Δημητριάδης Δημήτριος Δ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 91

(2001) 3 ΑΑΔ 91

[*91]27 Φεβρουαρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής.

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ, ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2681)

 

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Αποτίμηση της αξίας με μονάδες ― Θέσπιση, μετά την ακύρωση του τρόπου της αποτίμησης μόνο μέχρι 36 μονάδες αντί 40 που προέβλεπαν οι περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρηση και Αξιολόγηση) Κανονισμοί του 1976 (Κ.Δ.Π. 223/76), θέσπιση του περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1995 (Ν. 78(Ι)/95), που πρόβλεπε διαφορετικό τρόπο αποτίμησης της αξίας των υποψηφίων για προαγωγή εκπαιδευτικών ― Ισχυρισμός πως ο νόμος παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και την αρχή της ισότητας, απορρίφθηκε.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Αποτίμηση στοιχείων της αξίας σε μονάδες ― Υποβολή ένστασης στον Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης ― Ισχυρισμός περί παράνομης συμμετοχής της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην εξέταση των ενστάσεων, απορρίφθηκε ― Η Συμβουλευτική Επιτροπή υποβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 5(8) του Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου (Ν. 78(Ι)/95) τις παρατηρήσεις της, οι οποίες δεν είναι δεσμευτικές.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Αποτίμηση αξίας σε μονάδες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ― Λογική η αυξομείωση της αποτίμησης της αξίας σε άλλη διαδικασία προαγωγών, από άλλη Συμβουλευτική Επιτροπή.

[*92]Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Αποκλεισμός υποψηφίου από τον τελικό κατάλογο ― Αιτιολογία ― Δεν απαιτείται αιτιολογία της Ε.Ε.Υ., εφόσον ο υποψήφιος αποκλείστηκε λόγω του αριθμού των μονάδων που συγκέντρωσε με την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, κατ’ ένσταση.

Έξοδα ― Διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ― Επέμβαση του Εφετείου μόνο όπου η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη ― Κανόνας ότι τα έξοδα της δίκης ακολουθούν το αποτέλεσμα.

Κυριότερο ζήτημα στην παρούσα έφεση, αποτέλεσε το ζήτημα, κατά πόσο ο περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος (Ν. 78(Ι)/95), με τον οποίο αντικαθίστατο ο τρόπος αποτίμησης σε μονάδες της αξίας των υποψηφίων, όπως προβλεπόταν στα άρθρα 35Α και 35Β του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών με την επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο έργο της εκτελεστικής και την αρχή της ισότητας με τον ισοπεδωτικό τρόπο αποτίμησης της αξίας εκπαιδευτικών, χωρίς λήψη υπόψη των ετήσιων βαθμολογιών.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση με απόφαση πλειοψηφίας, (Απόφαση Γαβριηλίδη Δ. συμφωνούντων των Αρτεμίδη, Νικολαΐδη και Ηλιάδη Δ.Δ.), αποφάσισε ότι:

1.  Προβάλλεται ως λόγος έφεσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Νόμος, και ιδιαίτερα το άρθρο 5, δεν είναι αντισυνταγματικό. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα, ο Νόμος, και ιδιαίτερα το άρθρο 5(3), προσκρούει στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθότι συνιστά παρέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στη διοικητική, αφού προνοεί για διαγραφή των βαθμολογιών / υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, που διαμορφώθηκαν με την άσκηση διοικητικής λειτουργίας. Πρόσθετα, τόσο ο Νόμος, όσο και οι πράξεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που έγιναν κατ΄ εφαρμογή του, συνιστούν άνιση μεταχείριση των υποψηφίων, αφού ισοπεδώνουν όλους ως προς το κριτήριο της αξίας, αντίθετα με το άρθρο 36 του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, που προβλέπει για την ετοιμασία υπηρεσιακών εκθέσεων. 

     Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η προσέγγιση, όπως διατυπώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο (Κρονίδης, Δ.), πως οι διατάξεις του άρθρου 5 του Νόμου και πιο συγκεκριμένα του εδαφίου (4) και της παραγράφου του (α), συνιστούν διαφορε[*93]τική νομοθετική ρύθμιση του τρόπου αριθμητικής αποτίμησης της αξίας των υποψηφίων χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και πως η σοφία του νομοθέτη και η σκοπιμότητα του νόμου είναι θέματα που δεν ελέγχονται δικαστικά, βρίσκει απόλυτα σύμφωνο το Δικαστήριο. Η συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν παραβιάζεται, αφού οι ίδιες νομοθετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται, χωρίς διάκριση, για όλους τους υποψηφίους.

2.  Άλλος λόγος έφεσης που προβλήθηκε, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα έκρινε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν καθίσταται κριτής των εαυτής πράξεων. Τούτο γιατί, σύμφωνα με το Άρθρο 5(4)(α), η αριθμητική αποτίμηση του κριτηρίου «αξία» γίνεται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και σύμφωνα επίσης με το εδάφιο (8) του Άρθρου 5 του Ν.78(Ι)/95, η Συμβουλευτική Επιτροπή διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο κατά την εξέταση των ενστάσεων για την αξία.

     Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 5(8) του Νόμου οι ενστάσεις κατά του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής κρίνονται και αποφασίζονται, όχι από την ίδια, αλλά από το Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Η Συμβουλευτική Επιτροπή του υποβάλλει απλώς τις παρατηρήσεις της επί των ενστάσεων, παρατηρήσεις που οπωσδήποτε δεν τον δεσμεύουν.

3.  Προβλήθηκε επίσης ως λόγος έφεσης, ότι «εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο συσχετισμός των μονάδων που έδωσε η Συμβουλευτική Επιτροπή αναφορικά με την αξία των υποψηφίων σε άλλη περίπτωση πλήρωσης όμοιων θέσεων, δεν καταδεικνύει παράλογα αποτελέσματα εκ της εφαρμογής του Νόμου». 

     Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η επίκληση του καταλόγου που καταρτίστηκε το Φεβρουάριο του 1996 με σκοπό να επισημανθεί ότι ο επίδικος κατάλογος του Ιουνίου του 1996, διαφέρει αναφορικά με την αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων, ώστε να καταδειχθεί το παράλογο αποτέλεσμα της εφαρμογής του Νόμου, δεν βοηθά τον εφεσείοντα. Οι κατάλογοι του Φεβρουαρίου του 1996 και του Ιουνίου του 1996 δεν καταρτίστηκαν από την ίδια Συμβουλευτική Επιτροπή.  Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο «είναι λογικό σε διαφορετικές διαδικασίες να υπάρξουν αυξομειώσεις στην αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων, ανάλογα με την κρίση της εκάστοτε Συμβουλευτικής Επιτροπής».

4.  Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το [*94]πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει τον αποκλεισμό του εφεσείοντα από τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.

     Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Η ΕΕΥ δεν είχε υποχρέωση παράθεσης περαιτέρω και ειδικότερης αιτιολογίας για τον αποκλεισμό του αιτητή, ο οποίος αποκλείστηκε λόγω του αριθμού των μονάδων που συγκέντρωσε.

5.  Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβλήθηκε αναφέρεται στα έξοδα.  Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε έξοδα εις βάρος του γιατί αυτός «είχεν πολύ ισχυρά επιχειρήματα υπέρ του τα οποία δεν δικαιολογούσαν να επιβαρυνθεί τα έξοδα σε μια διαδικασία όπου αναζητεί το Δικαστήριο και/ή τέμνει το δίκαιο, στο χώρο του δημοσίου δικαίου».

     Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία, η επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την προσφυγή Δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει, εκτός όπου καταφαίνεται ότι η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη. Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνεται κάτι τέτοιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, εφάρμοσε εύλογα τον κανόνα ότι τα έξοδα της δίκης ακολουθούν το αποτέλεσμα.

     Ο Πικής Π., εξέδωσε δική του απόφαση, με την οποία κατέληξε σε αντίθετο αποτέλεσμα.

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 504,

Πρωτοπαπά v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 414/97, ημερ. 31.8.1999,

Κωνσταντινίδου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 465/98, ημερ. 8.3.2000,

Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.

Έφεση.

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του [*95]Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κρονίδης, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 862/96), ημερομηνίας 22/6/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής έξι ενδιαφερομένων μερών στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης κατ΄εφαρμογή του περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1995, Ν. 78(Ι)/95.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚHΣ, Π.: Την απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Αρτεμίδης, Νικολαΐδης, Ηλιάδης και Γαβριηλίδης, θα δώσει ο Γαβριηλίδης Δ.  Εγώ θα δώσω τη δική μου απόφαση με την οποία καταλήγω σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.:  Με επιστολή του ημερομηνίας 6.5.1996, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι ο Υπουργός ενέκρινε, μεταξύ άλλων, την πλήρωση, από 1.9.1996, σαράντα θέσεων Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης (θέση προαγωγής), και ζήτησε να προωθηθεί η διαδικασία πλήρωσής τους. Αφού ο κατάλογος των υποψηφίων, μαζί με τους φακέλους υπηρεσιακών εκθέσεων, στάληκαν στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, η τελευταία, μετά από αξιολόγηση των απαραίτητων στοιχείων, υπέβαλε την έκθεσή της στην εφεσίβλητη μαζί με τον κατάλογο των υποψηφίων που σύστηνε για προαγωγή. Ο εφεσείων, που δεν περιλαμβανόταν στους συστηθέντες, υπέβαλε ένσταση κατά του καταλόγου.  Η ένσταση, που αφορούσε την αριθμητική αποτίμηση της αξίας του, παραπέμφθηκε στο Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης ο οποίος, αφού μελέτησε τις γραπτές παρατηρήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υιοθέτησε την εισήγησή της και απέρριψε την ένσταση.  Κατόπιν τούτου, η εφεσίβλητη, αφού εξέτασε τις ενστάσεις που αφορούσαν τα υπόλοιπα κριτήρια, κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων στον οποίο, και πάλι, δεν περιλαμβανόταν ο αιτητής.  Ακολούθως κάλεσε τους υποψήφιους του τελικού καταλόγου σε προσωπική συνέντευξη, και, αφού αξιολόγησε την απόδοση, και διαμόρφωσε ανάλογα τις μονάδες τους, αποφάσισε να προάξει, από 1.9.1996, μεταξύ άλλων, τα ενδιαφερόμενα μέρη Χρίστο Αντωνιάδη, Ανδρέα Γρηγορίου, Ιωάννη Κρασιά, Δημήτριο Χαραλάμπους, Ελένη Αδαμίδου και Παναγιώτη Σάββα.

[*96]Η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών έγινε κατ’ εφαρμογή του περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1995 (αρ. 78(Ι)/95), (ο Νόμος), ο οποίος θεσπίστηκε ως προσωρινό μέτρο – για την περίοδο από 14.7.1995 μέχρι 31.12.1996 – ενόψει της πρωτόδικης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 504. Στην προσφυγή εκείνη κρίθηκε ότι η αριθμητική βαθμολογία στις ειδικές εκθέσεις για τους δασκάλους, με ανώτατο συνολικό βαθμό το 36, ήτοι η καθήλωση του ανώτατου συνολικού βαθμού στο 36, όπως αποφάσισαν οι Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης το 1978, ήταν παράνομη, αφού στους περί Εκπαιδευτικούς Λειτουργούς (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμούς του 1976 (ΚΔΠ 223/76) προβλεπόταν ως ανώτατος συνολικός βαθμός το 40 (Καν. 27 και 28). Ο Νόμος θεσπίστηκε για να δοθεί λύση στο πρόβλημα που δημιουργήθηκε ύστερα από την ακυρωτική απόφαση.

Οι διατάξεις του Νόμου, που έχουν σχέση με τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν με την προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών, η απορριπτική απόφαση στην οποία είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης, είναι οι ακόλουθες:

 «5.(1) ……………………………………….....…………………

     (2) ………………………………………......…………………

(3) Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την αξία όπως διαπιστώνεται ύστερα από μελέτη των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων με ιδιαίτερη βαρύτητα στο περιεχόμενο που αναφέρεται στα δύο τελευταία χρόνια, τα προσόντα και την αρχαιότητα των προσοντούχων υποψηφίων ετοιμάζει έκθεση, η οποία περιέχει κατάλογο των υποψηφίων με αλφαβητική σειρά που συστήνει και τους λόγους για τη σύσταση ή μη σύσταση ενός υποψηφίου:

Νοείται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά τη μελέτη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων θα αγνοεί και δε θα λαμβάνει υπόψη τις βαθμολογίες που εμπεριέχονται στις εν λόγω Υπηρεσιακές Εκθέσεις:

Νοείται περαιτέρω ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορεί να καλέσει του υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη.

[*97](4) Όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης, η οποία ανήκει στο διδακτικό προσωπικό των σχολείων δημοτικής εκπαίδευσης, η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει με σειρά προτεραιότητας, η οποία θα καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των προσοντούχων υποψηφίων σε μονάδες όπως παρακάτω:

(α) Αξία:

Μέχρι 100 μονάδες που παραχωρούνται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ύστερα από μελέτη των Συνήθως Εκθέσεων, των Εκθέσεων διευθυντών σχολείων και των Ατομικών Πληροφοριακών Δελτίων που περιέχονται στον Προσωπικό Φάκελο και/ή το Φάκελο Υπηρεσιακών Εκθέσεων του υποψηφίου για την περίοδο των 10 τελευταίων ετών, ή προκειμένου για βοηθούς διευθυντές σχολείων, για την περίοδο υπηρεσίας στη θέση, νοουμένου ότι αυτή δεν υπερβαίνει τα 10 έτη, με ιδιαίτερη βαρύτητα στις Εκθέσεις και Πληροφοριακά Δελτία που αναφέρονται στα δύο τελευταία έτη:

Νοείται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά τη μελέτη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων θα αγνοεί και δε θα λαμβάνει υπόψη τις βαθμολογίες που εμπεριέχονται στις εν λόγω Υπηρεσιακές Εκθέσεις·

…………………………………………………......……...

(6) Οι εκθέσεις μαζί με τους καταλόγους που καταρτίζονται σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4) αποστέλλονται στην Επιτροπή και αντίγραφά τους αναρτώνται στο Υπουργείο Παιδείας.

(7) Κάθε επηρεαζόμενος εκπαιδευτικός λειτουργός μπορεί να ζητήσει την αναθεώρηση του καταλόγου που τον αφορά με γραπτή ένστασή του η οποία υποβάλλεται στην Επιτροπή μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την ημέρα της ανάρτησης του καταλόγου.

(8) Αν με την δυνάμει του εδαφίου (7) ένσταση ο επηρεαζόμενος εκπαιδευτικός έχει ζητήσει την αναθεώρηση ή τροποποίηση της αριθμητικής αποτίμησης του κριτηρίου της αξίας όπως φαίνεται στον κατάλογο, η Επιτροπή παραπέμπει το ζήτημα τούτο στο Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, ο οποίος αφού [*98]πάρει τις παρατηρήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφασίζει για την αποδοχή ή μη της ένστασης μόνο ως προς το εν λόγω παραπεμφθέν ζήτημα και κοινοποιεί την περί τούτου απόφασή του στην Επιτροπή και στον εκπαιδευτικό λειτουργό που υπόβαλε την ένσταση το ταχύτερο δυνατό.

(9) Στη συνέχεια η Επιτροπή εξετάζει και αποφασίζει πάνω στις ενστάσεις το ταχύτερο δυνατόν, δεσμευομένη από την απόφαση του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης επί του θέματος της αριθμητικής αποτίμησης του κριτηρίου της αξίας και στη συνέχεια καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.

……………………………………………………......…………»

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Νόμος, και ιδιαίτερα το άρθρο 5, δεν είναι αντισυνταγματικό. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα, ο Νόμος, και ιδιαίτερα το άρθρο 5(3), προσκρούει στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών καθότι συνιστά παρέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στη διοικητική, αφού προνοεί για διαγραφή των βαθμολογιών / υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, που διαμορφώθηκαν με την άσκηση διοικητικής λειτουργίας.  Πρόσθετα, τόσο ο Νόμος, όσο και οι πράξεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που έγιναν κατ’ εφαρμογή του, συνιστούν άνιση μεταχείριση των υποψηφίων, αφού ισοπεδώνουν όλους ως προς το κριτήριο της αξίας, αντίθετα με το άρθρο 36 του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, που προβλέπει για την ετοιμασία υπηρεσιακών εκθέσεων.  Ο λόγος που οδήγησε στη θέσπιση του Νόμου 78(Ι)/95, σύμφωνα πάντοτε με το δικηγόρο του εφεσείοντα, ήταν η κήρυξη από το Ανώτατο Δικαστήριο ως άκυρων των βαθμολογιών των δασκάλων που έγιναν από τους Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης κατά παράβαση των Κανονισμών 27 και 28 της ΚΔΠ 223/76. (υπόθεση Χαραλάμπους – πιο πάνω).  Εφόσον, όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν κήρυξε άκυρους τους Κανονισμούς, η Διοίκηση έπρεπε να αντικαταστήσει τις επηρεαζόμενες αξιολογήσεις με άλλες νόμιμες, και όχι να παρέμβει η νομοθετική εξουσία με το Νόμο καθιστώντας την εφεσίβλητη δέσμια των κρίσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής και του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης αναφορικά με την αξία των υποψηφίων.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.  Η πιο κάτω προσέγγιση, όπως διατυπώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο (Κρονίδης, Δ.), μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους:

«Με τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο αιτητής δεν κατα[*99]δεικνύεται η ισχυριζόμενη αντισυνταγματικότητα του Νόμου.  Δεν συμφωνώ ότι παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών με τον πιο πάνω Νόμο.  Όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 του Νόμου, οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 θα ισχύουν αντί των διατάξεων των άρθρων 35 Α και 35Β του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου.  Οι διατάξεις του άρθρου 5 του Νόμου και πιο συγκεκριμένα του εδαφίου (4) και της παραγράφου του (α) συνιστούν διαφορετική νομοθετική ρύθμιση του τρόπου αριθμητικής αποτίμησης της αξίας των υποψηφίων.  Δεν βλέπω πώς με τον καθορισμό του τρόπου αποτίμησης της αξίας των υποψηφίων με νομοθεσία παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών.  Όσον αφορά τη σοφία του νομοθέτη και τη σκοπιμότητα του Νόμου αυτά είναι θέματα που δεν ελέγχονται δικαστικά.  Ούτε βλέπω με ποιο τρόπο παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης αφού οι ίδιες νομοθετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται, χωρίς διάκριση, για όλους τους υποψηφίους. Το γεγονός ότι η ΕΕΥ δεσμεύεται από τις αποφάσεις του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης ως προς το αποτέλεσμα των ενστάσεων που αφορούν την αριθμητική αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων, είναι άσχετο με τα θέματα συνταγματικότητας του Νόμου που εγείρονται.  Συνεπώς, απορρίπτω όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς του αιτητή.»

Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε από τον Νικολάου, Δ. στην Πρωτοπαπά ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 414/97, ημερομηνίας 31.8.1999 και από τον Καλλή, Δ., στην Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 465/98, ημερομηνίας 8.3.2000.

Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα έκρινε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν καθίσταται κριτής των εαυτής πράξεων.  Τούτο γιατί, σύμφωνα με το άρθρο 5(4)(α), η αριθμητική αποτίμηση του κριτηρίου «αξία» γίνεται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και σύμφωνα επίσης με το εδάφιο (8) του άρθρου 5 του Ν.78(Ι)/95, η Συμβουλευτική Επιτροπή διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο κατά την εξέταση των ενστάσεων για την αξία.»

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Σύμφωνα με το άρθρο 5(8) του Νόμου οι ενστάσεις κατά του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής κρίνονται και αποφασίζονται, όχι από την ίδια, αλλά από το Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή του υποβάλλει απλώς τις παρατηρήσεις της επί των ενστάσεων, παρατηρήσεις που οπωσδήποτε δεν τον δεσμεύουν.  Δεν βλέπουμε οτιδήποτε επιλήψιμο.

[*100]Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι «εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο συσχετισμός των μονάδων που έδοσε η Συμβουλευτική Επιτροπή αναφορικά με την αξία των υποψηφίων σε άλλη περίπτωση πλήρωσης όμοιων θέσεων δεν καταδεικνύει παράλογα αποτελέσματα εκ της εφαρμογής του Νόμου». 

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.  Η επίκληση του καταλόγου που καταρτίστηκε το Φεβρουάριο του 1996 με σκοπό να επισημανθεί ότι ο επίδικος κατάλογος του Ιουνίου του 1996 διαφέρει αναφορικά με την αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων, ώστε να καταδειχθεί το παράλογο αποτέλεσμα της εφαρμογής του Νόμου, δεν βοηθά τον εφεσείοντα.  Οι κατάλογοι του Φεβρουαρίου του 1996 και του Ιουνίου του 1996 δεν καταρτίστηκαν από την ίδια Συμβουλευτική Επιτροπή.  Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο «είναι λογικό σε διαφορετικές διαδικασίες να υπάρξουν αυξομειώσεις στην αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων, ανάλογα με την κρίση της εκάστοτε Συμβουλευτικής Επιτροπής».

Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει τον αποκλεισμό του εφεσείοντα από τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο συμφωνούμε απόλυτα:

«Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η ΕΕΥ δεν έδωσε καμιά αιτιολογία για τον αποκλεισμό του από τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.  Ο αιτητής όμως, δεν απεκλείσθη με απόφαση της ΕΕΥ, αλλά λόγω προηγούμενων προπαρασκευαστικών ενεργειών της Συμβουλευτικής Επιτροπής και του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Οι ισχυρισμοί που αφορούσαν τις ενέργειες αυτές ήδη εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν. Η ΕΕΥ δεν είχε υποχρέωση παράθεσης περαιτέρω και ειδικότερης αιτιολογίας για τον αποκλεισμό του αιτητή, ο οποίος αποκλείστηκε λόγω του αριθμού των μονάδων που συγκέντρωσε.»

Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβάλλεται αναφέρεται στα έξοδα.  Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε έξοδα εις βάρος του γιατί αυτός «είχεν πολύ ισχυρά επιχειρήματα υπέρ του τα οποία δεν δικαιολογούσαν να επιβαρυνθεί τα έξοδα σε μια διαδικασία όπου αναζητεί το Δικαστήριο και/ή τέμνει το δίκαιο, στο χώρο του δημοσί[*101]ου δικαίου».

Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Σύμφωνα με τη νομολογία η επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την προσφυγή Δικαστηρίου.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός όπου καταφαίνεται ότι η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε κάτι τέτοιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, εφάρμοσε εύλογα τον κανόνα ότι τα έξοδα της δίκης ακολουθούν το αποτέλεσμα. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.)

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Στην απόφαση που ακολουθεί εξηγώ τους λόγους που με οδηγούν σε αντίθετο αποτέλεσμα από την κατάληξη της πλειοψηφίας.  Κρίνω ότι ο περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1995 (Ν.78(Ι)/95) (o νόμος), θεσπίστηκε κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, διαπίστωση που αναιρεί το  νομικό υπόβαθρο της επίδικης διοικητικής απόφασης και την καθιστά άκυρη.  Δεν θα ενδιατρίψω στο πραγματικό υπόβαθρο, ή στα θέματα που τίθενται με την έφεση τα οποία με ακρίβεια προσδιορίζονται στην απόφαση της πλειοψηφίας που ετοιμάστηκε από το Γαβριηλίδη, Δ.. Θα επικεντρωθώ στο σκοπό του νόμου και στις διατάξεις εκείνες που προσδίδουν το στίγμα της  αντινομίας του προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όλως ιδιαίτερα στο άρθρο 5(3) του νόμου.

Αντικείμενο του νόμου ήταν ο  επαναπροσδιορισμός, για τη χρονική περίοδο της ισχύος του, των νομοθετικά καθορισθέντων στοιχείων που προσμετρούσαν σε προαγωγές εκπαιδευτικών στην στοιχειώδη εκπαίδευση (άρθρο 6 του Νόμου).  Ο νόμος θεσπίστηκε προς πλήρωση του κενού που προέκυψε μετά την απόφαση στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 504, σύμφωνα με την οποία οι βαθμολογίες των εκπαιδευτικών από τους επιθεωρητές για μια χρονική περίοδο, ήταν έκνομες. Ενώ οι περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμοί του 1976 (Κ.Δ.Π. 223/76), καθόρισαν το 40, ως την ανώτατη βαθμολογία, οι επιθεωρητές με προσυμφωνημένη απόφασή τους καθόρισαν το 36, ως την ανώτατη δυνατή βαθμολογία αφιστάμενοι εις τούτο από το πνεύμα και το γράμμα του νόμου. Οι αντινομικές τους αξιολογήσεις αποκηρύχθηκαν ως άκυρες καθιστώντας τις υφιστάμενες βαθμολογίες απαράδεκτες ως στοιχείο κρίσης για [*102]τις προαγωγές των επηρεαζομένων εκπαιδευτικών.

Αντί της αντιμετώπισης του κενού που δημιουργήθηκε με πρόσφορα διοικητικά μέτρα, επενέβη ο νομοθέτης προς πλήρωσή του με την υποκατάσταση του ισχύοντος νομικού κανόνα με νέο ο οποίος θα ίσχυε από την ημέρα έκδοσης του νόμου, 14.7.1995, μέχρι την 31.12.96. Κατά την περίοδο που θα μεσολαβούσε αναστελλόταν η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 35Α και 35Β του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν.10/69 όπως τροποποιήθηκε) που καθόριζαν τα στοιχεία που προσμετρούσαν για τις προαγωγές εκπαιδευτικών.  Αντί εκείνων θα ίσχυαν οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του νόμου και τα στοιχεία που ορίζονται σ’ αυτά.  Ατόνησε τοιουτοτρόπως το νομικό καθεστώς κάτω από το οποίο υπηρέτησαν οι διδάσκαλοι σε σχέση με την αξιολόγηση της υπηρεσίας τους, το οποίο όμως αναβίωσε μετά την εκπνοή της ζωής του νόμου.

Αναφορικά με τις βαθμολογήσεις των εκπαιδευτικών η πρώτη επιφύλαξη του εδαφίου 3 του άρθρου 5 του νόμου προβλέπει:

«Νοείται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά τη μελέτη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων θα αγνοεί και δε θα λαμβάνει υπόψη τις βαθμολογίες που εμπεριέχονται στις εν λόγω Υπηρεσιακές Εκθέσεις:»

Ο εφεσείων υποστήριξε, ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, χωρίς επιτυχία, ότι ο νόμος προσκρούει στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών εφόσον αποβλέπει στη ρύθμιση θέματος που ανάγεται στη διοικητική λειτουργία. Εξίσου ανεπιτυχώς, πρόβαλε (ο εφεσείων) ότι ο νόμος προσβάλλει την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

Στην απόφαση που εφεσιβάλλεται διαπιστώνεται κατ’ αρχή ότι η διαμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας της διοίκησης ανάγεται στη νομοθετική λειτουργία του κράτους.  Η θέση αυτή είναι αναντίρρητη.  Το ερώτημα είναι εάν εντός του διοικητικού πλαισίου που διαγράφει ο νόμος είναι παραδεκτή νομοθετική ρύθμιση ως προς την εφαρμογή του.  Η τήρηση του νόμου αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης και καθήκον της η επαναφορά, σε περίπτωση παρέκκλισης, στη νομική τάξη.  Αυτό επιβάλλει η αρχή της σύννομης λειτουργίας του Κράτους.  Στο απόσπασμα  της πρωτόδικης απόφασης που παρατίθεται στην απόφαση της πλειοψηφίας, αναφέρεται μεταξύ άλλων:

[*103]«Δεν βλέπω πώς με τον καθορισμό του τρόπου αποτίμησης της αξίας των υποψηφίων με νομοθεσία παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών.»

Διαφορετική είναι η δική μου θεώρηση. Η εκτέλεση των νόμων αποτελεί έργο της εκτελεστικής εξουσίας. Μάλιστα από αυτή τη λειτουργία  προσλαμβάνει και το όνομά της η “Εκτελεστική” εξουσία, όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω και σε προηγούμενες αποφάσεις μου. Τα άρθρα του βασικού νόμου (Ν.10/69) που αναστάληκαν με το νόμο είναι εκείνα που οριοθετούσαν τη λειτουργία της Διοίκησης στο συγκεκριμένο πεδίο. Η θεραπεία της διοικητικής δυσλειτουργίας ανάγεται ως εκ της φύσεως του αντικειμένου της στην Εκτελεστική και όχι στη Νομοθετική εξουσία. Η παράλειψη των επιθεωρητών, να εκπληρώσουν το έργο τους σύμφωνα με το νόμο, συνιστούσε διοικητική εκτροπή υποκείμενη σε επανόρθωση στο πλαίσιο της διοικητικής λειτουργίας.

Στη Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ. ν. Δήμου Λ/σού (1993)3 Α.Α.Δ. 25, υπογραμμίστηκε ότι δεν χωρεί ρύθμιση διοικητικού θέματος από τη νομοθετική εξουσία. Κρίθηκε ότι η ακύρωση διαταγμάτων απαλλοτρίωσης αποτελεί πτυχή της  εκτελεστικής εξουσίας, οπόταν η ακύρωσή τους  από τη νομοθετική εξουσία προσέκρουε στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών και για το λόγο αυτό ήταν αντισυνταγματική. Διαφωτιστική επί του ιδίου θέματος, είναι και η απόφαση στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής (Αρ.1) (1992)3 Α.Α.Δ. 109.

Όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω σε πρωτόδικες αποφάσεις μου η θεραπεία παρεκκλίσεων από το νόμο κατά την εκτέλεση του διοικητικού έργου αποτελεί καθήκον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου με την υιοθέτηση πρόσφορων μέτρων. 

Στη Savva and Others v. Republic (1988) 3 C.L.R. 160 διαπιστώθηκε ότι οι εμπιστευτικές εκθέσεις δεν ήταν υπογεγραμμένες από τον προσυπογράφοντα λειτουργό και για το λόγο αυτό δεν συνιστούσαν εμπιστευτικές εκθέσεις με την έννοια που τους απέδιδε ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος (Ν.33/67).  Το απόσπασμα που ακολουθεί άπτεται του θέματος που εξετάζουμε. (σ.168)

«The unavoidable conclusion is that the reports on the candidates for the year 1982 were incomplete and as such did not qualify as confidential reports within the meaning of the Circular.  It was in the power of the Public Service Commission to take steps for their completion by referring the reports back to the [*104]Administration with the request that they be countersigned by the officer who was exercising supervision at the time over the candidates.»

(Βλ. επίσης Theoclitou & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1271 και Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2802.)  Εξίσου εφικτή, και στην προκείμενη περίπτωση, ήταν η πλήρωση του κενού με την αναβαθμολόγηση  των εκπαιδευτικών από τους επιθεωρητές σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα του Νόμου.

Προβλήθηκε και δεύτερος λόγος για τον οποίο ο νόμος είναι αντισυνταγματικός. Η θέση του εφεσείοντος, όπως έγινε κατανοητή μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.  Ενώ οι εκπαιδευτικοί που υπηρετούσαν μαζί με τους επηρεαζόμενους από το νόμο, αξιολογήθηκαν βάσει των διατάξεων  των άρθρων 35Α και 35Β του βασικού νόμου (Ν.10/69), εκείνοι οι οποίοι θα ετύγχαναν προαγωγής  κατά την περίοδο ισχύος του νόμου θα αξιολογούνταν βάσει διαφορετικών κριτηρίων παρόλο που το αντικείμενο της αξιολόγησης ήταν η ίδια παρελθούσα περίοδος. Το ίδιο ισχύει και για τους προϋπηρετήσαντες μελλούμενους να κριθούν μετά την εκπνοή του νόμου.

Άποψή μου είναι ότι με το νόμο τίθεται διαφορετικό κριτήριο για την αξιολόγηση όμοιων υποκειμένων του νόμου, των εκπαιδευτικών που τελούσαν στην υπηρεσία βάσει του ανασταλέντος νόμου.  Η διάκριση η οποία επιχειρείται στερείται  αντικειμενικού ερείσματος και για το λόγο αυτό αντίκειται στην αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει σφαιρικά το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.  (Βλ. μεταξύ άλλων Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής (Αρ. 2) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1931·  Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119 και Μαυρογένης ν. Δημοκρατίας (1991)3 Α.Α.Δ. 441.)

Για τους λόγους που έχω εκθέσει θα επέτρεπα την έφεση.

Η�έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο