(2001) 3 ΑΑΔ 9
[*9]12 Ιανουαρίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΛΕΥΚΟΣ Π. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2590)
Διοικητική Πράξη ― Βεβαιωτική ― Εμμονή της Διοίκησης σε προηγούμενη απόφασή της, μετά από εξέταση αιτήματος εκ νέου, χωρίς προσθήκη νέων πραγματικών δεδομένων ― Οι νομικοί ισχυρισμοί δεν θεωρούνται νέο σημείο.
Ο εφεσείων στράφηκε με την έφεσή του, κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προσφυγή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και προσβάλλουσα βεβαιωτική απόφαση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το αίτημα του εφεσείοντα να αναγνωριστεί ως συντάξιμη η υπηρεσία του στην αποικιακή κυβέρνηση κατά την περίοδο από 1941 μέχρι 1953, που εκουσίως παραιτήθηκε για να διοριστεί υπάλληλος στα Ηνωμένα Έθνη διαχρονικά παρέμεινε αναλλοίωτο. Τα διαφορετικά νομικά σημεία, τα οποία ο εφεσείων επικαλείτο κάθε φορά που επανερχόταν και τα οποία προϋπήρχαν, αφορούσαν όλα την ίδια ακριβώς διεκδίκηση και όχι κάποια άλλη που να διακρινόταν από αυτοτέλεια φυσιογνωμίας.
Κατά την τελευταία εξέταση, η Διοίκηση δεν είχε ενώπιόν της οποιοδήποτε νέο στοιχείο που δεν υπήρχε όταν το ίδιο αίτημα εξετάστηκε για πρώτη φορά και απορρίφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 31.5.79. Τα στοιχεία που η Διοίκηση είχε ενώπιόν της, νομικά και πραγματικά, ήταν αυτά που υπήρχαν ανέκαθεν και ήταν γνωστά στη Διοί[*10]κηση από την πρώτη στιγμή. Ενόψει τούτου, δεν παρέστη ανάγκη διεξαγωγής νέας έρευνας.
Είναι φανερό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν δηλωτική της εμμονής της Διοίκησης σε προηγούμενη απόφασή της και ως τέτοια δεν υπόκειται στον προβλεπόμενο από το Άρθρο 146 του Συντάγματος αναθεωρητικό έλεγχο ως στερούμενη εκτελεστότητας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (1981) 3 Α.Α.Δ. 431,
Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 165,
Ιωάννου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίου Τύχωνα (1998) 3 Α.Α.Δ. 590.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρτεμίδης, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 1034/96), ημερομηνίας 21/1/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 6/11/96 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του όπως η υπηρεσία του στη Δημόσια Υπηρεσία επί της αποικιοκρατικής κυβέρνησης (1941-1953) θεωρηθεί συντάξιμη.
Εφεσείων προσωπικώς.
Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων υπηρέτησε στη Δημόσια Υπηρεσία της τότε αποικιοκρατικής κυβέρνησης της Κύπρου από το 1941 μέχρι το 1953. Από τη θέση που κατείχε παραιτήθηκε προτού η Κύπρος ανακηρυχθεί ανεξάρτητο κράτος και ανέλαβε ως ειδικός στατιστικών ερευνών στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.
[*11]Όταν η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος ο εφεσείων διορίστηκε (18.2.1961) στη Δημόσια Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Υπηρέτησε ως Πρέσβης της Δημοκρατίας στο εξωτερικό από 11.7.63 μέχρι 1.3.79 που αφυπηρέτησε λόγω ορίου ηλικίας. Μετά την αφυπηρέτησή του, ζήτησε με επιστολή του προς τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως η υπηρεσία του στη Δημόσια Υπηρεσία της αποικιοκρατικής κυβέρνησης (1941 - 1953) θεωρηθεί συντάξιμη. Προς υποστήριξη του αιτήματός του, επικαλέσθηκε υπόσχεση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου σύμφωνα με την οποία θα αναγνωριζόταν ως συντάξιμη η υπηρεσία του της πιο πάνω περιόδου (1941-1953). Το Υπουργικό Συμβούλιο εξέτασε το θέμα και με απόφασή του ημερομηνίας 31.5.79, απέρριψε το αίτημα. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου παρατίθεται:
“Το Συμβούλιον αποφάσισεν όπως, εν όψει του επιτευχθέντος συμβιβασμού των αξιώσεων και της αγωγής του κ. Λ. Γεωργιάδη διά της υπ’. Αρ. 17453 Αποφάσεως, η συνταξιοδότησις του κ. Γεωργιάδη υπολογισθή βάσει του μισθού Πρέσβεως. Αναφορικώς προς την αξίωσιν του κ. Γεωργιάδη δι’ αναγνώρισιν της προϋπηρεσίας του, διά σκοπούς συντάξεως από 26.11.41 μέχρι 9.11.53, αγνοουμένης της διακοπής από 10.11.53 μέχρι 17.2.61, το Συμβούλιον αποφάσισεν όπως αυτή μη γίνη αποδεκτή.”
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 31.5.79 ο εφεσείων άσκησε προσφυγή η οποία απέτυχε. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον προσβολής της απόφασης γιατί είχε αποδεκτεί ανεπιφύλακτα το διορισμό του στη Δημόσια Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Βλ. Λεύκος Γεωργιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1981) 3 Α.Α.Δ. 431.
Ο εφεσείων, επανήλθε επί του θέματος αλλά η απάντηση της Διοίκησης ήταν και πάλιν αρνητική. Καταχώρησε νέα προσφυγή η οποία απέτυχε. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το θέμα είχε ήδη επιλυθεί με την απόφαση στην Λεύκος Γεωργιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω). Εναντίον της τελευταίας δικαστικής απόφασης ασκήθηκε έφεση. Κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα που στοιχειοθετούσαν την προσφυγή δεν αποκάλυπταν την ύπαρξη εκτελεστής παράλειψης, τα δε “νομικά σημεία” που την υποστήριζαν δεν αναφέρονταν σε νόμο που επέβαλλε οποιαδήποτε υποχρέωση για την έκδοση απόφασης που η Διοίκηση, κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα, παρέλειψε να εκδώσει. Βλ. Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 165.
Ο εφεσείων δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια. Με επιστολή ημε[*12]ρομηνίας 16.7.1996 προς το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας επαναπροσδιόρισε τη νομική βάση των διεκδικήσεών του. Αυτή τη φορά, στήριξε το αίτημά του στο άρθρο 5.3(β) του Πέμπτου Παραρτήματος της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης.
“3. Paragraphs 1, 6 and 7 of Article 192, Article 193 and Article 194, of the Constitution of the Republic of Cyprus shall apply to the eligibility and right to receive a pension -
(a) ........................................................................................................
(b) οf a person who has been and has ceased to be in the public service of the Colony of Cyprus before the coming into operation of the Constitution, and of the widow, children, dependents or personal representatives of such person;
and pensions to such officers and other persons shall be granted and paid accordingly.”
To Υπουργείο Οικονομικών με επιστολή του Γενικού Λογιστή ημερομηνίας 6.11.96 απάντησε στον εφεσείοντα ως εξής:
“Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 16 Ιουλίου, 1996 σχετικά με το αίτημά σας για αναγνώριση για σκοπούς σύνταξης της υπηρεσίας σας από 26.11.1941 μέχρι 9.11.1953 και λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι σύμφωνα με την ισχύουσα κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης σας νομοθεσία το αίτημά σας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, για το λόγο ότι τότε μόνο συνεχής υπηρεσία ελαμβάνετο υπόψη για σκοπούς σύνταξης.”
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Υπουργείου Οικονομικών ο εφεσείων άσκησε προσφυγή. Η προσφυγή απορρίφθηκε για τους λόγους οι οποίοι εμφαίνονται στο πιο κάτω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης.
“Η επιστολή προς τον αιτητή της 6.11.96, στην οποία ισχυρίζεται πως περιέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε απόφαση που ελήφθη μετά από νέα έρευνα επί του ζητήματος. Αντίθετα, στην επιστολή του Γενικού Λογιστή προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, γίνεται σαφής μνεία της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου της 31.5.79, στην οποία η Διοίκηση εμμένει. Επιπλέον, το ζήτημα της παρούσας προσφυγής αποφασίστηκε τελεσίδικα στην προσφυγή 352/79 που αναφέρεται πιο πάνω, επαναλήφθηκε στην 532/90, και επιβεβαιώθηκε με την [*13]απόφαση της Ολομέλειας στις 31.3.95.
Είναι εσφαλμένη η εισήγηση των δικηγόρων του αιτητή πως, επειδή προβλήθηκε κάποιο νέο νομικό σημείο στην υπόθεση το Δικαστήριο επιλαμβάνεται ξανά του θέματος. Αν ήταν έτσι, η πρόνοια του άρθρου 146(3) του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία η προσφυγή ασκείται μέσα σε 75 ημέρες από της ημερομηνίας της δημοσιεύσεως της επίδικης απόφασης ή πράξης, δεν θα είχε κανένα νόημα. Το ίδιο θα ίσχυε και για την αρχή του δεδικασμένου.”
Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και η ακύρωση της απόφασης της Διοίκησης ημερ. 6.11.96.
Το αίτημα του εφεσείοντα να αναγνωριστεί ως συντάξιμη η υπηρεσία του στην αποικιακή κυβέρνηση κατά την περίοδο από 1941 μέχρι 1953 που εκουσίως παραιτήθηκε για να διοριστεί υπάλληλος στα Ηνωμένα Εθνη διαχρονικά παρέμεινε αναλλοίωτο. Τα διαφορετικά νομικά σημεία, τα οποία ο εφεσείων επικαλείτο κάθε φορά που επανερχόταν και τα οποία προϋπήρχαν, αφορούσαν όλα την ίδια ακριβώς διεκδίκηση και όχι κάποια άλλη που να διακρινόταν από αυτοτέλεια φυσιογνωμίας.
Κατά την τελευταία εξέταση του αιτήματος που έγινε ύστερα από το σχετικό διάβημα του εφεσείοντα, η Διοίκηση δεν είχε ενώπιόν της οποιοδήποτε νέο στοιχείο που δεν υπήρχε όταν το ίδιο αίτημα εξετάστηκε για πρώτη φορά και απορρίφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 31.5.79. Τα στοιχεία που η Διοίκηση είχε ενώπιόν της κατά την τελευταία εξέταση του αιτήματος του εφεσείοντα, νομικά και πραγματικά, ήταν αυτά που υπήρχαν ανέκαθεν και ήταν γνωστά στη Διοίκηση από την πρώτη στιγμή. Ενόψει τούτου δεν παρέστη ανάγκη διεξαγωγής νέας έρευνας.
Είναι φανερό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν δηλωτική της εμμονής της Διοίκησης σε προηγούμενη απόφασή της και ως τέτοια δεν υπόκειται στον προβλεπόμενο από το άρθρο 146 του Συντάγματος αναθεωρητικό έλεγχο ως στερούμενη εκτελεστότητας. Βλ. Jayne-Στέλλα Ιωάννου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίου Τύχωνα (1998) 3 Α.Α.Δ. 590.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο