Λαούτας Πέτρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 40

(2001) 3 ΑΑΔ 40

[*40]16 Ιανουαρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΠΕΤΡΟΣ ΛΑΟΥΤΑΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 863/99)

 

Ο περί Συντάξεων Νόμος του 1997 (Ν. 97(Ι)/97) ― Κατά πόσο το Άρθρο 45(1) του Νόμου, το οποίο προβλέπει για αποκοπή ποσού της σύνταξης, ίσου με αυτό που χορηγείται ως αναλογική σύνταξη, μεταβάλλει τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα των Δικαστών που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 8(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) ― Αρνητική απάντηση στο επίδικο ζήτημα, εφόσον το ποσό της σύνταξης παραμένει ακριβώς το ίδιο.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα Νόμου ― Νομολογιακός κανόνας ερμηνείας των νομοθετημάτων.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 158.3 του Συντάγματος ― Αποκλείει την μεταβολή των όρων υπηρεσίας δικαστή «μετά το διορισμό του» ― Δεν καθορίζει την αντιμισθία και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των δικαστών ― Αυτά καθορίζονται στον περί Δικαστηρίων Νόμο (Ν. 14/60), Άρθρο 8(3), όπου παραπέμπει στον εκάστοτε ισχύοντα περί Συντάξεων Νόμο ― Η τροποποίηση του περί Συντάξεων Νόμου (Κεφ. 311) με τον Νόμο 97(Ι)/97 που αναφέρεται στην αποκοπή από το ποσό της σύνταξης, ποσού ίσου με το ποσό που δίδεται ως αναλογική σύνταξη, βάσει του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (Ν. 41/80), Άρθρο 88(1), δεν μειώνει τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα των δικαστών κατά παράβαση του Άρθρου 158(1) του Συντάγματος.

[*41]Ο αιτητής, ο οποίος έτυχε σύνταξης κατά την αφυπηρέτησή του από τη θέση Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου, προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση αποκοπής από την επαγγελματική του σύνταξη, ποσού ίσου προς το ποσό που του παραχωρείτο πλέον ως αναλογική σύνταξη. Η αποκοπή έγινε βάσει του Άρθρου 45(1) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν. 97(Ι)/97). Ο αιτητής ισχυρίστηκε πως παραβιάστηκε το Άρθρο 158(3) του Συντάγματος.

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή κατά πλειοψηφία, (απόφαση του Πική Πρ., συμφωνούντων των Νικήτα, Αρτεμίδη, Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολαΐδη, Νικολάου, Καλλή, Κρονίδη, Ηλιάδη, Κραμβή, Γαβριηλίδη, Δ.Δ.), αποφάσισε ότι:

1.  Αποτελεί ερμηνευτικό αξίωμα, ότι εφόσον είναι δυνατή η ερμηνεία νόμου με τρόπο που να συνάδει με το Σύνταγμα, ερμηνεύεται ανάλογα.

2.  Η ουσία της πρότασης του αιτητή είναι ότι η σύνταξη των δικαστών αποτελεί ένα από τους όρους υπηρεσίας τους που διασφαλίζει το Άρθρο 158.3 του Συντάγματος. Η αποκοπή που προβλέπει το Άρθρο 88(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (Ν. 41/80), μεταβάλλει δυσμενώς σύμφωνα με την εισήγηση, τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα, δυσμένεια η οποία δεν αίρεται με την παροχή ποσού ίσου με την αποκοπή υπό μορφή αναλογικής σύνταξης.

     Το Άρθρο 158.3 του Συντάγματος αποκλείει τη μεταβολή των όρων υπηρεσίας δικαστή “μετά το διορισμό αυτού”. Ποία ήταν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του κ. Λαούτα κατά το χρόνο του διορισμού του δεν αναφέρεται ούτε συσχετίζεται η δυσμένεια την οποία επικαλείται με αυτά. Ό,τι μπορεί να υποτεθεί είναι ότι ο επηρεασμός προέρχεται από την αποκοπή ποσού το οποίο θα εδικαιούτο, βάσει του νόμου που διείπε τις συντάξεις των δικαστών των Επαρχιακών Δικαστηρίων, κατά το χρόνο του διορισμού του στη δικαστική υπηρεσία.

     Το Άρθρο 158.3 του Συντάγματος αποτελεί μια από τις διασφαλίσεις της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας και των λειτουργών της. Συναρτάται με το διαχωρισμό των εξουσιών στον οποίο θεμελιώνεται η δομή της κρατικής εξουσίας και την αυτοτέλεια της δικαστικής λειτουργίας. Οι πρόνοιες του Άρθρου 158.3 του Συντάγματος ερμηνεύονται μέσα σ’ αυτό το πνεύμα χάριν της διαχρονικής προαγωγής των συνταγματικών επιδιώξεων σ’ αυτό το πεδίο.

[*42]           Το Άρθρο 158.3 δεν καθορίζει την αντιμισθία και τους όρους υπηρεσίας των δικαστών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, η ίδρυση των οποίων προνοείται από το Άρθρο 158.1 του Συντάγματος.  Η σύστασή τους αφίεται στο νομοθέτη όπως και η αντιμισθία και οι λοιποί όροι της υπηρεσίας τους. Πρόνοια και για τα δύο έγινε στον περί Δικαστηρίων Νόμο που θεσπίστηκε σχεδόν ευθύς μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 - Ν.14/60. Το Άρθρο 8(3) του Ν.14/60, προέβλεψε για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των δικαστών.

     Η επιφύλαξη ως προς το Σύνταγμα, θέτει την εφαρμογή του Άρθρου 8(3) υπό την αίρεση των συνταγματικών εξασφαλίσεων, περιλαμβανομένων εκείνων που προβλέπονται στο Άρθρο 158.3.

     Η διασφάλιση η οποία παρέχεται από το Άρθρο 158.3 του  Συντάγματος, όπως μορφοποιήθηκε  από το Άρθρο 8(3) του Ν.14/60, εξικνείται σε κατοχύρωση των συνταγματικών δικαιωμάτων των δικαστών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον εκάστοτε ισχύοντα περί Συντάξεων Νόμο.  Ο ισχύων περί Συντάξεων Νόμος κατά το χρόνο αποκοπής του ποσού της αναλογικής σύνταξης ήταν ο Ν.97(1)/97 (περί Συντάξεων Νόμος του 1997).  Το Άρθρο 45(1) του νόμου αυτού, ενσωμάτωσε τις πρόνοιες του Άρθρου 88(1) του Ν.41/80.  Προβλέπει την αποκοπή, άμα τη καταβολή στο δικαστή αναλογικής σύνταξης, ίσου ποσού από τη σύνταξή του.

     Με τις διατάξεις του Άρθρου 45(1) του Ν.97(Ι)/97, ευθυγραμμίζεται το κείμενο του περί Συντάξεων Νόμου με την εξυπακουόμενη τροποποίηση του, αφότου θεσπίστηκε ο Ν.41/80 (Άρθρο 88(1)).

Το συμπέρασμα είναι ότι η απόφαση η οποία προσβάλλεται είναι σύμφωνη, με την ισχύουσα, κατά τον κρίσιμο χρόνο που λήφθηκε η επίδικη απόφαση, περί συντάξεως νομοθεσία.

Το πρώτο σκέλος του Άρθρου 158.3 και η εξειδίκευση των όρων υπηρεσίας των δικαστών από το Ν.14/60 συναρτούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των δικαστών των πρωτοδίκων δικαστηρίων με τα εκάστοτε προβλεπόμενα από τον περί Συντάξεων Νόμο, το γενικό νόμο ο οποίος διέπει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των λειτουργών  του δημοσίου. Το δεύτερο σκέλος ορίζει ότι δυσμενής μεταβολή από τα θεσμοθετημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των δικαστών κατά το χρόνο του διορισμού τους, αποκλείεται από το Άρθρο 158.3.

Το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι ποία είναι τα εγγυημένα συνταγματικά δικαιώματα του αιτητή. Σύμφωνα με το Άρθρο 8(3) του [*43]Ν.14/60, αυτά  συνίστανται στην παροχή σ’ αυτό σύνταξης σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα  περί συντάξεων νομοθεσία.  Επομένως δεν σημειώθηκε καμμία παρέκκλιση από αυτή, στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον η αποκοπή προβλεπόταν από την ισχύουσα περί συντάξεων νομοθεσία.

Η άλλη διάσταση του θέματος προσδιορίζεται  από το ακόλουθο ερώτημα. Αποκλείει το δεύτερο σκέλος του Άρθρου 158.3 του Συντάγματος τη δυσμενή, μετά το διορισμό δικαστή, μεταβολή των συνταξιοδοτικών του όρων από τον ίδιο τον περί Συντάξεων Νόμο;  Η φιλοσοφία που χαρακτηρίζει το δεύτερο σκέλος του Άρθρου 158.3, συνηγορεί υπέρ του αποκλεισμού δυσμενών μεταβολών στο θεσμικό πλαίσιο  συνταξιοδότησης  δικαστή μετά το διορισμό του.  Εν τούτοις το λεκτικό του πρώτου σκέλους του Άρθρου 158.3 ίσως δημιουργεί  εμπόδιο στην προαγωγή της φιλοσοφίας του.

Απάντηση στο πιο πάνω ερμηνευτικό ερώτημα δεν είναι απαραίτητο να δοθεί σ’ αυτή την υπόθεση, επειδή δεν σημειώθηκε καμιά δυσμενής μεταβολή στα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του κ. Λαούτα με το Άρθρο 45(1) του Ν.97(1)/97 ή με το Άρθρο 88(1) του Ν.41/80.

Η μείωση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων των δικαστών που επέφερε ο Ν.41/80 και ρητά ενσωμάτωσε ο Ν.97(1)/97 είναι καθαρά πλασματική, όχι πραγματική. Απολαμβάνουν οι δικαστές τα ίδια ωφελήματα όπως και προηγουμένως, με μόνη διαφορά ότι αυτά δεν προέρχονται στην ολότητά τους από το ίδιο ταμείο. Ο ίδιος ο περί Συντάξεων Νόμος διασφαλίζει τα ωφελήματα των δικαστών συναρτώντας την αποκοπή μέρους της σύνταξης τους με αντίστοιχη παροχή αναλογικής σύνταξης.  Άλλη προσέγγιση του θέματος, θα απέληγε στην παροχή και δεύτερης σύνταξης στον αιτητή και κατ’ επέκταση και στους άλλους δικαστές που ευρίσκονται στην ίδια θέση με τον αιτητή, την οποία δεν δικαιούνται και για την οποία δεν γινόταν καμιά πρόνοια στον περί Συντάξεων Νόμο κατά το χρόνο του διορισμού τους στη δικαστική υπηρεσία ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο στάδιο.

Ο Χατζηχαμπής Δ. διαφώνησε με το αποτέλεσμα της απόφασης της πλειοψηφίας και εξέδωσε δική του απόφαση με διαφορετικό σκεπτικό και αντίθετο αποτέλεσμα.

Η προσφυγή απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1650,

[*44]Ζεμπύλα v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1657,

Αθανασιάδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 833,

Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63,

The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,

Sofroniou a.o. v. The Municipality of Nicosia a.o. (1976) 3 C.L.R. 124,

Fox v. Washington, 59 Law ed., 573,

Loizides a.o. v. Republic (Council of Ministers) 1 R.S.C.C. 107,

Boyiatzis v. The Republic of Cyprus through The Minister of Finance (1964) 367,

Frangides v. Republic a.o. (1966) 3 C.LR. 181.

Προσφυγή.

Προσφυγή του αιτητή, η οποία εκδικάστηκε απευθείας από την Ολομέλεια, κατά της αποκοπής από τη σύνταξή του αφότου συμπλήρωσε το 63ο έτος της ηλικίας του ποσού ίσου προς την αναλογική σύνταξη η οποία του παρασχέθηκε.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Mε την απόφαση που θα δοθεί είμαστε όλοι σύμφωνοι εκτός από το Χατζηχαμπή, Δ., ο οποίος καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα για τους λόγους που εξηγεί στη ξεχωριστή απόφασή του.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος του 1980 (Ν. 41/80 - ο Νόμος) καθιέρωσε την αναλογική σύνταξη ως πρόσθετο μέσο ασφάλισης των εργαζομένων, συμπληρωματικής της βασικής σύνταξης κοινωνικών ασφαλίσεων. Ο όρος «αναλογική» υποδηλώνει τη συνάρτηση των παροχών προς τη συνεισφορά στο [*45]Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Σκοπός της αναλογικής σύνταξης είναι η δημιουργία συστήματος συνταξιοδότησης των εργαζομένων οι οποίοι δεν καλύπτονται από επαγγελματικό σχέδιο συνταξιοδότησης. Η αναλογική σύνταξη παρέχεται πρόσθετα προς τη βασική σύνταξη των κοινωνικών ασφαλίσεων (γνωστή και ως σύνταξη γήρατος), γι’ αυτό αναφέρεται και ως συμπληρωματική σύνταξη. Σε αντίθεση προς τη βασική, η αναλογική σύνταξη δεν έχει επίπεδο (ομοιόμορφο)  χαρακτήρα. Κλιμακώνεται ανάλογα με το ύψος των συνεισφορών και των ετών ασφάλισης.

Οι μετέχοντες σε επαγγελματικό σχέδιο συνταξιοδότησης δεν μετέχουν στο σχέδιο αναλογικής ασφάλισης και δεν συνεισφέρουν στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για το σκοπό αυτό.  Το κενό πληρώνεται από τον εργοδότη τους, που περιλαμβάνει και την Κυπριακή Δημοκρατία σε σχέση με τους εργοδοτούμενους στο δημόσιο.  Ο εργοδότης καταβάλλει στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων τις συνεισφορές που θα κατέβαλλαν οι εργοδοτούμενοι οι οποίοι καλύπτονται από σχέδιο επαγγελματικής σύνταξης.   Έτσι εξασφαλίζεται η παροχή αναλογικής σύνταξης και στους εργοδοτούμενους οι οποίοι καλύπτονται από επαγγελματικό σχέδιο συνταξιοδότησης.  Σε αντιστάθμισμα ο εργοδότης αφαιρεί από την επαγγελματική σύνταξη ποσό ίσο προς την παροχή της αναλογικής σύνταξης.  Γιατί ο νομοθέτης επέλεξε την παροχή αναλογικής σύνταξης σε μή δικαιούχους με αντίστοιχη αποκοπή από την επαγγελματική σύνταξη την οποία δικαιούνται, δεν εξηγείται ρητά στο νόμο.  Διαφαίνεται ότι δημοσιονομικοί πρωτίστως λόγοι επέδρασαν σ’ αυτή τη ρύθμιση.  Γεγονός είναι ότι οι καλυπτόμενοι από επαγγελματική σύνταξη απολαμβάνουν στο άρτιο τα χρηματικά ωφέλη που προβλέπει  ο νόμος ή το σχέδιο συνταξιοδότησής τους.

Οι συνεισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την απόκτηση αναλογικής σύνταξης προβλέπονται από το άρθρο 5 του Νόμου και η αποκοπή από την επαγγελματική σύνταξη στο Άρθρο 88(1) του Νόμου.

Το άρθρο 88(1) του Ν.41/80, προβλέπει:

«Το ποσόν οιασδήποτε περιοδικής πληρωμής η οποία καταβάλλεται προς μισθωτόν ή αναφορικώς προς μισθωτόν εξ οιουδήποτε επαγγελματικού σχεδίου συντάξεων δια περιόδους απασχολήσεως αρχομένας κατά ή μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν μειούται κατά το ποσόν της αντιστοίχου συμπληρωματικής παροχής της καταβαλλομένης προς τον μισθωτόν ή αναφορικώς προς αυτόν δυνάμει του παρόντος Νόμου αναφορι[*46]κώς προς ασφαλιστέας αποδοχάς επί των οποίων κατεβλήθησαν εισφοραί δια τας ως είρηται περιόδους.»

Στη Θαλασσινού ν. Δημοκρατίας (1994) 4 A.Α.Δ. 1650, εξετάσαμε το συσχετισμό μεταξύ αναλογικής και επαγγελματικής σύνταξης και τις συνέπειες που ενέχει η παροχή της πρώτης στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα δημοσίων υπαλλήλων τα οποία προβλέπονται από τον περί Συντάξεων Νόμο (Κεφ. 311 - Ν.97(Ι)/97). Το ακόλουθο απόσπασμα χαρακτηρίζει την αλληλουχία μεταξύ των δύο συντάξεων:

«Η νομοθετική πρόνοια για την παροχή αναλογικής σύνταξης, πρόσθετης προς την καθιερωμένη σύνταξη κοινωνικών ασφαλίσεων, έγινε για τη συνταξιοδοτική κάλυψη των εργαζομένων που δεν  καλύπτονται από επαγγελματικό σχέδιο σύνταξης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι τυγχάνουν σύνταξης. Ο συμψηφισμός της κυβερνητικής με την αναλογική σύνταξη, αποβλέπει στον αποκλεισμό παροχής και δεύτερης επαγγελματικής σύνταξης στους δημοσίους υπαλλήλους. Με το συμψηφισμό μειώνεται μόνο φαινομενικά η κυβερνητική σύνταξη·  ό,τι συντελείται, είναι ο αποκλεισμός παροχής και των δύο συντάξεων στους δημοσίους υπαλλήλους.»

Με την τροποποίηση που επέφερε ο Ν.61/90, στον περί Συντάξεων Νόμο και ειδικά με την προσθήκη του άρθρου 32 έγινε πρόνοια για επιλογές που παρέχονται σε δημοσίους υπαλλήλους, για συμμετοχή στο αναλογικό σχέδιο. Μια από τις εισηγήσεις που υποβλήθηκαν στη Θαλασσινού (ανωτέρω), ήταν ότι το άρθρο 32 προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 28 του Συντάγματος λόγω της ευχέρειας η οποία παρέχεται σε κυβερνητικούς υπαλλήλους οι οποίοι συμπληρώνουν τα συντάξιμα έτη υπηρεσίας να μετέχουν, με δική τους επιλογή, και στο αναλογικό σύστημα συνταξιοδότησης. Η εισήγηση απορρίφθηκε ως ανυπόστατη σε συμφωνία με τα αποφασισθέντα σε δύο προγενέστερες επίσης πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ζεμπύλα ν. Δημοκρατίας (1992)  4 Α.Α.Δ. 1657 και Αθανασιάδη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 833.

Ο αιτητής, ο κ. Λαούτας αφυπηρέτησε από τη δικαστική υπηρεσία τη 1 Δεκεμβρίου 1995, στην ηλικία των εξήντα ετών, την ηλικία συνταξιοδότησης των δικαστών των πρωτοδίκων δικαστηρίων. Κατά το χρόνο της αφυπηρέτησής του κατείχε τη θέση του Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου. Έτυχε σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου - Κεφ. 311. Αφότου [*47]συμπλήρωσε το 63ο  έτος της ηλικίας του, αποκόπηκε από τη σύνταξή του ποσό ίσο προς την αναλογική σύνταξη η οποία του παρασχέθηκε. Η αποκοπή έγινε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 88(1) του Νόμου και του άρθρου 45(1) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97(1)/97), ο οποίος ενσωμάτωσε τις πρόνοιες του προμνησθέντος νομοθετήματος στο θεσμικό πλαίσιο συνταξιοδότησης λειτουργών του δημοσίου.

Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της αρμοδίας αρχής να προβεί σε αποκοπή της σύνταξής του, παρά την παροχή ίσου ποσού, ως αναλογικής σύνταξης, την οποία άλλως δεν θα εδικαιούτο, με αποκλειστικό έρεισμα τις διατάξεις του Άρθρου 158.3 του Συντάγματος που προβλέπει:

«Νόμος θέλει προβλέψει περί της αντιμισθίας και των άλλων όρων υπηρεσίας των δικαστών των κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ιδρυθησομένων δικαστηρίων.  Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού δεν δύνανται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι’ αυτόν μετά τον διορισμόν αυτού.»

Θέση του αιτητή είναι ότι το άρθρο 88(1) του Νόμου, δεν τυγχάνει εφαρμογής στα μέλη της Δικαστικής Υπηρεσίας λόγω του δυσμενούς επηρεασμού που ενέχει στους όρους υπηρεσίας των  δικαστών των πρωτοδίκων δικαστηρίων, το αμετάβλητο των οποίων  εγγυάται το Άρθρο 158.3 του Συντάγματος.

Αποτελεί ερμηνευτικό αξίωμα ότι εφόσον είναι δυνατή η ερμηνεία νόμου με τρόπο που να συνάδει με το Σύνταγμα, ερμηνεύεται ανάλογα. Το ακόλουθο απόσπασμα από την Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63 αντανακλά τον ερμηνευτικό κανόνα στον οποίο έχουμε αναφερθεί, όπως και την προσέγγιση του δικαστηρίου στη θεώρηση της συνταγματικότητας των νόμων:  (σ.78)

«A safe assumption in examining the constitutionality of law, is that the legislature intended to legislate within the framework of the Cοnstitution. In deciding upon the constitutionality of a statute it is axiomatic that if susceptible to an interpretation reconcilable with the provisions of the Constitution, a beneficial construction must be adopted saving the enactment. A beneficial construction may be adopted provided this can be achieved without thwarting the language of the Act.  (See The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640· Neophytos [*48]Sofroniou & Others v. The Municipality of Νicosia & Others (1976) 3 C.L.R. 124 at 159· Fox v. Washingtοn, 59 Law. ed., 573 at 575, 576; Tsatsos’ Interpretation of Statute in Constitutional Law, 1970, pp. 26 and 27).»

Εφόσον ήθελε κριθεί ότι το άρθρο 88(1) του Νόμου τυγχάνει εφαρμογής και στους δικαστές, είναι η εισήγηση του αιτητή ότι σ’ εκείνη την έκταση οι πρόνοιές του συγκρούονται με το Άρθρο 158.3 του Συντάγματος.

Η ουσία της πρότασης του αιτητή είναι ότι η σύνταξη των δικαστών αποτελεί ένα από τους όρους υπηρεσίας τους που διασφαλίζει το Άρθρο 158.3 του Συντάγματος. Η αποκοπή που προβλέπει το Άρθρο 88(1) του Νόμου μεταβάλλει δυσμενώς τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα, δυσμένεια η οποία δεν αίρεται με την παροχή ποσού ίσου με την αποκοπή υπό μορφή αναλογικής σύνταξης.

Το Άρθρο 158.3 του Συντάγματος αποκλείει τη μεταβολή των όρων υπηρεσίας δικαστή “μετά το διορισμό αυτού”.  Ποία ήταν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του κ. Λαούτα κατά το χρόνο του διορισμού του δεν αναφέρεται ούτε συσχετίζεται η δυσμένεια την οποία επικαλείται με αυτά. Ό,τι μπορεί να υποθέσουμε είναι ότι ο επηρεασμός προέρχεται από την αποκοπή ποσού το οποίο θα εδικαιούτο, βάσει του νόμου που διείπε τις συντάξεις των δικαστών των Επαρχιακών Δικαστηρίων, κατά το χρόνο του διορισμού του στη δικαστική υπηρεσία.  Ο κ. Λαούτας έγινε μόνιμο μέλος της δικαστικής υπηρεσίας στις 10.9.1972.  Προάχθηκε σε Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή την 1.1.1982 και σε Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου την 18.1.1992.

Το Άρθρο 158.3 του Συντάγματος αποτελεί μια από τις διασφαλίσεις της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας και των λειτουργών της. Συναρτάται με το διαχωρισμό των εξουσιών στον οποίο θεμελιώνεται η δομή της κρατικής εξουσίας και την αυτοτέλεια της δικαστικής λειτουργίας. Οι πρόνοιες του Άρθρου 158.3 του Συντάγματος ερμηνεύονται μέσα σ’ αυτό το πνεύμα χάριν της διαχρονικής προαγωγής των συνταγματικών επιδιώξεων σ’ αυτό το πεδίο.

Το Άρθρο 158.3 δεν καθορίζει την αντιμισθία και τους όρους υπηρεσίας των δικαστών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, η ίδρυση των οποίων προνοείται από το Άρθρο 158.1 του Συντάγματος.  Η σύστασή τους αφίεται στο νομοθέτη όπως και [*49]η αντιμισθία και οι λοιποί όροι της υπηρεσίας τους. Πρόνοια και για τα δύο έγινε στον περί Δικαστηρίων Νόμο που θεσπίστηκε σχεδόν ευθύς μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 - Ν.14/60.

Η συνταξιοδότηση των δικαστών αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των όρων υπηρεσίας των δικαστών.  Συναρτάται άμεσα με τα εχέγγυα  της ανεξαρτησίας τους.  Η ερμηνεία του όρου «όροι υπηρεσίας» από το ίδιο το Σύνταγμα για τους σκοπούς του Άρθρου 192 του Συντάγματος είναι χαρακτηριστική του τί περιλαμβάνει.  Όπως  αποκαλύπτει η νομολογία, ευρεία υπήρξε η ερμηνεία του όρου ώστε να περιλαμβάνει κάθε ωφέλημα το οποίο παρεχόταν σε δημοσίους υπαλλήλους πριν την Ανεξαρτησία.  (Βλ. μεταξύ άλλων Dr. P. Loizides and Others and The Republic (Council of Ministers) 1 R.S.C.C. 107· Charalambos Boyiatzis and The Republic of Cyprus Through The Minister of Finance 1964, 367· Dr. Yiangos Frangides and The Republic of Cyprus Through 1. The Council of Ministers, 2. The Public Service Commission, 3. The Ministry of Health (1966) 3 C.L.R. 181.)

Το άρθρο 8(3) του Ν.14/60, προέβλεψε για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των δικαστών:

«Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, η επί τη αφυπηρετήσει σύνταξις, το χορήγημα ή άλλο παρόμοιον ωφέλημα δικαστού θα ρυθμίζεται υπό του εκάστοτε ισχύοντος νόμου του αφορώντος εις τας συντάξεις.»

Η επιφύλαξη ως προς το Σύνταγμα θέτει την εφαρμογή του Άρθρου 8(3) υπό την αίρεση των συνταγματικών εξασφαλίσεων, περιλαμβανομένων εκείνων που προβλέπονται στο Άρθρο 158.3. Ο Ν.64/90 επέφερε τροποποιήσεις στο άρθρο 8(3) που βελτιώνουν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των δικαστών.

Στη Θαλασσινού, όπως και στη Ζεμπύλα και Αθανασιάδη, νωρίτερα κρίθηκε ότι το άρθρο 32 του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311 (όπως τροποποιήθηκε με το Ν.61/90) ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, με το οποίο  ενσωματώθηκαν έμμεσα οι πρόνοιες του άρθρου 88(1) του Ν.41/80, δεν προσκρούουν στις διατάξεις του Άρθρου 192 του Συντάγματος εφόσον δεν σημειώθηκε μείωση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων που παρείχοντο στους δημοσίους υπαλλήλους πριν την καθίδρυση της Δημοκρατίας.

[*50]Η διασφάλιση η οποία παρέχεται από το Άρθρο 158.3 του  Συντάγματος, όπως μορφοποιήθηκε από το άρθρο 8(3) του Ν.14/60 εξικνείται σε κατοχύρωση των συνταγματικών δικαιωμάτων των δικαστών σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον εκάστοτε ισχύοντα περί Συντάξεων Νόμο. Ο ισχύων περί Συντάξεων Νόμος κατά το χρόνο αποκοπής του ποσού της αναλογικής σύνταξης ήταν ο Ν.97(1)/97 (περί Συντάξεων Νόμος του 1997). Το Άρθρο 45(1) του νόμου αυτού ενσωμάτωσε τις πρόνοιες του άρθρου 88(1) του Ν.41/80. Προβλέπει την αποκοπή, άμα τη καταβολή στο δικαστή αναλογικής σύνταξης, ίσου ποσού από τη σύνταξή του.

Με τις διατάξεις του άρθρου 45(1) του Ν.97(1)/97 ευθυγραμμίζεται το κείμενο του περί Συντάξεων Νόμου με την εξυπακουόμενη τροποποίηση του, αφότου θεσπίστηκε ο Ν.41/80 (άρθρο 88(1)).

Το συμπέρασμα είναι ότι η απόφαση η οποία προσβάλλεται είναι σύμφωνη, με την ισχύουσα  κατά τον κρίσιμο χρόνο που λήφθηκε η επίδικη απόφαση περί συντάξεως νομοθεσία. Παρόλο που δεν προβλήθηκε στην προσφυγή ούτε αρθρώθηκε στην επιχειρηματολογία του αιτητή (στην οποία δεν έγινε αναφορά στο Ν.97(1)/97), θέση του αιτητή φαίνεται να είναι ότι το άρθρο 45(1) δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωσή του επειδή, (α) δεν ίσχυε κατά το χρόνο του διορισμού του και (β) διαφοροποιεί δυσμενώς τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα.

Το Άρθρο 158.3, του Συντάγματος έχει δύο σκέλη, το πρώτο:

«Νόμος θέλει προβλέψει περί της αντιμισθίας και των άλλων όρων υπηρεσίας των δικαστών των κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ιδρυθησομένων δικαστηρίων.»

Το δεύτερο:

« Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού δεν δύνανται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι’ αυτόν μετά τον διορισμόν αυτού.»

Το πρώτο σκέλος του Άρθρου 158.3 και η εξειδίκευση των όρων υπηρεσίας των δικαστών από το Ν.14/60 συναρτούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των δικαστών των πρωτοδίκων δικαστηρίων με τα εκάστοτε προβλεπόμενα από τον περί Συντάξεων Νόμο, το γενικό νόμο ο οποίος διέπει τα συνταξιοδοτικά δικαι[*51]ώματα των λειτουργών  του δημοσίου. Το δεύτερο σκέλος ορίζει ότι δυσμενής μεταβολή από τα θεσμοθετημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των δικαστών κατά το χρόνο του διορισμού τους, αποκλείεται από το Άρθρο 158.3.

Το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι ποία είναι τα εγγυημένα συνταγματικά δικαιώματα του αιτητή. Σύμφωνα με το Άρθρο 8(3) του Ν.14/60, αυτά συνίστανται στην παροχή σ’ αυτό σύνταξης σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα περί συντάξεων νομοθεσία. Επομένως δεν σημειώθηκε καμμία παρέκκλιση από αυτή, στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον η αποκοπή προβλεπόταν από την ισχύουσα περί συντάξεων νομοθεσία.

Η άλλη διάσταση του θέματος προσδιορίζεται από το ακόλουθο ερώτημα. Αποκλείει το δεύτερο σκέλος του Άρθρου 158.3 του Συντάγματος τη δυσμενή, μετά το διορισμό δικαστή, μεταβολή των συνταξιοδοτικών του όρων από τον ίδιο τον περί Συντάξεων Νόμο; Η φιλοσοφία που χαρακτηρίζει το δεύτερο σκέλος του Άρθρου 158.3, συνηγορεί υπέρ του αποκλεισμού δυσμενών μεταβολών στο θεσμικό πλαίσιο  συνταξιοδότησης  δικαστή μετά το διορισμό του. Εν τούτοις το λεκτικό του πρώτου σκέλους του Άρθρου 158.3 ίσως δημιουργεί  εμπόδιο στην προαγωγή της φιλοσοφίας του.

Απάντηση στο ερμηνευτικό ερώτημα που έχουμε διαγράψει δεν είναι απαραίτητο να δοθεί σ’ αυτή την υπόθεση, επειδή δεν σημειώθηκε καμιά δυσμενής μεταβολή στα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του κ. Λαούτα με το άρθρο 45(1) του Ν.97(1)/97 ή με το άρθρο 88(1) του Ν.41/80.

Η μείωση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων των δικαστών που επέφερε ο Ν.41/80 και ρητά ενσωμάτωσε ο Ν.97(1)/97 είναι καθαρά πλασματική, όχι πραγματική. Απολαμβάνουν οι δικαστές τα ίδια ωφελήματα όπως και προηγουμένως, με μόνη διαφορά ότι αυτά δεν προέρχονται στην ολότητά τους από το ίδιο ταμείο. Ο ίδιος ο περί Συντάξεων Νόμος διασφαλίζει τα ωφελήματα των δικαστών συναρτώντας την αποκοπή μέρους της σύνταξης τους με αντίστοιχη παροχή αναλογικής σύνταξης.  Άλλη προσέγγιση του θέματος θα απέληγε στην παροχή και δεύτερης σύνταξης στον αιτητή και κατ’ επέκταση και στους άλλους δικαστές που ευρίσκονται στην ίδια θέση με τον αιτητή, την οποία δεν δικαιούνται και για την οποία δεν γινόταν καμιά πρόνοια στον περί Συντάξεων Νόμο κατά το χρόνο του διορισμού τους στη δικαστική υπηρεσία ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο στάδιο.

[*52]Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Δεν είναι αναγκαίο να προβώ στην παράθεση του πραγματικού υπόβαθρου της υπόθεσης.  Αυτό έχει ήδη γίνει στη μόλις δοθείσα απόφαση των αδελφών μου δικαστών. Η διαφωνία μου έγκειται στην προσέγγιση του άρθρου 158.3 του Συντάγματος προς το οποίο και συναρτάται ευθέως η προσφυγή. Το παραθέτω:

“Νόμος θέλει προβλέψει περί της αντιμισθίας και των άλλων όρων υπηρεσίας των δικαστών των κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ιδρυθησομένων δικαστηρίων.  Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού δεν δύνανται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι’ αυτόν μετά τον διορισμόν αυτού.”

Εκλαμβάνω ως δεδομένο, όπως αναγνωρίζεται και στην απόφαση των αδελφών μου δικαστών, ότι η συνταξιοδότηση των δικαστών αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των όρων υπηρεσίας τους, ώστε να εμπίπτει στα πλαίσια του Άρθρου 158.3. Είναι δε προφανής ο λόγος της διαφοροποίησης που γίνεται για τους δικαστές στο άρθρο 158.3 - ανάγεται στη διασφάλιση της δικαστικής ανεξαρτησίας.  Τούτου δοθέντος, δεν μπορώ να δω πως το κρινόμενο άρθρο 88(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/1980) δεν προσκρούει στο Άρθρο 158.3 στην προκειμένη περίπτωση. Το αποτέλεσμα του άρθρου 88(1), σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του, είναι η μείωση της δικαστικής (ή “επαγγελματικής” - αν ο όρος ήταν κατάλληλος στην περίπτωση δικαστή) σύνταξης του κ. Λαούτα, εφόσον το ποσόν αυτής μειούται κατά το ποσόν της συμπληρωματικής παροχής ως αναλογικής σύνταξης.  Αυτή είναι δυσμενής μεταβολή της συνταξιοδότησης του, ως μέρους των όρων υπηρεσίας του, η οποία επέρχεται μετά από το διορισμό του και η οποία έτσι δεν επιτρέπεται από το άρθρο 158.3.

Η κατάληξη αυτή δεν διαφοροποιείται ως εκ του ότι (που είναι το κύριο επιχείρημα της Δημοκρατίας), στο τέλος της ημέρας δυνατόν να μην μειώνεται το ολικό ποσό το οποίο ο κ. Λαούτας θα εδικαιούτο ως το άθροισμα της δικαστικής σύνταξης και της κοινωνικής σύνταξης του, εφόσον δεν συνεισέφερε στο αναλογικό σχέδιο.  Οι σκοποί αλλά και οι παράμετροι καθιέρωσης και μεθόδου προσδιορισμού της κάθε σύνταξης είναι εντελώς διάφοροι.  Η επαγγελματική σύνταξη συναρτάται προς τα επαγγελματικά δεδομένα, η δε κοινωνική σύνταξη προς τα κοινωνικά τοιαύτα και την ανάλογη πολιτική του κράτους στον τομέα εκείνο.  Το Άρθρο 158.3 [*53]δεν έχει την παραμικρή αναφορά στην κοινωνική σύνταξη και τις παραμέτρους της. Αφορά αποκλειστικά την “επαγγελματική” πτυχή ως μέρος της διασφάλισης της δικαστικής ανεξαρτησίας.  Πώς είναι λοιπόν δυνατό να επιτρέπεται η μείωση της δικαστικής σύνταξης ως εκ του ότι, και κατά την έκταση που, ο δικαστής δεν συνεισφέρει στο αναλογικό σχέδιο στα πλαίσια της κοινωνικής σύνταξης; Αν, ως είναι προφανές, πρόθεση του νομοθέτη ήταν η εξαίρεση εκείνων που δεν συνεισφέρουν για το σκοπό αυτό από τα οφέλη του αναλογικού σχεδίου, που θα ήταν πλήρως κατανοητό, αυτό θα μπορούσε να γίνει ευθέως μόνο σε αναφορά με την ευρύτερη κοινωνική σύνταξη και όχι σε αναφορά με την επαγγελματική τοιαύτη. Η δικαστική συνταξιοδότηση του κ. Λαούτα κατά το διορισμό του καθορίσθηκε με τα δικά της δεδομένα και συνέχιζε να είναι έτσι καθορισμένη στα πλαίσια της ρύθμισης των όρων υπηρεσίας των δικαστών από τον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (Ν. 14/60), το άρθρο 8(3) του οποίου μάλιστα παραπέμπει στον εκάστοτε ισχύοντα νόμο τον αφορώντα εις τις συντάξεις ως ρυθμίζοντα την επί τη αφυπηρετήσει δικαστού χορηγούμενη σύνταξη. Και μπορεί μεν το άρθρο 45(1) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν. 97(1)/97) να ενσωματώνει τις πρόνοιες του άρθρου 88(1), ούτε το άρθρο 88(1) ούτε το άρθρο 45(1) όμως ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο διορισμού του κ. Λαούτα. Η μείωση του έτσι καθοριζόμενου ποσού της δικαστικής σύνταξης κατά το ποσό της αναλογικής σύνταξης, μιας μάλιστα άσχετης προς τα της επαγγελματικής σύνταξης παραμέτρου, συνιστά ευθέως δυσμενή μεταβολή των όρων υπηρεσίας του όπως αυτοί καθορίζοντο, και όποιοι και αν ήσαν, κατά το διορισμό του. Το θέμα δεν είναι λογιστικό αλλά ουσιαστικό.

Είναι πρόδηλο από τα πιο πάνω ότι ουδόλως διαφοροποιείται το πράγμα από την παραπομπή του Άρθρου 158.3 στο νόμο που θα ρυθμίσει τα των όρων υπηρεσίας των δικαστών. Η αναφορά αυτή, αποβλέπουσα στα της ρύθμισης των δεδομένων που διέπουν την υπηρεσία των δικαστών, περιλαμβανομένης της δικαστικής σύνταξης, και απολήγουσα στην εφαρμογή των προνοιών του περί Συντάξεων Νόμου, δεν προσφέρει παρά μόνο το υπόβαθρο του προσδιορισμού της σύνταξης. Η αναφορά αυτή ουδόλως μπορεί να μειώσει την εμβέλεια της παράλληλης επιταγής ότι, εν πάση περιπτώσει, οι όροι υπηρεσίας του δικαστή δεν μπορούν να μεταβληθούν δυσμενώς μετά από το διορισμό του.  Αν η αναφορά του άρθρου 8(3) του Ν. 14/60 στον εκάστοτε αφορώντα εις τις συντάξεις ισχύοντα νόμο εκλαμβάνετο ως επαρκής για να στηρίξει το άρθρο 88(1) όπως αυτό ενσωματώθηκε στο άρθρο 45(1), η ρητή πρόνοια του Άρθρου 158.3 ως προς την αδυναμία δυσμενούς με[*54]ταβολής των όρων υπηρεσίας των δικαστών μετά από το διορισμό τους θα αναιρείτο. Κάτι τέτοιο όμως ούτε το ίδιο το άρθρο 8(3) επεδίωκε, προνοώντας ρητά ότι η ρύθμιση της σύνταξης των δικαστών από τον εκάστοτε ισχύοντα περί Συντάξεων Νόμο γίνεται “τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος”.

Καθόσον λοιπόν θα εξαρτάτο από εμένα, θα έκανα δεκτή την προσφυγή και θα ακύρωνα την προσβαλλόμενη απόφαση.

Η�προσφυγή απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο