών. Ο Νόμος 40/69 αποτελεί τον ειδικό για την κρινόμενη περίπτωση Νόμο. Η εμβέλειά του δεν περιορίζεται και δεν εξουδετερώνεται από τις πρόνοιες του Κεφ. 116. Υιοθέτηση της εισήγησης του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας θα ισοδυναμούσε με εκχώρηση από τον Οργανισμό εξουσιών, που του παρέχονται από το πιο πάνω Άρθρο 9 του Νόμου 40/69, στην Έφορο Εταιρειών».

     Το Δικαστήριο συμφωνεί με την πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν είναι αναγκαίο να προβεί σε περαιτέρω ανάλυση. Παρατηρείται μόνο, ότι το Άρθρο 9 του Νόμου 40/69 ρυθμίζει ειδικά την ίδρυση και λειτουργία ξενοδοχείων και όσον αφορά την ονομασία ξενοδοχείων θέτει κριτήρια ιδιαίτερα πέραν αυτών που προνοούνται από το Κεφ. 116. Θεωρείται ότι είναι εντελώς άσχετο το γεγονός, ότι η Έφορος Εταιρειών ενέκρινε την εγγραφή της επωνυμίας με βάση τα κριτήρια και τους [*553]όρους που διαγράφονται σ’ ένα άλλο νομοθέτημα, το Κεφ. 116.

     Η αιτιολογία της απόφασης είναι σαφής και εξάγεται από το κείμενο της απόφασης όπου αναφέρεται: "δεδομένου ότι ήδη στο Παραλίμνι λειτουργεί από το 1988 επιχείρηση οργανωμένων διαμερισμάτων με το όνομα A.P. MAOURIS". Είναι διάχυτη η αιτιολογία στην επίδικη απόφαση η οποία σύγκειται από το γεγονός ότι είναι δυνατό να προκληθεί σύγχυση με άλλο ξενοδοχείο που είναι σε λειτουργία. Δυνάμει της επιφύλαξης του Άρθρου 9(1) του Νόμου 40/69 ο Κ.Ο.Τ. "δύναται να μη δεχθεί οιονδήποτε όνομα το οποίο, κατά την κρίσην αυτού, θα συνέχεε τούτο προς οιονδήποτε άλλο λειτουργούν ξενοδοχείον".

     Νοουμένου ότι το θέμα της σύγχυσης προβλέπεται από το Νόμο και η αιτιολογία συνδέεται άμεσα μ’ αυτή, θεωρείται ότι ο ΚΟΤ και ειδικότερα η Γενικός Διευθυντής άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια μέσα στα πλαίσια του Νόμου, η δε απόφασή της ήταν εύλογη με βάση το ενώπιόν της υλικό.

3.  Στο περίγραμμα αγόρευσής του ο δικηγόρος των εφεσειόντων ισχυρίζεται ότι η δικαστική κρίση κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος διαμορφώνει ή τέμνει το δίκαιο και διαπαιδαγωγεί τη διοίκηση και τους διοικουμένους.  Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η επιδίκαση εξόδων δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα ούτε είναι μηχανικό επακόλουθο του αποτελέσματος της δίκης.

     Η θέση αυτή του κ. Α. Σ. Αγγελίδη, δικηγόρου των εφεσειόντων, έχει τεθεί πλειστάκις ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και κρίθηκε ως ανεδαφική.

     Στην Ανδρόνικος Κασάπη v. Δημοκρατίας, απεφασίσθη ότι:-

"Η Δημοκρατία ενάγεται ως διάδικος στο Δικαστήριο ή προσβάλλονται οι αποφάσεις των διοικητικών της οργάνων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ισχύσουν άλλοι κανόνες, αναφορικά με τα έξοδα, από τους καθιερωμένους.".

     Οι κανόνες ως προς τα έξοδα δικαστικής διαδικασίας είναι καλώς γνωστοί και καθιερωμένοι. Στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστώνεται  η ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου, που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τον κανόνα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*554]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κασάπης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43,

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85,

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102,

Χ"Γεωργίου κ.ά. ν. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 42,

Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468,

Αριστείδου κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (2000) 3 A.A.Δ. 213.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Π. Καλλής, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 920/96, ημερ. 11/7/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της απόφασης, κατόπιν επανεξέτασης για μη εγγραφή του ονόματος “Βeach Center A. Maouris” αναφορικά με συγκρότημα οργανωμένων διαμερισμάτων Α΄ κατηγορίας στο Παραλίμνι.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Ι. Δικηγορόπουλος, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 29.6.94 η εφεσείουσα Εταιρεία υπέβαλε αίτηση στον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού (ΚΟΤ) για έγκριση του ονόματος “BEACH CENTER A. MAOURIS” αναφορικά με συγκρότημα οργανωμένων διαμερισμάτων Α΄ κατηγορίας στο Παραλίμνι. Πληροφόρησε δε τον ΚΟΤ ότι η επωνυμία αυτή έχει ήδη εγγραφεί στην Έφορο Εταιρειών και ότι ανήκει στην αιτήτρια. Η θέση του ΚΟΤ ήταν αρνητική. Πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι “η προτεινόμενη ονομασία BEACH CENTER A. MAOURIS δεν εγκρίνεται από τον Οργανισμό, σύμφωνα με την πρόνοια του άρθρου 9 του περί Ξενοδοχείων Νόμου, δεδομένου ότι υπάρχει άλλη ξενοδοχειακή μονάδα στην περιοχή με παρόμοια ονομασία και ως εκ τούτου τυχόν έγκριση της ονομασίας [*555]αυτής θα προκαλέσει σύγχιση.”. Η ξενοδοχειακή αυτή μονάδα ήταν η επιχείριση οργανωμένων διαμερισμάτων με το όνομα A.P. MAOURIS που πρόβαλαν σχετική ένσταση.

Η πιο πάνω απόφαση είχε προσβληθεί με την προσφυγή αρ. 850/94 και ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 6.8.96 γιατί δεν είχε προσκομισθεί μαρτυρία που να βεβαιώνει ότι η απόφαση λήφθηκε από τη Γενική Διευθύντρια.

Μετά την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης η Γενική Διευθύντρια μελέτησε ξανά το θέμα, υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης, και αποφάσισε να μην εγκρίνει την προτεινόμενη ονομασία.  Ειδοποίησε δε την εφεσείουσα με επιστολή της ημερ. 2.9.96.  Σύμφωνα με την επιστολή:-

“(1) Το όνομα ξενοδοχειακής επιχείρησης πρέπει να τύχει έγκρισης του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού το οποίο μπορεί να μη δεχθεί οποιοδήποτε όνομα που κατά την κρίση του θα συγχίζει την επιχείρηση με άλλη υφιστάμενη (Βλ. άρθρο 9 του περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμου, 1969 (Ν. 40/69)).

(2)               Με απόφασή του ημερ. 13.4.93 το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού αποφάσισε όπως:

     (α) Ο Οργανισμός μελετά και εγκρίνει τα προτεινόμενα ονόματα ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, τουριστικών γραφείων και κέντρων αναψυχής ανεξάρτητα του αν εγκρίθηκαν ή όχι από το Γραφείο του Εφόρου Εταιρειών.

     (β) Σε ό,τι αφορά τις ξενοδοχειακές μονάδες,

“(i) Οι ονομασίες πρέπει να συνάδουν με τα κυπριακά δεδομένα, την ιστορία, τον πολιτισμό και τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά της Κύπρου, εκτός σε εξαιρετικές και μεμονωμένες περιπτώσεις εξειδικευμένων επιχειρήσεων.

...............................................................................................

(ii)                      Να μην εγκρίνονται ονόματα που περιέχουν τη λέξη ‘ΒEACH’ εφόσον το γήπεδο της επιχείρησης δεν εφάπτεται της ζώνης προστασίας της παραλίας.”

(3)               Με απόφασή του ημερ. 22.6.1988 το Διοικητικό Συμβούλιο ενέκρινε και μεταβίβασε στη Γενική Διευθύντρια δυνάμει [*556]του εδαφίου (6) του Άρθρου 5 του Νόμου, τις εξουσίες και την αρμοδιότητα να εγκρίνει τις ονομασίες των ξενοδοχειακών καταλυμάτων καθώς επίσης και οποιεσδήποτε αλλαγές σύμφωνα με τις πρόνοιες της περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νομοθεσίας.

(4)               Μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή 850/94 επανεξέτασα την αίτησή σας και για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω και δεδομένου ότι ήδη στο Παραλίμνι λειτουργεί από το 1988 επιχείρηση οργανωμένων διαμερισμάτων με το όνομα ‘Α. P. MAOURIS’ το όνομα Beach Center A. Maouris για την επιχείρησή σας δεν μπορεί να εγκριθεί.”.

Εναντίον της απόφασης αυτής η εφεσείουσα καταχώρησε την προσφυγή αρ. 920/96. Η προσφυγή εκδικάστηκε από αδελφό Δικαστή, ο οποίος την απέρριψε επιδικάζοντας τα έξοδα σε βάρος της.

Η εφεσείουσα μη ικανοποιηθείσα από την πρωτόδικη απόφαση καταχώρησε την παρούσα έφεση, προβάλλοντας προς τούτο τρεις λόγους έφεσης.  Με τον πρώτο λόγο προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη απόφαση αρμοδίως λήφθηκε από τη Γενική Διευθύντρια του ΚΟΤ ως λανθασμένη, αφού, ως ισχυρίζεται, το άρθρο 9 του Νόμου 40/69 εναποθέτει την εξουσία αυτή στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΟΤ.  Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η επίδικη απόφαση ήταν αιτιολογημένη και/ή ότι δεν δόθηκε “ειδική αιτιολογία περί το κατά πόσον και/ή πώς θα επέρχετο σύγχισις εάν εγίνετο αποδεκτό το όνομα τούτο που συμπίπτει με το όνομα άλλου δικαιούχου”. Με τον τρίτο λόγο προσβάλλεται η καταδίκη της εφεσείουσας στα έξοδα.

Στο περίγραμμα αγόρευσής του ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο Νόμος αρ. 54/69, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 16/85, δεν αφορά ούτε τροποποίησε το Νόμο αρ. 40/69 και ειδικότερα το άρθρο 9. Το άρθρο 9(1) του Νόμου αρ. 40/69 έχει ως ακολούθως:-

“9.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων οιουδήποτε ετέρου εν ισχύϊ Νόμου, έκαστον ξενοδοχείον δέον να έχη ίδιον όνομα, όπερ είναι το υπό της αδείας λειτουργίας αυτού αναγνωριζόμενον τοιούτο:

Νοείται ότι το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται να μη δεχθή [*557]οιονδήποτε όνομα το οποίον, κατά την κρίσιν αυτού, θα ήτο αναπροσάρμοστον προς το είδος, το μέγεθος, την τάξιν και γενικώς τα χαρακτηριστικά του ξενοδοχείου ή το οποίον θα συνέχεε τούτο προς οιονδήποτε άλλο λειτουργούν ξενοδοχείον:

.....................................................................................................”.

Είναι φανερό ότι η εκχώρηση της εξουσίας στη Γενική Διευθύντρια από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΟΤ έγινε δυνάμει του άρθρου 5(6) του Νόμου αρ. 54/69 όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 16/85. Το άρθρο 5(6) προβλέπει:-

“(6) Το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται να μεταβιβάζη αρμοδιότητάς του εις τον Γενικόν Διευθυντήν ή εις Επιτροπάς εκ μελών αυτού εις τας οποίας δύναται να συμμετέχη και ο Γενικός Διευθυντής ή και έτεροι Λειτουργοί του Οργανισμού.  Το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται επίσης να συνιστά συμβουλευτικάς επιτροπάς εξ ατόμων εκπροσωπούντων οργανισμούς σχέσιν έχοντας με την τουριστικήν βιομηχανίαν ή και εξ άλλων προσώπων ή και λειτουργών του Οργανισμού.”.

Ο Νόμος 54/69 είναι ο θεσμικός νόμος του Οργανισμού.  Στην ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του Νόμου 40/69 για τον όρο “Οργανισμός” αναφέρεται:-

“‘Οργανισμός’ σημαίνει τον Κυπριακόν Οργανισμόν Τουρισμού (Κ.Ο.Τ.) του ιδρυθέντα διά του περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Νόμου .......”.

Κατά συνέπεια η αναφορά στο Νόμο αρ. 40/69 σε οργανισμό εννοεί τον ΚΟΤ όπως διέπεται από τις διατάξεις του ιδρυτικού και θεσμικού Νόμου αρ. 54/69.

Και εφόσον δυνάμει του άρθρου 9 του Νόμου αρ. 40/69 η αρμοδιότητα έγκρισης της ονομασίας ξενοδοχειακής μονάδας εναποτίθεται στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΟΤ έπεται ότι η εξουσία αυτή είναι δυνατό να εκχωρηθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο στη Γενική Διευθύντρια του Οργανισμού, δυνάμει του άρθρου 5(6) του θεσμικού Νόμου αρ. 54/69.

Ορθά κατά συνέπεια το Διοικητικό Συμβούλιο με απόφασή του ημερ. 22.6.88 ενέκρινε και εκχώρησε στη Γενική Διευθύντρια δυνάμει του εδαφίου 6 του άρθρου 5 του νόμου την εξουσία και αρμοδιότητα να εγκρίνει τις ονομασίες των ξενοδοχειακών κα[*558]ταλυμάτων. Έπεται ότι η Γενική Διευθύντρια είχε την αρμοδιότητα να αποφασίσει επί του θέματος.

Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε επαρκής αιτιολογία στην επίδικη απόφαση. Υποστηρίζει δε ότι “το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε πρωτογενώς να προχωρήσει σε δική του κρίση για ότι αφορά την εμπορική επωνυμία των εφεσειόντων κατά το Κεφ. 116.”.

Όσον αφορά το δεύτερο μέρος της εισήγησης των εφεσειόντων, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα που ήγειραν οι εφεσείοντες μόνο ως προς τη νομική θέση και την ερμηνεία των δύο νομοθετημάτων. Πουθενά δεν διακρίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να συμπληρώσει το ίδιο την αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Αναφέρεται στη σελίδα 6 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης:-

“Στην κρινόμενη περίπτωση το γεγονός της εγγραφής της εμπορικής επωνυμίας, δυνάμει του Κεφ. 116, δεν αφαιρεί από τον Οργανισμό τις εξουσίες που του παρέχονται από το πιο πάνω άρθρο 9 του Νόμου 40/69 για την έγκριση των ονομάτων των Ξενοδοχείων. Δεν εγείρεται καθόλου θέμα αναγνώρισης της πράξεως της Εφόρου Εταιρειών. Ο Νόμος 40/69 αποτελεί τον ειδικό για την κρινόμενη περίπτωση Νόμο. Η εμβέλειά του δεν περιορίζεται και δεν εξουδετερώνεται από τις πρόνοιες του Κεφ. 116. Υιοθέτηση της εισήγησης του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας θα ισοδυναμούσε με εκχώρηση από τον Οργανισμό εξουσιών, που του παρέχονται από το πιο πάνω άρθρο 9 του Νόμου 40/69, στην Έφορο Εταιρειών.”.

Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν είναι αναγκαίο να προβούμε σε περαιτέρω ανάλυση. Παρατηρούμε μόνο ότι το άρθρο 9 του Νόμου 40/69 ρυθμίζει ειδικά την ίδρυση και λειτουργία ξενοδοχείων και όσον αφορά την ονομασία ξενοδοχείων θέτει κριτήρια ιδιαίτερα πέραν αυτών που προνοούνται από το Κεφ. 116. Θεωρούμε ότι είναι εντελώς άσχετο το γεγονός ότι η Έφορος Εταιρειών ενέκρινε την εγγραφή της επωνυμίας με βάση τα κριτήρια και τους όρους που διαγράφονται σ’ ένα άλλο νομοθέτημα, το Κεφ. 116.

Δεν συμφωνούμε ακόμα με τους εφεσείοντες ότι δεν περιέχεται [*559]αιτιολογία στην επίδικη απόφαση. Η αιτιολογία της απόφασης είναι σαφής και εξάγεται από το κείμενο της απόφασης όπου αναφέρεται: “δεδομένου ότι ήδη στο Παραλίμνι λειτουργεί από το 1988 επιχείριση οργανωμένων διαμερισμάτων με το όνομα A.P. MAOURIS”. Είναι διάχυτη η αιτιολογία στην επίδικη απόφαση η οποία σύγκειται από το γεγονός ότι είναι δυνατό να προκληθεί σύγχιση με άλλο ξενοδοχείο που είναι σε λειτουργία. Δυνάμει της επιφύλαξης του άρθρου 9(1) του Νόμου 40/69 ο Κ.Ο.Τ. “δύναται να μη δεχθεί οιονδήποτε όνομα το οποίο, κατά την κρίσην αυτού, θα συνέχεε τούτο προς οιονδήποτε άλλο λειτουργούν ξενοδοχείον.”.

Νοουμένου ότι το θέμα της σύγχισης προβλέπεται από το Νόμο και η αιτιολογία συνδέεται άμεσα μ’ αυτή θεωρούμε ότι ο ΚΟΤ και ειδικότερα η Γενικός Διευθυντής άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια μέσα στα πλαίσια του Νόμου, η δε απόφασή της ήταν εύλογη με βάση το ενώπιόν της υλικό.

Και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης παραπονούνται οι εφεσείοντες για την εναντίον τους επιδίκαση των εξόδων.

Στο περίγραμμα αγόρευσής του ο δικηγόρος των εφεσειόντων ισχυρίζεται ότι η δικαστική κρίση κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος διαμορφώνει ή τέμνει το δίκαιο και διαπαιδαγωγεί τη διοίκηση και τους διοικουμένους.  Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η επιδίκαση εξόδων δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα ούτε είναι μηχανικό επακόλουθο του αποτελέσματος της δίκης.

Η θέση αυτή του κ. Α. Σ. Αγγελίδη, δικηγόρου των εφεσειόντων, έχει τεθεί πλειστάκις ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και κρίθηκε ως ανεδαφική. (Βλέπε: Ανδρόνικος Κασάπης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43, Αντ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85, Παύλος Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102, Τάκης Χ''Γεωργίου κ.ά. ν. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 42, Ανδρέας Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468 και Άριστος Αριστείδου κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (2000) 3 A.A.Δ. 213.)

Στην Ανδρόνικος Κασάπη (πιο πάνω), απεφασίσθη ότι:-

“Η Δημοκρατία ενάγεται ως διάδικος στο Δικαστήριο ή προσβάλλονται οι αποφάσεις των διοικητικών της οργάνων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος [*560]να ισχύσουν άλλοι κανόνες, αναφορικά με τα έξοδα, από τους καθιερωμένους.”.

Οι κανόνες ως προς τα έξοδα δικαστικής διαδικασίας είναι καλώς γνωστοί και καθιερωμένοι. Στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τον Κανόνα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο