Tσολάκης Άδωνις ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 583

(2000) 3 ΑΑΔ 583

[*583]2 Νοεμβρίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΔΩΝIΣ ΤΣΟΛΑΚΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2528)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Προβάλλονται εφόσον υπάρχει έννομο συμφέρον προβολής τους ― Αποφάσεις που ωφέλεσαν τον αιτητή δεν μπορούν ν αποτελέσουν αντικείμενο λόγου ακυρώσεως ― Τέτοια η απόφαση παράτασης της υπηρεσίας του αιτητή που υπηρετούσε επί δοκιμασία για επτά αντί τρία έτη.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Τερματισμός υπηρεσιών υπαλλήλου που υπηρετεί επί δοκιμασία ― Δικαίωμα ακροάσεως ― Δόθηκε στον υπάλληλο που υπέβαλε τις παραστάσεις του, τόσο πριν την ετοιμασία της δυσμενούς εκθέσεως, όσο και κατά την διαδικασία τερματισμού των υπηρεσιών του.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Εξαμηνιαίες Υπηρεσιακές Εκθέσεις ― Ανά εξάμηνο για τα δύο χρόνια της δοκιμασίας ― Εφόσον υποβλήθηκαν έξι εκθέσεις για την περίοδο δοκιμασίας του αιτητή, τηρήθηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 50(2) του Ν.1/90.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχική ποινή ― Ακύρωσή της από το Δικαστήριο σε προσφυγή ― Ισχυρισμός ότι παρά την ακύρωσή της λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ και από το Δικαστήριο κατά τον τερματισμό των υπηρεσιών του και την εκδίκαση της προσφυγής εναντίον της απόφασης, αντίστοιχα, απορρίφθηκε, εφόσον δεν υποστηρίχθηκε από τα πραγματικά δεδομένα.

[*584]Η προσφυγή του εφεσείοντα κατά της απόφασης τερματισμού των υπηρεσιών του επί δοκιμασία, απορρίφθηκε. Επιδιώχθηκε η ανατροπή της απόφασης κατ’ έφεση. Προβλήθηκαν οι ίδιοι νομικοί ισχυρισμοί που είχαν τεθεί πρωτόδικα.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι παράνομα οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν το διορισμό του με βάση το Άρθρο 38 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) γιατί ο συνολικός χρόνος υπό δοκιμασία που υπηρέτησε ο εφεσείων ήταν επταετής και όχι τριετής όπως προνοεί ο Νόμος.

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι κάτω από τις περιστάσεις δεν νομιμοποιείται να εγείρει τον επίδικο αυτό ισχυρισμό.

    Είναι γνωστή η αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι πράξη ή απόφαση που ωφελεί ή ικανοποιεί τον αιτούντα δεν μπορεί να προσβληθεί. Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1059 στη σελίδα 260, αναφέρεται:-

"Κατά μείζονα λόγον εθεωρήθη απαράδεκτος αίτησις στρεφομένη κατά πράξεως ωφελούσης ή ικανοποιούσης τον αιτούντα.".

    Πέραν όμως τούτου, ο εφεσείων ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για οποιαδήποτε παράταση της επί δοκιμασία υπηρεσίας του, η οποία εξ ανάγκης έγινε, λόγω των αλλεπάλληλων πειθαρχικών παραπτωμάτων που εκδίκαζε η αρμοδία Αρχή.

    Ορθό, κατά συνέπεια, ήταν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν ενομιμοποιείτο να προβάλει τους ισχυρισμούς αυτούς.

2. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δόθηκε η ευκαιρία στον εφεσείοντα να "ακουστεί" τόσο πριν από τη σύνταξη της δυσμενούς έκθεσης όσο και πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης.

    Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με τη θέση αυτή.  Ο εφεσείων πριν τη σύνταξη της έκθεσης, ημερομηνίας 7.12.95, πληροφορήθηκε από την προϊσταμένη Αρχή για την πρόθεσή της να υποβάλει δυσμενή έκθεση.  Δόθηκε δε στον εφεσείοντα η ευκαιρία να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του. 

[*585]          Κατά συνέπεια για τη σύνταξη της δυσμενούς έκθεσης ακολουθήθηκε ορθά η πρόνοια του Νόμου, όπως αναφέρεται στο εδάφιο 5 του Άρθρου 50 του Νόμου 1/90.

    Ομοίως και κατά τη διαδικασία τερματισμού της υπηρεσίας του εφεσείοντα από τους εφεσίβλητους (ΕΔΥ) έχουν τηρηθεί πλήρως οι πρόνοιες του εδαφίου 2 του Άρθρου 38. Δόθηκε η ευκαιρία στον εφεσείοντα να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του, πράγμα που έπραξε. Και ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

3. Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι δεν είχαν συνταχθεί κατά εξαμηνία και όλο το χρονικό διάστημα που υπηρετούσε, υπηρεσιακές εκθέσεις. Έτσι, κατ’ αυτόν, οι εφεσίβλητοι δεν τήρησαν τις πρόνοιες του νόμου και βάσισαν την κρίση τους στη δυσμενή υπηρεσιακή έκθεση που έγινε στο τέλος της παραταθείσας περιόδου.

    Στον προσωπικό φάκελο του εφεσείοντα, υπάρχουν όχι τέσσερις (όπως προνοεί το άρθρο του Νόμου) αλλά έξι υπηρεσιακές εκθέσεις ακόμα και κατά τη διάρκεια των περιόδων που εκδικάζοντο πειθαρχικές κατηγορίες εναντίον του.

    Ορθή, κατά συνέπεια, ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύνταξη των εξαμηνιαίων εκθέσεων ήταν η ενδεδειγμένη και σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου.  Και ο λόγος αυτός της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

4. Παραπονείται επίσης ο εφεσείων, με τον τελευταίο λόγο έφεσης, ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πεπλανημένη για το λόγο ότι τόσο η ΕΔΥ όσο και το Δικαστήριο έλαβαν υπόψη τους και κατέληξαν ότι ο εφεσείων παρουσίαζε προκλητική και παράνομη συμπεριφορά στη βάση πειθαρχικής ποινής που ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 19.1.93. Ούτε η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ ούτε η εφεσιβαλλόμενη απόφαση βασίσθηκε στο πιο πάνω γεγονός. Η παράθεση του γεγονότος αυτού στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται στην αρχή της απόφασης, όπου περιγράφονται συνοπτικά τα γεγονότα όπως προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.  Δεν παραλείπει δε το πρωτόδικο Δικαστήριο να τονίσει εμφαντικά ότι η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 19.1.93 στην προσφυγή του εφεσείοντα αρ. 851/91. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη μεταγενέστερη επιβληθείσα από την ΕΔΥ, στις 25.5.94, πειθαρχική ποινή στον εφεσείοντα του προστίμου και της αυστηρής επίπληξης που περιείχετο στο διοικητικό φάκελο και η οποία ουδέποτε προσβλήθηκε από τον εφεσείοντα.

[*586]

    Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι τόσο η ΕΔΥ όσο και το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξαν τις αποφάσεις τους σ’ αυτό το γεγονός είναι εντελώς ανεδαφικός και εκτός πραγματικότητας. Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γ. Παπαδόπουλος, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 66/96, ημερ. 30/9/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά του τερματισμού του επί δοκιμασία διορισμού του στη θέση Βοηθού Καταγραφέα - Τεχνικού Ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων, 2ης Τάξης, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας.

Α. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων με προσφυγή του στο Ανώτατο Δικαστήριο προσέβαλε την απόφαση των εφεσιβλήτων με την οποία τερμάτισαν τον επί δοκιμασία διορισμό του στη μόνιμη θέση Βοηθού Καταγραφέα-Τεχνικού Ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων, 2ης τάξης, στις Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημοσίας Υγείας.

Αδελφός Δικαστής απέρριψε πρωτόδικα τους νομικούς λόγους ακύρωσης της επίδικης πράξης που πρόβαλε κατ’ ισχυρισμό ο εφεσείων, με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής και την επικύρωση της επίδικης πράξης.

Εναντίον της απορριπτικής αυτής απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Προβάλλονται, ως λόγοι έφεσης, οι ίδιοι ισχυρισμοί για νομικούς λόγους ακύρωσης που προβλήθησαν και στην πρωτόδικη διαδικασία.

Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα γεγονότα της υπόθεσης σε συντομία.

Ο αιτητής διορίστηκε επί δοκιμασία στη θέση Βοηθού Κατα[*587]γραφέα-Τεχνικού Ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων στις Ιατρικές Υπηρεσίες από 1.3.89. Στις 18.7.91 επεβλήθη στον αιτητή η ποινή της “αυστηρής επίπληξης” γιατί καθυστερούσε να προσέλθει στην εργασία του, αρνείτο να υπογράψει το παρουσιολόγιο και αποχωρούσε από την εργασία του πριν τη λήξη του κανονικού ωραρίου και επίσης ότι αρνείτο να συμμορφωθεί με τις εντολές και οδηγίες που του εδίδοντο από τους προϊσταμένους του. Η απόφαση αυτή, όμως, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 851/91 στις 19.1.93 για το λόγο ότι παραβιάσθηκε ουσιώδης τύπος της διαδικασίας ήτοι η μη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις πρόνοιες του άρθρου 82(2) του Νόμου αρ. 1/90 που προνοεί περί της παροχής αντιγράφων των μαρτυρικών καταθέσεων στον ενδιαφερόμενο υπό κατηγορίαν υπάλληλο.

Στις 25.5.94 η ΕΔΥ επέβαλε στον αιτητή χρηματική ποινή προστίμου £100,- σε κατηγορία άρνησης ή παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος και σε τέσσερις άλλες παρόμοιες κατηγορίες την ποινή της αυστηρής επίπληξης.

Στις 18.10.94 υποβλήθηκε στην ΕΔΥ η τελική υπηρεσιακή έκθεση αναφορικά με τον εφεσείοντα με την οποία δεν εσυστήνετο για μονιμοποίηση. Στην έκθεση αναφέρονται λεπτομερώς οι λόγοι της μη σύστασης για μονιμοποίηση.

Στις 6.9.95 η ΕΔΥ με επιστολή της στον εφεσείοντα τον πληροφορούσε ότι προτίθετο να τερματίσει το διορισμό του και τον κάλεσε να υποβάλει τις παραστάσεις του εντός 15 ημερών.

Στις 20.9.95 ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε τις παραστάσεις του.

Στις 29.9.95 και 29.11.95 η ΕΔΥ εξέτασε το θέμα που αφορούσε τον εφεσείοντα και στις 18.12.95 πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι προτίθετο να εξετάσει θέμα τερματισμού του διορισμού και τον κάλεσε όπως, εντός 15 ημερών, υποβάλει τις οποιεσδήποτε παραστάσεις του, τις οποίες υπέβαλε μέσω του δικηγόρου του στις 2.1.96.

Η ΕΔΥ σε συνεδρία της, ημερομηνίας 9.1.96 αφού μελέτησε τα ενώπιόν της στοιχεία και τις παραστάσεις που υπέβαλε ο εφεσείων αποφάσισε, δυνάμει του άρθρου 38(2) του Νόμου 1/90, να τερματίσει τον επί δοκιμασία διορισμό του εφεσείοντα από την 1.10.96.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι παρά[*588]νομα οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν το διορισμό του με βάση το άρθρο 38 του Νόμου 1/90 γιατί ο συνολικός χρόνος υπό δοκιμασία που υπηρέτησε ο εφεσείων ήταν επταετής και όχι τριετής όπως προνοεί ο Νόμος.

Το άρθρο 38(2) του Νόμου 1/90 έχει ως ακολούθως:-

“38.-(2)  Ο διορισμός υπαλλήλου που υπηρετεί επί δοκιμασία μπορεί να τερματιστεί οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου δοκιμασίας, αλλά, πριν γίνει τέτοιος τερματισμός, πρέπει να δοθεί στον υπάλληλο ειδοποίηση της πρόθεσης για τερματισμό που να περιέχει τους λόγους και να τον καλεί να προβεί σε οποιεσδήποτε παραστάσεις, τις οποίες θα επιθυμούσε, εναντίον του τερματισμού του διορισμού.  Με βάση τις παραστάσεις που θα εξετάσει η Επιτροπή μπορεί είτε να τερματίσει το διορισμό είτε να παρατείνει τη χρονική περίοδο δοκιμασίας για χρονική περίοδο μέχρι ένα ακόμα χρόνο, όπως η Επιτροπή θα κρίνει σε κάθε περίπτωση.  Οι διατάξεις του εδαφίου αυτού εφαρμόζονται σε κάθε περίοδο δοκιμασίας που παρατάθηκε:

Νοείται ότι ο συνολικός χρόνος παράτασης της περιόδου δοκιμασίας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβαίνει τα τρία χρόνια.”.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι κάτω από τις περιστάσεις δεν νομιμοποιείται να εγείρει τον επίδικο αυτό ισχυρισμό.

Είναι γνωστή η αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι πράξη ή απόφαση που ωφελεί ή ικανοποιεί τον αιτούντα δεν μπορεί να προσβληθεί. Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1059 στη σελίδα 260, αναφέρεται:-

“Κατά μείζονα λόγον εθεωρήθη απαράδεκτος αίτησις στρεφομένη κατά πράξεως ωφελούσης ή ικανοποιούσης τον αιτούντα.”.

Πέραν όμως τούτου ο εφεσείων ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για οποιαδήποτε παράταση της επί δοκιμασία υπηρεσίας του, η οποία εξ ανάγκης έγινε, λόγω των αλλεπάλληλων πειθαρχικών παραπτωμάτων που εκδίκαζε η αρμοδία Αρχή.

Ορθό, κατά συνέπεια, ήταν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν ενομιμοποιείτο να προβάλει τους [*589]ισχυρισμούς αυτούς.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δόθηκε η ευκαιρία στον εφεσείοντα να “ακουστεί” τόσο πριν από τη σύνταξη της δυσμενούς έκθεσης όσο και πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης.

Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή. Ο εφεσείων πριν τη σύνταξη της έκθεσης, ημερομηνίας 7.12.95, πληροφορήθηκε από την προϊσταμένη Αρχή για την πρόθεσή της να υποβάλει δυσμενή έκθεση. Δόθηκε δε στον εφεσείοντα η ευκαιρία να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του. Ο τελευταίος δήλωσε προφορικά, ότι δεν συμφωνεί με την απόφαση της ομάδας αξιολόγησης.  Τα γεγονότα αυτά φαίνονται στην επιστολή ημερ. 12.12.95 από τον Πρώτο Ιατρικό Λειτουργό κ. Σπ. Λακαταμίτη προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας που βρίσκεται στο διοικητικό φάκελο. Κατά συνέπεια για τη σύνταξη της δυσμενούς έκθεσης ακολουθήθηκε ορθά η πρόνοια του Νόμου όπως αναφέρεται στο εδάφιο 5 του άρθρου 50 του Νόμου 1/90.

Ομοίως και κατά τη διαδικασία τερματισμού της υπηρεσίας του εφεσείοντα από τους εφεσίβλητους (ΕΔΥ) έχουν τηρηθεί πλήρως οι πρόνοιες του εδαφίου 2 του άρθρου 38. Δόθηκε η ευκαιρία στον εφεσείοντα να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του, πράγμα που έπραξε.

Και ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι δεν είχαν συνταχθεί κατά εξαμηνία και όλο το χρονικό διάστημα που υπηρετούσε, υπηρεσιακές εκθέσεις. Έτσι, κατ’ αυτόν, οι εφεσίβλητοι δεν τήρησαν τις πρόνοιες του νόμου και βάσισαν την κρίση τους στη δυσμενή υπηρεσιακή έκθεση που έγινε στο τέλος της παραταθείσας περιόδου.

Το άρθρο 50(2) του Νόμου 1/90 έχει ως ακολούθως:-

“50.-(2) Υπηρεσιακές εκθέσεις υποβάλλονται στην Επιτροπή κάθε εξάμηνο για κάθε υπάλληλο που υπηρετεί επί δοκιμασία ή σε προσωρινή θέση κατά τα πρώτα δύο χρόνια της υπηρεσίας του. Η τελική έκθεση υποβάλλεται ένα μήνα πριν τη λήξη της χρονικής περιόδου δοκιμασίας και περιλαμβάνει οριστική σύσταση για το αν ο διορισμός του υπαλλήλου πρέπει να επικυρωθεί ή η χρονική περίοδος δοκιμασίας αυτού πρέπει να παραταθεί ή ο [*590]διορισμός αυτού πρέπει να τερματιστεί.”.

Στον προσωπικό φάκελο του εφεσείοντα υπάρχουν όχι τέσσερις (όπως προνοεί το άρθρο του Νόμου) αλλά έξι υπηρεσιακές εκθέσεις ακόμα και κατά τη διάρκεια των περιόδων που εκδικάζοντο πειθαρχικές κατηγορίες εναντίον του.

Ορθή, κατά συνέπεια, ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύνταξη των εξαμηνιαίων εκθέσεων ήταν η ενδεδειγμένη και σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου.

Και ο λόγος αυτός της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Παραπονείται επίσης ο εφεσείων, με τον τελευταίο λόγο έφεσης, ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πεπλανημένη για το λόγο ότι τόσο η ΕΔΥ όσο και το Δικαστήριο έλαβαν υπόψη τους και κατέληξαν ότι ο εφεσείων παρουσίαζε προκλητική και παράνομη συμπεριφορά στη βάση πειθαρχικής ποινής που ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 19.1.93.

Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή. Ούτε η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ ούτε η εφεσιβαλλόμενη απόφαση βασίσθηκε στο πιο πάνω γεγονός. Η παράθεση του γεγονότος αυτού στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται στην αρχή της απόφασης όπου περιγράφονται συνοπτικά τα γεγονότα όπως προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Δεν παραλείπει δε το πρωτόδικο Δικαστήριο να τονίσει εμφαντικά ότι η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 19.1.93 στην προσφυγή του εφεσείοντα αρ. 851/91. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη μεταγενέστερη επιβληθείσα από την ΕΔΥ, στις 25.5.94, πειθαρχική ποινή στον εφεσείοντα του προστίμου και της αυστηρής επίπληξης που περιείχετο στο διοικητικό φάκελο και η οποία ουδέποτε προσβλήθηκε από τον εφεσείοντα.

Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι τόσο η ΕΔΥ όσο και το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξαν τις αποφάσεις τους σ’ αυτό το γεγονός είναι εντελώς ανεδαφικός και εκτός πραγματικότητας.  Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο