Kυπριακή Δημοκρατία ν. The Philips College και Άλλων (2000) 3 ΑΑΔ 723

(2000) 3 ΑΑΔ 723

[*723]8 Δεκεμβρίου, 2000

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2453)

ΚΥΠΡΙΑΚH ΔΗΜΟΚΡΑΤIA, ΜEΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟY ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕIΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

THE PHILIPS COLLEGE,

Εφεσιβλήτων.

―――――――――――――-

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2454)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

PRIVATE GRAMMAR & MODERN SCHOOLS (PGMS) LTD.,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2453, 2454)

 

Ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμος του 1987 (Ν.1/87) ― Άρθρο 34 ― Εξουσιοδότηση έκδοσης κανονισμών ― Έκδοση των περί Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Εκπαιδευτική Αξιολόγηση - Πιστοποίηση Κλάδων Σπουδών) Κανονισμών του 1992 (Κ.Π.Δ. 201/92) ― Ανάκληση και ακύρωση αποφάσεων που στηρίχθηκαν σε αυτούς, λόγω γνωμάτευσης περί του ότι οι Κανονισμοί 69, 95, 96 και 97 ήταν ultra vires και ο πρώτος εξ αυτών αντισυνταγματικός ― Υποχρέωση, λόγω ακύρωσης και λόγω ανάκλησης, εξέτασης των αιτημάτων στη βάση του τότε ισχύοντος καθεστώτος ― Παράλειψη εξέτασης αποτελούσε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας με την οποία κηρύχθηκε άκυρη.

[*724]Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να προβεί σε επανεξέταση της απόφασης σχετικά με αίτημα των εφεσίβλητων, Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, για εκπαιδευτική αξιολόγηση–πιστοποίηση των προσφερθέντων κλάδων σπουδών.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας κατά πλειοψηφία τις εφέσεις (απόφαση Νικολάου Δ., με την οποία συμφώνησαν οι Δικαστές Αρτέμης και Κραμβής) αποφάσισε ότι:

Η θέση των εφεσιβλήτων ήταν, βασικά, ότι δεν απαιτούνταν Κανονισμοί για την εφαρμογή του Ν. 1/87 αλλά ότι εν προκειμένω υπήρχαν, αφού ultra vires κρίθηκαν μόνο τέσσερις από τους Κανονισμούς - οι 69, 95, 96 και 97, εκ των οποίων ο πρώτος και αντισυνταγματικός - οι οποίοι "δεν εμπόδιζαν καθόλου την άσκηση της οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του Αρθρου 30(2)" του Ν. 1/87.

Το Δικαστήριο συμφωνεί με την άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που δέχθηκε τη θέση των εφεσιβλήτων.  Η ακυρωτική δικαστική απόφαση στη μια περίπτωση και η αναδρομική ανάκληση στην άλλη, επέβαλλαν στη διοίκηση την υποχρέωση να εξετάσει τα αντίστοιχα αιτήματα, στη βάση του τότε ισχύοντος νομικού καθεστώτος. Η υποχρέωση προέκυπτε από αρχές τόσο θεμελιακές ώστε να καθίσταται αχρείαστη η συζήτηση. Το σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας στη Δημοκρατία v. P.A. College Ltd, που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες, ενταγμένο στα δικά του όρια, δεν απέβλεπε σε αμφισβήτησή τους. Αναφέρθηκε εκεί πως "το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αρνήθηκε, μήτε και παρέλειψε να διορίσει την πιο πάνω Επιτροπή" και πως "εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο επέλεξε την έκδοση κανονισμών, σύμφωνα με το Αρθρο 34(1) του Νόμου, εδικαιολογείτο, μετά την κήρυξη των ως ultra vires, να επανέλθει με την έκδοση νέων".  Προστέθηκε μάλιστα πως παρόλον που δεν ενδιέφερε άμεσα την έφεση, "..... οι Κανονισμοί έχουν ήδη θεσπιστεί .....". Είναι προφανές πως το Δικαστήριο τελούσε με την αντίληψη ότι η διοίκηση θα προέβαινε σε επανεξέταση κατόπιν της έκδοσης νέων κανονισμών, βάσει του ίδιου νόμου και επομένως, διατηρουμένου πάντοτε του ίδιου νομικού καθεστώτος, θα έπρεπε να έχει κάποια λογικά περιθώρια να το πράξει ώστε να διευκολυνθεί διαδικαστικά κατά την επανεξέταση. 

Διαπιστώνεται τώρα ότι η διοίκηση δεν ήταν έτσι που προσανατολίστηκε. Ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου 1995, μήνες πριν  από την καταχώριση των προσφυγών από τις οποίες προέρχονται οι παρούσες εφέσεις - δύο μήνες στη μια και οκτώ στην άλλη - το κα[*725]τέστησε σαφές πως θα προέβαινε σε επανεξέταση μόνο μετά τη μεταβολή του νομικού καθεστώτος με τη θέσπιση του νέου νόμου.

Ως προς τη χρονική διάσταση της παράλειψης, είναι αρκετό να λεχθεί ότι από τη στιγμή που αφαιρείται το στοιχείο των διεργασιών για έκδοση νέων κανονισμών – διαδικαστικής φύσης – στη βάση του υφιστάμενου νόμου, προκύπτει πως δεν συνέτρεχε λόγος για τη σημειωθείσα καθυστέρηση επανεξέτασης. Ούτε άλλωστε έγινε εισήγηση περί του αντιθέτου.

Εκδόθηκε απόφαση της μειοψηφίας (απόφαση του Καλλή Δ., με την οποία συμφώνησε ο Δικαστής Αρτεμίδης), με αντίθετο αποτέλεσμα βασισμένο στο σκεπτικό της έλλειψης οφειλόμενης ενέργειας είτε λόγω του δεδικασμένου είτε λόγω της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργικού Συμβουλίου να διοριστεί ή όχι Επιτροπή.

Οι εφέσεις απορρίπτονται κατά πλειοψηφία, με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Δημοκρατία v. P.A. College Ltd (2000) 3 A.A.Δ. 400.

Εφέσεις.

Εφέσεις από την Δημοκρατία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φ. Νικολαΐδης, Δ.) στις Υποθέσεις Αρ. 119/96 και 725/95, ημερομηνίας 9/5/97, με την οποία κηρύχθηκε άκυρη η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να προβεί στη θετική εκ του νόμου υποχρέωσή του να διορίσει επιτροπή η οποία θα προχωρούσε στην Εκπαιδευτική αξιολόγηση - πιστοποίηση των κλάδων σπουδών των αιτητών.

Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση της πλειοψηφίας θα  δώσει ο Νικολάου, Δ. Με αυτή συμφωνούν οι Αρτέμης και Κραμβής, Δ.Δ. Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Καλλής, Δ. Με αυτή συμφωνώ και εγώ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Τα βασικά δεδομένα είναι και στις δύο υπό [*726]εξέταση Αναθεωρητικές Εφέσεις τα ίδια, όπως τα ίδια είναι και τα νομικά ζητήματα που απασχόλησαν το Δικαστήριο. Υποβλήθηκαν, βάσει του άρθρου 30 του τότε περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νόμου του 1987 (Ν. 1/87), αιτήσεις για εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση των προσφερθέντων κλάδων σπουδών: στις 17 Νοεμβρίου 1992 από τους εφεσιβλήτους στην Α.Ε. 2454, Private Grammar and Modern Schools (PGMS) Ltd, για το Cyprus College· και από τους εφεσιβλήτους The Philips College, στην Α.Ε. 2453, στις 22 Φεβρουαρίου 1993. Κοινοποιήθηκαν και στους δύο, στις 24 Φεβρουαρίου 1995, απορριπτικές αποφάσεις τις οποίες προσέβαλαν με προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο. Σε εκείνη του Cyprus College, την προσφυγή αρ. 266/95, εκδόθηκε στις 29 Μαρτίου 1995 ακυρωτική απόφαση κατόπιν δήλωσης εκ μέρους της Δημοκρατίας ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είχε, στις 24 Μαρτίου 1995, γνωμοδοτήσει πως οι Κανονισμοί 69, 95, 96 και 97 των περί Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Εκπαιδευτική Αξιολόγηση-Πιστοποίηση Κλάδων Σπουδών) Κανονισμών του 1992 (Κ.Δ.Π. 201/92) οι οποίοι εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 34 του Νόμου ήταν ultra vires, ενώ ο Κανονισμός 69 ήταν και αντισυνταγματικός γιατί αντίκειτο στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών του Κράτους και ότι, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση στηριζόταν στους εν λόγω εξειδικευθέντες κανονισμούς, η Δημοκρατία δεν μπορούσε να την υποστηρίξει. Κατ’ ακολουθίαν, στις 7 Απριλίου 1995 η Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, η κατά νόμον αρμόδια αρχή, προέβη σε ανάκληση με αναδρομική ισχύ τόσο της απόφασης που αφορούσε το Philips College, όσο και παρομοίων αποφάσεων που αφορούσαν άλλες Σχολές οι οποίες επίσης είχαν προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Θεωρούμε χρήσιμο να επισημάνουμε σε αυτό το σημείο τα εξής αδιαμφισβήτητα για το νομικό καθεστώς. Πρώτο, ο Νόμος 1/87 έθετε με το άρθρο 30(3), στο “Μέρος V-Εκπαιδευτική Αξιολόγησις-Πιστοποίησις”, τις παραμέτρους με βάση τις οποίες θα διενεργείτο η αξιολόγηση-πιστοποίηση και επομένως “..... μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς την έκδοση κανονισμών .....”: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. P.A. College Ltd (2000) 3 A.A.Δ. 400. Δεύτερο, αποφασιστική αρμοδιότητα για την πιστοποίηση-αξιολόγηση είχε η Υπουργός. Σύμφωνα με το άρθρο 30(2):

“Η εκπαιδευτική αξιολόγησις-πιστοποίησις κλάδου σπουδών διενεργείται υπό του Υπουργού κατόπιν εισηγήσεως υποβαλλόμενης προς αυτόν υπό Επιτροπής διοριζόμενης προς τούτο υπό του Υπουργικού Συμβουλίου.”

[*727]Το σχετικό μέρος των Κανονισμών του 1992, το οποίο αφορούσε τη Διαδικασία για Εκπαιδευτική Αξιολόγηση-Πιστοποίηση, άρχιζε με τον Κανονισμό 69 που προέβλεπε ότι:

“69. Για το σκοπό της άσκησης των αρμοδιοτήτων που διαλαμβάνονται στο Νόμο αυτό διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του Υπουργού Παιδείας και με προηγούμενη σύμφωνη Απόφαση της πλειοψηφίας της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου για την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση.”

Είναι φανερό ότι ενώ ο νόμος προέβλεπε για επιτροπή διοριζομένη από το Υπουργικό Συμβούλιο, ο Κανονισμός κατ’ αντίθεση προέβλεπε για Συμβούλιο που διοριζόταν από το Υπουργικό Συμβούλιο και μάλιστα υπό την αιγίδα της Βουλής, κάτι που αποτελούσε, βέβαια, απαράδεκτη ανάμειξη του νομοθετικού σώματος στην άσκηση διοικητικής λειτουργίας. Έπειτα, όσο και αν μοιάζει απίστευτο, με τους Κανονισμούς 95, 96 και 97 η ουσιαστική αρμοδιότητα την οποία ο νόμος είχε δώσει στον Υπουργό αφαιρείτο και δίδετο στο Συμβούλιο. Τους παραθέτουμε:

“95. - (1) Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας διαβιβάζει το ταχύτερο δυνατό την εισήγηση της Ομάδας Αξιολόγησης στον Πρόεδρο του Συμβουλίου.

(2) Το Συμβούλιο εισηγείται στον Υπουργό:

(α)     Αποδοχή της αίτησης·

(β)     απόρριψη της αίτησης·

(γ)                   αναβολή λήψης απόφασης για καθορισμένη περίοδο κατά την οποία η σχολή θα προσπαθήσει να θεραπεύσει συγκεκριμένες αδυναμίες που θα επισημανθούν.

96. Στην περίπτωση που το Συμβούλιο εισηγείται αποδοχή της αίτησης για εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση, ο Υπουργός εγκρίνει την εισήγηση, μεριμνά για την εγγραφή της σχολής στο Μητρώο των Εκπαιδευτικά Αξιολογημένων-Πιστοποιημένων Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης που τηρείται στο Υπουργείο Παιδείας, εκδίδει το σχετικό Πιστοποιητικό και δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την εγγραφή της σχολής στο πιο πάνω Μητρώο.

97. Στις περιπτώσεις (β) και (γ) του Κανονισμού 95 ο Υπουργός επικυρώνει την απόφαση του Συμβουλίου και διά [*728]του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας ενημερώνει σχετικά την ενδιαφερόμενη σχολή.”

Αυτοί, λοιπόν, οι τέσσερις Κανονισμοί δεν θα εφαρμόζονταν πια· παρέμειναν όμως όλοι οι υπόλοιποι Κανονισμοί από το σύνολο των εκατόν τεσσάρων οι οποίοι, ανάμεσα σε άλλα εξέθεταν με λεπτομέρεια τα επί μέρους στοιχεία και τους παράγοντες που συνέθεταν τις παραμέτρους τις οποίες  έθετε ο νόμος για την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση.

Ο νόμος που, όπως υποδείξαμε, μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς Κανονισμούς, μπορούσε ακόμα ευχερέστερα να λειτουργήσει με τους ήδη εκδοθέντες, εξαιρουμένων των τεσσάρων εκείνων που, όπως έκρινε το Δικαστήριο, αντιστρατεύονταν τις πρόνοιες του νόμου και επομένως δεν είχαν καμιά θέση στη λειτουργία του. Είναι όμως προφανές ότι ο νόμος δεν άρεσε στη διοίκηση. Και γι’ αυτό δεν ήταν διατεθειμένη να τον εφαρμόσει. Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν προέβη στο διορισμό επιτροπής, όπως απαιτούσε το άρθρο 30(2) του νόμου, και γι’ αυτό η Υπουργός δεν μπορούσε να προχωρήσει. Με επιστολή ημερ. 5 Απριλίου 1995 για το Cyprus College και με επιστολή ημερ. 17 Μαΐου 1995 για το Philips College, οι εφεσίβλητοι ζήτησαν εφαρμογή του νόμου. Σε απαντητική επιστολή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ημερ. 4 Δεκεμβρίου 1995, η θέση της διοίκησης διατυπώθηκε ως εξής:

“......................................................................................................

1.  Το Ανώτατο Δικαστήριο με την Απόφασή του στην Υπόθεση 266/95, ημερ. 29.3.1995 ακύρωσε την επίδικη πράξη και κήρυξε τους Κανονισμούς για την αξιολόγηση ως αντισυνταγματικούς.

2.  Το Υπουργείο Παιδείας, σε συνεννόηση με την Εισαγγελία, προχώρησε αμέσως στην ετοιμασία νέου νομοσχεδίου με το οποίο επιχειρείται η θεραπεία των αδυναμιών της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και η οποία κρίθηκε ως αντισυνταγματική από το Ανώτατο.

Το νομοσχέδιο αυτό εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του της 22.11.1995 και στις 23.11.1995 το προωθήσαμε στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση. Μόλις ψηφιστεί το νομοσχέδιο σε νόμο θα προχωρήσει αμέσως η διαδικασία εκπαιδευτικής αξιολόγησης των ιδιωτικών σχολών.

......................................................................................................”

[*729]Οι εφεσίβλητοι προσέβαλαν την παράλειψη με αντίστοιχες προσφυγές: την 725/95, ημερ. 9 Αυγούστου 1995, για το Cyprus College· και την 119/96, ημερ. 9 Φεβρουαρίου 1996, για το Philips College. Εκδόθηκαν στις 9 Μαΐου 1997 πανομοιότυπες, στο σκεπτικό, αποφάσεις. Κρίθηκε ότι:

“.... το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εκ του νόμου (άρθρο 30(2) του Νόμου 1/87) τη θετική υποχρέωση να διορίσει επιτροπή που θα προχωρούσε στην εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση των κλάδων σπουδών. Η παράλειψη να προβεί στο διορισμό της επιτροπής, ύστερα από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 266/95, εξέτρεψε το Υπουργικό Συμβούλιο από το εκ του νόμου καθήκον του. Η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να εκπληρώσει την εκ του νόμου υποχρέωσή του επηρέασε τους αιτητές δυσμενώς και συνεπώς οι αιτητές έχουν κάθε δικαίωμα να αξιώσουν σχετική δήλωση του Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146.4(γ) του Συντάγματος. Έτσι θα πρέπει να εκδοθεί η αιτούμενη δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να καλείται το Υπουργικό Συμβούλιο να εκτελέσει παν το παραλειφθέν.”

Και εκδόθηκε δήλωση ανάλογα.  Η Δημοκρατία άσκησε εν συνεχεία τις υπό εξέταση αναθεωρητικές εφέσεις. 

Προκύπτει από το ιστορικό που εκθέσαμε ότι ο ουσιώδης στην κάθε περίπτωση χρόνος για τη διακρίβωση παράλειψης ήταν ο χρόνος καταχώρισης των αντίστοιχων προσφυγών. Επειδή όμως έγινε λόγος για τα μετέπειτα θα αναφερθούμε εν συντομία και σε αυτά. Εν τέλει δημοσιεύτηκε στις 3 Μαΐου 1996 ο νέος νόμος: Ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμος του 1996 (Ν. 67(Ι)/96) ο οποίος κατάργησε τον προηγούμενο και προέβη σε διάφορες νέες ουσιαστικές ρυθμίσεις. Για την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση αρμοδιότητα δεν είχε πλέον ο Υπουργός αλλά νεο-ιδρυθέν Συμβούλιο. Παραθέτουμε τη σχετική πρόνοια στο άρθρο 32(1) του νέου νόμου:

“32. - (1)  Η εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διενεργείται από Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-Πιστοποίησης Κλάδων Σπουδών Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, που διορίζεται για το σκοπό αυτό από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του Υπουργού.”

Κατά την ίδια ημερομηνία δημοσίευσης του νέου νόμου, εκδόθηκαν δυνάμει των άρθρων 37 και 70 νέοι Κανονισμοί: βλ. την [*730]Κ.Δ.Π. 143/96. Οι νέοι Κανονισμοί προωθούσαν βέβαια τις πρόνοιες του νέου νόμου. Εν τέλει η εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών των Σχολών των εφεσιβλήτων διενεργήθηκε βάσει του νέου νόμου, όχι του παλαιού. Οι καταχωρισθείσες προσφυγές προχώρησαν όμως, ενόψει προφανώς του ενδεχομένου να παρέμεινε ζημιογόνο κατάλοιπο για το οποίο θα χωρούσε αγωγή βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. 

Η Δημοκρατία επικαλέστηκε κατά τη συζήτηση των εφέσεων την πρόσφατη ομόφωνη απόφασή μας στη Δημοκρατία ν. P.A. College Ltd (2000) 3 A.A.Δ. 400, η οποία αφορούσε παρόμοια περίπτωση. Το σκεπτικό εκείνης της απόφασης περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα στο οποίο εκτίθεται και το ζήτημα που μας είχε απασχολήσει:

“Καθώς σημειώσαμε στην αρχή της απόφασής μας, ένα είναι το νομικό ζήτημα που εγείρεται, για το οποίο εκφράστηκαν διϊστάμενες απόψεις των δικηγόρων των μερών. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγείται πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν παρέλειψε να εκτελέσει οποιαδήποτε νομίμως οφειλόμενη υποχρέωση. Αντίθετα, υποστήριξε, πως η θέση του διοικητικού οργάνου, όπως εκφράστηκε στην εφεσίβλητη, ήταν πως η αξιολόγηση του κλάδου σπουδών της θα γινόταν μόλις θεσπίζονταν νέοι κανονισμοί. Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης διατείνεται όμως πως η θέσπιση κανονισμών δεν είναι προϋπόθεση για την αξιολόγηση-πιστοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 30 του Νόμου, το οποίο λειτουργεί αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την ύπαρξη Κανονισμών. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 30 η εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδου σπουδών, διενεργείται από τον Υπουργό μετά από εισήγηση που υποβάλλεται προς αυτόν από Επιτροπή που διορίζεται προς τούτο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το Υπουργικό Συμβούλιο ως εκ τούτου, συνεχίζει η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης, όφειλε να διορίσει την Επιτροπή αυτή για να προχωρήσει στην αξιολόγηση-πιστοποίηση, και να υποβάλει την εισήγησή της στον Υπουργό.

Η δική μας άποψη είναι, με εκτίμηση, διαφορετική απ’ αυτή που εκφράστηκε πρωτοδίκως. Υπενθυμίζουμε πως, με το αιτητικό της προσφυγής, επιδιώκεται δήλωση του Δικαστηρίου πως η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να διορίσει επιτροπή για να προβεί στην εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση, είναι άκυρη. Έχουμε τη γνώμη πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αρνήθηκε, μήτε και παρέλειψε να διορίσει την πιο πάνω Επιτροπή. Μολονότι ο Νόμος θα μπορούσε να λειτουργήσει [*731]και χωρίς την έκδοση κανονισμών, εντούτοις, και εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο επέλεξε την έκδοση κανονισμών, σύμφωνα με το άρθρο 34(1) του Νόμου, εδικαιολογείτο, μετά την κήρυξη των ως ultra vires, να επανέλθει με την έκδοση νέων.

Είναι ορθή, κατά την άποψή μας, η θέση που υιοθέτησε το Υπουργικό Συμβούλιο. Το άρθρο 34(1) του Νόμου έχει ως εξής:

34. - (1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη Κανονισμούς δημοσιευομένους εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας διά τον καθορισμόν παντός θέματος όπερ χρήζει ή είναι δεκτικόν καθορισμού και διά την καλυτέραν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Η εξουσιοδότηση του Νόμου προς το Υπουργικό Συμβούλιο, για την έκδοση κανονισμών, είναι δυνητική, όπως ρητά διατυπώνεται στο άρθρο. Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την εξουσία, που του παρέχεται από το Νόμο. Επιπλέον, επισημαίνουμε και το εδάφιο (2)(α) του άρθρου, που λέει:

(2)Άνευ επηρεασμού της γενικότητας του εδαφίου (1), οιοιδήποτε Κανονισμοί δύνανται -

(α)                          να ρυθμίζωσι τον τρόπον και την διαδικασίαν της εκπαιδευτικής αξιολογήσεως-πιστοποιήσεως κλάδων σπουδών.

Η δυνητική εξουσία που έδωσε ο Νομοθέτης στο Υπουργικό Συμβούλιο, παίρνει πιο ουσιαστικό περιεχόμενο, ενόψει και των διατάξεων του τελευταίου άρθρου του Νόμου, 37, που προβλέπει πως η έναρξη της ισχύος του αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου, 1987, εκτός του Μέρους V, που θα αρχίζει σε ημερομηνία που ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.  Και το Μέρος V του Νόμου περιέχει τα άρθρα 30 και 34, που αναφέρονται, όπως είπαμε πιο πάνω, στο διορισμό της Επιτροπής Αξιολόγησης από το Υπουργικό Συμβούλιο, και στην έκδοση κανονισμών που να ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, και τη διαδικασία της εκπαιδευτικής αξιολόγησης. Μολονότι δεν ενδιαφέρει άμεσα την παρούσα έφεση, οι Κανονισμοί έχουν ήδη θεσπιστεί, εκδόθηκε δε και σχετική απόφαση αναφορικά με την αξιολόγηση-πιστοποίηση του κλάδου σπουδών της εφεσιβλήτης.”

Από την άλλη μεριά, η θέση των εφεσιβλήτων ήταν, βασικά, ότι δεν απαιτούνταν Κανονισμοί για την εφαρμογή του Ν. 1/87 αλλά ότι [*732]εν προκειμένω υπήρχαν, αφού ultra vires κρίθηκαν μόνο τέσσερις  από τους Κανονισμούς - οι 69, 95, 96 και 97, εκ των οποίων ο πρώτος και αντισυνταγματικός - οι οποίοι “δεν εμπόδιζαν καθόλου την άσκηση της οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του άρθρου 30(2)” του Ν. 1/87.

Συμφωνούμε με την πρωτόδικη άποψη του συναδέλφου μας που δέχθηκε τη θέση των εφεσιβλήτων. Η ακυρωτική δικαστική απόφαση στη μια περίπτωση και η αναδρομική ανάκληση στην άλλη, επέβαλλαν στη διοίκηση την υποχρέωση να εξετάσει τα αντίστοιχα αιτήματα στη βάση του τότε ισχύοντος νομικού καθεστώτος. Η υποχρέωση προέκυπτε από αρχές τόσο θεμελιακές ώστε να καθίσταται αχρείαστη η συζήτηση. Το σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. P.A. College Ltd (ανωτέρω), ενταγμένο στα δικά του όρια, δεν απέβλεπε σε αμφισβήτησή τους. Αναφέραμε εκεί πως “το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αρνήθηκε, μήτε και παρέλειψε να διορίσει την πιο πάνω Επιτροπή” και πως “εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο επέλεξε την έκδοση κανονισμών, σύμφωνα με το άρθρο 34(1) του Νόμου, εδικαιολογείτο, μετά την κήρυξη των ως ultra vires, να επανέλθει με την έκδοση νέων”. Προσθέσαμε μάλιστα πως παρόλον που δεν ενδιέφερε άμεσα την έφεση, “..... οι Κανονισμοί έχουν ήδη θεσπιστεί .....”. Είναι προφανές πως τελούσαμε με την αντίληψη ότι η διοίκηση θα προέβαινε σε επανεξέταση κατόπιν της έκδοσης νέων κανονισμών βάσει του ίδιου νόμου και επομένως, διατηρουμένου πάντοτε του ίδιου νομικού καθεστώτος, θα έπρεπε να έχει κάποια λογικά περιθώρια να το πράξει ώστε να διευκολυνθεί διαδικαστικά κατά την επανεξέταση. 

Διαπιστώνουμε τώρα ότι η διοίκηση δεν ήταν έτσι που προσανατολίστηκε. Ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου 1995, μήνες πριν  από την καταχώριση των προσφυγών από τις οποίες προέρχονται οι παρούσες εφέσεις - δύο μήνες στη μια και οκτώ στην άλλη - το κατέστησε σαφές πως θα προέβαινε σε επανεξέταση μόνο μετά τη μεταβολή του νομικού καθεστώτος με τη θέσπιση του νέου νόμου.

Ως προς τη χρονική διάσταση της παράλειψης, είναι νομίζουμε αρκετό να πούμε ότι από τη στιγμή που αφαιρείται το στοιχείο των διεργασιών για έκδοση νέων κανονισμών - διαδικαστικής φύσης - στη βάση του υφιστάμενου νόμου, προκύπτει πως δεν συνέτρεχε λόγος για τη σημειωθείσα καθυστέρηση επανεξέτασης. Ούτε άλλωστε έγινε εισήγηση περί του αντιθέτου.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

[*733]ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω εφέσεις έχουν συνεκδικαστεί.  Εγείρουν σχεδόν ταυτόσημα νομικά και πραγματικά ζητήματα.

Η εφεσίβλητη στην έφεση 2453 είναι σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η εφεσίβλητη εταιρεία στην έφεση 2454 είναι ιδιοκτήτρια ιδιωτικής σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης γνωστή ως Cyprus College. Οι δύο εφεσίβλητες υπέβαλαν αίτηση για εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση των κλάδων σπουδών που προσφέρουν με βάση το άρθρο 30 του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νόμου του 1987 (Ν 1/87) (ο Νόμος). Με απόφαση ημερ. 24.2.95 η Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού πληροφόρησε τις εφεσίβλητες ότι το αίτημά τους για εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση απορρίφθηκε.

Η πιο πάνω απόφαση ημερ. 24.2.95 προσβλήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την υπόθεση Private Grammar & Modern Schools (PGMS) Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 266/95. Κατά την ακρόαση της προσφυγής 266/95 η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σύμφωνα με την οποία:

(α)       Ο Καν. 69 των περί Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Εκπαιδευτική Αξιολόγηση-Πιστοποίηση Κλάδων Σπουδών) Κανονισμών του 1992 (Κ.Δ.Π. 201/92), με βάση τους οποίους έγινε η επίδικη αξιολόγηση, ήταν άκυρος λόγω αντισυνταγματικότητας και λόγω υπερβάσεως του πλαισίου εξουσίας προς έκδοσή του, όπως το εν λόγω πλαίσιο καθόρισε ο εξουσιοδοτικός Νόμος.

(β)       Οι Καν. 95, 96 και 97 της Κ.Δ.Π. 201/92 είναι άκυροι ως θεσπισθέντες καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

Ενόψει των πιο πάνω η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση στην Προσφυγή 266/95 δέχθηκε ακύρωση των Κανονισμών “και κήρυξη ως άκυρων και αντισυνταγματικών των Κανονισμών που αναφέρονται στη Γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα με συνέπεια και την ακύρωση της αξιολόγησης, η οποία στηρίχθηκε πάνω σε αυτούς τους Κανονισμούς”. Στη συνέχεια το Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 29.3.95 ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη καθώς και τους πιο πάνω Κανονισμούς τους οποίους κήρυξε ως αντισυνταγματικούς. Παραθέτουμε την απόφασή του:

“Εν όψει των λεχθέντων και των δηλώσεων των δύο πλευρών και της νομολογίας που αναφέρθηκε στο Δικαστήριο, η επίδικη πράξη ακυρώνεται ως επίσης και οι Κανονισμοί, οι οποίοι αναφέρονται στη γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα και κηρύττονται ως αντισυνταγματικοί”

Θέτουμε μια παρένθεση για να υποδείξουμε ότι η Κ.Δ.Π. 201/92 έχει θεσπισθεί δυνάμει εξουσιοδότησης που παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο με το άρθρο 34(1) του Νόμου. Μετά την ακυρωτική απόφαση η Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού πληροφόρησε τους εφεσίβλητους στην Έφεση 2454 ότι αποφάσισε να ανακαλέσει τις αποφάσεις που περιέχονται στην επιστολή ημερ. 24.2.95, αντικείμενο της προσφυγής 266/95 με αναδρομική ισχύ “έτσι  ώστε να θεωρηθούν ως μηδέποτε γενόμενες”.  

Ακολούθησε αίτημα των εφεσιβλήτων στην Έφεση 2454 για αξιολόγηση της σχολής τους. Με επιστολή τους ημερ. 5.4.1995 προς την Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού αξίωσαν την αναγνώριση των τίτλων σπουδών τους θεωρώντας υπεύθυνο το Υπουργείο για τη σημειωθείσα καθυστέρηση. Επανέλαβαν τη θέση ότι η διοίκηση όφειλε να ενεργήσει τάχιστα προς άρση των συνεπειών και προς ενεργό συμμόρφωση προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Παρόμοιο αίτημα υπέβαλαν και οι εφεσίβλητοι στην Έφεση 2453. Με επιστολή ημερ. 17.5.1995 προς το Υπουργικό Συμβούλιο ζήτησαν την εφαρμογή του Νόμου και την αξιολόγηση της σχολής τους σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Αξίωσαν την ενεργό συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ισχυριζόμενοι ότι το Υπουργικό Συμβούλιο εξακολουθούσε να παραλείπει οφειλόμενη εκ του Νόμου υποχρέωση, δηλαδή την υποχρέωση που θέτει το άρθρο 30(2)*.

Τα πιο πάνω αιτήματα των αιτητών δεν ικανοποιήθηκαν.  Έτσι στις 9.8.95 οι εφεσίβλητοι στην Έφεση 2454 καταχώρισαν την προσφυγή 725/95 με την οποία, ανάμεσα σ’ άλλα, ζητούσαν την ακύρωση της παράλειψης των εφεσειόντων “να μη εφαρμόσουν τα εκ του Νόμου προβλεπόμενα κατά το άρθρο 30 του Νόμου 1/87 και ειδικά για τη σύσταση της Επιτροπής που θα βοηθήσει στην αξιολόγηση και ό,τι παραλήφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί”.

Στις 9.2.96 ακολούθησε η προσφυγή των εφεσιβλήτων στην Έφεση 2453 με την οποία ζητούσαν, ανάμεσα σ’ άλλα, ακύρωση [*735]της παράλειψης των εφεσειόντων 2 να “μη εφαρμόσουν την εκ του δικαστικού δεδικασμένου και/ή του Νόμου οφειλόμενη ενέργεια κατά το άρθρο 30 του Νόμου 1/87 και ειδικά να προβούν στη σύσταση Επιτροπής που θα βοηθήσει στην αξιολόγηση”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δικαίωσε και τους δύο εφεσίβλητους με το ίδιο σκεπτικό. Μεταφέρουμε το σχετικό μέρος από την απόφαση, αντικείμενο της έφεσης 2453:

“Στην παρούσα υπόθεση το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εκ του Νόμου (άρθρο 30(2) του Νόμου 1/87) τη θετική υποχρέωση να διορίσει επιτροπή που θα προχωρούσε στην εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση των κλάδων σπουδών. Η παράλειψη να προβεί σε διορισμό της επιτροπής, ύστερα από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 266/95, εξέτρεψε το Υπουργικό Συμβούλιο από το εκ του νόμου καθήκον του. Η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να εκπληρώσει την εκ του νόμου υποχρέωσή του επηρέασε τους αιτητές δυσμενώς και συνεπώς οι αιτητές έχουν κάθε δικαίωμα να αξιώσουν σχετική δήλωση του Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146.4 (γ) του Συντάγματος. Έτσι θα πρέπει να εκδοθεί η αιτούμενη δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να καλείται το Υπουργικό Συμβούλιο να εκτελέσει παν το παραλειφθέν.”

Η πρωτόδικη κατάληξη έχει αμφισβητηθεί με τις πιο πάνω δύο εφέσεις με ταυτόσημους λόγους έφεσης.

Στη διάρκεια της ακρόασης των εφέσεων έγινε δεκτό ότι στην μεν Έφεση 2453 είχε προηγηθεί ανάκληση  της απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημα των εφεσιβλήτων για αξιολόγηση στη δε Έφεση 2454 είχε προηγηθεί η ακυρωτική απόφαση στην πιο πάνω προσφυγή 266/95.

Στην Δημοκρατία κ.ά. ν. P.A. College Ltd (2000) 3 A.A.Δ. 400, τα γεγονότα ήταν ταυτόσημα με εκείνα της έφεσης 2453. Είχε και στην υπόθεση εκείνη προηγηθεί ανακλητική απόφαση. Η Ολομέλεια απασχολήθηκε με ακριβώς τους ίδιους λόγους έφεσης. Έθεσε το θέμα ως εξής:

“Καθώς σημειώσαμε στην αρχή της απόφασής μας, ένα είναι το νομικό ζήτημα που εγείρεται, για το οποίο και εκφράστηκαν διϊστάμενες απόψεις των δικηγόρων των μερών. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγείται πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν παρέλειψε να εκτελέσει οποιαδήποτε νομίμως οφειλόμενη υποχρέω[*736]ση. Αντίθετα, υποστήριξε, πως η θέση του διοικητικού οργάνου, όπως εκφράστηκε στην εφεσίβλητη, ήταν πως η αξιολόγηση του κλάδου σπουδών της θα γινόταν μόλις θεσπίζονταν νέοι κανονισμοί. Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης διατείνεται όμως πως η θέσπιση κανονισμών δεν είναι προϋπόθεση για την αξιολόγηση-πιστοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 30 του Νόμου, το οποίο λειτουργεί αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την ύπαρξη Κανονισμών. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 30 η εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδου σπουδών, διενεργείται από τον Υπουργό μετά από εισήγηση που υποβάλλεται προς αυτόν από Επιτροπή που διορίζεται προς τούτο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το Υπουργικό Συμβούλιο ως εκ τούτου, συνεχίζει η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης, όφειλε να διορίσει την Επιτροπή αυτή για να προχωρήσει στην αξιολόγηση-πιστοποίηση, και να υποβάλει την εισήγησή της στον Υπουργό.

Η δική μας άποψη είναι, με εκτίμηση, διαφορετική απ’ αυτή που εκφράστηκε πρωτοδίκως. Υπενθυμίζουμε πως, με το αιτητικό της προσφυγής, επιδιώκεται δήλωση του Δικαστηρίου πως η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να διορίσει επιτροπή για να προβεί στην εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση, είναι άκυρη. Έχουμε τη γνώμη πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αρνήθηκε, μήτε και παρέλειψε να διορίσει την πιο πάνω Επιτροπή. Μολονότι ο Νόμος θα μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς την έκδοση κανονισμών, εντούτοις, και εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο επέλεξε την έκδοση κανονισμών, σύμφωνα με το άρθρο 34(1) του Νόμου, εδικαιολογείτο, μετά την κήρυξη των ως άνω ως ultra vires, να επανέλθει με την έκδοση νέων.

Είναι ορθή, κατά την άποψή μας, η θέση που υιοθέτησε το Υπουργικό Συμβούλιο. Το άρθρο 34(1) του Νόμου έχει ως εξής:

‘34.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη Κανονισμούς δημοσιευομένους εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας διά τον καθορισμόν παντός θέματος όπερ χρήζει ή είναι δεκτικόν καθορισμού και διά την καλυτέραν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου.’

Η εξουσιοδότηση του Νόμου προς το Υπουργικό Συμβούλιο, για την έκδοση κανονισμών, είναι δυνητική, όπως ρητά διατυπώνεται στο άρθρο. Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την εξουσία, που του παρέχεται από το Νόμο. Επιπλέον, επισημαίνουμε και το εδάφιο (2) (α) του άρθρου, που λέει:

[*737]‘(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1), οιοιδήποτε Κανονισμοί δύνανται -

(α)          να ρυθμίζωσι τον τρόπον και την διαδικασίαν της εκπαιδευτικής αξιολογήσεως-πιστοποιήσεως κλάδων σπουδών.’

Η δυνητική εξουσία που έδωσε ο Νομοθέτης στο Υπουργικό Συμβούλιο, παίρνει πιο ουσιαστικό περιεχόμενο, ενόψει και των διατάξεων του τελευταίου άρθρου του Νόμου, 37, που προβλέπει πως η έναρξη της ισχύος του αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου, 1987, εκτός του Μέρους V, που θα αρχίζει σε ημερομηνία που ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.  Και το Μέρο V του Νόμου περιέχει τα άρθρα 30 και 34, που αναφέρονται, όπως είπαμε πιο πάνω, στο διορισμό της Επιτροπής Αξιολόγησης από το Υπουργικό Συμβούλιο, και στην έκδοση κανονισμών που να ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, και τη διαδικασία της εκπαιδευτικής αξιολόγησης. Μολονότι δεν ενδιαφέρει άμεσα την παρούσα έφεση, οι Κανονισμοί έχουν ήδη θεσπιστεί, εκδόθηκε δε και σχετική απόφαση αναφορικά με την αξιολόγηση-πιστοποίηση του κλάδου σπουδών της εφεσίβλητης.”

Ενόψει του αποτελέσματος της Έφεσης 2450 (Δημοκρατία v. P.A. College Ltd (ανωτέρω)) η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων ανέφερε ότι στις υπό συζήτηση εφέσεις εγείρονται τα ίδια θέματα με εκείνα της Εφεσης 2450. Υιοθέτησε λοιπόν την απόφαση στην Έφεση 2450 χωρίς να προσθέσει οτιδήποτε άλλο.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων ανέφερε ότι είχε οδηγίες από τους πελάτες του να επιμένει επί της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Υπέβαλε ότι διαφωνεί με την απόφαση στην Έφεση 2450 γιατί - όπως το έθεσε - δεν ετίθετο θέμα δυνητικής επιλογής αλλά για οφειλόμενη ενέργεια μετά από ακυρωτική απόφαση.  Επομένως το θέμα δεν είχε αντιμετωπιστεί υπό το φως του άρθρου 146.5 του Συντάγματος εν σχέσει με την υποχρέωση της διοίκησης για επανεξέταση.  

Σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά πόσο ζητά από το Δικαστήριο να αποστεί από την απόφαση της Ολομέλειας στην Έφεση 2450 ο ευπαίδευτος συνήγορος απάντησε ότι ο κάθε διάδικος έχει δικαίωμα να απευθυνθεί στο δικαστήριο. “Εδώ - όπως το έθεσε - διαφοροποιείται γιατί υπάρχει ακυρωτική απόφαση”. Η διοίκηση - κατέληξε - όφειλε να επανεξετάσει γιατί υπήρχε το ακυρωτικό αποτέλεσμα.

[*738]Στην απάντησή της η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε ότι η ύπαρξη ακυρωτικής απόφασης στην Έφεση 2454 δεν διαφοροποιεί το αποτέλεσμα. Η υποχρέωση της διοίκησης μετά την ακυρωτική απόφαση ήταν η ίδια έναντι όλων των ενδιαφερομένων. Να επαναφέρει τα πράγματα στην προτέρα των θέση. Η διοίκηση συμμορφώθηκε με το ακυρωτικό δεδικασμένο και ανακάλεσε αμέσως όλες τις εκπαιδευτικές αξιολογήσεις περιλαμβανομένων και εκείνων στις οποίες δεν είχε προηγηθεί ακυρωτική απόφαση. Η συνταγματική υποχρέωση για συμμόρφωση πραγματοποιήθηκε. Στη συνέχεια η διοίκηση θέσπισε νέους Κανονισμούς και προχώρησε με την αξιολόγηση. Σήμερα δεν υπάρχει παράλειψη και οι εφεσίβλητοι στερούνται εννόμου συμφέροντος το οποίο πρέπει να υφίσταται και κατά το χρόνο εκδίκασης της προσφυγής τους.

Η Έφεση 2453

Έγινε δεκτό και από τις δύο πλευρές ότι τα γεγονότα της πιο πάνω έφεσης είναι ταυτόσημα με εκείνα της Έφεσης 2450. Εφαρμόζεται επομένως ο λόγος (ratio) της απόφασης στην Έφεση 2450. Σαν αποτέλεσμα αυτής της κατάληξης η Έφεση 2453 επιτρέπεται.

Παρόλο ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης επεδίωξε να επιχειρηματολογήσει εναντίον της ορθότητας της απόφασης στην Έφεση 2450 στο τέλος επικεντρώθηκε επί του επιχειρήματος της διαφοροποίησης λόγω του ότι στην Έφεση 2454 είχε προηγηθεί ακυρωτική απόφαση. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι απόκλιση από προηγούμενη απόφαση δικαιολογείται μόνο εφόσο διαπιστώνεται ότι η προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι αδιαμφισβήτητα λανθασμένη (Βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 337). Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιόν μας που να μπορεί να οδηγήσει σε τέτοια διαπίστωση. Η Έφεση 2450 έχει αποφασισθεί ορθά.

Στα όσα έχουμε αναφέρει στην Α.Ε. 2450 προσθέτουμε και τα εξής:

Με το αιτητικό της προσφυγής στην Α.Ε. 2453 ο εφεσίβλητος επεδίωξε:

(α) παράλειψη του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού να μη εφαρμόσει “την εκ του δικαστικού δεδικασμένου και/ή του Νόμου οφειλόμενη ενέργεια κατά το άρθρο 30 του Νόμου 1/87 και ειδικά να προβεί στη σύσταση Επιτροπής που θα βοηθήσει στην αξιολόγηση ....”.

(β) την ακύρωση της παράλειψης του Υπουργικού Συμβουλίου “να εξετάσει το αίτημα των αιτητών για αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών τους .....”.

Το αιτητικό της προσφυγής στην Α.Ε. 1454 ήταν παρόμοιο με το πιο πάνω με τη διαφορά ότι στο αιτητικό της παραγ. (α) δεν γίνεται αναφορά στο δεδικασμένο και αναφέρεται σε παράλειψη και των δύο καθ’ ων η αίτηση.

Προσβλητή παράλειψη “οφειλομένης νομίμου ενεργείας” υφίσταται “οσάκις διά σαφούς διατάξεως η διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως” (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59 σελ. 243 και Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών, Έκδοση Τετάρτη, σελ. 195. Βλ. επίσης Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 153, Ζένιου ν. Ρ.Ι.Κ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 2177, Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Cyprus Ltd (1995) 3 A.A.Δ. 400).

Έχει νομολογηθεί ότι η παράλειψη ελέγχεται δικαστικά μόνο στις περιπτώσεις που αναφέρεται σε ενέργεια που το όργανο έχει υποχρέωση να προβεί δυνάμει του Νόμου και όχι σε ενέργεια στην οποία το όργανο δυνατό να προβεί σαν αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει ο Νόμος (Βλ. Sophocles Demetriades & Son v. The Republic (1968) 3 C.L.R. 727, 734, Police Association and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 1, 23, Mavrommatis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1006, 1022, 1023* και Πετούσης ν. Α.Η.Κ. (Αρ. 1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1234, 1235).

Σύμφωνα με το άρθρο 30(2) του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νόμου του 1987 (1/87) “η εκπαιδευτική αξιολόγησις-πιστοποίησις κλάδου σπουδών διενεργείται υπό του Υπουργού κατόπιν εισηγήσεως υποβαλλόμενης προς αυτόν υπο επιτροπής διοριζομένης προς τούτο υπό του Υπουργικού Συμβουλίου”. Ωστόσο ο Νόμος δεν κατέστησε υποχρεωτικό για τη διοίκηση να ενεργεί μό[*740]νο δυνάμει του άρθρου 30(2). Με το άρθρο 34(2) έχει χορηγήσει διακριτική ευχέρεια στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει Κανονισμούς “διά τον καθορισμόν παντός θέματος όπερ χρήζει ή είναι δεκτικόν καθορισμού και διά την καλυτέραν εφαρμογήν του παρόντος Νόμου”. Δεν έχουμε, επομένως, σαφή διάταξη η οποία να υποχρεώνει τη διοίκηση “εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως”. Έχουμε νομοθετικές διατάξεις οι οποίες προσφέρουν δύο επιλογές στη διοίκηση. Το άρθρο 34(2) σαφώς παρέχει στη διοίκηση την διακριτική ευχέρεια να προχωρήσει στην αξιολόγηση με το να ακολουθήσει την οδό της θέσπισης Κανονισμών. 

Στην παρούσα υπόθεση η διοίκηση παρέλειψε να εφαρμόσει τις πρόνοιες του άρθρου 30(2) του Νόμου 1/87 σαν αποτέλεσμα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που της παρέχεται από το άρθρο 34(2) του  Νόμου. Δεν μπορούμε, επομένως, να μιλούμε για “παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας”, η οποία εμπίπτει εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Η Έφεση 2454:

Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο η παρούσα έφεση διαφοροποιείται από την Έφεση 2450 εν όψει του γεγονότος ότι στην Έφεση 2454 είχε προηγηθεί ακυρωτική απόφαση. Έχουμε την άποψη πως δεν χωρεί οποιαδήποτε διαφοροποίηση. Θα εξηγήσουμε τους λόγους στη συνέχεια.

Ανεξάρτητα από την ύπαρξη ακυρωτικής απόφασης και αυτή η έφεση θα πρέπει να εξεταστεί με βάση το αιτητικό της προσφυγής. Όπως έχουμε ήδη υποδείξει οι εφεσίβλητοι είχαν ζητήσει ακύρωση της παράλειψης της διοίκησης να ενεργήσει δυνάμει του άρθρου 30(2) του Νόμου 1/87.

Με την ακυρωτική απόφαση δεν είχε υποδειχθεί στη διοίκηση ο τρόπος με τον οποίο θα έπρεπε να δράσει. Δεν της υποδείχθηκε να δράσει αποκλειστικά δυνάμει του άρθρου 30(2) του Νόμου. Η ευχέρεια που είχε η διοίκηση πριν από την ακυρωτική απόφαση να ενεργήσει με βάση το άρθρο 34(2) δεν είχε επηρεασθεί από την ακυρωτική απόφαση, είχε παραμείνει άθικτη και αλώβητη. Επομένως και μετά την ακυρωτική απόφαση η διοίκηση είχε την απόλυτη διακριτική ευχέρεια είτε να ενεργήσει δυνάμει του άρθρου 30(2) είτε δυνάμει του άρθρου 34(2). Εφόσον η υιοθέτηση της πορείας που προδιαγράφεται από το άρθρο 30(2) του Νόμου 1/87 ήταν θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας δεν υπάρχει παράλειψη “οφειλομένης νομίμου [*741]ενεργείας” εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Μη υπάρχουσας τέτοιας παράλειψης η έφεση πρέπει να επιτραπεί. Εφόσον δεν έχει θεμελιωθεί οποιαδήποτε παράλειψη εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, το γεγονός ότι η διοίκηση προχώρησε στην αξιολόγηση μετά από θέσπιση νέου Νόμου - του Νόμου 67(Ι)/96 - και Νέων Κανονισμών (βλ. Κ.Δ.Π. 143/96) δεν μπορεί να επηρεάσει την κατάσταση. Άλλωστε οι εφεσίβλητοι δεν προώθησαν την υπόθεσή τους πάνω σε τέτοια βάση. Έθιξαν μόνο ακροθιγώς το θέμα.

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, προσθέτουμε ότι η πορεία που έχει επιλέξει η διοίκηση συνάδει και με τις αρχές που διέπουν το θέμα της επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση. Οι λόγοι είναι οι πιο κάτω:

Σύμφωνα με τη νομολογία μετά από ακύρωση μιας πράξης η διοίκηση “οφείλει να την επανεκδώσει αποφεύγοντας τα ελαττώματα που οδήγησαν στην ακύρωσή της. Κατά την νέα αυτή έκδοση της πράξεως η διοίκηση δεσμεύεται από την ερμηνεία που έδωσε στο Νόμο το δικαστήριο (Σ.τ.Ε. 2706/64)” (Βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο”, 2η έκδοση, παραγ. 827).

Ο Ιωάννης Δ. Σαρμάς στο σύγγραμμα “Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας”, Β΄ έκδοση, σελ. 738-739 θέτει το θέμα ως εξής:

“Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται παγίως (ΣτΕ 1660/1980, 159/1981) τα ακόλουθα: ‘Η Διοίκησις συμμορφουμένη προς το περιεχόμενον ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας υποχρεούται ου μόνον να θεωρήση ανίσχυρον και μη υφισταμένην νομικώς την διά της ως είρηται αποφάσεως ακυρωθείσαν διοικητικήν πράξιν, αλλά και διά θετικών ενεργειών αυτής να χωρήση εις την αναμόρφωσιν των επί τη βάσει της ακυρωθείσης πράξεων ή κατά συνέπειαν προς ταύτην δημιουργηθείσαν εν τω μεταξύ νομικήν κατάστασιν, ανακαλούσα ή τροποποιούσα τας σχετικάς διοικητικάς πράξεις ή εκδίδουσα νέας μετ’ αναδρομικής έτι ισχύος εφ’ όσον συντρέχει περίπτωσις περαιτέρω τοιαύτης ενεργείας, επί τω τέλει της αποκαταστάσεως των πραγμάτων εις ην θέσιν θα ευρίσκοντο ταύτα αν αρχήθεν δεν είχεν εκδοθή η ακυρωθείσα πράξις ή δεν είχε σημειωθή η ακυρωθείσα παράλειψις, άνευ δεσμεύσεως τινός εκ του εν τω μεταξύ διαδραμόντος χρόνου ή εκ της εκδόσεως πράξεων αφοροσών εις τρίτους και ενδεχομένως θιγομένους εκ της ρηθείσης αποκαταστάσεως.”

[*742]Στην παρούσα υπόθεση η διοίκηση, με την ανάκληση της εκπαιδευτικής αξιολόγησης, έχει θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη νομικώς την ακυρωθείσα διοικητική πράξη. Πρόσθετα με θετικές ενέργειές της, ήτοι με τη θέσπιση νέου Νόμου και νέων Κανονισμών οι οποίοι αντικατέστησαν τους ακυρωθέντες από το δικαστήριο, προχώρησε στην έκδοση νέας πράξης. Με την έκδοση νέων Νόμων και νέων Κανονισμών η διοίκηση απέφυγε τα ελαττώματα που οδήγησαν στην ακύρωση της πρώτης πράξης. Η διοίκηση έχει επομένως συμμορφωθεί με το ακυρωτικό δεδικασμένο και δεν μπορεί να κριθεί ένοχη της ισχυριζόμενης παράλειψης να εφαρμόσει τα προβλεπόμενα από το άρθρο 30 του Νόμου.

Είναι αλήθεια ότι στην Έφεση 2450 η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι ο Νόμος θα μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς την έκδοση Κανονισμών. Ωστόσο εφόσον η διοίκηση είχε διακριτική ευχέρεια να επιλέξει τη διαδικασία των Κανονισμών, την οποία και αρχικά επέλεξε, η επιμονή της σε εκείνη τη διαδικασία επιτρέπεται - και επιβάλλεται - από τις αρχές του διοικητικού δικαίου και δεν βρίσκουμε τίποτε το επιλήψιμο στον τρόπο που έχει ενεργήσει (Βλ. Γ. Μ. Παπαχατζή “Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου”, 6η έκδοση, σελ. 900: “Όταν ο νομοθέτης έχει δώσει την ευχέρεια στη διοικητική υπηρεσία να κάνει επιλογή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες ‘διαδικασίες’ για να προβεί σε μια ορισμένη δράση (‘οδοί πορείας’ - σύμφωνα με τον νόμο - περισσότερες από μία) και η αρμόδια υπηρεσία έχει έμπρακτα προκρίνει τη μια από τις ‘διαδικασίες’ αυτές κι έχει αρχίσει τις ενέργειές της, δεν είναι νόμιμο υστερότερα να υπαναχωρήσει και να αρχίσει να ακολουθεί κατόπιν άλλο δρόμο, παρόλο που κι ο τελευταίος αυτός προβλέπεται από τον νόμο”).

Υπαναχώρηση λοιπόν από τη διαδικασία η οποία είχε προκριθεί προηγουμένως θα προσέκρουε στις πιο πάνω αρχές του διοικητικού δικαίου και θα αποτελούσε έγκυρο λόγο ακύρωσης.

Ούτε και μπορεί να γίνεται λόγος για μη εξέταση του θέματος της αξιολόγησης με βάση το νομικό καθεστώς που επικρατούσε κατά το χρόνο της ακύρωσης. Ένα τέτοιο θέμα μπορεί να εγερθεί μόνο ως λόγος ακύρωσης της νέας απόφασης.

Έπεται πως και η Έφεση 2454 πρέπει να επιτραπεί.

Οι πιο πάνω δύο εφέσεις επιτυγχάνουν και επιτρέπονται με έξοδα.

Οι εφέσεις απορρίπτονται κατά πλειοψηφία, με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο