(2000) 3 ΑΑΔ 625
[*625]14 Νοεμβρίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα-Καθ’ης η αίτηση,
v.
1. ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ,
2. ΔΩΡΑΣ ΖΗΝΩΝΟΣ ΠΑΡΤΑΣΙΔΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητριών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2515)
Δεδικασμένο ― Προϋποθέσεις γέννεσης και ισχύος του δεδικασμένου ― Περιστάσεις ύπαρξης δεδικασμένου στην κριθείσα περίπτωση και παραβίασής του από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την επανεξέταση.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι ο λόγος στοιχειοθετήθηκε, σε δύο περιπτώσεις της ίδιας πράξης.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη αιτιολογίας ― Διαφοροποίηση προηγούμενης απόφασης συλλογικού οργάνου (Ε.Δ.Υ), χωρίς παροχή των λόγων της αλλαγής, που θα επέτρεπαν τον δικαστικό έλεγχο.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη και παραβίαση του δεδικασμένου ― Διαφοροποίηση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την επανεξέταση, η οποία οδήγησε στη στοιχειοθέτηση των δύο αυτών λόγων ακυρώσεως.
Αντικείμενο της έρευνας, ήταν η πρωτόδικη απόφαση που για τρίτη φορά ακύρωνε την πλήρωση της θέσης Χημικού, 2ης τάξης, στο Γενικό Χημείο. Η εφεσίβλητη παράλληλα καταχώρισε αντέφεση προ[*626]βάλλοντας περαιτέρω λόγους ακυρώσεως από αυτούς που κρίθηκαν βάσιμοι πρωτοδίκως .
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση και αποδεχόμενη την αντέφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η εφαρμογή του κανόνα του δεδικασμένου προϋποθέτει ότι,
(α) Η απόφαση πρέπει να είναι τελεσίδικη,
(β) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση διαδίκων,
(γ) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση ιδιότητας των διαδίκων και
(δ) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση επίδικων θεμάτων.
Οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο Αστικό δίκαιο δεν διαφέρουν από τις αρχές που ισχύουν στο Διοικητικό δίκαιο.
2. Στις προσφυγές 483/90 και 534/90 όπου τόσο οι διάδικοι όσο και τα θέματα που εξετάστηκαν ήταν τα ίδια, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι και οι δύο εφεσίβλητες κατείχαν και τα δύο πλεονεκτήματα (πείρα και μεταπτυχιακό) που σχετίζονταν με τις αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου. Και τούτο κατόπιν εισήγησης των δικηγόρων των διαφόρων διαδίκων που είχαν αμφισβητήσει τα προσόντα και πλεονεκτήματα των υποψηφίων, γεγονός που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη διαδικασία εξέτασης και έκφρασης κρίσης ως προς το ποια πρόσωπα κατείχαν το ένα ή και τα δύο πλεονεκτήματα.
Το πιο πάνω συμπέρασμα που ήταν αποτέλεσμα εξέτασης και συγκρίσεων μεταξύ των υποψηφίων ως προς τα πλεονεκτήματα που κατείχαν δεν έχει εφεσιβληθεί. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητες ήταν κάτοχοι δύο πλεονεκτημάτων αποτελούσε θέμα κρίσης και η νομική δέσμευση που προέκυψε επισύρει την εφαρμογή του κανόνα του Δεδικασμένου.
Η δέσμευση που έχει προκύψει οδηγεί αναπόφευκτα στην εφαρμογή του Δεδικασμένου και η ενέργεια της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να προβεί σε επανεξέταση συνιστά παραβίαση του κανόνα του Δεδικασμένου.
3. Η απλή επίκληση των απόψεων της Διευθύντριας του Γενικού Χημείου, δεν μπορούσε από μόνη της να καλύψει τις απαιτήσεις για τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Η έρευνα που έλαβε χώρα ήταν ελλιπής. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας θα μπορούσε να επιζητήσει και άλλες απόψεις από όργανα που θα μπορούσαν να εκφέρουν απόψεις ως προς την εμβέλεια του διπλώματος της β΄ εφε[*627]σίβλητης, όπως π.χ. από το Υπουργείο Παιδείας. Ο περιορισμός της αιτιολόγησης της σχετικής απόφασης μόνο στη γνώμη της Διευθύντριας του Γενικού Χημείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί τις προϋποθέσεις διεξαγωγής δέουσας έρευνας.
4. Αναφορικά με την κατοχή του μεταπτυχιακού διπλώματος ήταν η θέση της εφεσίβλητης ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στις 15/5/90 υιοθέτησε την έκθεση της Τμηματικής Επιτροπής της 2/1/89 ότι η εφεσίβλητη κατείχε και τα δύο πλεονεκτήματα (μεταπτυχιακό προσόν και πείρα). Η ίδια απόφαση λήφθηκε στις 15/6/93 όταν η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προέβη σε επανεξέταση για την πλήρωση της θέσης μετά την πρώτη ακυρωτική απόφαση. Η κατοχή των πλεονεκτημάτων επικροτήθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την εξέταση των δύο προσφυγών που καταχωρήθηκαν από την εφεσίβλητη. Όμως κατά την τελευταία επανεξέταση για την πλήρωση της θέσης, φαίνεται ότι υπήρξε εκ μέρους της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας μια σημαντική διαφοροποίηση.
Ήταν η θέση της εφεσίβλητης ότι η αντιφατικότητα αυτή έπρεπε να αποτελέσει "ιδιαίτερο αντικείμενο αξιολόγησης" σύμφωνα με την απόφαση Βραχίμης Χ" Χάννας ν. Δημοκρατίας. Στα σχετικά πρακτικά αναφέρεται ότι η Επιτροπή κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της επιστολής της Διευθύντριας του Γενικού Χημείου της 1/3/95, καθώς και προγενέστερη απόφαση της 16/2/93, μέσα στα πλαίσια κάποιας άλλης διαδικασίας. Οι αναφορές αυτές δεν είναι αρκετές για να αποσείσουν το σχετικό βάρος που είχε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας να αιτιολογήσει την παρέκκλισή της από τις προηγούμενες αποφάσεις της. Δεν έχουν καταγραφεί οι λόγοι που οδήγησαν στην ανατροπή των προηγούμενων αποφάσεων και η απουσία αυτή της ιδιαίτερης αιτιολογίας που παρατηρείται, καθιστά αδύνατο το δικαστικό έλεγχο.
5. Ο δεύτερος λόγος της αντέφεσης, βασίζεται στην εισήγηση ότι υπήρξε πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα αναφορικά με την εμβέλεια του μεταπτυχιακού διπλώματος M. Sc. in Industrial Petrology που κατείχε η εφεσίβλητη Κ. Κοντογιώργη. Ήταν η εισήγηση της εφεσίβλητης, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο το πιο πάνω δίπλωμα σχετιζόταν με τις αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου και η αντίθετη άποψη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας είναι λανθασμένη και αντικείμενο πλάνης. Αν και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στη θέση του αρμόδιου οργάνου και να αποφασίσει αν πραγματικά το μεταπτυχιακό προσόν [*628]σχετίζεται με την αρμοδιότητα του Γενικού Χημείου, εντούτοις μπορεί να λεχθεί ότι η έλλειψη δέουσας έρευνας είναι πασιφανής.
6. Η εφεσίβλητη Κ. Κοντογιώργη ισχυρίστηκε επίσης ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας περιόρισε την πείρα της σε 6 χρόνια, 9 μήνες και 15 μέρες αφού παρέλειψε να λάβει υπόψη την πείρα που είχε στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο που ανερχόταν σε 1½ χρόνο (από 1/1/81 μέχρι 30/6/82). Αυτή η παράλειψη αποτελούσε πλάνη και παραβίαση του δεδικασμένου αφού στις προσφυγές 745/93 και 817/93 της 12/5/95 το Δικαστήριο κατέγραψε και θεώρησε ότι η πείρα της εφεσίβλητης στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο μετρούσε ως μέρος της συνολικής της πείρας.
Η εισήγηση είναι ορθή. Η παράλειψη αυτή είναι ουσιώδους σημασίας ιδιαίτερα δε αν ληφθεί υπόψη ότι η πείρα της εφεσίβλητης και του ενδιαφερόμενου μέρους είναι σχεδόν η ίδια και ότι η κατοχή της πείρας ήταν το κυριότερο επίδικο θέμα των διαφορών των διαδίκων.
7. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Η αντέφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται και η αντέφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,
Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,
Ιγνατίου και Άλλη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 776/94, ημερ. 7/3/96,
Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 515/93, ημερ. 19/1/98,
Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,
Χ''Χάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1999) 3 Α.Α.Δ. 216.
Έφεση και Αντέφεση.
Έφεση απο τους καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δι[*629]καστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γ. Παπαδόπουλος, Δ.) στις Υποθέσεις Αρ. 1098/95 και 153/96, ημερ. 11/9/97, με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός, κατόπιν επανεξέτασης του ενδιαφερόμενου μέρους Ελένης Δημητρίου - Γεωργίου στη θέση Χημικού 2ης Τάξης, στο Γενικό Χημείο.
Αντ. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη 1.
Ν. Χρυσομηλά με Α. Δημητρίου για Σκορδή & Παπαπέτρου, για την Εφεσίβλητη 2.
Π. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η πλήρωση της θέσης του Χημικού 2ης Τάξης του Γενικού Χημείου αποτέλεσε ένα πονοκέφαλο για τα μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας τα τελευταία δέκα χρόνια. Και τούτο γιατί με διαδοχικές δικαστικές αποφάσεις σε προσφυγές που είχαν καταχωρηθεί από τις δύο εφεσίβλητες, οι σχετικοί διορισμοί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας είχαν κηρυχθεί για διάφορους λόγους διαδοχικά άκυροι.
Κρίνουμε σκόπιμο σε αυτό το αρχικό στάδιο να παραθέσουμε τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας για τη θέση του Χημικού 2ης Τάξης στο Γενικό Χημείο.
“(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στη Χημεία,
(2) Ικανότητα χαρακτήρα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία,
(3) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.
(4) Μεταπτυχιακό προσόν στη Χημεία ή μετεκπαίδευση στη Χημεία σε θέματα που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου θα θεωρηθεί πλεονέκτημα.
[*630]
Σημ: Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία ή δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα.”
(α) Προσφυγές 483/90 και 534/90
Οι πρώτες προσφυγές που καταχωρήθηκαν από τις εφεσίβλητες σχετικά με την πλήρωση της πιο πάνω θέσης ήταν οι 483/90 και 534/90. Με σχετική απόφαση στις πιο πάνω συνενωθείσες προσφυγές το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε το διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών Ε. Πολυνείκη και Μ. Χριστοδουλίδου και επικύρωσε το διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών Στ. Γιαννόπουλου και Κ. Κοναρή. Από την πιο πάνω απόφαση φαίνεται ότι το Δικαστήριο κατόπιν εισηγήσεων των διαδίκων προέβηκε σε συγκρίσεις μεταξύ των υποψηφίων και κατέληξε σε συμπέρασμα ως προς το ποιοι υποψήφιοι κατείχαν το ένα ή και τα δύο πλεονεκτήματα της θέσης. Χαρακτηριστικά το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι και οι δύο εφεσίβλητες κατείχαν και τα δύο πλεονεκτήματα, δηλαδή το πλεονέκτημα της πείρας και του μεταπτυχιακού διπλώματος. Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης αναφέρει σχετικά ότι,
“Με δεύτερο κοινό ισχυρισμό τους οι δικηγόροι των αιτητριών και στις δύο προσφυγές πρόβαλαν ότι η ΕΔΥ αγνόησε το γεγονός ότι οι αιτήτριες διαθέτουν και τα δύο πλεονεκτήματα του Σχεδίου Υπηρεσίας και επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος Κοναρή που διαθέτει μόνο το πλεονέκτημα της πείρας, χωρίς να δώσει ειδική αιτιολογία γι’ αυτό ................
Οι αιτήτριες διαθέτουν και μεταπτυχιακό προσόν και πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε ως έκτακτες υπάλληλοι στο Γενικό Χημείο.”
(β) Προσφυγές 745/93 και 817/93
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προχώρησε σε επανεξέταση και πλήρωση των κενών θέσεων. Οι εφεσίβλητες καταχώρησαν τότε τις προσφυγές 745/93 και 817/93 με τις οποίες αμφισβήτησαν την ορθότητα των διορισμών της Ειρήνης Πολυνείκη και Ελένης Δημητρίου-Γεωργίου (ενδιαφερόμενου μέρους στην παρούσα έφεση) στη θέση του Χημικού 2ης Τάξης στο Γενικό Χημείο. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε [*631]ότι η απλή αναφορά από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στα στοιχεία αξιολόγησης που οδήγησαν στο διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών παραγνωρίζοντας τις εφεσίβλητες, ήταν γενική και αόριστη και όχι ικανοποιητική για να στηρίξει τη θέση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερτερούσαν.
(γ) Προσφυγές 1098/95 και 153/96 (Παρούσα διαδικασία)
Μετά τη β΄ ακυρωτική απόφαση στις πιο πάνω προσφυγές, κατά την επανεξέταση που επακολούθησε για την πλήρωση των δύο κενών θέσεων, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ζήτησε από τη Διευθύντρια του Γενικού Χημείου τις απόψεις της για
(α) την πείρα της α΄ εφεσίβλητης Κατερίνας Κοντογιώργη και
(β) την κατοχή του πλεονεκτήματος που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας από τη β΄ εφεσίβλητη Δώρα Παρτασίδου.
Η Διευθύντρια του Γενικού Χημείου απάντησε ότι η πείρα της α΄ εφεσίβλητης περιοριζόταν μόνο στον έλεγχο οικοδομικών υλικών που αποτελεί αρμοδιότητα του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης. Αναφορικά με την κατοχή του πλεονεκτήματος από τη β΄ εφεσίβλητη η Διευθύντρια του Γενικού Χημείου απάντησε ότι το πτυχίο της β΄ εφεσίβλητης “Diplom-Ingenieur” στον κλάδο Technology of Fermentation and Beverage Industry είναι πτυχίο Τεχνολογίας τροφίμων και ότι άνκαι δεν θεωρείται μετεκπαίδευση στη Χημεία, περιλαμβάνει εργαστηριακά θέματα που είναι σχετικά με τις αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου. Η Γενική Διευθύντρια πρόσθεσε ότι από το 1989, με σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Υγείας, το Χημείο δεν ανελάμβανε την ανάλυση οικοδομικών υλικών, αφού η πείρα αυτή δεν μπορούσε να θεωρείται ότι ήταν σχετική με τις αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου.
Ακολούθως η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης των δύο κενών θέσεων και αφού αποφασίστηκε να μην ληφθούν υπόψη οι εντυπώσεις από τις συνεντεύξεις των υποψηφίων ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας γιατί κατά τον ουσιώδη χρόνο η σύνθεση ήταν διαφορετική, έκρινε ότι οι προσοντούχοι υποψήφιοι ήταν 13 μέσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν οι δύο εφεσίβλητες και το ενδιαφερόμενο μέρος.
[*632]Σχετικά με το απαιτούμενο πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή το “μεταπτυχιακό προσόν στη Χημεία ή μετεκπαίδευση στη Χημεία”, η Επιτροπή αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητες και το ενδιαφερόμενο μέρος δεν το κατείχαν. Αναφορικά με τη σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας για την κατοχή πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας διαπίστωσε ότι τόσο οι εφεσίβλητες όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχαν τη σχετική πείρα. Ακολούθως η Επιτροπή προέβηκε στην επιλογή και διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους Ελένης Δημητρίου-Γεωργίου και μιας άλλης υποψήφιας.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι εφεσίβλητες καταχώρησαν τις υπ’ αριθμό 1098/95 και 153/96. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι για την α΄ εφεσίβλητη είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έπρεπε να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου αντί να προβεί σε νέες εκτιμήσεις ως προς το κατά πόσο η α΄ εφεσίβλητη κατείχε το πλεονέκτημα. Σχετικά με τη β΄ εφεσίβλητη το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έρευνα που διεξήγαγε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για την αξιολόγηση του μεταπτυχιακού της διπλώματος δεν ήταν η δέουσα. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω το Δικαστήριο προέβηκε στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.
(δ) Η έφεση
Η εφεσείουσα αμφισβητεί την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης για δύο κυρίως λόγους.
(i) Για την α΄ εφεσίβλητη Κατερίνα Κοντογιώργη δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις που θα δικαιολογούσαν την εφαρμογή του Δεδικασμένου, ότι δηλαδή η α΄ εφεσίβλητη κατείχε το πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού προσόντος,
(ii) Για τη β΄ εφεσίβλητη το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει αν η β΄ εφεσίβλητη Δώρα Παρτασίδου ήταν κάτοχος μεταπτυχιακού προσόντος είναι λανθασμένο.
(ε) Η ύπαρξη Δεδικασμένου
Όπως καθορίζει ο κανόνας του “Δεδικασμένου”,
“Αποκλεισμός από δεδικασμένο (of record) ή οιονεί δεδικα[*633]σμένο (quasi record) εγείρεται όταν ένα επίδικο γεγονός έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο σε δίκη μεταξύ των διαδίκων από ένα Δικαστήριο που είχε αποκλειστική ή συντρέχουσα δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται άμεσα σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων.” (Halsbury’s Laws of England, 3rd Edition, Volume 15, p. 336)
Η εφαρμογή του πιο πάνω κανόνα προϋποθέτει ότι,
(1) Η απόφαση πρέπει να είναι τελεσίδικη,
(2) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση διαδίκων,
(3) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση ιδιότητας των διαδίκων και
(4) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση επίδικων θεμάτων.
Οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο Αστικό δίκαιο δεν διαφέρουν από τις αρχές που ισχύουν στο Διοικητικό δίκαιο. (Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349). Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Pieris (πιο πάνω) στη σελ. 1065,
“As it can be gathered from a study of a number of English and Cyprus cases, the doctrine of res judicata, as applied in civil cases, has many features in common with the doctrine of res judicata as applied in administrative law. In both fields there must be an adjudication on the merits, similarly the estoppel arising therefrom extends to all matters in issue, directly or by necessary implication.”
Για το θέμα του δεδικασμένου ο Δικαστής Νικήτας στην υπόθεση Ιγνατίου και Αλλη ν. Δημοκρατίας (776/94 της 7/3/96) ανέφερε ότι,
“Η αρχή του δεδικασμένου δεν επιτρέπει την αναθεώρηση των ζητημάτων που κρίθηκαν. Δεν μπορεί να γίνει ανεκτή οποιαδήποτε προσβολή τελεσίδικης απόφασης υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων. Διαφορετικά θα ήταν αναπόφευκτη η διαιώνιση των διαφορών και θα χανόταν η ασφάλεια του δικαίου.”
Η απόφαση Pieris v. Republic (πιο πάνω) εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 515/93 της 19/1/98) όπου ο Δικαστής Πικής ανέφερε σχετικά με την αρχή του Δεδικασμένου ότι,
[*634]“Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος .......................................................................... Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση· υπέχει όμως υποχρέωση και σ’ εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση.”
(Ίδε επίσης Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608.)
Στις προσφυγές 483/90 και 534/90 όπου τόσο οι διάδικοι όσο και τα θέματα που εξετάστηκαν ήταν τα ίδια, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι και οι δύο εφεσίβλητες κατείχαν και τα δύο πλεονεκτήματα (πείρα και μεταπτυχιακό) που σχετίζονταν με τις αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου. Και τούτο κατόπιν εισήγησης των δικηγόρων των διαφόρων διαδίκων που είχαν αμφισβητήσει τα προσόντα και πλεονεκτήματα των υποψηφίων, γεγονός που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη διαδικασία εξέτασης και έκφρασης κρίσης ως προς το ποια πρόσωπα κατείχαν το ένα ή και τα δύο πλεονεκτήματα. Όπως αναφέρεται στη σχετική απόφαση,
“Οι αιτήτριες διαθέτουν και μεταπτυχιακό προσόν και πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε ως έκτακτες υπάλληλοι στο Γενικό Χημείο.”
Το πιο πάνω συμπέρασμα που ήταν αποτέλεσμα εξέτασης και συγκρίσεων μεταξύ των υποψηφίων ως προς τα πλεονεκτήματα που κατείχαν δεν έχει εφεσιβληθεί. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητες ήταν κάτοχοι δύο πλεονεκτημάτων αποτελούσε θέμα κρίσης και η νομική δέσμευση που προέκυψε επισύρει την εφαρμογή του κανόνα του Δεδικασμένου. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έπρεπε να προχωρήσει στην επανεξέταση έχοντας υπόψη το πιο πάνω δεσμευτικό εύρημα του Δικαστηρίου και όχι να προβεί σε νέες εκτιμήσεις ως προς τα πλεονεκτήματα που κατείχε [*635]η α΄ εφεσίβλητη.
Έχοντας υπόψη τις επίδικες αποφάσεις αναφορικά με την κατοχή εκ μέρους της α΄ εφεσίβλητης του πλεονεκτήματος σε σχέση με το μεταπτυχιακό της τίτλο και σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι από το περιεχόμενο των σχετικών δικαστικών αποφάσεων διαφαίνεται ότι το θέμα ήταν επίδικο και οδήγησε σε κρίση πάνω στην ουσία της διαφοράς. Η δέσμευση που έχει προκύψει οδηγεί αναπόφευκτα στην εφαρμογή του Δεδικασμένου και η ενέργεια της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να προβεί σε επανεξέταση συνιστά παραβίαση του κανόνα του Δεδικασμένου.
(στ) Δέουσα έρευνα αν η β΄ εφεσίβλητη ήταν κάτοχος μεταπτυχιακού προσόντος
Με το β΄ λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ότι η β΄ εφεσίβλητη ήταν κάτοχος μεταπτυχιακού προσόντος και ότι η έρευνα που διεξήγαγε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αναφορικά με την κατοχή από τη β΄ εφεσίβλητη μεταπτυχιακού τίτλου στη Χημεία, ήταν ελλιπής.
Η β΄ εφεσίβλητη εκτός από το Πανεπιστημιακό Δίπλωμα στη Χημεία (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) κατείχε και το μεταπτυχιακό τίτλο M.Sc. in Technology of Fermentation and Beverage Industry του Πανεπιστημίου Humboldt του Βερολίνου. Ο πιο πάνω τίτλος κρίθηκε στις προσφυγές 483/90 και 534/90 ως μεταπτυχιακό προσόν και κατ’ επέκταση ως πλεονέκτημα. Για την αξιολόγηση του πιο πάνω διπλώματος η Διευθύντρια του Γενικού Χημείου πληροφόρησε τους καθ’ων η αίτηση ότι “παρά το γεγονός ότι δεν είναι μετεκπαίδευση στη Χημεία, περιλαμβάνει θέματα και εργαστηριακή εργασία σχετική με τις αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου”. Με βάση τα πιο πάνω η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έκρινε ότι το προσόν αυτό έχει οριακή αξία, ότι δεν προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και δεν προσδίδει πλεονέκτημα.
Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν προέβηκε στη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει αν το πιο πάνω δίπλωμα αποτελούσε μετεκπαίδευση στη Χημεία είναι ορθό. Εξίσου ορθό είναι και το εύρημα ότι δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή η διαπίστωση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ότι η β΄ εφεσίβλητη δεν κατείχε το πρόσθετο προσόν στη Χημεία. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι η απλή επίκληση [*636]των απόψεων της Διευθύντριας του Γενικού Χημείου δεν μπορούσε από μόνη της να καλύψει τις απαιτήσεις για τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Η έρευνα που έλαβε χώρα ήταν ελλιπής. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας θα μπορούσε να επιζητήσει και άλλες απόψεις από όργανα που θα μπορούσαν να εκφέρουν απόψεις ως προς την εμβέλεια του διπλώματος της β΄ εφεσίβλητης, όπως π.χ. από το Υπουργείο Παιδείας. Ο περιορισμός της αιτιολόγησης της σχετικής απόφασης μόνο στη γνώμη της Διευθύντριας του Γενικού Χημείου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί τις προϋποθέσεις διεξαγωγής δέουσας έρευνας.
(ζ) Λόγοι αντέφεσης εφεσίβλητης Κ. Κοντογιώργη
Η εφεσίβλητη Κ. Κοντογιώργη έχει καταχωρήσει αντέφεση που βασίζεται στους τρεις πιο κάτω βασικά λόγους:
(i) Αναφορικά με την κατοχή του μεταπτυχιακού διπλώματος είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στις 15/5/90 υιοθέτησε την έκθεση της Τμηματικής Επιτροπής της 2/1/89 ότι η εφεσίβλητη κατείχε και τα δύο πλεονεκτήματα (μεταπτυχιακό προσόν και πείρα). Η ίδια απόφαση λήφθηκε στις 15/6/93 όταν η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προέβη σε επανεξέταση για την πλήρωση της θέσης μετά την πρώτη ακυρωτική απόφαση. Η κατοχή των πλεονεκτημάτων επικροτήθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την εξέταση των δύο προσφυγών που καταχωρήθηκαν από την εφεσίβλητη. Ομως κατά την τελευταία επανεξέταση για την πλήρωση της θέσης φαίνεται ότι υπήρξε εκ μέρους της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας μια σημαντική διαφοροποίηση αφού, όπως αναφέρεται στα σχετικά πρακτικά της 19/10/95, σ. 29,
“Ο μεταπτυχιακός τίτλος της υποψήφιας Κοντογιώργη Κατερίνας δεν της προσδίδει το πλεονέκτημα “Μεταπτυχιακό προσόν στη Χημεία ...” Ο μεταπτυχιακός τίτλος που κατέχει (M. Sc. in Industrial Petrology του Πανεπιστημίου του Λονδίνου), δεν είναι το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν και ως εκ τούτου δεν της προσδίδει το πλεονέκτημα.”
Είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι η αντιφατικότητα αυτή έπρεπε να αποτελέσει “ιδιαίτερο αντικείμενο αξιολόγησης” σύμφωνα με την απόφαση Βραχίμης Χ''Χάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1999) 3 Α.Α.Δ. 216. Στα σχετικά πρακτικά αναφέρεται ότι η Επιτροπή κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενό της επιστολής της Διευθύντριας του Γενικού Χημείου της 1/3/95 καθώς και προγενέστερη απόφαση της 16/2/93 μέσα [*637]στα πλαίσια κάποιας άλλης διαδικασίας. Οι αναφορές αυτές δεν είναι αρκετές για να αποσείσουν το σχετικό βάρος που είχε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας να αιτιολογήσει την παρέκκλισή της από τις προηγούμενες αποφάσεις της. Δεν έχουν καταγραφεί οι λόγοι που οδήγησαν στην ανατροπή των προηγούμενων αποφάσεων και η απουσία αυτή της ιδιαίτερης αιτιολογίας που παρατηρείται καθιστά αδύνατο το δικαστικό έλεγχο.
(ii) Ο δεύτερος λόγος της αντέφεσης βασίζεται στην εισήγηση ότι υπήρξε πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα αναφορικά με την εμβέλεια του μεταπτυχιακού διπλώματος M.Sc. in Industrial Petrology που κατείχε η εφεσίβλητη Κ. Κοντογιώργη. Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσίβλητης ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο το πιο πάνω δίπλωμα σχετιζόταν με τις αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου και η αντίθετη άποψη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας είναι λανθασμένη και αντικείμενο πλάνης. Αν και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στη θέση του αρμόδιου οργάνου και να αποφασίσει αν πραγματικά το μεταπτυχιακό προσόν σχετίζεται με την αρμοδιότητα του Γενικού Χημείου, εντούτοις μπορεί να λεχθεί ότι η έλλειψη δέουσας έρευνας είναι πασιφανής.
(iii) Η εφεσίβλητη Κ. Κοντογιώργη ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας περιόρισε την πείρα της σε 6 χρόνια, 9 μήνες και 15 μέρες αφού παρέλειψε να λάβει υπόψη την πείρα που είχε στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο που ανερχόταν σε 1½ χρόνο (από 1/1/81 μέχρι 30/6/82). Αυτή η παράλειψη αποτελεί πλάνη και παραβίαση του δεδικασμένου αφού στις προσφυγές 745/93 και 817/93 της 12/5/95 το Δικαστήριο κατέγραψε και θεώρησε ότι η πείρα της εφεσίβλητης στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο μετρούσε ως μέρος της συνολικής της πείρας.
Η εισήγηση είναι ορθή. Η παράλειψη αυτή είναι ουσιώδους σημασίας ιδιαίτερα δε αν ληφθεί υπόψη ότι η πείρα της εφεσίβλητης και του ενδιαφερόμενου μέρους είναι σχεδόν η ίδια και ότι η κατοχή της πείρας ήταν το κυριότερο επίδικο θέμα των διαφορών των διαδίκων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Η αντέφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται και η αντέφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
[*638]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο