Theophanous N. A. (Matic) Laundries Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 793

(2000) 3 ΑΑΔ 793

[*793]19 Δεκεμβρίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

Ν.Α. THEOPHANOUS (MATIC) LAUNDRIES LTD.,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2637)

 

Έννομο Συμφέρον ― Ανταγωνιστή να προσβάλει άδεια που παραχωρήθηκε για εγκατάσταση μονάδας πλυντηρίου ρούχων στη βιομηχανική περιοχή ― Μόνο με την επίκληση της αδικίας, λόγω προηγούμενης απόρριψης δικού του αιτήματος, δεν στοιχειοθετείται το έννομο συμφέρον ― Απαιτείται επίκληση πιθανολόγησης βλάβης στα έννομα συμφέροντα.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Επίδικα θέματα ― Προσδιορίζονται στα δικόγραφα ― Οι αγορεύσεις τόσο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, όπως και ενώπιον του Εφετείου, δεν αποτελούν μέσο διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων.

Οι εφεσείοντες, των οποίων αίτημα για εγκατάσταση  μονάδας πλυντηρίου ρούχων στην βιομηχανική περιοχή Πάφου απορρίφθηκε, προσέβαλαν την μεταγενέστερη έγκριση παρόμοιου αιτήματος των ενδιαφερομένων μερών στην ίδια περιοχή.  Η προσφυγή είχε απορριφθεί λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση με απόφαση πλειοψηφίας (απόφαση εκδοθείσα από τον Πίκη, Πρ., συμφωνούντων των Αρτεμίδη και Ηλιάδη Δ.Δ.), αποφάσισε ότι:

1.  Προς στοιχειοθέτηση της προσφυγής απαιτείται πιθανολόγηση προσβολής δυσμενούς επηρεασμού του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει στο Δαγτόγλου, Δεύτερη Έκδοση 1994, Διοικητικό Δικονομικό Δί[*794]καιο, 551. Πλήγμα τέτοιου συμφέροντος των εφεσειόντων από την επίδικη απόφαση δεν πιθανολογείται· ό,τι προβάλλεται είναι το άδικο της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτημα των ιδίων που συντελέστηκε προ πολλού. Εκεί φαίνεται να εστιάζεται το παράπονο των εφεσειόντων, όπως διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο.

     Αναμφισβήτητο είναι ότι τρίτος μπορεί να προσβάλει διοικητική απόφαση η οποία αφορά ανταγωνιστή του, με έρεισμα τον δυσμενή επηρεασμό του δικού του υλικού συμφέροντος, ως αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση τέτοιο συμφέρον δεν προβλήθηκε από τους εφεσείοντες, ούτε έχει καταδειχθεί δυσμενής επηρεασμός τους λόγω της άδειας η οποία χορηγήθηκε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Τέτοια δυσμένεια δεν προβάλλεται ούτε αναφέρεται ως ενδεχόμενο στα γεγονότα που στοιχειοθετούν την προσφυγή.

2.  Τα γεγονότα, τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να επιληφθεί της προσφυγής και τα επίδικα θέματα, προσδιορίζονται στη δικογραφία.

     Η αγόρευση  ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, όπως και ενώπιον του Εφετείου «δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επιδίκων θεμάτων». Κατά συνέπεια οι αόριστοι ισχυρισμοί των εφεσειόντων στην απαντητική τους αγόρευση κατά την ακρόαση της προσφυγής περί επηρεασμού του οικονομικού τους συμφέροντος, δεν μπορεί να πληρώσουν το κενό στη θεμελίωση της προσφυγής.

     Απουσιάζει ολότελα νομιμοποιητικό έρεισμα για την προσφυγή των εφεσειόντων, διαπίστωση που επισφραγίζει και την έκβαση της έφεσης.

     Η μειοψηφία με απόφαση του Νικολαΐδη, Δ, με την οποία συμφώνησε ο Γαβριηλίδης Δ. κατέληξε σε αντίθετο αποτέλεσμα, ότι δηλαδή οι εφεσείοντες νομιμοποιούντο να προσβάλουν την επίδικη πράξη, μόνο εκ της ιδιότητάς τους, που  τους ενέτασσε σε ένα διακριτικό κύκλο συμφερόντων που συνδέονταν με την πράξη.

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία, με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κοινότης Λυσού, μέσω Συμβουλίου Βελτιώσεως Λυσού κ.ά. v. Δη[*795]μοκρατίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 537,

Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Π. Αρτέμης, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 805/96, ημερομηνίας 31/3/98, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της έγκρισης προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος της αίτησής του για μετατροπή της χρήσης υποστατικών του από υφαντουργείο σε βιομηχανικό πλυντήριο.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Ουδεμία εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: H απόφαση που θα δώσω αντανακλά τις θέσεις της πλειοψηφίας. Με αυτή είναι σύμφωνοι οι Δικαστές Αρτεμίδης και Ηλιάδης. Ο Νικολαΐδης, Δ., καταλήγει σε αντίθετο αποτέλεσμα για τους λόγους που εξηγούνται στη ξεχωριστή του απόφαση, με την οποία συμφωνεί ο Γαβριηλίδης, Δ.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το 1990 οι εφεσείοντες εγκατέστησαν στη βιοτεχνική περιοχή Πάφου μονάδα πλυντηρίου ρούχων. Προηγηθέν αίτημά τους για την εγκατάσταση της μονάδας τους στη βιομηχανική περιοχή Πάφου απορρίφθηκε· προφανώς γιατί η λειτουργία πλυντηρίου ρούχων δεν συνιστούσε  βιομηχανική λειτουργία. Σύμφωνα με τον Κ.3, των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας (Μίσθωση Ιδιοκτησίας μέσα σε Κυβερνητικές Βιομηχανικές Περιοχές) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 164/90 - (οι Κανονισμοί), που διέπει την εκμίσθωση γης σε βιομηχανική περιοχή, όπως ήταν διαμορφωμένος το χρόνο εκείνο, η ενοικίαση γης ήταν επιτρεπτή μόνο για “βιομηχανικούς σκοπούς”. Με την έγκριση του Υπουργείου Εμπορίας η Υφαντουργική Εταιρεία “Νέοτεξ Λίμιτεδ”, παραχώρησε τα δικαιώματά της σε οικόπεδο στη βιομηχανική περιοχή Πάφου στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο Ανδρέα Θεοχάρους, προς αποκλειστική χρήση για την εγκατάσταση υφαντουργείου.

[*796]Το 1993 ο Κ.3 των Κανονισμών τροποποιήθηκε και οι σκοποί για τους οποίους γη θα μπορούσε να εκμισθωθεί μέσα σε βιομηχανική περιοχή επεκτάθηκαν ώστε να περιλαμβάνουν και:

«.... οποιοδήποτε άλλο σκοπό που συντελεί στην ανάπτυξη, την εξυπηρέτηση και την καλύτερη λειτουργία των βιομηχανιών που βρίσκονται μέσα στην Κυβερνητική Βιομηχανική Περιοχή ή και άλλων βιομηχανιών.» (Βλ. Κ.Δ.Π. 149/93 - Κ.2.)

Το 1996, ο Ανδρέας Θεοχάρους, αποτάθηκε στην αρμόδια αρχή για τροποποίηση των όρων χρήσης του οικοπέδου του μέσα στη βιομηχανική περιοχή. Το αίτημά του έγινε δεκτό κατ’ εφαρμογή των προνοιών της προαναφερθείσας τροποποίησης του Κ.3. Έτσι παρασχέθηκε η δυνατότητα στον Ανδρέα Θεοχάρους να εγκαταστήσει νόμιμα μονάδα πλυντηρίου ρούχων στη βιομηχανική περιοχή.

Σύμφωνα με τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η προσφυγή ο Ανδρέας Θεοχάρους εγκατέστησε παρανόμως μονάδα πλυντηρίου ρούχων από το 1993 πριν την εξασφάλιση της σχετικής άδειας. Όταν κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες η απόφαση για τη χορήγηση άδειας στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, αυτοί προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτημα την ακύρωσή της για το λόγο ότι δόθηκε παράνομα. Στα γεγονότα που στοιχειοθετούν το αίτημά τους κάμνουν αναφορά στην απόρριψη του δικού τους αιτήματος για την εγκατάσταση όμοιας μονάδας στη βιομηχανική περιοχή. Αρνούμενη το δικό τους αίτημα και αποδεχόμενη εκείνο του ενδιαφερομένου προσώπου η αρμόδια αρχή ενήργησε ανισομερώς και επέδειξε κακή πίστη ως ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες, γεγονότα που καθιστούν τη χορήγηση άδειας στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο παράνομη. Στα νομικά σημεία τα οποία προβάλλουν προς υποστήριξη της προσφυγής τους, περιλαμβάνεται και το ακόλουθο:

«Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβλάπτει τα οικονομικά συμφέροντα των αιτητών, τα οποία δεν ελήφθηκαν καθόλου υπόψη. Επίσης παραβιάζει την αρχή της Καλής Πίστης.»

Με το προαναφερθέν νομικό σημείο τίθεται ως νομική βάση της προσφυγής και η έλλειψη της δέουσας έρευνας ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε την προσφυγή των εφεσειόντων απαράδεκτη· έλειπε το έννομο συμφέρον προς προσβολή της [*797]επίδικης απόφασης, συνεπώς δεν ενομιμοποιούντο να την προσβάλουν.

Προς στοιχειοθέτηση της προσφυγής απαιτείται πιθανολόγηση προσβολής δυσμενούς επηρεασμού του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει στο Δαγτόγλου, Δεύτερη Έκδοση 1994, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, §551. Πλήγμα τέτοιου συμφέροντος των εφεσειόντων από την επίδικη απόφαση δεν πιθανολογείται· ό,τι προβάλλεται είναι το άδικο της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτημα των ιδίων που συντελέστηκε προ πολλού. Εκεί φαίνεται να εστιάζεται το παράπονο των εφεσειόντων, όπως διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Η έφεση στρέφεται κατά της απόρριψης της προσφυγής λόγω απουσίας του νενομισμένου συμφέροντος. Αναμφισβήτητο είναι ότι τρίτος μπορεί να προσβάλει διοικητική απόφαση η οποία αφορά ανταγωνιστή του με έρεισμα το δυσμενή επηρεασμό του δικού του υλικού συμφέροντος ως αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 265.) Στην προκείμενη περίπτωση τέτοιο συμφέρον δεν προβλήθηκε από τους εφεσείοντες, ούτε έχει καταδειχθεί δυσμενής επηρεασμός του λόγω της άδειας η οποία χορηγήθηκε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Τέτοια δυσμένεια δεν προβάλλεται ούτε αναφέρεται ως ενδεχόμενο στα γεγονότα που στοιχειοθετούν την προσφυγή.

Στην Κοινότης Λυσού, μέσω Συμβουλίου Βελτιώσεως Λυσού κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 537, ακολουθώντας  προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος υποδεικνύεται ότι:

«Τα γεγονότα, τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να επιληφθεί της προσφυγής και τα επίδικα θέματα, προσδιορίζονται στη δικογραφία»

Σε προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379, διαπιστώνεται ότι η αγόρευση ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, όπως και ενώπιον του Εφετείου «δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επιδίκων θεμάτων». Κατά συνέπεια οι αόριστοι ισχυρισμοί των εφεσειόντων στην απαντητική τους αγόρευση κατά την ακρόαση της προσφυγής περί επηρεασμού του οικονομικού τους συμφέροντος, δεν μπορεί να πληρώσουν το κενό στη [*798]θεμελίωση της προσφυγής.

Απουσιάζει ολότελα νομιμοποιητικό έρεισμα για την προσφυγή των εφεσειόντων, διαπίστωση που επισφραγίζει και την έκβαση της έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 10.6.1993 το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας χορήγησε άδεια για μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος που κάποια εταιρεία κατείχε σε βιομηχανικό οικόπεδο στη Βιομηχανική Περιοχή Πάφου στον Ανδρέα Θεοχάρους, με την προϋπόθεση ότι θα εγκαθιστούσε σ’ αυτό αποκλειστικά και μόνο υφαντουργείο.

Παρ’ όλα αυτά ο Θεοχάρους υπέβαλε στις 20.5.1996 αίτηση για χορήγηση άδειας μετατροπής της χρήσης των συγκεκριμένων υποστατικών από υφαντουργείο σε βιομηχανικό πλυντήριο, αίτηση η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.

Οι εφεσείοντες, που επίσης διατηρούν βιομηχανικό πλυντήριο ρούχων, άσκησαν εναντίον της απόφασης αυτής προσφυγή. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν τη συγκεκριμένη πράξη. Έκρινε ότι ο ισχυρισμός των αιτητών ότι είχαν έννομο συμφέρον γιατί επηρεάζονται από την προσβαλλόμενη απόφαση οικονομικά συμφέροντά τους ή η εργασία τους, προβλήθηκε εντελώς αόριστα, χωρίς να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που θα τεκμηρίωναν την αιτιώδη σχέση μεταξύ του εννόμου συμφέροντός τους και της βλάβης την οποία έχουν υποστεί από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. 

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι λόγοι ακύρωσης δεν στρέφονταν κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης με την προσφυγή πράξης που αφορούσε τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πλυντηρίου στη Βιομηχανική Περιοχή Πάφου στον κ. Α.Θεοχάρους, αλλά άλλης πράξης, της άρνησης χορήγησης στο παρελθόν στους αιτητές παρόμοιας άδειας. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.

Για θεμελίωση της εξουσίας άσκησης προσφυγής αρκεί ο εύλογος, δηλαδή ο όχι προφανώς ασύστατος, ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος. Δεν απαιτείται δηλαδή απόδειξη, αρκεί πιθανολόγηση η οποία αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής* (Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Έκδοση 1994, παραγρ.  549).

Η ύπαρξη έννομου συμφέροντος τεκμαίρεται αν η προσφυγή ασκείται από το άτομο που αφορά η προσβαλλόμενη πράξη.  Το γεγονός αυτό αρκεί προς πιθανολόγηση του έννομου συμφέροντος, εκτός αν προκύπτει στη συγκεκριμένη περίπτωση πλήρης έλλειψή του.

Ο προσφεύγων στον οποίο δεν αφορά η προσβαλλόμενη πράξη, ο τρίτος, πρέπει πάντα να πιθανολογεί έννομο συμφέρον (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Νο.1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73), δηλαδή να ισχυρίζεται ευλόγως ότι θίγονται δικά του συμφέροντα.  Αναφέρει σχετικά ο Δαγτόγλου στις παραγράφους 553 και 554 :

“Η δεύτερη κατηγορία περιπτώσεων στις οποίες απαιτείται ειδική πιθανολόγηση του έννομου συμφέροντος του αιτούντος αφορά τις πράξεις που απευθύνονται σε πρόσωπο άλλο από τον αιτούντα. Όταν ο αιτών δεν είναι ο αποδέκτης της πράξεως, αλλά τρίτος, πρέπει να ισχυρισθεί ευλόγως ότι εντούτοις θίγονται δικά του συμφέροντα. Στην περίπτωση αυτήν πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογη με τον ευμενή ή δυσμενή για τον αποδέκτη της χαρακτήρα της πράξεως.

Ευμενείς για τον αποδέκτη τους πράξεις μπορεί να έχουν δυσμενή αποτελέσματα για τρίτους, τα συμφέροντα των οποίων βρίσκονται αντικειμενικά σε άμεση αντίθεση με τα συμφέροντα του αποδέκτη της ευμενούς πράξεως. Τις πράξεις αυτές έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν οι τρίτοι με την αιτιολογία της αντικειμενικής παρανομίας. Έτσι π.χ. γείτονες ενός ακινήτου για το οποίο εγκρίθηκε η εγκατάσταση εργοστασίου ή λειτουργία επιχειρήσεως, οι επιχειρηματικοί ή επαγγελματικοί ανταγωνιστές του αποδέκτη μιας άδειας λειτουργίας επιχειρήσεως ή ασκήσεως επαγγέλματος, οι συνυποψήφιοι κατά την κατάληψη μιας θέσεως ή την παραχώρηση ενός προνομίου, οι συμμετέχοντες σε μια δημοπρασία κοκ έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την ευμενή για τον αποδέκτη της πράξης (οικοδομική άδεια, άδεια εγκαταστάσεως βιομηχανίας, λειτουργίας επιχειρήσεως, ασκήσεως επαγγέλματος, διορισμό σε δημόσια θέση, [*800]παραχώρηση προνομίου, κατακύρωση δημοπρασίας κοκ).”

Όταν οι αιτητές είναι τρίτοι ως προς την προσβαλλόμενη πράξη, δεν αρκεί η επίκληση της βλάβης την οποία υφίστανται, αλλά χρειάζεται και απόδειξη του ιδιαίτερου δεσμού, ο οποίος τους συνδέει με τις βλαπτικές γι’ αυτούς έννομες συνέπειες της πράξης, που τους διαφοροποιεί από το σύνολο των υπόλοιπων διοικουμένων. Το συμφέρον το οποίο επικαλούνται αρκεί να τους συμπεριλαμβάνει σ’ ένα συγκεκριμένο κύκλο συμφερόντων και κατ’ αυτό τον τρόπο να τους εξατομικεύει. Αυτός που επιδιώκει την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης, πρέπει προσωπικώς “να ενδιαφέρεται, να θίγεται, να προσβάλλεται, αν όχι να βλάπτεται, τουλάχιστον να πλήττεται από αυτή” (Γλυκερία Π. Σιούτη, Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως, έκδοση 1998, σελ. 56, παραγρ.49 και επ.).

Αν ο αιτητής διαθέτει συγκεκριμένη ιδιότητα με την οποία εξειδικεύεται ως μέλος ενός διακριτού κύκλου συμφερόντων που συνδέεται με την προσβαλλόμενη πράξη, τότε δεν χρειάζεται να αποδεικνύεται η συγκεκριμένη και προσωπική βλάβη την οποία υφίσταται. Οι προϋποθέσεις για αναγνώριση του έννομου συμφέροντός του πληρούνται από την ιδιότητά του και μόνο.  Αυτή η ιδιότητα είναι ακριβώς η συμμετοχή του σε μια καθορισμένη νομική κατηγορία (Σιούτη, ανωτέρω, σελ. 57).

Σύμφωνα μάλιστα με τη γαλλική νομική θεωρία για αναγνώριση εννόμου συμφέροντος για ακύρωση μιας διοικητικής πράξης απαιτείται να υπάρχει είτε μία βλάβη, είτε μία ιδιότητα, που να θεμελιώνουν έννομο συμφέρον (η θεωρία του “κύκλου των συμφερόντων” που αναπτύχθηκε στο γαλλικό δίκαιο, ακολουθήθηκε και στο Αγγλοσαξωνικό ως “sufficient interest”. Βλέπε Wade & Forsyth, Administrative Law, repr. 1996, σελ. 705-712 και 755, P.P. Craig, Towards a unified judicial protection in Europe?, 1997, σελ. 894-895 και 899-902 και De Smith, Woolf & Jowell, Judicial Review of Administrative Action, 5η έκδοση, 1995, σελ. 129-135).

Στην υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, 554, κρίθηκε ότι εφ’ όσον ευμενής μεταχείριση σε διοικούμενο πλήττει αφ’ εαυτής έννομο συμφέρον ανταγωνιστή, αυτός δικαιούται να αμφισβητήσει τη νομιμότητά της, ανεξάρτητα από το πως στο μέλλον θα αντιμετωπιστεί παρόμοιο δικό του αίτημα (βλέπε επίσης απόφαση πλειοψηφίας στην υπόθεση Lumiere Television Ltd v. Ραδιοτηλεοπτικών Υπηρεσιών Αντέννα P.T. Λτδ (1998) 3 Α.Α.Δ. 242). Εξ άλλου “παρόν” θεωρείται και το συμφέρον που με βεβαιότητα απειλείται στο άμεσο μέλλον (Χα[*801]ραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1), ανωτέρω).

Δεν συμφωνούμε ότι ο επηρεασμός του οικονομικού συμφέροντος των εφεσειόντων προβάλλεται με αόριστους ισχυρισμούς, ούτε ότι δεν αποδείκτηκε το έννομό τους συμφέρον. Όπως είδαμε η προβολή του οικονομικού συμφέροντος αρκεί να γίνεται με απλή πιθανολόγηση, χωρίς την ανάγκη απόδειξης της βλάβης. Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσείοντες είναι ανταγωνιστές του αποδέκτη της πράξης και συνεπώς εξειδικεύονται ως μέλη διακριτού κύκλου συμφερόντων συνδεόμενου με την προσβαλλόμενη πράξη. Η ιδιότητά τους αυτή είναι αρκετή για να τους προσδώσει έννομο συμφέρον.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η αναφορά στις αγορεύσεις του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων, τόσο στην πρωτόδικη διαδικασία, όσο και κατ’ έφεση, για την άνιση μεταχείριση γίνεται σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης, για να καταδειχθεί η παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης και, κυρίως, η εξασφάλιση από τον αποδέκτη της πράξης εμπορικού πλεονεκτήματος.

Δεν συμφωνούμε ότι οι εφεσείοντες προσβάλλουν την άρνηση της Διοίκησης να τους χορηγήσει άδεια για άσκηση της βιοτεχνίας πλυντηρίου στη Βιομηχανική Περιοχή Πάφου. Η προσφυγή στρέφεται αποκλειστικά εναντίον της χορήγησης σε ανταγωνιστή άδειας λειτουργίας σε βιομηχανική περιοχή, πράξη η οποία του παρέχει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα που καθιστούν άνισο τον ανταγωνισμό. Η αναφορά των εφεσειόντων στην απορριφθείσα αίτησή τους, σκοπό είχε την επισήμανση της ανισότητας που δημιουργήθηκε, ανισότητα που παρείχε, κατά τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, πλεονέκτημα στον ανταγωνιστή τους.

Θα πρέπει να λεχθεί ότι αναφορά σε λεπτομέρειες και συγκεκριμένα σημεία που αποδεικνύουν την άνιση μεταχείριση δεν είναι απαραίτητη. Στο στάδιο αυτό, και για σκοπούς επιβεβαίωσης ύπαρξης εννόμου συμφέροντος, αρκεί η πιθανολόγηση του γεγονότος ότι πλήττονται τα συμφέροντα των εφεσειόντων που είναι ανταγωνιστές του προσώπου που εξασφάλισε την άδεια.

Εν όψει όλων των πιο πάνω θα θεωρούσαμε ότι οι εφεσείοντες έχουν δείξει την πιθανολόγηση ύπαρξης έννομου συμφέροντος και συνεπώς θα ανατρέπαμε την πρωτόδικη απόφαση αποδεχόμενοι την έφεση.

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο