Αρχηγός Αστυνομίας και Άλλοι ν. Βασίλειου Τσαγγαρίδη (2001) 3 ΑΑΔ 35

(2001) 3 ΑΑΔ 35

[*35]15 Ιανουαρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΑΡΧΗΓΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση.

ν.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗ,

Εφεσίβλητου-Αιτητή.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2670)

 

Αστυνομική Δύναμη ― Διαθεσιμότητα ― Κατακράτηση και επιστροφή μισθού ― Κανονισμός 31(ζ) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 ― Ερμηνεία ― Εξουσία Αρχηγού να επιστρέψει ή όχι τους κατακρατηθέντες μισθούς ― Δεν αποτελεί εξουσία τιμωρητικού χαρακτήρα ― Κριτήρια, η διάρκεια της διαθεσιμότητας και η συνεργασία του διωκόμενου.

Με την παρούσα έφεση επιδιώχθηκε η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία, η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας να μην επιστρέψει τους μισθούς του εφεσίβλητου που παρακρατήθηκαν στο διάστημα της διαθεσιμότητάς του, ακυρώθηκε.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Ο Κανονισμός 31(ζ) στο πρώτο σκέλος της επιφύλαξης, καθορίζει τις περιπτώσεις όπου δεν επιστρέφονται οι απολαβές που κατακρατήθηκαν, δηλαδή όταν επιβάλλεται η ποινή της απόλυσης, εξαναγκασμού σε παραίτηση ή υποβιβασμού στο βαθμό ή τάξη.  Στις υπόλοιπες, το ζήτημα αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Αρχηγού.  Χωρίς να εξαντλούνται τα στοιχεία που δυνατό να ληφθούν υπόψη σε μια τέτοια απόφαση, υποδεικνύεται πως αυτά που ενδεικτικά αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση είναι σχετικά, δηλαδή η μετά τη λήξη της πειθαρχικής διαδικασίας διαπίστωση της αναγκαιότητας του χρόνου που διήρκεσε και η συνεργασία του ίδιου του πειθαρχικά διωκόμενου.  [*36]Όμως, η πειθαρχική διαδικασία διεξάγεται ενώπιον άλλου οργάνου, που καθορίζει ο Κανονισμός. Στην υπόθεση έγινε συνοπτική διαδικασία από το Διευθυντή Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ο οποίος επέβαλε την ποινή της επίπληξης στον εφεσίβλητο. Ο Κανονισμός 31(ζ) δεν δίδει εξουσία στον Αρχηγό αναθεώρησης της ποινής. Η διαθεσιμότητα δεν είναι πειθαρχικό μέτρο. Γίνεται για να διευκολυνθούν οι έρευνες για την πιθανή διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Εδώ ο Αρχηγός, καθώς απερίφραστα λέει στην προσβαλλόμενη απόφαση, αποφάσισε να μην επιστραφεί οποιοδήποτε ποσό στον εφεσίβλητο, γιατί έλαβε υπόψη του την κακή φήμη που δημιούργησε η πράξη του στην κοινή γνώμη, με αποτέλεσμα τον κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού προς την υπηρεσία. Η διαφωνία του μάλιστα με την ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο εκδηλώθηκε και ιδιογράφως, στην επιστολή με την οποία του ανακοινώθηκε το πόρισμα της έρευνας, σημειώνοντας πάνω σ’ αυτή «δυστυχώς εκ των πραγμάτων δεν έχω άλλη εκλογή παρά να δεχτώ την απόφαση».

Ο Κανονισμός δεν αναφέρεται σε «κατάσχεση», αλλά σε «επιστροφή» των απολαβών που κατακρατήθηκαν.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους Καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάου, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 102/96), ημερομηνίας 30/6/98 με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Αρχηγού Αστγυνομίας να μην επιστραφεί στον αιτητή το ποσό των £767,87 το οποίο είχε κατακρατηθεί από το μισθό του κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσείοντες.

Α. Γεωργιάδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χρ. Αρτεμίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, αιτητής στην προσφυγή, είναι μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Κύπρου. Στις 24.3.94 κατά τη διάρκεια συνήθους ελέγχου της τροχαίας από την Αστυνομία, διαπιστώθηκε πως είχε στην κατοχή του ασύρματη τηλεφωνική συ[*37]σκευή που, καθώς παραδέχθηκε, είχε αγοράσει από τουρκοκύπριο στο χωριό Πύλα. Ο εφεσίβλητος τέθηκε σε διαθεσιμότητα από 26.3.94, μέχρις ότου συμπληρωθούν οι έρευνες αναφορικά με την πιθανή διάπραξη των πιο κάτω παραπτωμάτων:

1)  Κατοχή αδασμολόγητων ειδών και,

2)  εισαγωγή ασύρματης τηλεφωνικής συσκευής χωρίς την έγκριση και άδεια της Αρχής Τηλεπικοινωνιών.

Η υπόθεση συμβιβάστηκε με τις τελωνιακές αρχές εξωδίκως. Επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο πρόστιμο £40 και η τηλεφωνική συσκευή κατασχέθηκε. Στη συνέχεια ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη εναντίον του για ανάρμοστη συμπεριφορά, κατά παράβαση του Πρώτου Πίνακα (Καν.8) των περί Αστυνομίας Κανονισμών του 1989 γιατί με την ενέργεια του ήταν δυνατό να δυσφημιστεί το κύρος της Αστυνομίας. Στις 27.9.94 η πειθαρχική υπόθεση εκδικάστηκε συνοπτικά από το Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Επιβλήθηκε  στον εφεσίβλητο η ποινή της επίπληξης.

Μετά την πιο πάνω διαδικασία τέθηκε θέμα αναφορικά με τις απολαβές του εφεσίβλητου, που κατακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του, ύψους £767.87. Αρμόδιος να επιληφθεί του ζητήματος αυτού σύμφωνα με τον Καν.31(ζ), είναι ο Αρχηγός της Αστυνομίας ο οποίος και αποφάσισε να μην επιστραφεί οποιοδήποτε ποσό στον εφεσίβλητο. Η απόφαση αυτή ημερ. 14.11.94, προσβλήθηκε με επιτυχία από τον εφεσίβλητο.  (Προσφυγή 132/95).  Το Δικαστήριο την ακύρωσε στις 14.11.95 γιατί  κρίθηκε αναιτιολόγητη. Ο Αρχηγός επανεξέτασε το ζήτημα και εξέδωσε την επίδικη στην παρούσα διαδικασία απόφαση στην οποία αιτιολόγησε την κρίση του να μην επιστραφεί οποιοδήποτε ποσό από τις απολαβές του εφεσίβλητου που κατακρατήθηκαν. Είναι κατάλληλο το σημείο να ενθέσουμε τον Καν.31(ζ), που θα αποτελέσει τη νομική πτυχή της συζήτησης μας, καθώς επίσης και την αιτιολογία της απόφασης του Αρχηγού, στη βάση της οποίας θα εξεταστεί η νομιμότητα της. 

«31.................................................................................................

(ζ) σε περίπτωση που μέλος το οποίο είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα αναλαμβάνει εκ νέου τα καθήκοντά του, θα λάβει, από την ημερομηνία που τέθηκε σε διαθεσιμότητα, το μισθό και τα επιδόματα τα οποία θα εδικαιούτο σύμφωνα με τους περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1989 ή οποιουσδήποτε Κανονισμούς που τους τροποποιούν ή τους αντικαθι[*38]στούν, αν

(ι) αποφασίστηκε το μέλος αυτό να μην κατηγορηθεί για πειθαρχικό αδίκημα, ή

(ιι) όλες οι εναντίον του κατηγορίες έχουν απορριφθεί:

Νοείται ότι αν βρέθηκε ένοχος και η ποινή που του επιβλήθηκε είναι άλλη από απόλυση, εξαναγκασμό σε παραίτηση ή υποβιβασμό κατά βαθμό ή τάξη, μπορεί να επιστραφεί στο μέλος τόσο ποσό από τις απολαβές και τα επιδόματα που του κατακρατήθηκαν, όσο ο Αρχηγός ήθελε αποφασίσει.»

Αιτιολογία:

«Έχω μελετήσει την πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφ.132/95, η οποία εκδόθηκε στις 14.11.95.

Επανεξέτασα το όλο θέμα και αφού έλαβα υπόψη την ανάρμοστη και απαράδεκτη συμπεριφορά του Πυρ.2367 Β.Τσαγγαρίδη, να αγοράσει εμπορεύματα λαθραία από Τ/Κ στο χωριό Πύλα, την ιδιότητα του ως μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, την κακή φήμη που δημιουργεί η πράξη του στην κοινή γνώμη, με αποτέλεσμα τον κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού προς την Υπηρεσία, άσκησα τις εξουσίες που μου παρέχει ο κανονισμός 31(ζ) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 και αποφάσισα να μην επιστραφεί το ποσό των £767,87 που κατακρατήθηκε από το μισθό του κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του.»

Συνάδελφος μας έκρινε πρωτοδίκως πως ο Αρχηγός, με την επίδικη απόφαση του, πρόσθεσε στην πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο, καθιστώντας την αυστηρότερη, κάτι που δεν έχει εξουσία να κάνει, σύμφωνα με την επιφύλαξη στον Καν.31(ζ).  Εξέφρασε δε την άποψη πως η εξουσία του Αρχηγού, κατά την εφαρμογή του Κανονισμού, ασκείται με κριτήρια που αφορούν σ΄αυτή τούτη τη διαθεσιμότητα, σε σχέση με την οποία προέκυψε η κατακράτηση των απολαβών, και όχι για τη ποινή η οποία ήδη έχει επιβληθεί. Ως εκ τούτου, αποδεχόμενος την προσφυγή, ακύρωσε την απόφαση του Αρχηγού.

Η Δημοκρατία με την παρούσα έφεση υποστηρίζει πως η ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, και ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη νόμιμα.

[*39]Η προσέγγιση μας στο θέμα είναι η ίδια με αυτή του συναδέλφου μας. Ο ίδιος ο Κανονισμός,  στο πρώτο σκέλος της επιφύλαξης, καθορίζει τις περιπτώσεις όπου δεν επιστρέφονται οι απολαβές που κατακρατήθηκαν, δηλαδή όταν επιβάλλεται η ποινή της απόλυσης, εξαναγκασμού σε παραίτηση ή υποβιβασμού στο βαθμό ή τάξη. Στις υπόλοιπες το ζήτημα αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Αρχηγού. Χωρίς να εξαντλούμε τα στοιχεία που δυνατό να ληφθούν υπόψη σε μια τέτοια απόφαση, υποδεικνύουμε πως αυτά που ενδεικτικά αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση είναι σχετικά, δηλαδή η μετά τη λήξη της πειθαρχικής διαδικασίας διαπίστωση της αναγκαιότητας του χρόνου που διήρκεσε, και να προσθέσουμε κι εμείς πως σ΄αυτό το κριτήριο προσμετρά και η συνεργασία του ίδιου του πειθαρχικά διωκόμενου. Όμως, η πειθαρχική διαδικασία διεξάγεται ενώπιον άλλου οργάνου, που καθορίζει ο Κανονισμός. Στην υπόθεση που εξετάζουμε έγινε συνοπτική διαδικασία από το Διευθυντή Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ο οποίος επέβαλε την ποινή της επίπληξης στον εφεσίβλητο. Ο Κανονισμός 31(ζ) δεν δίδει εξουσία στον Αρχηγό αναθεώρησης της ποινής. Η διαθεσιμότητα δεν είναι πειθαρχικό μέτρο. Γίνεται για να διευκολυνθούν οι έρευνες για την πιθανή διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Εδώ ο Αρχηγός, καθώς απερίφραστα λέει στην προσβαλλόμενη απόφαση, που ενθέτουμε πιο πάνω, αποφάσισε να μην επιστραφεί οποιοδήποτε ποσό στον εφεσίβλητο, γιατί έλαβε υπόψη του την κακή φήμη που δημιούργησε η πράξη του στην κοινή γνώμη, με αποτέλεσμα τον κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού προς την υπηρεσία. Η διαφωνία του μάλιστα με την ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο εκδηλώθηκε και ιδιογράφως, στην επιστολή με την οποία του ανακοινώθηκε το πόρισμα της έρευνας, σημειώνοντας πάνω σ’ αυτή «δυστυχώς εκ των πραγμάτων δεν έχω άλλη εκλογή παρά να δεχτώ την απόφαση».

Τέλος, να σχολιάσουμε ακόμη ένα σημείο, που καταδεικνύει τη νομική πλάνη των αρμοδίων οργάνων αναφορικά με την ορθή ερμηνεία και λειτουργία του επίμαχου Κανονισμού.  Χρησιμοποιείται σε μερικές περιπτώσεις στα έγγραφα της αλληλογραφίας, που αφορούν στην υπόθεση της πειθαρχικής δίωξης του εφεσίβλητου και την απόφαση να μη επιστραφούν οι απολαβές του, η λέξη «κατασχέθηκαν», που υποδηλώνει βεβαίως τιμωρητικό μέτρο. Ο Κανονισμός δεν αναφέρεται σε «κατάσχεση», αλλά σε «επιστροφή» των απολαβών που κατακρατήθηκαν.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο