(2000) 3 ΑΑΔ 772
[*772]12 Δεκεμβρίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡ. Σ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ ΛΤΔ.,
Εφεσείοντες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2649)
Φορολογία Εισοδήματος ― Επιβολή τόκου βάσει του Αρθρου 39(1), λόγω μη καταβολής του φόρου εμπροθέσμως ― Δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη ― Η υποχρέωση καταβολής τόκου, υπάρχει βάσει του νόμου, εφόσον πληρείται η προϋπόθεση της καθυστέρησης πληρωμής του φόρου ― Διαφορετική η περίπτωση εφαρμογής των εξουσιών του Εφόρου, που του παρέχονται βάσει του Άρθρου 39(2) του νόμου.
Η επιβολή τόκου βάσει του Αρθρου 39(2) του νόμου, ακυρώθηκε σε προσφυγή στην οποία επικυρώθηκε η φορολογία. Στο στάδιο της έφεσης κατά της απόφασης οι εφεσείοντες απέσυραν την έφεση, ζητώντας την μη καταβολή τόκου κατά την πληρωμή της φορολογίας. Δεν έγινε αποδεκτό. Κατέβαλαν ποσό για τον φόρο και πρόσθετο ποσό για τόκο βάσει πλέον του Αρθρου 39(1) του νόμου. Ακολούθησε νέα προσφυγή που προσέβαλε την επιβολή του τελευταίου αυτού τόκου και μόνο.
Πρωτόδικα κρίθηκε ως απόφαση μη εκτελεστή και ως εκ τούτου καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
[*773]Πράξη είναι εκτελεστή, εφ’ όσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, που δεν υφίστανται πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεστεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Ο τόκος και η πρόσθετη επιβάρυνση προβλέπονται άμεσα από το Νόμο 4/78 και δεν συνιστούν άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου.
Δεν νοείται κατά το νόμο καταβολή οφειλόμενου φόρου μετά την καθοριζόμενη ημερομηνία, χωρίς την καταβολή πρόσθετης επιβάρυνσης ή τόκου. Όπως επισημαίνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, το Αρθρο 39(1) καθορίζει το ελάχιστο και δεν χρειάζεται παρεμβολή του Εφόρου για να λειτουργήσει. Η επιβαλλόμενη από το Άρθρο 39 επιβάρυνση εισπράττεται χωρίς άλλο και ο Έφορος δεν ασκεί οποιανδήποτε διακριτική ευχέρεια. Απλώς φροντίζει για την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού.
Όσον αφορά το επιχείρημα για την επιλογή από τον Έφορο μεταξύ της εφαρμογής του εδαφίου (1) ή (2) του Άρθρου 39, αρκεί να επαναληφθεί το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφασή του με το οποίο το Δικαστήριο συμφωνεί απόλυτα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χρ. Αρτεμιδης, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 183/94, ημερομηνίας 7/7/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της φορολογίας φόρου εισοδήματος η οποία τους επιβλήθηκε για τα φορολογικά έτη 1981 και 1982, ύψους £22.068, 67.
Αλ. Λυκούργου, για Άντη Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Χριστοδουλίδου - Ζαννέτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Oι εφεσείοντες παρέλειψαν να καταβάλουν τον βεβαιωθέντα φόρο εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 1981 και 1982, συνολικού ύψους £22.068,67. Ο Έφορος Φόρου [*774]Εισοδήματος αξίωσε την καταβολή τόκου με βάση τη σχετική νομοθεσία. Οι εφεσείοντες, με προσφυγές που καταχώρησαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, αμφισβήτησαν τόσο το κύρος της φορολογίας που τους επιβλήθηκε, όσο και την, με βάση το άρθρο 39(2) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν.4/78), όπως τροποποιήθηκε, επιβολή τόκου.
Το άρθρο 39(2) προβλέπει ότι όταν η καθυστέρηση στη διενέργεια βεβαίωσης οφείλεται σε αδικαιολόγητη παράλειψη του φορολογούμενου καταβάλλεται ποσό εκ 5% επί του ποσού του οφειλόμενου φόρου, ως και τόκος προς 9% ετησίως από της πρώτης ημέρας του Δεκέμβρη του έτους στο οποίο αναφέρεται η βεβαίωση.
Αντίθετα, με το άρθρο 39(1) προβλέπεται ότι αν ο φόρος δεν καταβληθεί μέχρι την καθοριζόμενη από το άρθρο 38 ημερομηνία, εισπράττεται μαζί με ποσό ίσο προς 5% ετησίως επί του ποσού του πληρωτέου φόρου, εφ’ όσον ο φόρος κατατεθεί μέσα σε έξι μήνες από της καθοριζόμενης ημερομηνίας, σε περίπτωση δε μη καταβολής μέσα στην πιο πάνω προθεσμία των έξι μηνών, ο τόκος αυξάνεται σε 9% ετησίως.
Το Δικαστήριο επικύρωσε μεν την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφόρου, αλλά ακύρωσε την επιβολή τόκου προς 9% ετησίως, γιατί όπως είχαν δεχτεί και οι καθ’ ων η αίτηση, δεν είχε παρατηρηθεί οποιαδήποτε αδικαιολόγητη παράλειψη εκ μέρους των εφεσειόντων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 39(2).
Οι εφεσείοντες απέσυραν την έφεση που καταχώρησαν εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, δηλώνοντας την πρόθεσή τους να εξοφλήσουν αμέσως τις εκκρεμούσες φορολογίες, νοουμένου ότι δεν θα τους επιβαλλόταν η καταβολή οποιουδήποτε τόκου. Η πρότασή τους απορρίφθηκε από τον Έφορο και στη συνέχεια οι εφεσείοντες πλήρωσαν τα οφειλόμενα ποσά και καταχώρησαν προσφυγή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, γιατί κατέληξε ότι η αξίωση τόκου που ευθέως επιβάλλει ο σχετικός νόμος, δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένο. Είναι ο ισχυρισμός τους ότι μπορεί ο Νόμος 4/78 να επιβάλλει την υποχρέωση καταβολής τόκου, αλλά η υποχρέωση αυτή υλοποιείται με την αποστολή ει[*775]δοποίησης επιβολής φορολογίας. Ισχυρίζονται ότι τα άρθρα 39(1) και 39(2) προβλέπουν την επιβολή τόκου ανάλογα με τη συμπεριφορά του φορολογούμενου σε σχέση με τη βεβαίωση. Αυτό σημαίνει ότι ο Έφορος, όταν καταλήγει σε απόφαση κατά πόσο θα εφαρμόσει τις πρόνοιες του άρθρου 39(1) ή του άρθρου 39(2), ασκεί διακριτική ευχέρεια. Η ύπαρξη ακριβώς αυτής της ευχέρειας καθιστά την απόφαση του Εφόρου εκτελεστή διοικητική πράξη που υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο. Όμως ακόμα κι αν ο Νόμος προέβλεπε μόνο ένα τρόπο επιβολής τόκου, συνεχίζει το επιχείρημα των εφεσειόντων, η επιβολή της φορολογίας αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, γιατί η νομική υποχρέωση του φορολογούμενου για καταβολή τόκου υλοποιείται μόνο μέσω της ειδοποίησης επιβολής φορολογίας. Με άλλα λόγια η υποχρέωση του φορολογούμενου μπορεί να πηγάζει από το νόμο, αλλά εκδηλώνεται μέσω της ειδοποίησης επιβολής φορολογίας.
Το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Πράξη είναι εκτελεστή εφ΄ όσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, που δεν υφίστανται πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεστεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Ο τόκος και η πρόσθετη επιβάρυνση προβλέπονται άμεσα από το Νόμο 4/78 και δεν συνιστούν άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου (βλέπε Παξιόλας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 988/96, ημερ. 21.4.99 και Καλαπαλίκκης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 704/96 κ.ά., ημερ. 5.2.1999. Βλέπε επίσης Κώστας Γαβριηλίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 767/95, ημερ. 20.6.1996, όπου υποστηρίχτηκε ότι η σχετική επιβολή επιβάρυνσης ήταν πληροφοριακού περιεχομένου και όχι εκτελεστή πράξη). Εξ άλλου η υποχρέωση προς καταβολή τόκων ή πρόσθετων τελών συνιστά επέκταση της αρχικής φορολογικής υποχρέωσης (Η. Γ. Κυριακόπουλος, Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον, Τόμος Γ΄, Τέταρτη Έκδοση, σελ. 353).
Δεν νοείται κατά το νόμο καταβολή οφειλόμενου φόρου μετά την καθοριζόμενη ημερομηνία χωρίς την καταβολή πρόσθετης επιβάρυνσης ή τόκου. Όπως επισημαίνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, το άρθρο 39(1) καθορίζει το ελάχιστο και δεν χρειάζεται παρεμβολή του Εφόρου για να λειτουργήσει. Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 39 επιβάρυνση εισπράττεται χωρίς άλλο και ο Έφορος δεν ασκεί οποιανδήποτε διακριτική ευχέρεια. Απλώς φροντίζει για την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού.
Όσον αφορά το επιχείρημα για την επιλογή από τον Έφορο μεταξύ της εφαρμογής του εδαφίου (1) ή (2) του άρθρου 39, αρ[*776]κεί να επαναλάβουμε ένα απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. με το οποίο συμφωνούμε απόλυτα:
“Είναι ορθό πως σε κάθε περίπτωση ο Έφορος μπορεί να προσανατολιστεί προς την εφαρμογή του άρθρου 39(2). Οπότε, θα τίθεται ζήτημα διοικητικής κρίσης ως προς τα προαπαιτούμενα για την εφαρμογή του άρθρου, η οποία ασφαλώς θα υπόκειται σε αναθεώρηση. Αυτό, όμως, δεν αλλάζει την υφή του άρθρου 39(1). Και δεν μπορώ να δεχθώ πως η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας χρηματικής υποχρέωσης που επιβάλλει ο Νόμος, είναι δυνατό να προωθηθεί μόνο στο πλαίσιο του ελέγχου εκτελεστής διοικητικής πράξης.
Ο τόκος του άρθρου 39(1) είναι έννοια διάφορη από τη φορολογία αυτή καθ’ εαυτή. Την προϋποθέτει, όπως και το υπερήμερό της. Εφόσον θα ίσχυε ο τόκος δυνάμει του άρθρου 39(2) δεν θα υπήρχε περιθώριο εφαρμογής του άρθρου 39(1), το οποίο σε τέτοια περίπτωση θα υπερκαλυπτόταν. Η επικύρωση της φορολογίας από τη μια και η ακύρωση της κρίσης πως συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 39(2) από την άλλη, ενεργοποίησαν αυτομάτως το άρθρο 39(1). Και η αξίωση πλέον τόκου δυνάμει του, δεν ταξινομείται ως βεβαίωση φορολογίας για την οποία θα ίσχυαν οι αναφερθέντες χρονικοί περιορισμοί.”
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο