Προκατασκευασμένα Yλικά Σκυροδέματος Ύψωνας Λτδ v.Eπάρχου Λεμεσού (2000) 3 ΑΑΔ 716

(2000) 3 ΑΑΔ 716

[*716]1 Δεκεμβρίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΑ ΥΛΙΚΑ ΣΚΥΡΟΔEΜΑΤΟΣ

YΨΩΝΑΣ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα,

v.

ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2496)

 

Οδοί και Οικοδομές ― Άδεια οικοδομής για οικοδομήματα για σκοπούς επιχείρησης ― Απόρριψη αίτησης λόγω μη πλήρωσης των προϋποθέσεων του Αρθρου 9(4)(β), εφόσον το κτήμα βρισκόταν εκτός των ορίων της υδατοπρομήθειας ― Εύλογη η απόφαση απόρριψης.

Οδοί και Οικοδομές ― Άδεια οικοδομής για οικοδομήματα, για σκοπούς επιχείρησης ― Απόρριψη αίτησης λόγω μη διάθεσης πρόσβασης του κτήματος ή ικανοποιητικής προσπέλασης σε δημόσιο δρόμο, όπως ορίζει ο Κανονισμός 15Β(1) των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών ― Η απόφαση, πως το μεγάλου μήκους και περιορισμένου πλάτους μονοπάτι δεν συνιστούσε ικανοποιητική προσπέλαση, κρίθηκε εύλογη από το Δικαστήριο.

Έξοδα ― Ακολουθούν το αποτέλεσμα ― Πάγια η νομολογία έπ’ αυτού.

Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή του απορριπτικού αποτελέσματος, στην προσφυγή της κατά της απόρριψης αίτησης για άδεια οικοδομής, από το πρωτόδικο δικαστήριο, καταχωρώντας έφεση.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Ο λόγος απόρριψης της προσφυγής, όπως και της αίτησης, ήταν η αδυναμία έγκρισής της καθ’ όσον το κτήμα ευρίσκετο εκτός των ορίων της υδατοπρομήθειας και έτσι μόνο κατοικία θα μπορούσε να ανεγερθεί σ’ αυτό σύμφωνα με το Αρθρο 9(4)(β) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφάλαιο 96 (όπως τροπο[*717]ποιήθηκε με τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών (Τροποποιητικός) Νόμο του 1982 (Ν. 80/82)), και όχι οικοδομές για τις οποίες είχε υποβληθεί η αίτηση, εκτός αν υπήρχε σύμφωνη γνώμη του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως σε αναφορά με δεδομένα (ενοποίηση ή βελτίωση υφιστάμενων οικισμών ή συμπλήρωση του οδικού δικτύου ή ενδεδειγμένη τουριστική ή άλλη ενιαία ανάπτυξη), που δεν είχαν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, και η οποία ασφαλώς δεν υπήρχε. Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε την προσφυγή σε σχέση με το Αρθρο 9(3)(α)(ii) του Νόμου (όπως τροποποιήθηκε με τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών (Τροποποιητικός) Νόμο του 1974 (Ν. 13/74). Είναι όμως καθαρό ότι ούτε το Αρθρο 9(3)(α)(ii) ικανοποιείτο αφού αυτό παραπέμπει στο Αρθρο 9(1)(β)(xi), το οποίο συνιστά την ενδεχόμενη εξαίρεση της περίπτωσης οικοδομής άλλης από κατοικία προς τη μεταφορά, εγκατάσταση και συνεχή παροχή κατάλληλου ύδατος. Εν πάση περιπτώσει όμως, η πρόσκρουση της αίτησης στο Αρθρο 9(4)(β) ήταν μοιραία για την αίτηση. Ούτε η λειτουργία του εργοταξίου της Εφεσείουσας από το 1972, με μόνη μάλιστα άδεια οικοδομής για υπόστεγο αυτοκινήτων, ούτε η καταβολή τελών υδατοπρομήθειας γι’ αυτό, ούτε η ύπαρξη λάκκου, ούτε η ενδεχόμενη παροχή νερού από το Νότιο Αγωγό, ανέτρεπε αυτή την πραγματικότητα.

2. Η ανάγκη πρόσβασης ή ικανοποιητικής προσπέλασης σε δημόσιο δρόμο είναι απαραίτητη δυνάμει του Κανονισμού 15Β(1) των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών.  Η ύπαρξη του μονοπατιού ήταν δεδομένη για το δικαστήριο, και δεν θα μπορούσε να ευσταθήσει εισήγηση ότι αυτό, μεγάλου μήκους και περιορισμένου πλάτους όπως παρατήρησε το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως στην έκθεσή του, με την οποία δεν σύστησε την έγκριση της αίτησης, δεν εκρίθη εύλογα ότι δεν συνιστούσε ικανοποιητική προσπέλαση.  Εξ άλλου, ήταν γι΄ αυτό το λόγο που για αρκετό χρόνο εξετάζοντο εισηγήσεις για εξασφάλιση άλλης πρόσβασης στο δημόσιο δρόμο, οι οποίες δεν τελεσφόρησαν. Η άλλη εισήγηση ότι το κτήμα απέκτησε πρόσβαση στο δημόσιο δρόμο μετά από απαλλοτρίωση είναι πεπλανημένη. Η απαλλοτρίωση που έγινε με την Α.Δ.Π.  47/84 δεν αφορούσε το εν λόγω κτήμα (τεμάχια 31 και 33) σε σχέση με το οποίο έγινε η αίτηση για άδεια οικοδομής, αλλά άλλο κτήμα της Εφεσείουσας (τεμάχιο 32), πέραν τούτου δε η απαλλοτρίωση δεν επηρέαζε την πρόσβαση αφού αφορούσε μόνο την υπόγεια τοποθέτηση υδροσωλήνα του Νοτίου Αγωγού. Αλλά και η απαλλοτρίωση που έγινε με την Α.Δ.Π. 48/84 και πάλι αφορούσε μόνο το τεμάχιο 32, ούτε έδωσε πρόσβαση στον παρακαμπτήριο δρόμο. Είναι μάλιστα καθαρό από την όλη αλληλογραφία μεταξύ της Εφεσείουσας και του Υπουργείου Συγκοινωνιών [*718]και Έργων ότι εγένετο προσπάθεια εξασφάλισης προσπέλασης του εργοταξίου στα πλαίσια των νέων διευθετήσεων προσπέλασης στον παρακαμπτήριο δρόμο, μέσω υπηρεσιακών δρόμων που προγραμματίζονταν να κατασκευασθούν.

    Δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί έρεισμα στην έφεση, που να ανατρέπει την πρωτόδικη κατάληξη, ότι νόμιμα απερρίφθη η αίτηση της Εφεσείουσας από τον Εφεσίβλητο, καθ’ όσον το κτήμα σε σχέση με το οποίο υπεβλήθη προσέκρουε στο νόμο.

3. Ούτε στο λόγο έφεσης που αφορά την επιδίκαση εξόδων εναντίον της Εφεσείουσας αναγνωρίζεται έρεισμα. Εξ άλλου, υπάρχει δεδομένη τοποθέτηση επ’ αυτού από τη νομολογία.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κασάπης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43,

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χρ. Αρτεμίδης, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 183/94, ημερομηνίας 7/7/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση ημερ. 17/1/94, με την οποία αρνήθηκε την έγκριση της αίτησής της για έκδοσης άδειας οικοδομής.

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει  ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση προσβάλλει απόφαση με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της Εφεσείουσας εταιρείας εναντίον απόφασης του Εφεσίβλητου Επάρχου Λεμεσού ημερομηνίας 17.1.1994 αρνούμενης έγκριση αίτησης της Εφεσείουσας για έκδοση άδειας οικοδομής. 

[*719]Η αίτηση είχε υποβληθεί το 1985 και αφορούσε την ανέγερση υποστέγων, περιφράγματος, αποθηκών, γραφείου, εργαστηρίου, κουζίνας/ τραπεζαρίας και αποχωρητηρίων για σκοπούς επιχείρησης προκατασκευασμένων υλικών σκυροδέματος στον Ύψωνα. Το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως δεν σύστησε την έγκριση της αίτησης καθ’ όσον το κτήμα της Εφεσείουσας (1) δεν εφάπτετο δημόσιου δρόμου ούτε είχε ικανοποιητική προσπέλαση σε δημόσιο δρόμο, και (2) ήταν εκτός της περιοχής υδρεύσεως, σημειώνοντας μάλιστα ότι, όπως διεπιστώθη επιτοπίως, οι εργασίες για τις προτεινόμενες οικοδομές είχαν ήδη σχεδόν συμπληρωθεί χωρίς άδεια και έτσι θα έπρεπε να επιδιωχθεί η έκδοση διατάγματος αναστολής τους. Ακολούθησαν εκατέρωθεν εισηγήσεις για την εξασφάλιση πρόσβασης σε δημόσιο δρόμο που θα επέτρεπε περαιτέρω εξέταση της αίτησης, χωρίς όμως κατάληξη και χωρίς περαιτέρω προώθηση της αίτησης. Με την έναρξη της ισχύος της περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας νομοθεσίας από 1.12.1990, ο Εφεσίβλητος πληροφόρησε την Εφεσείουσα ότι θα έπρεπε πλέον βάσει αυτής να εξασφαλίσει πρώτα Πολεοδομική Άδεια από την Πολεοδομική Αρχή πριν αποταθεί στον ίδιο για άδεια οικοδομής. Η Εφεσείουσα δεν απεδέχθη τη θέση αυτή, τελικά δε δύο προσφυγές τις οποίες είχε καταχωρίσει απεσύρθησαν με παράλληλη ανάληψη υποχρέωσης όπως ο Εφεσίβλητος επανεξετάσει την αίτηση με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε στις 25.7.1991, ημερομηνία κατά την οποία ο Εφεσίβλητος τοποθετήθηκε τελεσίδικα ως ανωτέρω. Η επανεξέταση της αίτησης στα πλαίσια εκείνα οδήγησε στη λήψη της απόφασης της 17.1.1994, η οποία είχε ως ακολούθως:

“Αναφέρομαι στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή σας με αρ. 905/91, για επανεξέταση της αίτησής σας για έκδοση άδειας οικοδομής για ανέγερση υποστέγων, αποθηκών, γραφείου, εργαστηρίου, κουζίνας/τραπεζαρίας και αποχωρητηρίων στα τεμάχια με αρ. 33 και 31 του Φ/Σχ. 53/55 του χωριού Ύψωνα, με βάση το νομικό καθεστώς που προβλέπεται από τον περί Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96 και με βάση το πραγματικό καθεστώς όπως αυτό ίσχυε μέχρι και τις 25 Ιουλίου, 1991 και σας πληροφορώ ότι η αίτησή σας επανεξετάστηκε με προσοχή αλλά δεν είναι δυνατή η έγκρισή της, γιατί τα πιο πάνω τεμάχια βρίσκοντο εκτός ορίου υδατοπρομήθειας κατά την περίοδο από 28.5.85 που υποβλήθηκε η αίτησή σας μέχρι και τις 25.7.91 και συνεπώς για την περίπτωση αυτή είχαν εφαρμογή οι πρόνοιες των άρθρων 9(3)(α) (Νόμος 13/74) και 9(4)(β) (Νόμος 80/82) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, που ρητά προβλέπουν πως εκτός ορίου υδατοπρομήθειας μόνο κατοικίες επιτρέπεται να ανεγερθούν. [*720]Επίσης με βάση τα στοιχεία που είχατε προσκομίσει μέχρι τις 25.7.91 τα τεμάχια αυτά δεν εφάπτοντο σε δημόσιο δρόμο αλλά σε μονοπάτι μεγάλου μήκους και περιορισμένου πλάτους, το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει ικανοποιητική προσπέλαση για τους σκοπούς της προτεινόμενης ανάπτυξης.”

Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση διέπεται από τη διαπίστωση που εκφράζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από τη σ.3:

“..... η ουσία της υπόθεσης έγκειται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η αίτηση για άδεια οικοδομής προσκρούει στο άρθρο 9(4)(α) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 (τροποποιητικοί Νόμοι 13/74 και 80/82), εφόσον το κτήμα δεν είχε πρόσβαση σε εγγεγραμμένο δημόσιο δρόμο.”

Περαιτέρω αναφορά γίνεται στο ότι το κτήμα δεν βρίσκεται μέσα στα όρια της υδατοπρομήθειας, απορρίπτοντας την εισήγηση της Εφεσείουσας ότι η διοίκηση θα μπορούσε να είχε εξετάσει άλλες λύσεις εξασφάλισης νερού.

Ο ισχυρισμός που γίνεται στους λόγους έφεσης είναι ουσιαστικά πλάνη του δικαστηρίου ως προς τα δεδομένα και ακόλουθη παραγνώριση στοιχείων που ανέτρεπαν τη νομιμότητα της κρίσης του Επάρχου.  Ως προς τη διαπίστωση ότι το κτήμα ήταν εκτός των ορίων της υδατοπρομήθειας, λέγεται ότι, αν και τούτο ήταν γεγονός, εν τούτοις έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψη ότι η Εφεσείουσα κατέβαλλε τέλη υδατοπρομήθειας και ότι στο κτήμα υπήρχε λάκκος, ενώ δεν μπορούσε να αποκλεισθεί και η παροχή νερού από το Νότιο Αγωγό. Το δικαστήριο, υποβάλλεται, αντί να λάβει υπ’ όψη του τα στοιχεία αυτά, διατύπωσε δικές του πρωτογενείς υποθετικές απόψεις επ’ αυτών. Δεν συμφωνούμε.  Τα όσα ελέχθησαν σε σχέση με τα στοιχεία αυτά δεν ελέχθησαν για να τοποθετηθεί το δικαστήριο ανάλογα αλλά για να υποδειχθεί ότι οι σχετικές εισηγήσεις της Εφεσείουσας δεν είχαν θέση στο όλο θέμα, καθ’ όσον, όπως παρατηρεί καταλήγοντας το δικαστήριο στη σ. 4:

“Η ουσία επομένως της υπόθεσης είναι πως η αίτηση για άδεια οικοδομής ήταν απορριπτέα ευθύς εξαρχής, γιατί δεν πληροί τις πιο πάνω διατάξεις του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, όπως διαπίστωσε η διοίκηση κατά την εξέτασή της.”

Ο λόγος απόρριψης της προσφυγής, όπως και της αίτησης, ήταν η αδυναμία έγκρισής της καθ’ όσον το κτήμα ευρίσκετο [*721]εκτός των ορίων της υδατοπρομήθειας και έτσι μόνο κατοικία θα μπορούσε να ανεγερθεί σ’ αυτό σύμφωνα με το άρθρο 9(4)(β) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφάλαιο 96 (όπως τροποποιήθηκε με τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών (Τροποποιητικός) Νόμο του 1982 (Ν. 80/82)), και όχι οικοδομές για τις οποίες είχε υποβληθεί η αίτηση, εκτός αν υπήρχε σύμφωνη γνώμη του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως σε αναφορά με δεδομένα (ενοποίηση ή βελτίωση υφιστάμενων οικισμών ή συμπλήρωση του οδικού δικτύου ή ενδεδειγμένη τουριστική ή άλλη ενιαία ανάπτυξη) που δεν είχαν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, και η οποία ασφαλώς δεν υπήρχε.  Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε την προσφυγή σε σχέση με το άρθρο 9(3)(α)(ii) του Νόμου (όπως τροποποιήθηκε με τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών (Τροποποιητικός) Νόμο του 1974 (Ν. 13/74). Είναι όμως καθαρό ότι ούτε το άρθρο 9(3)(α)(ii) ικανοποιείτο αφού αυτό παραπέμπει στο άρθρο 9(1)(β)(xi), το οποίο συνιστά την ενδεχόμενη εξαίρεση της περίπτωσης οικοδομής άλλης από κατοικία προς τη μεταφορά, εγκατάσταση και συνεχή παροχή κατάλληλου ύδατος.  Εν πάση περιπτώσει όμως, η πρόσκρουση της αίτησης στο άρθρο 9(4)(β) ήταν μοιραία για την αίτηση. Ούτε η λειτουργία του εργοταξίου της Εφεσείουσας από το 1972, με μόνη μάλιστα άδεια οικοδομής για υπόστεγο αυτοκινήτων, ούτε η καταβολή τελών υδατοπρομήθειας γι’ αυτό, ούτε η ύπαρξη λάκκου, ούτε η ενδεχόμενη παροχή νερού από το Νότιο Αγωγό ανέτρεπε αυτή την πραγματικότητα.

Το άλλο σκέλος των λόγων έφεσης είναι ότι το δικαστήριο παραγνώρισε τα στοιχεία εκείνα που έδειχναν ότι το κτήμα διέθετε πρόσβαση ή ικανοποιητική προσπέλαση στο δημόσιο δρόμο. Η ανάγκη πρόσβασης ή ικανοποιητικής προσπέλασης σε δημόσιο δρόμο είναι απαραίτητη δυνάμει του Κανονισμού 15Β(1) των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών. Η ύπαρξη του μονοπατιού ήταν δεδομένη για το δικαστήριο, και δεν θα μπορούσε να ευσταθήσει εισήγηση ότι αυτό, μεγάλου μήκους και περιορισμένου πλάτους όπως παρατήρησε το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως στην έκθεσή του με την οποία δεν σύστησε την έγκριση της αίτησης, δεν εκρίθη εύλογα ότι δεν συνιστούσε ικανοποιητική προσπέλαση. Εξ άλλου, ήταν γι΄αυτό το λόγο που για αρκετό χρόνο εξετάζοντο εισηγήσεις για εξασφάλιση άλλης πρόσβασης στο δημόσιο δρόμο, οι οποίες δεν τελεσφόρησαν. Η άλλη εισήγηση ότι το κτήμα απέκτησε πρόσβαση στο δημόσιο δρόμο μετά από απαλλοτρίωση είναι πεπλανημένη. Η απαλλοτρίωση που έγινε με την Α.Δ.Π.  47/84 δεν αφορούσε το εν λόγω κτήμα (τεμάχια 31 και 33) σε σχέση με το οποίο έγινε η αίτηση για άδεια οικοδομής αλλά άλ[*722]λο κτήμα της Εφεσείουσας (τεμάχιο 32), πέραν τούτου δε η απαλλοτρίωση δεν επηρέαζε την πρόσβαση αφού αφορούσε μόνο την υπόγεια τοποθέτηση υδροσωλήνα του Νοτίου Αγωγού. Αλλά και η απαλλοτρίωση που έγινε με την Α.Δ.Π. 48/84 και πάλι αφορούσε μόνο το τεμάχιο 32, ούτε έδωσε πρόσβαση στον παρακαμπτήριο δρόμο.  Είναι μάλιστα καθαρό από την όλη αλληλογραφία μεταξύ της Εφεσείουσας και του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων ότι εγένετο προσπάθεια εξασφάλισης προσπέλασης του εργοταξίου στα πλαίσια των νέων διευθετήσεων προσπέλασης στον παρακαμπτήριο δρόμο μέσω υπηρεσιακών δρόμων που προγραμματίζοντο να κατασκευασθούν.

Δεν μας είναι λοιπόν δυνατό να διαπιστώσουμε έρεισμα στην έφεση που να ανατρέπει την πρωτόδικη κατάληξη ότι νόμιμα απερρίφθη η αίτηση της Εφεσείουσας από τον Εφεσίβλητο καθ’ όσον το κτήμα σε σχέση με το οποίο υπεβλήθη προσέκρουε στο νόμο. Ούτε στο λόγο έφεσης που αφορά την επιδίκαση εξόδων εναντίον της Εφεσείουσας αναγνωρίζουμε έρεισμα. Εξ άλλου, υπάρχει δεδομένη τοποθέτηση επ’ αυτού (ίδε Κασάπης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85).

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο